Γιώργος Θ. Κασαπίδης. Η Νάουσα, το Θέατρο, η γραφή, οι αγώνες, το ήθος / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
// Εδώ είμαστε για να αλλάξουμε όσα πρέπει να αλλάξουν. Εμείς! Δεν υπάρχουν μήτε σωτήρες, μήτε ηγέτες, μήτε ήρωες. Στην πόλη μου, στη χώρα μου, είμαστε Εμείς που θα φέρουμε τις όποιες ανατροπές. //
Γεννημένος “μιαν Άνοιξη στη Νάουσα, στο συνοικισμό των Ποντίων, της εργατιάς, του χώματος, της λάσπης, της περηφάνιας…”, είναι γερά ριζωμένος στην πόλη του, κι από κει, τινάζεται σαν ένα βέλος με στόχους πολυποίκιλους στην Τέχνη, είτε αυτή λέγεται Θέατρο είτε Λογοτεχνία.
Ανήσυχος, δε σταματά εκεί. Πιστεύοντας πως η φράση “η Τέχνη για την Τέχνη” δεν του ταιριάζει, εντάσσει την Τέχνη στη Ζωή, με δρόμους που την οδηγούν σε προβληματισμό, σε συνειδητοποίηση του πομπού και στη συνέχεια του αποδέκτη του έργου του.
Σ’ έναν κόσμο, όπου η Ειρήνη και η Δικαιοσύνη παραμερίζουν μπρος στο κέρδος, αυτός αγωνίζεται, είτε παίζοντας, είτε σκηνοθετώντας, είτε γράφοντας. Και όχι μόνο.
Το Βέρμιο, το βουνό του και η φύση, που υφίστανται βιασμό, είναι ένας ακόμη αγώνας με πολλούς συναγωνιστές δίπλα του. Αντιδρά, εμπνέει και εμπνέεται. Συνεχίζει.
Στη συνέντευξη μιλά για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, για τη μεγάλη αγάπη του, το Θέατρο, για τη γραφή, για τα βιβλία του. Κι ύστερα για το Βέρμιο και τις φονικές του ανεμογεννήτριες.
Ρομαντικός, αλλά όχι αιθεροβάμων, συνεχίζει έναν αγώνα πολλαπλό, καταθέτοντας με λόγο και πράξη αυτό που τόσο λείπει στην εποχή μας, το ήθος.
…………………..
…………………..
Είσαι γεννημένος, όπως δηλώνεις, Γιώργο, “μιαν Άνοιξη στη Νάουσα, στο συνοικισμό των Ποντίων, της εργατιάς, του χώματος, της λάσπης, της περηφάνιας…” Πώς αποκωδικοποιούνται συναισθηματικά αυτές οι εφτά λέξεις που σε διαμορφώνουν;
Μέχρις ενός σημείου τα πάντα είναι θέμα συμπτώσεων, τύχης και μοίρας. Δεν ήταν επιλογή μου -τουλάχιστον συνειδητή- να γεννηθώ την συγκεκριμένη Άνοιξη, στην συγκεκριμένη γειτονιά, από τους συγκεκριμένους γονείς. Το περιβάλλον είναι, βέβαια, γεγονός ότι επηρεάζει τον άνθρωπο -και δη ένα παιδί- στην όλη του εξέλιξη. Μεγαλώνοντας σε ένα μη αστικό τοπίο, μακριά από το κέντρο της πόλης, σε γειτονιές και αλάνες, με θέα το βουνό, με ανθρώπους της προσφυγιάς, της μυρωδιάς του βρεγμένου χώματος, του θυμαριού, της ρίγανης, αλλά και του ιδρώτα των εργατών, θέλεις δε θέλεις διαμορφώνεις χαρακτήρα. Ξεχωρίζεις -έστω και ασυνείδητα αρχικά- την καλοσύνη από τη λασπουριά. Το δίκαιο με το άδικο που απορρέει από φυλετικές και ταξικές διακρίσεις. Και όχι, δεν είμαι περήφανος για την, κατά το ήμισυ, ποντιακή μου καταγωγή περισσότερο από την άλλη. Ίσως δεν είμαι περήφανος για καμία μου καταγωγή. Δεν μπορεί να είσαι περήφανος για κάτι για στο οποίο δεν συνέβαλες ο ίδιος ούτε στο τόσο. Μόνο χαρά νιώθω για τις καταγωγές μου.
