Το μυστικό για μια μακροχρόνια και υγιή ζωή βρίσκεται περισσότερο στα γονίδια παρά μόνο στη διατροφή, υποστηρίζουν επιστήμονες μιας νέας μελέτης. Πιστεύεται ευρέως ότι η κατανάλωση λιγότερων θερμίδων μπορεί να επιμηκύνει τη ζωή, με ορισμένες μελέτες να υποδηλώνουν ότι η μείωση της πρόσληψης έως και 25%, μπορεί να επιβραδύνει τη γήρανση έως και 3%.
Ωστόσο, η νέα έρευνα σε ποντίκια δείχνει ότι τα γονίδια μπορεί να παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στην επιμήκυνσης της ζωής, από ό,τι η μείωση της πρόσληψης τροφής. Οι επιστήμονες λένε ότι αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι αυτά τα γονίδια, τα οποία δεν έχουν ακόμη αναγνωριστεί, μπορούν να ενδυναμώσουν τον οργανισμό μας ώστε να παραμείνει ανθεκτικός.
Η ομάδα διαπίστωσε ότι τα ποντίκια που έζησαν περισσότερο ήταν επίσης αυτά που έχασαν το λιγότερο βάρος ενώ κατανάλωναν λιγότερη τροφή, υποδεικνύοντας ότι η νηστεία βοήθησε ορισμένα να ζήσουν περισσότερο σε σχέση με άλλα. Η ομάδα είπε ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να διερευνηθεί εάν περιοριστικές δίαιτες όπως η διαλείπουσα νηστεία και ο περιορισμός των θερμίδων σε συνδυασμό με την κατανάλωση θρεπτικών συστατικών, μπορεί να επιμηκύνει τη ζωή στους ανθρώπους. Πρόσθεσαν επίσης ότι τα ευρήματα θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται μελέτες διατροφής σε ανθρώπους.
«Η μελέτη μας δείχνει πραγματικά τη σημασία της ανθεκτικότητας. Τα πιο εύρωστα ζώα διατηρούν το βάρος τους ακόμα και ενόψει του στρες και του θερμιδικού περιορισμού, και είναι αυτά που ζουν περισσότερο» δήλωσε ο Γκάρι Τσόρτσιλ, καθηγητής στο Jackson Laboratory στις ΗΠΑ.
Τι έδειξαν τα πειράματα
Οι ερευνητές διερεύνησαν τις επιπτώσεις της διαλείπουσας νηστείας και του περιορισμού των θερμίδων σε σχεδόν 1.000 θηλυκά ποντίκια. Κάθε ποντίκι επιλέχθηκε για να είναι γενετικά διακριτό, γεγονός που «επέτρεψε στην ομάδα να αναπαραστήσει καλύτερα τη γενετική ποικιλότητα του ανθρώπινου πληθυσμού και έκανε τη μελέτη μια από τις πιο σημαντικές έρευνες για τη γήρανση και τη διάρκεια ζωής μέχρι σήμερα».
Τα ποντίκια χωρίστηκαν τυχαία σε ομάδες και ακολούθησαν ένα από τα πέντε διαφορετικά προγράμματα που επέλεξαν οι ερευνητές. Η πρώτη ομάδα έτρωγε οποιαδήποτε τροφή ανά πάσα στιγμή, ενώ η δεύτερη και η τρίτη ομάδα, λάμβαναν μόνο το 60% ή το 80% των βασικών θερμίδων τους κάθε μέρα. Τα ποντίκια των δύο άλλων ομάδων, δεν έλαβαν τροφή για μία ή δύο συνεχόμενες ημέρες την εβδομάδα, αλλά μπορούσαν να φάνε όσο ήθελαν τις υπόλοιπες ημέρες.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν τα ζώα για το υπόλοιπο της ζωής τους, πραγματοποιώντας τακτικές εξετάσεις αίματος που εξετάζουν δείκτες υγείας όπως το σωματικό βάρος, τα ποσοστά σωματικού λίπους, τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και τη θερμοκρασία του σώματος. Διαπιστώθηκε ότι τα ποντίκια που έτρωγαν χωρίς περιορισμούς έζησαν κατά μέσο όρο 25 μήνες. Εκείνα που ακολούθησαν τη διαλείπουσα νηστεία, έζησαν κατά μέσο όρο 28 μήνες, όσα έτρωγαν το 80% των θερμίδων τους, 30 μήνες και εκείνα που έτρωγαν το 60%, έζησαν 34 μήνες.
Διαπιστώθηκε επίσης, ότι τα ζώα που έχασαν το περισσότερο βάρος ήταν πιθανό να έχουν χαμηλότερα επίπεδα ενέργειας, εξασθενημένο αναπαραγωγικό και ανοσοποιητικό σύστημα και μικρότερη διάρκεια ζωής. Τα ποντίκια που διατήρησαν φυσικά το σωματικό τους βάρος, το ποσοστό σωματικού λίπους και την υγεία των κυττάρων του ανοσοποιητικού τους συστήματος κατά την περίοδο της χαμηλής πρόσληψης τροφής, έζησαν περισσότερο. Ωστόσο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το εύρος της διάρκειας ζωής διέφερε σε κάθε ομάδα. Τα ποντίκια που κατανάλωναν τις λιγότερες θερμίδες, είχαν διάρκεια ζωής που κυμαινόταν από μερικούς μήνες έως τεσσεράμισι χρόνια.
Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι οι γενετικοί παράγοντες είχαν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στη διάρκεια ζωής από τη διατροφή. Αυτό υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο τα γονίδια παίζουν «μείζονα ρόλο στο πώς αυτά τα διατροφικά προγράμματα θα επηρεάσουν την πορεία της υγείας ενός ατόμου» είπαν οι ερευνητές.
«Ενώ ο θερμιδικός περιορισμός είναι γενικά καλός για την επιμήκυνση της ζωής, τα δεδομένα μας δείχνουν ότι η απώλεια βάρους που προκύπτει από τον περιορισμό των θερμίδων είναι στην πραγματικότητα κακή. Όταν λοιπόν εξετάζουμε δοκιμές φαρμάκων για τη μακροζωία σε ανθρώπους και βλέπουμε ότι χάνουν βάρος και έχουν καλύτερα μεταβολικά προφίλ, αυτό μπορεί να μην είναι καθόλου καλός δείκτης της μελλοντικής διάρκειας ζωής τους» κατέληξε ο ερευνητής.