Αυτοκτονίες εφήβων: Βασική αιτία το bullying – Έλλειψη στήριξης από σχολείο και γονείς, τι λέει κλινική ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια

Θλίψη και προβληματισμό έχει προκαλέσει η αυτοκτονία του 18χρονου παιδιού στον Βόλο, το οποίο έβαλε τέλος στη ζωή του ανήμερα της 25ης Μαρτίου, ενώ η κοινωνική απομόνωση που είχε δεχθεί από συμμαθητές του φαίνεται πως είχε επηρεάσει σημαντικά την ψυχική του υγεία.
Το τραγικό συμβάν έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό στην τοπική κοινωνία, αναδεικνύοντας για ακόμα μία φορά τη σημασία της ψυχικής υγείας των νέων. Την ίδια στιγμή και τα στοιχεία που έρχονται στο φως από διάφορους φορείς είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά. Με βάση την ανερχόμενη έρευνα του ΠΟΥ/Ευρώπης, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία διαβούλευσης, στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια του ΠΟΥ, 1 στα 7 παιδιά και εφήβους, ηλικίας 0-19 ετών, ζει με κάποια ψυχική διαταραχή, ενώ η αυτοκτονία είναι η κύρια αιτία θανάτου στους νέους ηλικίας 15-29 ετών.
Στην Ελλάδα, 1 στους 4 νέους, ηλικίας 15-29 ετών, ζει με κάποια ψυχική διαταραχή, ενώ ο αυτοτραυματισμός είναι η 6η αιτία θανάτου στα παιδιά και τους εφήβους ηλικίας 10-14 και 15-19 ετών.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καταγραφή των αποπειρών αυτοκτονίας
Στην ίδια κλίμακα βρίσκονται και τα δεδομένα, τα οποία καταγράφονται σε πραγματικό χρόνο από το Παρατηρητήριο Αυτοκτονιών της ΚΛΙΜΑΚΑΣ, τα οποία αναφέρουν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάποιο σύστημα καταγραφής των αποπειρών αυτοκτονίας που καταλήγουν στα νοσοκομεία, με δεδομένο, ότι πίσω από κάθε αυτοκτονία κρύβονται 20 έως 30 απόπειρες!
Σύμφωνα με τα δεδομένα του Κέντρου για την Πρόληψη της Αυτοκτονίας ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 12% έως 16% στις ηλικίες μεταξύ 14 με 19 ετών αυτοτραυματίζεται και οι επιστήμονες γνωρίζουν, ότι ένα μέρος αυτού του ποσοστού θα οδηγηθεί στην αυτοκτονία, μελλοντικά.
Μιλώντας με την κλινική ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια, κα Αλεξάνδρα Κερασιώτη, μας περιέγραψε μια κατάσταση αν μην τι άλλο, καθόλου ενθαρρυντική για την ψυχική υγεία των εφήβων, αλλά και στο πώς ένας νέος άνθρωπος μπορεί να οδηγηθεί στην αυτοκτονία.
Σε ερώτησή μας για το αν τα περιστατικά αυτοκτονιών έχουν αυξηθεί από την πανδημία και μετά απάντησε πως «αναμφίβολα μετά την πανδημία ό,τι και αν συμβαίνει, λαμβάνει μεγαλύτερη διάσταση λόγω του διαδικτύου. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχει αύξηση. Για εγκυρότερη ενημέρωση θα πρέπει να δούμε τα στατιστικά δεδομένα της ΚΛΙΜΑΚΑΣ. Δυστυχώς το ποσοστό αυτοκτονιών δεν είναι σαφές σε πολλές περιπτώσεις».
«Ένα ποσοστό αυτοκτονιών στους εφήβους οφείλεται σε διάφορα challenges στα social media, όπως το Tik Tok, αλλά αυτό μέχρι στιγμής συμβαίνει κυρίως σε χώρες του εξωτερικού και όχι στην Ελλάδα», υπογράμμισε η κα Κερασιώτη.
Τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με πολλές απαιτήσεις και προκλήσεις
Παράλληλα, τόνισε ότι το ζήτημα των αυτοκτονιών είναι πολυπαραγοντικό. «Τα σημερινά παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με πολλές απαιτήσεις και προκλήσεις, είτε από το σχολικό τους περιβάλλον, είτε από την ίδια την κοινωνία, αλλά και από το σπίτι. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να δημιουργείται άγχος», είπε.
Όσον αφορά τα περιστατικά αυτοκτονιών στους εφήβους, ανέφερε πως «ένας βασικός παράγοντας για αυτές είναι ο εκφοβισμός, το bullying, που δέχονται τα θύματα από αλλά παιδιά, λόγω της υπάρχουσας διαφορετικότητας τους. Δυστυχώς, όπως και στην ελληνική κοινωνία, έτσι και στο σχολείο, πολλές φορές δεν υπάρχει αποδοχή για τη διαφορετικότητα, είτε τη σεξουαλική, είτε πρόκειται για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες ή για τη νευροδιαφορετικότητα ή για κάτι άλλο».
Την ίδια στιγμή, σημείωσε ότι δεν υπάρχει στήριξη από το σχολείο, καθώς είναι ελάχιστα τα προγράμματα πρόληψης και παρέμβασης, που διενεργούνται. Όπως είπε χαρακτηριστικά «αναμφίβολα υπάρχει έλλειψη υποστηρικτικών σχέσεων στην οικογένεια, έλλειψη ουσιαστικής στήριξης από το σχολείο, με συνέπεια σε πολλά παιδιά να επιτείνεται το άγχος».
Η κα Κερασιώτη μίλησε και για τη σημασία των ψυχολόγων στα σχολεία, καθώς εστίασε στο γεγονός ότι υπάρχουν ψυχολόγοι στα ιδιωτικά σχολεία, ενώ στα δημόσια δυστυχώς πηγαίνουν 1-2 φορές την εβδομάδα. «Τι να προλάβει να κάνει ένας ψυχολόγος σε ένα σχολείο έχοντας παρουσία μια φορά τη βδομάδα; Να ασχοληθεί με τα παιδιά, με τους καθηγητές ή να κάνει κάποια ομαδική παρέμβαση;», αναρωτήθηκε εύλογα.
«Υπάρχουν βοηθητικά προγράμματα στο εξωτερικό που στην Ελλάδα εφαρμόζονται σε πολύ μικρό βαθμό, τη στιγμή που η πρόληψη ευαισθητοποιεί τα παιδιά», συμπλήρωσε.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και για τους Έλληνες γονείς, οι οποίοι ναι μεν από τη μια είναι πολύ πιο πρόθυμοι στο να αναζητήσουν ψυχική βοήθεια για τα παιδιά τους σε σχέση με πριν από 20 ή 30 χρόνια, αλλά από την άλλη δεν ζητούν για τους ίδιους στήριξη και θεραπεία. «Το ποσοστό δυστυχώς είναι μικρό», κατέληξε η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια.
–