Καταλήγοντας, και απαντώντας στην συναισθηματική αποκωδικοποίηση των εφτά λέξεων που με διαμόρφωσαν και συνεχίζουν να με διαμορφώνουν, πιο σοφό θα ήταν να απαντούσε ο μικρόκοσμός μου αντί εμού. Μόνο η κοινωνία μπορεί να είναι αντικειμενική. Ή τουλάχιστον περισσότερο από εμένα.
Μοιάζουν με σκηνικό μιας παράστασης όλα αυτά! Μιας παράστασης ζωής. Και οι πρώτοι πρωταγωνιστές της; Τα πρόσωπα της οικογένειας; Μνήμες καθοριστικές… Ποιες;
Εδώ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Το σκηνικό απέριττο. Λιτό. Φτωχικό.
Μια ξυλόσομπα στο καθιστικό υπεύθυνη για όλο το σπίτι, κοινό δωμάτιο με την αδερφή, οι γονείς μικροί ήρωες της καθημερινότητας, μια γιαγιά.
Μπρος η αυλή. Συγγενείς μέσα της, γείτονες και παιδικοί φίλοι. Αίμα στα γόνατα, πληγές και δάκρυα και γέλια παντρεύονται στους ουρανούς, παιχνίδια, φασαρία, τραγούδια. Λαϊκά, ποντιακά, της αντίστασης. Με όποια σειρά. Σκηνοθέτες δεν υπάρχουν, μήτε φωτιστές. Τα λόγια είναι πηγαία, οι απαντήσεις αυθόρμητες. Μόνο κάποιες πικρές ιστορίες του παππού ‘χαλάνε’ την ατμόσφαιρα. Από τον Πόντο. Και του μπάρμπα μου του Κώστα, από τις εξορίες του. Βάζουν φωτιά το σκηνικό. Η μάνα σε παίρνει, έπειτα, αγκαλιά και σε κοιμίζει στην ασφάλειά της, αφού πρώτα σου κάνει τη μαϊμού. ‘’Πάλι μαμά, πάλι!’’ ‘’Σ’ αγαπώ’’ ‘’Μην κλείσεις το φως κι άσε την πόρτα λίγο ανοιχτή’’. Καλή μας νύχτα. Ο μπαμπάς λίγες ώρες μετά θα φύγει στη βραδινή του εργασία. Τον ακούω. Λυπάμαι. Σκεπάζομαι ως επάνω να μη σκέφτομαι. Καλή μας νύχτα.
Παιδί παίζεις στη γειτονιά ποδόσφαιρο και δίνεσαι στον αθλητισμό. Μεγάλη αγάπη! Και έφηβος ερωτεύεσαι το Θέατρο! Δράσεις και τα δύο, αλλά πού συναντιούνται; Ποιο αόρατο νήμα τις δένει;
Αν δεν υπήρχαν οι δυο μεγάλοι τραυματισμοί μου, ίσως, όλα να είχανε πάρει άλλη τροπή στη ζωή μου. Κανείς δε χάνεται, κανείς δε θα χορτάσει με τα ίσως της ζωής του. Ο αθλητισμός (στίβος) με άγχωνε, το ποδόσφαιρο με απελευθέρωνε. Το ποδόσφαιρο με έκανε να σκέφτομαι ομαδικά, τα αποδυτήρια να πάψω να ντρέπομαι, οι προπονήσεις να ανταγωνίζομαι και οι ίδιοι οι αγώνες να μάθω και να χάνω. Σπουδαίο συναίσθημα εκείνο της ήττας. Πάνω σε αυτό χτίζεις την αυριανή σου νίκη.
Και το Θέατρο είναι ομαδικό. Μαθαίνεις να αγγίζεσαι, να εκτίθεσαι, να μοιράζεσαι, να σέβεσαι. Κάθε μέρα και ένα διαφορετικό μάθημα. ‘’Μιλάω σημαίνει βλέπω’’ ένα από τα πρώτα θεατρικά μαθήματα.
Στην αξία της ομαδικότητας βλέπω το αόρατο αυτό συνδετικό νήμα μεταξύ ποδοσφαίρου και θεάτρου. Και στο αίσθημα του ανήκω κάπου. Βέβαια μετά την επαφή μου με το Θέατρο ανοίχτηκαν όλοι μου οι ορίζοντες. Και οι συγγραφικοί. Και εκ των υστέρων, βραβεύω την ατυχία μου να τραυματιστώ.
