Η ελληνική εξωτερική πολιτική, που στη δεδομένη συγκυρία βρίσκεται στα χέρια του Μητσοτάκη και του Γεραπετρίτη, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αναλυτική ικανότητα για να καταλάβει κανείς πως βρίσκεται στον αέρα
Οι τελευταίες εξελίξεις στη Συρία επιβεβαιώνουν όλα όσα έχουν διατυπωθεί περί παρακμής της Ε.Ε., αν ποτέ είχε ακμάσει πέρα από το οικονομικό επίπεδο.
Οι Ευρωπαίοι, και μιλάμε για τους ισχυρούς, δηλαδή Γερμανία και Γαλλία, παρακολουθούν την κοσμογονία στη Μέση Ανατολή ακινητοποιημένοι, με την ίδια αμηχανία και τρόμο που παρακολούθησαν τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος απέδειξε περίτρανα πως είτε ως «ένωση» είτε κατά μόνας τα ευρωπαϊκά κράτη δεν είναι τίποτε περισσότερο από φόρου υποτελείς της Ουάσιγκτον.
Στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία η Γερμανία αποδέχτηκε πρόθυμα την εντολή του αυτοακρωτηριασμού της κόβοντας τον ενεργειακό ομφάλιο ρόλο με τη Ρωσία, ο οποίος ξεδιψούσε την ακμαία βιομηχανική της παραγωγή.
Μαζί με τη γερμανική ηγεσία της Ε.Ε. που βλέπει το «χάος» της ύφεσης μπροστά της, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ολοένα και περισσότερο νιώθουν την οικονομική – κοινωνική ασφυξία να μειώνει τις όποιες δυνάμεις τους, γεγονός που αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο πολιτικό επίπεδο.
Στην περίπτωση της μεσανατολικής κοσμογονίας τα ευρωπαϊκά κράτη, είτε μόνα τους είτε ως μέλη της Ε.Ε., παρακολουθούν απλώς τις εξελίξεις χωρίς να έχουν την παραμικρή δυνατότητα να παρέμβουν ή να τις επηρεάσουν. Εγκλωβισμένες στους λεγόμενους ευρωατλαντικούς θεσμούς, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις περιμένουν «σινιάλο» από την Ουάσιγκτον όταν ξεκαθαρίσουν τα σχέδια και οι προθέσεις της νέας αμερικανικής διοίκησης υπό τον Τραμπ.
Μέχρι τότε – αυτό κι αν δεν είναι κατάντια για την κραταιά Ευρώπη – η μόνη διασύνδεση των Ευρωπαίων με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή είναι μέσω του Ερντογάν, που «κεντάει» στην περιοχή και έχει αποδείξει πως ξέρει να παζαρεύει.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική, που στη δεδομένη συγκυρία βρίσκεται στα χέρια του Μητσοτάκη και του Γεραπετρίτη, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αναλυτική ικανότητα για να καταλάβει κανείς πως βρίσκεται στον αέρα, καθώς οι εταίροι (Ευρωπαίοι) και σύμμαχοι (Αμερικάνοι) είναι υποχρεωμένοι να παζαρέψουν με την Τουρκία, δηλαδή να λάβουν υπόψη τους τα συμφέροντα και τις απαιτήσεις της Άγκυρας.
Τι απομένει στην Αθήνα εκτός από την ελπίδα το κουρδικό ζήτημα να υπονομεύσει απόλυτα τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις; Να προσφέρει τα ανταλλάγματα που οι σύμμαχοι και εταίροι θα υποσχεθούν στην Άγκυρα, οδηγώντας τελικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε επικίνδυνο (ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι είναι σήμερα) σημείο.
Βέβαια, όλα αυτά για το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι «ψιλά γράμματα» μπροστά σε μείζονα άλλα ζητήματα, όπως το αν ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ θα κατορθώσουν να είναι αξιωματική αντιπολίτευση ή αν οι «προοδευτικές δυνάμεις» θα συμφωνήσουν να προτείνουν κοινό υποψήφιο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Κατά τα λοιπά, όλα υπέροχα…