
Στην ιστορία που ήδη γράφεται, ο Αρκάς έχει λάβει ήδη την θέση του και αυτή δεν είναι και τόσο ευνοϊκή για εκείνον. Γιατί από τα σπουργίτια του, τις Λουκρητίες του, τους διαβόλους και τους αγγέλους του, τους ισοβίτες και τους κόκορές του, αυτά που θα μείνουν από εκείνον, τελικά, είναι μια πένα ποτισμένη από το σάλιο που με τρομερή ζέση έριχνε για να γλείψει από άκρη σε άκρη τους κυβερνώντες του τόπου μας
Ο Αρκάς υπήρξε κάποτε ένας σπουδαίος καλλιτέχνης.
Για να είμαστε ακριβείς, ήταν εκείνος που πρώτος πέρασε επίσημα τα κόμικς μέσα από το κατώφλι του κάθε σπιτιού, τη στιγμή που οι υπόλοιποι ομότεχνοί του προσπαθούσαν να τρυπώσουν ακόμα από το παράθυρο. Ήταν ο πρώτος που εισήγαγε στην Ελλάδα τη νοοτροπία να αγοράζεις ολοκληρωμένα βιβλία κόμικς με συγκεκριμένους και αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, κάτι το οποίο δεν υπήρχε σε τόσο μεγάλο βαθμό μέχρι τη δεκαετία του 1990. Ήταν εκείνος που πρώτος δημιούργησε brand name στον χώρο των ελληνικών κόμικς, ένα ολόκληρο πολιτισμικό κεφάλαιο πίσω από το μυστηριώδες όνομά του και την ακόμα πιο μυστηριώδη περσόνα του.
Ο Αρκάς δημιούργησε αντισυμβατικούς χαρακτήρες για την εποχή του, βασισμένος σε διάφορους ανθρωπότυπους που ο ίδιος αντιλαμβανόταν πως κυκλοφορούσαν μέσα στην ελληνική κοινωνία. Υπήρξε, επίσης, ένας δημιουργός που ήταν βαθιά επηρεασμένος από τα ’60ς-’70ς και από τα πολιτικά διακυβεύματα εκείνης της εποχής, κάτι που φαινόταν μέσα από το έργο του.
Μίλησε για τη σεξουαλική απελευθέρωση, για τις φυλακές, για τα ναρκωτικά, για την ελληνική ύπαιθρο και τις αγκυλώσεις της, για την «αγία ελληνική οικογένεια» που ποτέ δεν ήταν και τόσο «αγία», για τη θρησκεία και τη μισαλλοδοξία, και κυρίως, για τον φόβο μας απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό μέσα από σειριακά στριπάκια που μετά έγιναν βιβλία και κοσμούσαν σε περίοπτες θέσεις τα ράφια των βιβλιοπωλείων αλλά και των προσωπικών μας βιβλιοθηκών.
Και μετά γέρασε. Δεν μεγάλωσε, γέρασε. Τα γηρατειά δεν φέρνουν πάντοτε την επιθυμητή σοφία, πολλές φορές επιστρέφουν τη σκέψη στις εργοστασιακές της ρυθμίσεις. Ειδικά όταν ο κόσμος γύρω μας δεν έχει απολύτως καμία σχέση με εκείνον τον οποίο μεγαλώσαμε και φαίνεται να επιστρέφει συνεχώς σε πολύ σκοτεινές εποχές χωρίς πολιτικά αντίβαρα, χωρίς μεγάλες αφηγήσεις, χωρίς οράματα και ηθικά πλεονεκτήματα.

Ο Αρκάς, ούτως ή άλλως, ανήκε σε μια γενιά και -μάλλον- σε μια αριστερά που πολέμησε με πάθος τις μεγάλες αφηγήσεις. Έγινε θιασώτης των μικρών, μικροσκοπικών αφηγημάτων, των μεταμοντέρνων πολλαπλών πτυχών της καθημερινότητας και της αλήθειας που πάντα από πίσω υπέκρυπταν γενναίες δόσεις κυνικότητας και ρεάλ πολιτίκ.
Έτσι και αλλιώς, κακογέρασαν και τα ινδάλματά του, οι γελοιογράφοι και οι κομίστες των ’60ς-’70ς, που κατέληξαν να μετατραπούν και οι ίδιοι σε απολογητές του ίδιου συστήματος που κάποτε στάθηκαν πολέμιοί του. Οι σκιτσογράφοι του Charlie Hebdo, για παράδειγμα, οι οποίοι από ριζοσπαστικά κωλόπαιδα του Μάη του ’68 που στηλίτευαν με παθιασμένο οξυδερκές χιούμορ την καπιταλιστική κοινωνία κατέληξαν συντηρητικοί ακροκεντρώοι να χαϊδεύουν τα αυτιά στους ψηφοφόρους της Λεπέν και να σπέρνουν ρατσισμό και ισλαμοβία, θερίζοντας θύελλες φυλετικού και ταξικού μίσους.

Για τον Αρκά, τον παντοκράτορα των ελληνικών κόμικς για πολλές δεκαετίες, η πολιτική στροφή δεν ήταν και ιδιαίτερα δύσκολη.
Ανήκε στη γενιά εκείνων των καλλιτεχνών και διανοούμενων της αριστεράς που αντιτάχθηκε με απίστευτο σθένος απέναντι στον οποιονδήποτε «λαϊκισμό» και ειδικά στον επονομαζόμενο αριστερό λαϊκισμό, πατώντας με εξαιρετική ευκολία τη μπανανόφλουδα της έμμεσης συντηρητικοποίησης που φέρνουν τέτοιου είδους σκληροπυρηνικές θέσεις της ρεάλ πολιτίκ και του Θατσερικού δόγματος ΤΙΝΑ. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική, δεν υπάρχει και κανένας λόγος να συνεχίζουμε να την ψάχνουμε. Γι’ αυτό, άλλωστε, προσπαθούσε να μας πείσει και ο περιβόητος σοφός «Προφήτης» του.

Και όταν ο χαβαλές και τον nonpolitica τελειώνει και σοβαρεύουν τα πράγματα γύρω μας, τότε φαίνονται ξεκάθαρα σε ποιες πολιτικές γραμμές τάσσονται οι πένες ορισμένων, στην προκειμένη περίπτωση, τα πενάκια και τα πινέλα τους. Το πέπλο του ανάλαφρου χιούμορ και της γενικευμένης πολιτικής κριτικής που στόχευε τους πάντες και τα πάντα, τώρα διαλύεται μονομιάς και επιδεικνύει με περίσσιο ναρκισσισμό τον πραγματικό του στόχο, τους αδύναμους. Ελλείψει έμπνευσης και ηθικής πολιτικής πυξίδας, στρέφεται στα πόδια και τα χέρια που μπορεί να δαγκώσει πιο αποτελεσματικά.
Παλιά και πικρή ιστορία αυτή, που καλύπτει ένα φάσμα από παλιούς διανοούμενους και πολιτικούς της αριστεράς μέχρι καλλιτέχνες όλων των κλάδων που όταν είδαν ότι το καράβι βουλιάζει, αποφάσισαν να το εγκαταλείψουν μήπως και καταφέρουν να σωθούν.
Αυτό, όμως, που εκπλήσσει περισσότερο είναι πως αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζουν καλά ότι το δυναμικό σημαίνον «λαός», όσο και αν το λοιδορούν και το υποβαθμίζουν, όσο και αν το μπολιάζουν με αρνητικά σημαινόμενα προσπαθώντας να υποσκελίσουν και να θολώσουν την κρίση του, δεν έχει τόσο κοντή μνήμη όσο θα ήθελαν οι ίδιοι να έχει. Στις μεγάλες ιστορικές στιγμές, ο κόσμος θυμάται ποιος ήταν με τη σωστή πλευρά της ιστορίας, ποιος πήρε θέση δίπλα του ή πλησίον των αφεντικών του.
Στην ιστορία που ήδη γράφεται, ο Αρκάς έχει λάβει ήδη την θέση του και αυτή δεν είναι και τόσο ευνοϊκή για εκείνον. Γιατί από τα σπουργίτια του, τις Λουκρητίες του, τους διαβόλους και τους αγγέλους του, τους ισοβίτες και τους κόκορές του, αυτά που θα μείνουν από εκείνον, τελικά, είναι μια πένα ποτισμένη από το σάλιο που με τρομερή ζέση έριχνε για να γλείψει από άκρη σε άκρη τους κυβερνώντες του τόπου μας.

Πενάκια και πινέλα γεμάτα γλίτσα, που μοίραζαν εφαλτήρια συνειδήσεως σε υποστηρικτές γενοκτονιών -του Παλαιστινιακού λαού, εν προκειμένω-, σε απολογητές δολοφόνων, σε κάθε προπαγανδιστή της δεκάρας, σε κάθε τρωκτικό του υπογείου που ξερνούσε μίσος και φασισμό.
Και έτσι θα λάβει σάρκα και οστά ο μεγαλύτερος φόβος του Αρκά και του κάθε Αρκά. Ο ίδιος ο λαός θα μετατραπεί στον Μεγάλο Ιεροεξεταστή του και η ιστορία σε κριτή του και θα τον τοποθετήσει στη θέση που του αναλογεί, στα σκουπίδια της.