Δοσμένος από τα λυκειακά χρόνια στο Θέατρο, αλλά ένας τόσο ανήσυχος άνθρωπος, όπως εσύ, δοσμένος και πού αλλού; Μου θυμίζεις το “Εμβατήριο του Ωκεανού” του Ρίτσου με τη νιότη να τον προσκαλεί σε άγνωστες “διαμαντένιες πολιτείες”… Λοιπόν;
Η γραφή ήταν καταφύγιο και διέξοδος. Η ποίηση -που για μένα δε σηκώνει αναλύσεις, μόνο συναισθήματα-, οι στίχοι, το συγκρότημά μας οι ‘’Broken Fossils’’ – ως τραγουδιστής, μέτριος φωνητικά, αλλά καλός performance- το ραδιόφωνο, η ζωγραφική, η φωτογραφία και φυσικά η πολιτική. Συνειδητά, πλέον. Για την Ειρήνη, κατά του φασισμού, του ρατσισμού.
‘’…ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας
και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε…’’
Ναι, δίψα για ζωή. Δίψα για έρωτες. Ναι.
‘’…μητέρα μη μου κρατάς
το χέρι’’
Άυπνος λαχταρούσα το θαλασσινό τραγούδι. Ακόμη και τώρα βουίζει στ’ αυτιά μου. Λαχταρώ ζωή. Πόσω μάλλον, τότε!
Περνώντας από τη θεατρική ομάδα του Ζαφειράκη, στο ΔΗ.ΠΟ.Ν, συνιδρύεις στη Νάουσα με άλλους ρομαντικούς την ‘”Αίρεσι”. Τι σας οδηγεί σ’ αυτό; Πώς προχωρεί η νέα θεατρική ομάδα; Τι επιδιώκετε; Ποιος ο δικός σου ρόλος εκεί; Ηθοποιός, σκηνοθέτης; Τι;
Το 2007, τέσσερις άντρες, κουρασμένοι από προχειρότητες θεατρικές, από λανθασμένες επιλογές ανθρώπων σε καλλιτεχνικές θέσεις, αλλά και από την έντονη επιθυμία του Δημιουργώ, ιδρύουμε την θ.ο. Αίρεσις. Όλα στις πλάτες μας. Επιλογές έργων, σκηνοθεσία, κατασκευή σκηνικών, ρόλοι θεατρικοί, προμοτάρισμα, οικονομική διαχείριση. Είχαμε την ερασιτεχνική καψούρα, την ερασιτεχνική εμπειρία, τη διάθεση για σκληρή δουλειά και το ταλέντο. Δικαιωθήκαμε με τις παραγωγές μας. Ανεβάσαμε παραστάσεις στη Νάουσα και στην Ημαθία γενικότερα, παίξαμε στην Πέλλα, στην Καστοριά, στη Θεσσαλονίκη. Κάναμε το μεράκι μας Τέχνη. Έλληνες, Ευρωπαίοι, Αμερικάνοι συγγραφείς. Και συνεχίζουμε. Όχι όλοι μαζί, βέβαια. Κάποιοι έφυγαν, νέοι συνεργάτες ενσωματώθηκαν, μα ο πυρήνας παραμένει ίδιος. Σχέσεις ανθρώπων, βλέπεις. Η ζωή κυλά.
Μοναδική επιδίωξη η Τέχνη του Θεάτρου σε μια συνομιλία με τους θεατές. Να αποχωρεί ο θεατής από την παράσταση και να του έχουν γεννηθεί ερωτήματα, να προβληματιστεί, να κάνει έπειτα το παραπέρα βήμα μόνος του ή σε κουβέντες με τους γύρω του. Να ψάξει, να ερευνήσει, να εναντιωθεί -ακόμη και στο ίδιο το έργο. Να μη μένει απλά θεατής σε όσα του σερβίρονται. Το Θέατρο οφείλει, έχει χρέος, να είναι η σπίθα. Την φωτιά τη βάζει, έπειτα, ο καθένας μόνος του παρασύροντας ολόκληρη την κοινωνία για ένα καλύτερο αύριο.
