Γράμματα & Τέχνες Θέατρο Πολιτισμός Συνεντευξεις Τοπικά

Γιώργος Αρμένης. Ένας θεατράνθρωπος, που σφράγισε τη γενιά του – Στις 8 Νοεμβρίου στη Νάουσα / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή

Είναι ένας από τους ηθοποιούς, που σφράγισαν τη γενιά τους και δημιούργησαν στο πλάι του Κάρολου Κουν τον Μύθο του Θεάτρου Τέχνης.

Ηθοποιός με ασύλληπτη ερμηνευτική γκάμα, σκηνοθέτης με περγαμηνές, αλλά και θεατρικός συγγραφέας με κείμενα που έχουν αφήσει εποχή, ο Γιώργος Αρμένης εξακολουθεί όχι μόνο να παίζει στην Αθήνα για δύο συνεχόμενες θεατρικές σεζόν με τεράστια επιτυχία, αλλά να μεταφέρει την επιτυχία αυτή και στην επαρχία.

Με αφορμή την παράσταση “Χόρεψέ με, πατέρα”, της Κατερίνας Αντωνιάδου, που θα δοθεί στη Νάουσα στις 8 Νοεμβρίου, ο Γιώργος Αρμένης ξετύλιξε σε μια τηλεφωνική συνέντευξη το νήμα  της καλλιτεχνικής του πορείας, μιλώντας και για το έργο, που έρχεται στη Νάουσα.

Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, οι δουλειές που αναγκαζόταν να κάνει από μικρός, τα καράβια, η τύχη να οδηγηθεί στον Κουν κι από κει στους δρόμους της Τέχνης, με στόχο πάντα την ποιότητα και το ήθος, η σκηνοθεσία, η γραφή, ο κινηματογράφος αλλά και η τηλεόραση, είναι πινελιές ενός μικρού πορτρέτου, αφιερωμένου σ’ έναν  μεγάλο καλλιτέχνη.

……..

Γεννιέστε σ’ ένα ηπειρώτικο χωριό και μεγαλώνετε μόνο με τη μάνα σας, έχοντας σίγουρα παιδικά τραύματα, που εκείνη την εποχή είναι πιο δυνατά. Πώς αντιμετωπίζετε τη ζωή και τη δουλειά εκείνα τα πρώτα χρόνια της νιότης σας;  Το Θέατρο είναι σίγουρα ένα δεύτερο βήμα. Πώς ήταν τα πρώτα;

Δύσκολα χρόνια, τραυματικές εμπειρίες. Δεν υπήρχε δουλειά που να μην την κάνω, για να βοηθήσω τη μητέρα μου. Από το να πουλάω στους δρόμους λουλούδια, γιασεμιά, που τα έκανα μπουκετάκια με πευκοβελόνες, μέχρι μπακαλόγατος. Είχα ένα ποδηλατάκι και με στέλνανε για θελήματα.  Έφυγα σχεδόν κρυφά στα καράβια. Και ήταν τα πλοία μετά τον πόλεμο σάπια, κόβονταν στα δύο.

Δεν έμεινα για πολύ σ’ αυτήν τη δουλειά. Να ταξιδεύεις μέσα στην τρικυμία και να είσαι μέσα στα παλιοσίδερα… Θυμάμαι ακόμα το άγριο βουητό που έκανε το καράβι, καθώς ταξιδεύαμε. Ένιωθες πως μπορούσε από στιγμή σε στιγμή να κοπεί. Όταν πιάσαμε Μεσόγειο, σηκώθηκα και έφυγα.

Πώς αποφασίζετε να γίνετε ηθοποιός; Πώς καταλήγετε  στον Κάρολο Κουν και πώς τελικά εκείνος σφραγίζει κυριολεκτικά τη ζωή σας και την καλλιτεχνική σας προσωπικότητα;

Ο Κάρολος Κουν στάθηκε για μένα πατέρας. Κάλυψε το κενό του δικού μου πατέρα. Μου έδωσε βιβλία να διαβάσω, με διαμόρφωσε… Αλλά, να, πώς βρέθηκα δίπλα του.

