Αίθουσα μου, με τα μεγάλα παράθυρα, τα ξύλινα πράσινα θρανία
με τα πολλά σκαψίματα στην κεκλιμένη τους επιφάνεια
που υπονόμευαν συχνά τις όμορφες καμπύλες των γραμμάτων
Αίθουσά μου, με τους ωραίους χάρτες στους τοίχους
Βουνά, λίμνες και ποτάμια της Ελλάδας απ’ τη μια
Νομοί, πόλεις και χωριά από την άλλη
Με τις βλοσυρές προσωπογραφίες, αίθουσά μου
πάνω απ’ τα κεφάλια μας ψηλά να μας ορίζουν
Με τον μεγάλο πίνακα στο κέντρο
αιώνιο παλίμψηστο με απομεινάρια σβησμένης κιμωλίας
ανακατεμένα με ίχνη από ιδρωμένα δάχτυλα
Με τον παντοκράτορα χρόνο, αίθουσά μου
τους δώδεκα μήνες και τις τέσσερις εποχές
να κάνουν κύκλους ανεπαίσθητους πίσω από την πλάτη μας
Με τον δάσκαλό σου να περιφέρεται
ακούραστος από την πρώτη ως και την έκτη τάξη
με το βιβλίο στο ’να χέρι και τη βίτσα στ’ άλλο
Αίθουσα μου, καλή μου αίθουσα πόσο χρόνο με το χρόνο
άλλαξες και μαζί σου άλλαξα και γώ
Τα θρανία κόπηκαν στα δύο
Οι χάρτες και οι προσωπογραφίες αποκαθηλώθηκαν
Ο πίνακας μεταλλάχθηκε σε λευκή επιφάνεια προβολής εικόνων
κι ο δάσκαλος δεν περιφέρεται πια ακούραστος
με το βιβλίο στο ’να χέρι και τη βίτσα στ’ άλλο
μα στέκεται πότε αμήχανος, πότε πολυμήχανος πίσω
από προγράμματα και μηχανές διαδραστικών δυνατοτήτων
Αίθουσα μου, καλή μου αίθουσα πόσο χρόνο με το χρόνο
άδειασες και μαζί σου άδειασα και γω
Γίναμε απόμακροι, χλωμοί με ηλεκτρονικά τερτίπια
να μας περιτριγυρίζουν σαν τις μύγες
πάνω απ΄ το κουφάρι που έπεσε νεκρό
καθώς καπνοί πυκνοί το πνίξανε
Εσύ, ίσως, μόνο εσύ μπορείς, καλή μου αίθουσα, με τα μεγάλα παράθυρα
να μην γίνεις το τέλος που προμηνύει μια σαλεμένη αρχή
Εσύ, ίσως, μόνο εσύ μπορείς να μην αφήσεις
να γίνει το νυν ανεπιθύμητο αεί.
—-