Κι εγώ απλός εργάτης. Με ρόλους που μου ανατίθενται ανά διαστήματα. Είτε ως ηθοποιός, είτε ως κουβαλητής, είτε ως διδασκαλία, ως σκηνοθεσία έργων και των προωθητικών teasers τους, είτε ως και πρόεδρος του συλλόγου, σήμερα, παράλληλα με όλα τα προηγούμενα. Όλα για την ομάδα, όλα για το Θέατρο.
Μετά το κενό της πανδημίας ανεβάσαμε το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ ‘’Τρόμος και αθλιότητα στο Γ’ Ράιχ’’, πέρσι την ‘’Βέρα’’ του Δημήτρη Κεχαΐδη και την φετινή σεζόν ’24-΄25 θα δουλέψουμε το ‘’Λεωφορείο’’ του Στάνισλαβ Στρατίεφ.
Τι είναι για σένα το Θέατρο και πώς το βλέπεις να διαμορφώνεται στην Ελλάδα σήμερα; Συμφωνείς πως πρέπει να φτάνει σε ακρότητες, που καμιά φορά ενοχλούν;
Η πανδημία, μέσα σε όλα της τα αρνητικά, ανέδειξε την ανάγκη της Τέχνης. Η έλλειψή της, η απουσία της και το κενό που δημιουργήθηκε τα τρία, περίπου, χρόνια δίχως αυτήν, δικαίωσε τον κάθε έναν που το υπερασπιζόταν. Είναι ανάγκη η Τέχνη. Ένα βήμα πίσω από την Ειρήνη και την Ελευθερία.
Σήμερα το Θέατρο πατάει σε πιο στέρεα βήματα. Ηθοποιοί με πολλές σπουδές γύρω από την Τέχνη, με γνώσεις μουσικής, χορού, ξένων γλωσσών. Φιλοσοφημένοι, μορφωμένοι. Σκηνοθέτες γίνονται γνωστοί σε όλο τον κόσμο (βλ. Τερζόπουλος), τεχνικοί, σκηνογράφοι κλπ. Η Ελλάδα έχει να πει πράγματα. Και όχι μόνο μέσω των αρχαίων της τραγωδών. Γράφονται υπέροχα θεατρικά κείμενα και ακόμη πιο σπουδαίο, υπάρχουν παραγωγοί και σκηνοθέτες που τα εμπιστεύονται. Πολλές μικρές σκηνές ξεφυτρώνουν, κυρίως, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Υπάρχει -ή δεν υπάρχει!- και ένα κράτος που αφήνει την τύχη του Θεάτρου… στην τύχη του. Με χαμηλούς μισθούς στους συντελεστές, με ανθρώπους επικίνδυνους σε καλλιτεχνικές θέσεις, με την αναξιοκρατία να διαφεντεύει και σε τούτο το χώρο. Το Θέατρο θα αντέξει, όμως.
Όσο για τις ακρότητες στις οποίες αναφέρεσαι…
Υπάρχουν ακρότητες που προσβάλουν καταστάσεις. Υπάρχουν ακρότητες που προσβάλουν θεσμούς. Ακρότητες που προσβάλουν προσωπικότητες. Ή και αναπηρίες τους. Ή και ιδιαιτερότητές τους. Δε θα πω σε όλα ναι. Υπάρχει μια λέξη που μπορεί από μόνη της να δώσει απάντηση. Η ηθική! Ο καθένας βαδίζει -και στην Τέχνη- σύμφωνα με την ηθική του και σύμφωνα με αυτήν θα κρίνεται. Η ηθική, λοιπόν!
Πόσο η Κατερίνα της ζωής σου και ο γιος σου σε κάνουν πιο ώριμο αλλά και πιο διεκδικητικό στα θέματα της κοινωνίας και της ζωής; Τι κόσμο θέλεις για σένα και το παιδί σου; Πώς τον διεκδικείς;
Και η Κατερίνα και ο γιος μου -ο οποίος έγινε 20 χρονών- με έναν ανεξήγητο τρόπο με καθοδηγούν. Από τον γιο μου μαθαίνω. Μαθαίνω να συγχωρώ. Μαθαίνω να μην συμβουλεύω κανένα. Μαθαίνω να μη βιάζομαι. Να αγαπώ με όλα τα γράμματα κατακόκκινα.
