Πέφτουν τα επιτόκια για πάνω από 400.000 στεγαστικά δάνεια, αρχής γενομένης από τις 30 Ιανουαρίου, που είναι η επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ, ενώ συνολικά προβλέπεται να μειωθούν κατά 100 -125 μονάδες βάσης. Αναμένονται συνεπώς και μειώσεις στο ύψος των δόσεων. Είναι η πρώτη φορά από το ξέσπασμα της πληθωριστικής κρίσης που θα δουν μειώσεις στα δάνειά τους τα νοικοκυριά, ενώ την ίδια ώρα όσοι θελήσουν να προχωρήσουν σε δανεισμό θα έχουν φθηνότερα στεγαστικά.
Σε ό,τι αφορά το ύψος των μειώσεων, αυτό διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες: Όσα έχουν ληφθεί με σταθερό επιτόκιο, τα «πράσινα» με κυμαινόμενο επιτόκιο (αυτά δηλαδή που εξυπηρετούνται κανονικά) και τα «κόκκινα» με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Στα σταθερά επιτόκια δεν θα υπάρξει μείωση της δόσης λόγω της αποκλιμάκωσης του επιτοκίου από την ΕΚΤ. Όμως τόσο στα κόκκινα όσο και στα πράσινα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο θα έχουμε μείωση του ύψους της δόσης.
Θυμίζουμε ότι οι τράπεζες είχαν θέσει «πλαφόν» στα επιτόκια των κυμαινόμενων δανείων (μόνο για τα πράσινα, όχι για τα κόκκινα) ώστε να περιορίσουν τη ζημιά για τους «καλοπληρωτές» πελάτες τους εξαιτίας της αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ. Όμως, μετά τη μείωση που έκανε η ΕΚΤ την Πέμπτη (κατεβάζοντας το επιτόκιο βάσης στο 3%), πλέον κινούμαστε κάτω από τα όρια του πλαφόν. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μείωση από εδώ και στο εξής θα φέρει και μείωση δόσης δανείου.
Άρα στο κυμαινόμενο στεγαστικό δάνειο, πράσινο ή κόκκινο, των 100.000 ευρώ με 15ετή υπολειπόμενη περίοδο αποπληρωμής, η δόση θα διαμορφωθεί (μέσα στο 2025) ως εξής:
● Σήμερα, με επιτόκιο 4,5%, η μηνιαία δόση για το ποσό των 100.000 ευρώ διαμορφώνεται στα 771,14 ευρώ.
● Αν το επιτόκιο υποχωρήσει στο 4,25%, η μηνιαία δόση θα περιοριστεί στα 758,4 ευρώ.
● Με το επιτόκιο στο 4%, έχουμε περαιτέρω αποκλιμάκωση στα 745 ευρώ.
● Αν υποχωρήσει στο 3,75%, η δόση θα διαμορφωθεί στα 733,19 ευρώ.
● Τέλος αν επιβεβαιωθεί το σενάριο και για τέταρτη μείωση εντός του 2025, θα έχουμε δόση 720,80 ευρώ.
Για υπόλοιπο δανείου 100.000 ευρώ, το όφελος σε ετήσια βάση μπορεί να φτάσει ακόμη και στα 50 ευρώ τον μήνα.
Διαφορά από την επόμενη δόση
Για την εξέλιξη αυτή, που έρχεται να ανακουφίσει όσους έχουν κυμαινόμενα δάνεια – στεγαστικά ή επιχειρηματικά –, τα οποία επηρεάστηκαν έντονα από τις αυξήσεις των προηγούμενων ετών, o δικηγόρος Γιώργος Νικολακόπουλος επισημαίνει ότι «για ένα στεγαστικό δάνειο με δόση περίπου 1.000 ευρώ, η μείωση θα είναι γύρω στα 150 ευρώ τον μήνα», προσθέτοντας ότι οι δανειολήπτες θα δουν τη διαφορά άμεσα, ήδη από την επόμενη δόση. «Η ελάφρυνση αυτή είναι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα για όσους δεν είχαν “κλειδώσει” χαμηλά επιτόκια και βρίσκονταν εγκλωβισμένοι σε υψηλές χρεώσεις» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στο όφελος για τα νοικοκυριά που έχουν δόσεις τόνισε ότι η ετήσια ελάφρυνση, ανάλογα με το ύψος του δανείου, μπορεί να φτάσει έως και 1.500 ευρώ. «Είναι ουσιαστικά σαν να κερδίζουν μιάμιση δόση ετησίως» επεσήμανε, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι πρόκειται για μια εξέλιξη που μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό χιλιάδων νοικοκυριών.