Βγαίνοντας από την Αίγυπτο, από το Πορτ Σάιντ, άκουσα μια εκπομπή του Αχιλλέα Μαμάκη, ενός παλιού δημοσιογράφου, που ασχολούνταν με τα καλλιτεχνικά. Μιλούσε με τον Κάρολο Κουν, που πήγαινε στη Ρωσία για να παίξουν του “Πέρσες” του Αισχύλου. Εντυπωσιάστηκα!

Κατέβηκα και τον βρήκα, λοιπόν, όταν έφυγα από τα καράβια, με ταπεινότητα, χωρίς θράσος, αλλά με θάρρος, στη Θεσσαλονίκη, όπου έπαιζαν εκείνη τη στιγμή. Ένα τραγούδι, κάτι από τον “Ηρακλή μαινόμενο” και κάτι από τον Παπαντωνίου έκανε τον Κουν και τους άλλους που ήταν μαζί του να ενθουσιαστούν. Μ’ αγκαλιάσανε κι αυτή η πρώτη επαφή μού άνοιξε το δρόμο.

Κατεβαίνοντας ο Κουν στην Αθήνα μού τηλεφώνησε να πάω να τον  βρω. Καβαλάω μια βέσπα που είχα αγοράσει και τρέχω. Κάθομαι δίπλα του, χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει ακόμα το μέγεθος του καλλιτέχνη και με ρωτά: “Γιατί φοράς δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο;”,” Η μάνα μου μου το έδωσε”, του απαντώ. “Και γιατί μεγαλώνεις και το νύχι σ’ αυτό το μικρό δάχτυλο;” Ζούσα σ’ ένα άλλο κόσμο τόσο διαφορετικό μέχρι τότε…

Άλλαξα, Μαγεύτηκα από τον κόσμο που ανοιγόταν μπροστά μου. Τους έλεγα “αφήστε με να κοιμηθώ εδώ…” Μπαίνω, λοιπόν με υποτροφία στη Σχολή του Κουν κι από τότε συνδέω τη ζωή μου με το “Θέατρο Τέχνης”. Κι όταν λέω Κάρολος Κουν εννοώ και τον Χατζημάρκο και τον Κουγιουμτζή και το Μόρτζο. Με τον Μόρτζο γράφαμε μαζί ένα σήριαλ, αλλά έμεινε στη μέση.

Πέρα από ηθοποιός,  γίνεστε στην πορεία σκηνοθέτης αλλά και θεατρικός συγγραφέας, με μεγάλη επιτυχία και στα τρία! Πώς εξηγείται ειδικά το τρίτο, γιατί τα δύο πρώτα τα έχουμε ξαναδεί να συνυπάρχουν. Τι σας οδηγεί στη γραφή και μάλιστα με τόσο μεγάλη επιτυχία;

Το πρώτο μου έργο ήταν η “Πρόβα”, που γράφτηκε στα πρώτα χρόνια της συνεργασίας με τον Κουν.  Ακολούθησε “Το σόι μας”  και το “Μαντζουράνα στο κατώφλι”. Ο Κουν πραγματικά απορούσε πώς μπορούσα να γράφω, έχοντας τελειώσει μόνο την Τετάρτη Δημοτικού. Αργότερα ολοκλήρωσα το Δημοτικό! Είμαι, λοιπόν, απόφοιτος μόνο του Δημοτικού!

Το γράψιμο βγαίνει από μέσα μου. Όπως και το να ζωγραφίζω ανθρωπάκια, που τα χαρίζω εδώ κι εκεί.

Μα δεν είστε απλά συγγραφέας, είστε θεατρικός συγγραφέας, πράγμα πιο σύνθετο. Θυμάμαι την “Πρόβα” την είχα δει εδώ στη Βέροια, πριν πάρα πολλά χρόνια, με πρωταγωνιστή εσάς. Ο τρελός του χωριού και οι αντιδράσεις του χωριού. Συγκλονιστικό! Αν δεν είχατε βιώσει το χωριό στα παιδικά σας χρόνια, θα μπορούσατε να το γράψετε;

Το βίωμα παίζει τεράστιο ρόλο σε τέτοιες καταγραφές! Άλλωστε το έχω ξαναπεί πώς εγώ πάντα έπαιζα με το σώμα μου και την ψυχή. 

Κι αν σας πω ότι έχω γράψει και μυθιστόρημα; Το έβγαλε ο Καστανιώτης. “Μυρωδιά από χώμα”!

 Σήμερα βλέπουμε πολλά θεατρικά έργα ασπόνδυλα, με κακό κείμενο και διάθεση απλά να εντυπωσιάσουν με εφέ ή ακρότητες που προσπαθούν να τα υποστηρίξουν. Τι πιστεύετε για το θεατρικό κείμενο, ποια πρέπει να είναι χαρακτηριστικά του;

Ο καθένας έχει τη δική του άποψη πάνω στο θεατρικό κείμενο, αλλά εκείνο που με στεναχωρεί είναι πως λείπει η σοβαρή αντιμετώπιση και στο δράμα και στην κωμωδία. Και το χειρότερο είναι πως ο κόσμος τρέχει να τα δει. Και τέτοια έργα βγάζουν λεφτά. Είναι πραγματικά λυπηρό! Λείπει η σοβαρή αντιμετώπιση. Το “σοβαρό ” τα λέει όλα!

Κι επειδή ένας θεατράνθρωπος σαν κι εσάς δεν έμεινε μόνο στα όρια του Θεάτρου αλλά πέρασε και στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, ποια είναι η εμπειρία σας απ’ αυτές τις δύο συμμετοχές;

Είτε θέατρο έκανα, είτε σινεμά, είτε τηλεόραση, (και έκανα πολλά κι εκεί), πάντα κυνηγούσα να υπάρχει ήθος. Έκανα ταινίες με τον Βούλγαρη, τον Αγγελόπουλο, τον Σμαραγδή. Πολύ ωραία πράγματα!

Αλλά και ο “Πρίγκιπας” που κάναμε με τον Τάσο τον Ψαρά στην τηλεόραση ήταν κάτι που πολύ αγάπησε ο κόσμος. Ο Μήτσος Κασόλας έγραψε ένα εξαιρετικό κείμενο κι ο Τάσος Ψαράς το απογείωσε. Τώρα έμαθα πως θα μπορούμε να το ξαναδούμε από την ΕΡΤ 2.

Στη σειρά “Αυτή η νύχτα μένει”, που είδαμε πρόσφατα, ερμηνεύσατε ένα ρόλο ανθρώπου του υποκόσμου, πάλι με τεράστια επιτυχία. Πώς εναλλάσσεστε ερμηνευτικά από τον έναν ρόλο στον άλλο! Είναι εκπληκτικό! Εδώ δυσκολευτήκατε;

Καθόλου. Μπαίνω πολύ γρήγορα στο ρόλο. Και στο “Όλα είναι δρόμος”,  ένα έργο με τρεις  ιστορίες του Παντελή Βούλγαρη, με τον Βέγγο, τον Καταλειφό κι εμένα, υπήρχαν ερμηνευτικές ιδιαιτερότητες, αλλά τι ωραία δουλειά αυτή η ταινία! Όλα καλά με την εμπειρία τόσων χρόνων…

Εκείνο που με κάνει πάνω απ’ όλα χαρούμενο είναι η αγάπη του κόσμου. Ο κόσμος μ’ αγαπάει πολύ και θαρρώ πως μ ‘αγάπησε πολύ όχι μόνο μέσα από το Θέατρο, αλλά και από τον “Πρίγκιπα” της τηλεόρασης.