Έμαθα να διεκδικώ, να παλεύω, να αγωνίζομαι. Δούλεψα από πιτσιρίκι σε κορδέλες, σε εστιατόρια, σε χτήματα, σε μοίρασμα εφημερίδων. Όχι από οικονομική ανάγκη, αλλά από προτροπή του πατέρα μου, για να αποκτήσω ταξική συνείδηση. Καταπατήθηκα, αδικήθηκα, στάθηκα όρθιος. Έκανα λάθη, αδίκησα. Στάθηκα πάλι όρθιος. Παρασύρθηκα, παρέσυρα.
Διεκδικώ στους δρόμους ένα καλύτερο σήμερα, ένα αύριο που θα μου δίνει κουράγιο και ελπίδα όχι μόνο όσων αφορούν στο γιο μου. Αλλά όλους μας.
Όχι στα Τέμπη, όχι στους πολέμους, όχι στον ιμπεριαλισμό τους!
Διεκδικώ καλύτερες συνθήκες για εκείνον που δεν έχει το κουράγιο να το κάνει. Γράφω. Γράφω για την ομορφιά της ζωής και για τις προδοσίες της. Γράφω. Γράφω απλά. Μα όχι εύκολα. Με ματώνω, με πονάω, με αδικώ, με σκοτώνω. Γράφω. Γράφω για να πείσω τον γιο μου ότι δεν γεννηθήκαμε δίχως λόγο. Γράφω για να τον πείσω ότι οφείλουμε να κοιτάμε μια ψηλά και δυο ό,τι πεσμένο υπάρχει γύρω μας. Για να το σηκώσουμε. Αλληλέγγυα, πανανθρώπινα.
Και στο τελευταίο κομμάτι έχω την Κατερίνα να μου συμπαραστέκεται, ή και να προπορεύεται, για να με συμπαρασέρνει.
Και η γραφή, που σε οδηγεί σε έκδοση τεσσάρων βιβλίων, πότε μπαίνει στη ζωή σου; Ποια ανάγκη σε ωθεί και σ’ αυτήν την …”ηρωική έξοδο”; Γιατί, κακά τα ψέματα, μπορεί στις μέρες μας να γράφουν πολλοί και οι εκδόσεις να είναι καταιγιστικές, για ανθρώπους, όμως, που καταλαβαίνουν τι σημαίνει το να “εκτίθεσαι” και μ’ αυτόν τον τρόπο στο κοινό, είναι μια δύσκολη απόφαση. Πώς βγήκε το πρώτο βιβλίο; Ποια ακολούθησαν;
Σήμερα, λένε οι εκδοτικοί οίκοι, ότι είναι περισσότεροι εκείνοι που γράφουν παρά εκείνοι που διαβάζουν. Υπάρχει αιώνια κρίση για τον Έλληνα σε αυτό το πεδίο. Και ένα είδος ματαιοφιλοδοξίας πλανάται πάνω από τον ουρανό μας. Όλα δεκτά.
Στα δεκατέσσερα συνέλαβα τον εαυτό μου να προσπαθεί να σκαρώσει κάτι ανάμεσα σε στίχους και ποιήματα. Κύριο θέμα τους ο έρωτας και το άγνωστο της ζωής. Στο σχολείο το μάθημα της Έκθεσης ήταν το αγαπημένο μου. Εκεί, ναι, τα κατάφερνα. Διάβαζα μεταφράσεις στίχους ξένων τραγουδιών, ελληνική ποίηση, Καββαδία, Ελύτη, Ρίτσο, Αναγνωστάκη, Λειβαδίτη και… Τριπολίτη.
Και στον στρατό κατεβατά ολόκληρα. Μήτε πεζά, ούτε ποίηση. Γράμματα σε φίλους, σε έρωτες. Άρχισα να ηχογραφώ σε κασέτες διάφορα πονήματά μου. Να με ακούω. Διόρθωνα τα λάθη μου, έσκιζα, πετούσα, έκαιγα, έκλαιγα, ρήμαζα και ρίμα-γα. Τα διάβαζαν οι εκλεκτοί μου. Κοκκίνιζα.
Ώσπου, μεγάλος πια, πήρα την απόφαση να εκδώσω ένα παραμύθι. Αυτή ήταν η ‘ηρωική μου έξοδος’.
‘’Η Κουκίδα, το Στίγμα και ο Αέρας’’ με όλα τα έσοδά του να πηγαίνουν στο ‘’Υφάδι’’ της Νάουσας, ως αυτοέκδοση.
Ακολουθεί ‘’Το Δέντρο της Αγάπης’’, ένα ακόμη παραμύθι από τις εκδόσεις iwrite – Πηγή
Σειρά είχαν τα πρώτα μου διηγήματα στον ίδιο εκδοτικό, με τίτλο ‘’Σταγόνες’’.
Πέρσι κυκλοφόρησε το τελευταίο μου βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων που τιτλοφορείται ‘’ ‘μένα με λένε Σωθικό’’ από τις Εκδόσεις Τρί.ενα Πολιτισμού.
Ξεκινάς από παραμύθι, συνεχίζεις με διήγημα και αποκαλύπτεις πως ετοιμάζεις μυθιστόρημα; Πόσο η πορεία από τη σύμπτυξη και την αφαίρεση είναι δύσκολο να φτάσει στην ανάλυση;
Το μυθιστόρημα μου έχει τελειώσει εδώ και καιρό και μέσα στο 2025 θα κυκλοφορήσει. Τίτλος του ‘’Τέσσερις λέξεις στα γιορτινά τους φορεμένες’’.
Δεν είχα δυσκολίες ώστε να περάσω στο μυθιστόρημα. Το είδα σαν μικρά διηγήματα, που απλά έπρεπε να τα ενώσω. Το μοναδικό μου θέμα ήταν εκείνο του χρόνου. Μου αρέσει ό,τι αρχίζω να το τελειώνω και ένα μυθιστόρημα, όσο μικρό κι αν είναι, απαιτεί άλλη αντιμετώπιση. Δούλεψα διαφορετικά είναι η αλήθεια. Και αυτό είχε τη δική του γοητεία.
Εάν υπήρχε κλίμακα συγγραφικής αξίας και δυσκολίας, το χρυσό θα το έπαιρνε η Ποίηση, το ασημένιο το Διήγημα και το χάλκινο μετάλλιο το Μυθιστόρημα. Προσωπική κρίση.
Εκείνο που, ακόμη, με απασχολεί είναι το “Σωθικό” μου. Έπονται και άλλες παρουσιάσεις του ανά την Ελλάδα και είμαι πολύ χαρούμενος για την πορεία του. Μια πορεία που χάρη στην “Τρί.ενα Πολιτισμού” συνεχίζει να ανθίζει.
Τι πιστεύεις πως πρέπει να χαρακτηρίζει τη γραφή και ποια απ’ αυτά τα ζητούμενα χαρακτηρίζουν τη δική σου;
Μου αρέσει η γραφή που έχει χαρακτήρα. Να διαβάζεις κάτι και να λες μέσα σου, αυτό είναι σίγουρα του τάδε. Να υπάρχουν γνωρίσματά του. Η αλήθεια του, το δόσιμο, ο καημός και όχι η επίδειξη γνώσεων. Η λογοτεχνία είναι ο δρόμος για το αλλού, δεν έχει σύνορα. Εάν ο συγγραφέας θέλει να βαδίσει, ας βαδίσει. Εάν θέλει να τρέξει, να σβαρνιστεί, να πετάξει, ας το κάνει. Μα να ‘ναι αληθινός. Ούτε μιμητής, ούτε κάποιος άλλος. Ο αληθινός εαυτός του. Κι εγώ, χάνοντας πάντα κιλά κατά την συγγραφή, είμαι απλά αληθινός.
Επιπλέον, αρθρογραφία και ραδιόφωνο στις επιλογές σου. Είναι σίγουρα μια ακόμη γέφυρα επικοινωνίας με τον κόσμο. Πιστεύεις, όμως, πως είναι γόνιμη; Στην εποχή μας του “εγώ”, έμειναν ελπίδες για το “εμείς”;
Καλλιτεχνικά σχόλια θα έλεγα και αρθογραφία που αφορά, κατά βάση, το βουνό μας. Το Βέρμιο.
Ραδιόφωνο έκανα πριν από χρόνια και μου λείπει. Είναι απίστευτο το γεγονός ότι δεν υπάρχει ραδιόφωνο σήμερα στην πόλη της Νάουσας. Μια φωνή η οποία θα έδινε άλλη διάσταση στην καθημερινότητά μας και μια πικρή απόδειξη ότι η πόλη φθινοπωριάζει χρόνο το χρόνο.