Καλά νέα από την Ελβετία
Αναφερόμενος στους εγκλωβισμένους δανειολήπτες του ελβετικού φράγκου, σημείωσε ότι υπάρχει μια σύνδεση. «Αυτοί οι άνθρωποι θα δουν επιτέλους μια μικρή “Ανάσταση”, καθώς η μείωση των επιτοκίων επηρεάζει θετικά και τις δικές τους δόσεις» ανέφερε ο Γιώργος Νικολακόπουλος.
Ενδεικτικό στοιχείο είναι το ότι την ίδια πορεία με την ΕΚΤ φαίνεται να ακολουθεί και η ελβετική SNB, που μείωσε την περασμένη Πέμπτη το βασικό επιτόκιό της κατά 50 μ.β. στο 0,5%, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2022. Η μείωση αυτή θα ελαφρύνει λίγο και τις υπέρογκες δόσεις χιλιάδων νοικοκυριών που έχουν πάρει δάνεια σε ελβετικό φράγκο, αν και η βασική αιτία αύξησης των δόσεων για τα δάνεια αυτά είναι η μεγάλη ανατίμηση του φράγκου σε σχέση με το ευρώ.
Ο νέος πρόεδρος της SNB Μάρτιν Σλέγκελ είπε ότι η μεγάλη μείωση του επιτοκίου είχε στόχο να σταματήσει η ανατίμηση του φράγκου, που επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη της ελβετικής οικονομίας. Προειδοποίησε, μάλιστα, τους επενδυτές που συρρέουν στο ελβετικό φράγκο, επειδή το θεωρούν ασφαλές καταφύγιο, ότι είναι πιθανό να μειώσει ξανά τα επιτόκια, ακόμη και να τα επαναφέρει σε αρνητικό έδαφος, ενώ δεν απέκλεισε και παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος για τον σκοπό αυτόν.
Αναλυτές αναμένουν ότι η SNB, η οποία συνεδριάζει κάθε τρίμηνο, θα μειώσει ξανά το επιτόκιο κατά 25 μ.β. τον Μάρτιο και επιπλέον 25 μ.β. τον Ιούνιο, οπότε αυτό θα φθάσει σε μηδενικό επίπεδο. Σημειώνεται ότι ο πληθωρισμός στην Ελβετία έχει ουσιαστικά αντιμετωπιστεί καθώς διαμορφώθηκε στο 0,7% τον Νοέμβριο.
Τέσσερις μειώσεις έως τον Ιούνιο
Σε ό,τι τώρα αφορά τις νέες μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, αυτές αναμένεται να έρθουν στη συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου. Συνολικά οι αγορές αναμένουν τουλάχιστον τέσσερεις μειώσεις, της τάξης των 25 μονάδων βάσης η κάθε μία, έως τον ερχόμενο Ιούνιο.
Προβλέπουν επίσης ως πολύ πιθανή πλέον και μία πέμπτη μείωση των επιτοκίων το επόμενο φθινόπωρο, με το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ να διαμορφώνεται στο 1,75%, δηλαδή σε ένα επίπεδο που εκτιμάται ότι θα βοηθήσει στην ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης, η οποία κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε.
Σημειώνεται ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη ήταν 2,3% τον περασμένο μήνα και η ΕΚΤ αναμένει ότι θα διαμορφωθεί στο στόχο του 2% το επόμενο έτος, αφού το 2022 ο πληθωρισμός έφτασε σε διψήφιο ποσοστό μετά την πλήρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Πρόγραμμα «Σπίτι μου»
Για τους νέους δανειολήπτες που θα μπουν στο επιδοτούμενο πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» η μείωση των επιτοκίων μέσα στο 2025 θα φέρει κέρδος, καθώς το 50% του επιτοκίου που θα πληρώνουν θα είναι κυμαινόμενο. Άρα, με κάθε μείωση θα πέφτει και η δόση.
Από την άλλη, είναι ένα ερώτημα αν αυτός που δεν θα ενταχθεί στο πρόγραμμα θα πρέπει να επιλέξει στεγαστικό δάνειο με σταθερό ή κυμαινόμενο επιτόκιο. Αυτή τη στιγμή, τα κυμαινόμενα κινούνται από 4% έως 5%. Αντίθετα, τα σταθερά για πέντε χρόνια «παίζουν» στο 3,2% – 3,5%, τα σταθερά για 10 χρόνια στο 3,7% με 4,1%, ενώ τα σταθερά για 3 χρόνια διαμορφώνονται ακόμη και στο 2,5% με 3%. Είναι θέμα επιλογής επομένως και διάθεσης του υποψήφιου δανειολήπτη να αναλάβει ρίσκο ή όχι.
—