Και τώρα στις 8 Νοεμβρίου έρχεστε στη Νάουσα με μία παράσταση αξιώσεων. Παράσταση πολυπρισματική, που δεν θίγει μόνο το πρόβλημα της άνοιας, που σφραγίζει δυστυχώς πολλές ζωές ανθρώπων μεγάλης ηλικίας, αλλά και το πρόβλημα επικοινωνίας γενικότερα. Πώς επιλέχθηκε το έργο; Ποια είναι τα δομικά χαρακτηριστικά του;

Το έργο είναι της παλιάς μου μαθήτριας, της Κατερίνας Αντωνιάδου, που αποφάσισα να ανέβει και να το σκηνοθετήσω, μόλις το διάβασα.

Ένας πατέρας με άνοια και η υστερική κόρη του, προσπαθούν μάταια να επικοινωνήσουν. Ο καθένας μέσα από την δική του διαταραχή, πάλλεται μέσα του, αναζητώντας την προσωπική του λύτρωση.

Η επικοινωνία είναι ένα χαμένο παιχνίδι. Η κατανόηση και από τις δύο πλευρές ανύπαρκτη και το εγώ του κάθε ήρωα είναι τόσο μεγάλο, που δεν αφήνει περιθώρια να δούνε πέρα από τη μύτη τους. Η άνοια και η υστερία προχωρούν, ασφυκτικά δεμένες, με άρρωστα βήματα, που τα μισά τρεκλίζουν προς αριστερά και τα άλλα μισά προς τα δεξιά.

Ένας βίαιος χορός αισθήσεων και παραισθήσεων, πάντα μέσα από ένα χιούμορ, πάντα μέσα από ένα γέλιο, πάντα μέσα από έναν κλαυσίγελο.

Η Κατερίνα έχει γράψει ήδη τέσσερα έργα  και με πανεπιστημιακή εμπειρία η ίδια.

Ερμηνεύετε το ρόλο του ανοϊκού πατέρα. Για σας κανένας ρόλος, όπως έχει αποδειχτεί, δεν είναι δύσκολος, αλλά ο συγκεκριμένος είναι ιδιαίτερος. Πώς τον αντιμετωπίσατε, με πόση μελέτη, με ποιες δυσκολίες και με ποια τελική αίσθηση παίζοντάς τον;

Νομίζω πως πλησίασα τον πατέρα καλά. Προσπάθησα να βάλω και  λίγο φως στην ερμηνεία, χιούμορ. Δε με φόβισε καθόλου ο ρόλος, παρόλο που πρέπει να παίξεις με τα μάτια, με το σώμα… Ο πατέρας ζει με την άνοιά του, με κλειστά παράθυρα, δεν θέλει να επικοινωνεί, δεν θέλει να πλένεται και η κόρη του προσπαθεί να τον συνεφέρει με κάθε τρόπο.

Η συγγραφέας, η Κατερίνα Αντωνιάδου, η μαθήτριά μου, ερμηνεύει και τον ρόλο της κόρης ταυτόχρονα.  Το ότι από πολύ νέα στερείται, μετά από μια επέμβαση, την ικανότητα να αποκτήσει παιδί, την οδηγεί σε υστερική συμπεριφορά, που επιδεινώνεται με την άνοια του πατέρα.

Στην Αθήνα παίχτηκε για δύο χρόνια. Αλλά και τώρα, παντού, όπου πάμε, έχει μεγάλη επιτυχία! Αρέσει!

Πιστεύετε ότι το Θέατρο μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο στον εξανθρωπισμό του ανθρώπου, σ’ έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο απάνθρωπος στην εποχή μας;

Στην εποχή μας συμβαίνουν τρομερά πράγματα. Ογδοντάχρονος ασελγεί στην 4χρονη εγγονή του, οι πόλεμοι μαίνονται στην Ουκρανία και την Παλαιστίνη. Λείπει από τη ζωή το ήθος. Από παντού λείπει.

Το Θέατρο είναι αναπαράσταση της ζωής. Η σκηνή, τα φώτα, τα λόγια, γοητεύουν τον κόσμο, και ναι, πιστεύω, πως, όταν έχει στόχους το Θέατρο, όταν έχει ήθος, βοηθά στον εξανθρωπισμό.

Στη Νάουσα, λοιπόν, την Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου, στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης!

……………….. 

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