Τι θεωρείται, πλέον, γόνιμο, άραγε! Εσύ πρέπει να σπείρεις. Όσο σπέρνεις έχεις ελπίδα και δίνεις ελπίδες. Οι αγώνες του δρόμου είναι το αλέτρι και ακολουθούν όλα τα υπόλοιπα. Οι αγώνες που έχουν ιδεολογικό υπόβαθρο και είναι ζωτικής σημασίας κατά βάση. Έπονται της αξιοπρέπειας, της βελτίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης και υπόστασης.
Στην ανησυχία σου για κάθε τι ωραίο, που μοιραία χάνεται στην εποχή μας, μπαίνει και η αγωνία σου για το Βέρμιο, το βουνό που με τη σκιά του σκεπάζει προστατευτικά τη Νάουσα, και που το “φύτεψαν” με ανεμογεννήτριες. Ηγείσαι του αγώνα “SOS Βέρμιο”, με πολλούς συναγωνιστές δίπλα σου. Ωραίος αγώνας, αλλά πόσο θα αντέξει; Ποιος θα νικήσει;
Το μοναδικό βουνό -επιβαρυμένο- με δύο χιονοδρομικά κέντρα, με τις 45 περίπου ανεμογεννήτριες μέχρι το Ξηρολίβαδο, τα φωτοβολταϊκά στην Πιλαλίστρα Σελίου στο εγγύς μέλλον και τις άλλες τόσες ανεμογεννήτριες μέχρι τα όρια του νομού Ημαθίας προς Πέλλα. Στην ψηλότερη κορφή του Βερμίου, στον Χαμίτη. Αυτό το μέλλον μας σχεδιάζουν. Αυτά ήταν και είναι τα όνειρά τους. Καπιταλιστικά πλάνα, δήθεν Πράσινη Ενέργεια, κέρδος προσωπικό στις πλάτες της Φύσης. Με σύνθημά μας εδώ και χρόνια ‘Ούτε μια ανεμογεννήτρια Πουθενά’ συνεχίζουμε τον αγώνα μας ενάντια στην λεηλασία της Φύσης.
Και φυσικά αρνούμαι οποιονδήποτε ηγετικό χαρακτηρισμό. Το SOS Βέρμιο έχει μια δεκαπεντάχρονη αδιάλλακτη πορεία, με συναγωνιστές που δίνουν χρόνο, χρήμα, αίμα. Υπάρχουν αφανείς ήρωες, επιστήμονες, γνώστες φυσιολάτρες, όπου ο δικός μου αγώνας μπροστά τους μοιάζει μ’ ένα τίποτα. Αν υπάρχει ένας ηγέτης, αυτό είναι το ίδιο το SOS Βέρμιο, που αντιστέκεται με σθένος.
Ο αγώνας μας είναι ανιδιοτελής και είναι δύσκολος, μα και συνάμα ωραίος. Είναι αγώνας αντοχών. Προσωπική έκθεση, δικαστήρια -ως μηνυτές και ως μηνυμένοι- βροχές, κρύο, χιόνια, προδοσίες, αρνήσεις, ομιλίες. Πιστεύουμε ότι θα νικήσουμε, μα κι αν ακόμη αυτό δεν συμβεί, πράγμα που απευχόμαστε, θα ξέρουμε ότι κάναμε τα πάντα. Και εκεί ακριβώς κρύβεται το μεγαλείο ενός αγώνα. Τίποτα δεν είναι προδικασμένο.
Και ας ξαναγυρίσουμε στην Τέχνη και τη Ζωή. Βραβεύτηκες σε διαγωνισμούς διηγημάτων και έχεις διακριθεί για θεατρικά σου σενάρια. Είσαι γνωστός πια και συνεχίζεις τη ζωή σου στην πόλη σου τη Νάουσα, δουλεύοντας καθημερινά στο μικρό σου super market, σε επαφή με τον απλό κόσμο. Ο κόσμος της κουλτούρας και ο κόσμος της καθημερινότητας. Πόσο ο δεύτερος απωθεί τον πρώτο ή πόσο τον τροφοδοτεί; Θα ήσουν ο ίδιος, για παράδειγμα, αν είχες διοριστεί σ’ ένα γραφείο;
Η ζωή δεν κάνει υποθέσεις. Υπάρχουν κάποια δεδομένα, με τα αν δεν πήγε κανένας μπροστά. Η επαγγελματική μου δραστηριότητα το μόνο που μου στερεί είναι το χρόνο. Δεν εργάζομαι οκτάωρα, δεν απολαμβάνω σαββατοκύριακα, δεν χαίρομαι πολυήμερες διακοπές. Ο απλός λαϊκός κόσμος, με τον οποίο συναναστρέφομαι, μου δίνει ενέργεια, με τροφοδοτεί με ιστορίες, με χαμηλώνει μπροστά στα οικονομικά του προβλήματα, στις καθημερινές του αναποδιές. Αυτό είναι η πραγματική ζωή. Τα κλείνω σε μια βαλίτσα όσα στη μέρα συναντώ κι έπειτα τα κάνω Τέχνη. Ο ένας μου κόσμος καλημερίζει και διαδέχεται τον άλλο. Έχω την ευτυχία να με έχουν αποδεχτεί και οι μεν και οι δε. Να μου αναγνωρίζεται η θεατρική και η συγγραφική μου ιδιότητα, όσο και η επαγγελματική. Το μόνο γραφείο που αντέχω και με αντέχει είναι εκείνο πάνω στο οποίο γεννιούνται οι ιδέες και ενσαρκώνονται σε λέξεις, παραγράφους, κείμενα.
Η Τέχνη για την Τέχνη, όπως έχει επικρατήσει να ισχύει στις μέρες μας, ή η Τέχνη για τη Ζωή;
Δεν υπάρχει Τέχνη για την Τέχνη. Γυαλίζει αρχικά και προσελκύει. Αποχρωματίζεται σταδιακά, μέχρι εκείνο το σημείο που παύει να συνομιλεί με τον αποδέκτη της. Κι έπειτα η φούσκα σκάει, φανερώνει τον πραγματικό της εαυτό και χάνεται δια παντός. Σε αντίθεση με την Τέχνη για τη Ζωή. Μπορεί η δεύτερη να αργεί -σε κάποιες περιπτώσεις- να κατανοηθεί, μπορεί να προκαλεί αντιδράσεις ή και ενστάσεις, μα πάντα στο διάβα του χρόνου δικαιώνεται.
Πώς ονειρεύεσαι τη μικρή σου πόλη, τη Νάουσα και τη μικρή σου χώρα που συντρίβονται σε “μαύρες συμπληγάδες”;
Είμαι ονειροπόλος, είμαι οραματιστής, είμαι ρομαντικός, αλλά δεν αιθεροβατώ. Έχει ανάγκη η ανθρωπότητα πρωτίστως την Ειρήνη. Παιδεία, Υγεία, Τέχνη, Αθλητισμός. Δωρεάν για όλους μας.
Η μικρή μου πόλη πληροί όλες τις προδιαγραφές για ανάπτυξη και, αν θέλεις, επανεκκίνηση. Το Μάντσεστερ των Βαλκανίων τα έχει όλα. Βουνό, (αν δεν μας το καταστρέψουν), ποτάμια, ιστορία (αρχαία και σύγχρονη), παράδοση, φυσικό κάλος, ανεπτυγμένη οινοποιία, γεωργία, τουρισμό, φιλοξενία. Έχει διάσημους ανθρώπους της Τέχνης -ηθοποιούς, τραγουδιστές, ζωγράφους, συγγραφείς- έχει επιστήμονες… Οργάνωση χρειάζεται. Θέσεις εργασίας, (το υπέροχο ξενοδοχείο μας στο άλσος του Αγίου Νικολάου παραμένει κλειστό εδώ και χρόνια), επιστροφή κάποιου Πανεπιστήμιου, εγγυήσεις για τη συνέχιση και αναβάθμιση του Νοσοκομείου μας, έργα υποδομής, (ο δρόμος ΕΟ4Α βρίσκεται για χρόνια υπό κατασκευή), τα κλειστά μας εργοστάσια μαραζώνουν. Οι φοιτητές δεν επιστρέφουν, οι απολυμένοι βλέπουν σαν λύση το εξωτερικό και η αγαπημένη μου πόλη μικραίνει πληθυσμιακά.
Εδώ είμαστε για να αλλάξουμε όσα πρέπει να αλλάξουν. Εμείς! Δεν υπάρχουν μήτε σωτήρες, μήτε ηγέτες, μήτε ήρωες. Στην πόλη μου, στη χώρα μου, είμαστε Εμείς, που θα φέρουμε τις όποιες ανατροπές.
…………………………