Άρθρα Πολιτική

“Η «προεδρολογία» των ημερών και τι σημαίνει” / γράφει ο Γεράσιμος Λιβιτσάνος

Οι τακτικές της Ν.Δ, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς στην υπόθεση της εκλογής νέου ΠτΔ

Η υπόθεση της εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας μοιάζει, αλλά και είναι, αδιάφορη για την πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων. Δεν φαίνεται όμως να είναι καθόλου αδιάφορη για τα κόμματα που φιλοδοξούν να παίξουν ρόλο στις διεργασίες ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού. Μια κατηγορία που περιλαμβάνει τόσο την Νέα Δημοκρατία όσο και τα κόμματα του λεγόμενου «χώρου της κεντροαριστεράς».

Η διαδικασία

Έτσι λοιπόν μία διαδικασία που θα μπορούσε να έχει τυπικό χαρακτήρα, μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2019 που έχει αποσυνδέσει την προεδρική εκλογή από την διάλυση της Βουλής, μετατρέπεται σε πεδίο τακτικισμών. Αυτό αντανακλάται και στην ειδησεογραφία με το θέμα της εκλογή ΠτΔ να κυριαρχεί σε έντυπα, ηλεκτρονικά και ψηφιακά «πρωτοσέλιδα» ως το μείζον πολιτικό ζήτημα της περιόδου.

Το πρόσωπο που θα επιλεγεί από τον πρωθυπουργό ή αυτά που θα προταθούν από την αντιπολίτευση αποκτούν συμβολικό χαρακτήρα συνδεόμενο με τις μελλοντικές εξελίξεις. Κυρίως με τις εκλογές του 2027 που – με τα μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεδομένα κι εφόσον δεν υπάρξει δραστική αλλαγή του εκλογικού νόμου- δεν διαφαίνεται πως κάποιο κόμμα θα μπορέσει να συγκεντρώσει ποσοστό κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας.

Στην υπόθεση της εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας φαίνεται να «τέμνονται» οι τακτικές επιδιώξεις και οι σχεδιασμοί όλων των «πρωταγωνιστών» του πολιτικού σκηνικού. Με την κάθε πλευρά να επιδιώκει κατά κύριο λόγο την «επέκτασή» της σε όμορους πολιτικά χώρους. Όλα αυτά με την άνεση που δίνει η προβλεπόμενη διαδικασία ανάδειξης στο κορυφαίο πολιτειακό αξίωμα, που περιλαμβάνει έως και πέντε συναπτές ψηφοφορίες. Στις πρώτες απαιτούνται διευρυμένες πλειοψηφίες, όμως τελικά ο νέος ΠτΔ μπορεί να εκλεγεί είτε με απόλυτη πλειοψηφία (151 βουλευτές) ή ακόμη και με σχετική πλειοψηφία (κατώτερο όριο οι 120 βουλευτές) σε περίπτωση σημαντικού αδιεξόδου

Η στοχεύσεις του Μ. Μαξίμου

Η κυβέρνηση έχει εδώ και πολύ καιρό δείξει ότι όχι απλά θέλει να μετάσχει αλλά και να … «στήσει» αυτό το πολιτικό παιχνίδι. Η «προεδρολογία» απασχολεί την επικαιρότητα εδώ και ένα περίπου χρόνο, αφού το Μέγαρο Μαξίμου ουδέποτε έχει δείξει δυσαρέσκεια όταν στελέχη του κυβερνώντος κόμματος τοποθετούνται δημόσια, για τα χαρακτηριστικά που κατά την γνώμη τους πρέπει να έχει μία προεδρική υποψηφιότητα.

Αυτό είναι δείγμα πως ήθελαν η συζήτηση αυτή να ανοίξει και να κρατήσει για πολύ καιρό. Έτσι, μάλλον ως υποκριτική μπορεί να εκλάβει κανείς την δήλωση που έκανε στην τελευταία ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, διαπιστώνοντας πως υπάρχει συνεχής «ανακύκλωση» αυτής της συζήτησης.  Με ό,τι αυτό σημαίνει μάλιστα για την νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου που εξελέγη με ευρύτατη πλειοψηφία, στηριζόμενη τόσο από  τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ.

Όπως είναι εύλογο ο πρωθυπουργός σε αυτή την ιστορία έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, μιας και διαθέτει όχι μόνον το δικαίωμα να προτείνει πρόεδρο αλλά και την ασφάλεια ότι θα εκλεγεί το πρόσωπο που θα προτείνει. Στην βάση αυτή «φιλοτεχνείται» από πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων το προφίλ του «σκεπτόμενου πρωθυπουργού» που συλλογίζεται σε πλήρη μυστικότητα τα υπέρ και τα κατά της μίας ή της άλλης υποψηφιότητας.

Διαφαίνεται πως το κυρίαρχο δίλημμα για το Μέγαρο Μαξίμου είναι το …ποια πλευρά της Νέας Δημοκρατίας θέλει να μαζέψει: Τη «δεξιά της», προτείνοντας μία κλασσική παραταξιακή υποψηφιότητα (όπως αυτή του νυν Προέδρου της Βουλής Κώστα Τασούλα εκφραστή της «αβερωφικής» παράδοσης) ή «το κέντρο», προτείνοντας ένα πρόσωπο προερχόμενο από τον χώρο που αντικειμενικά θα πιέσει το ΠΑΣΟΚ (στην περίπτωση π.χ του Ε.Βενιζέλου) ή ακόμη και τον ΣΥΡΙΖΑ (στην περίπτωση μίας «ανάλογων προσόντων» υποψηφιότητας).

Η δεύτερη εκδοχή φαίνεται να είναι συμβατή και με το «εθιμικό δίκαιο» που θέλει τους εκάστοτε ΠτΔ να προέρχονται από διαφορετική παράταξη του κόμματος που κυβερνά. Δίχως αυτό να έχει δημιουργήσει ποτέ πολιτειακές επιπλοκές μιας και το πεδίο αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι εδώ και πολλές δεκαετίες εξαιρετικά περιορισμένο.

Με βάση τα παραπάνω είναι σαφές πως όποια και να είναι τελικά η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη (που ακούγεται πως θα ανακοινωθεί με διάγγελμα) τα κριτήρια για την λήψη της ουδεμία σχέση θα έχουν με τις θεσμικές λειτουργίες του πολιτεύματος. Θα έχουν προέλθει από έναν μικροκομματικό υπολογισμό τακτικού χαρακτήρα.

Η «κεντροαριστερά»

Στον χώρο της «κεντροαριστεράς» καταγράφονται δύο βασικές τακτικές. Η πρώτη έχει ως εκφραστή το ΠΑΣΟΚ που και στο ζήτημα της προεδρικής εκλογής προσπαθεί να εφαρμόσει το πνεύμα που διακρίνει την πολιτική του προσέγγιση: Πρωτοβουλίες που μπορούν να εφαρμοστούν μέσω παραπληρωματικής πίεσης στην κυβέρνηση.

Έτσι, λοιπόν, όπως ακριβώς καταθέτει προτάσεις νόμου που μέρος της ενσωματώνεται από την κυβερνητική πλειοψηφία (π.χ στην περίπτωση των τραπεζικών προμηθειών ή την μερική ένταξη υγειονομικών στα ΒΑΕ), επιδιώκει να παρουσιάσει ως αποτέλεσμα της δικής του πίεσης μια περίπτωση απόφασης του Κ. Μητσοτάκη να επιλέξει υποψήφιο από τον χώρο του κέντρου. Σε διαφορετική περίπτωση θα προτείνει δικό του υποψήφιο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά πάλι τηρούν διαφορετική τακτική. Προτάσσοντας την λογική των «αντι-Μητσοτακικών μετώπων». Για τον λόγο αυτό ο Αλέξης Χαρίτσης πρότεινε τον Δεκέμβριο τον επικεφαλής της ΑΔΑΕ Χρήστο Ράμμο, δίχως να βρει στήριξη από ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ παρότι επέλεξε το συγκεκριμένο πρόσωπο με κριτήριο την υπόθεση των υποκλοπών.

Αντίστοιχα ο Σωκράτης Φάμελλος ανακοίνωσε την πρόταση για την Λούκα Κατσέλη, ευελπιστώντας ότι θα στήσει «γέφυρες» με το ΠΑΣΟΚ μέσω την πρώην υπουργού των κυβερνήσεων του και ταυτόχρονα πρώην συμβούλου του Ανδρέα Παπανδρέου. Μάλιστα, στην Κουμουνδούρου σκέπτονται να αξιοποιήσουν την περίπτωση άρνησης του ΠΑΣΟΚ να στηρίξει την συγκεκριμένη υποψηφιότητα ως μοχλό πίεσης, ώστε να εξισορροπηθεί η απώλεια δημοσκοπικών ποσοστών που είχε το κόμμα αυτό μετά την πρόσφατη εσωκομματική του κρίση.

Προσφορά

Στα αξιοσημείωτα της υπόθεσης της προεδρικής εκλογής ευρύτερα μπορεί για μία ακόμη φορά να καταγραφεί η μεγάλη …προσφορά υποψηφιοτήτων που υπάρχει. Σύμφωνα με την τρέχουσα φημολογία δεκάδες είναι τα στελέχη του λεγόμενου «κεντροαριστερού» χώρου που θεωρείται πως είναι θετικά διακείμενα να υπηρετήσουν το εν λόγω αξίωμα. Ακόμη και σε μία περίοδο που η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη σκοπεύει να προωθήσει για 6η συνεχή χρονιά ένα ευρύτατο νομοθετικό έργο νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα, όπου κάθε νομοσχέδιο θα φέρει, φυσικά, την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

banner-article banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας