Η κοινωνία βιώνει τόσο άσχημα την καθημερινότητά της και είναι τόσο μπαϊλντισμένη ύστερα από μιάμιση δεκαετία διακυβέρνησης από όλα τα κόμματα εξουσίας σε πολλούς συνδυασμούς μεταξύ τους
Μπορεί η Ν.Δ. να έχασε 13% μέσα σε έναν χρόνο και γύρω στο ένα εκατομμύριο ψήφους, αλλά οι 750.000 δεν ψήφισαν κάποιο άλλο κόμμα, οπότε όλα εντάξει. Μόνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης έσπευσε να στείλει στο εσωτερικό της Ν.Δ. το μήνυμα ότι «το 41% δεν υπάρχει πια», αλλά δεν φαίνεται να τρομοκράτησε κάποιον.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να έχασε κάπου 340.000 ψήφους μέσα σε έναν χρόνο, και μάλιστα σε συνθήκες κάθετης πτώσης της Ν.Δ., αλλά δεν έτρεχε και κάτι. Δεύτερος ήταν ξανά, αξιωματική αντιπολίτευση θα ήταν ούτως ή άλλως μέχρι το 2027 και, επιπλέον, φταίγανε οι αποχωρήσαντες της Νέας Αριστεράς. Αφήστε που ο Στέφανος Κασσελάκης δεν είχε προλάβει να φέρει το κόμμα στα μέτρα του και άρα το πραγματικό τεστ θα ήταν οι επόμενες εθνικές εκλογές.
Όλα καλά κι εδώ λοιπόν.
Μόνο στο ΠΑΣΟΚ έγινε της κακομοίρας. Μπορεί να ανέβηκε κοντά 1%, αλλά έχασε κάπου 90.000 ψήφους και παρέμεινε τρίτο, παρότι μείωσε την απόσταση από τον ΣΥΡΙΖΑ στο 2,1% από 6% έναν χρόνο νωρίτερα. Συνεπώς, αμφισβήτηση του Νίκου Ανδρουλάκη και εκλογή αρχηγού στις 6 και 13 Οκτωβρίου.
Για τους άλλους δύο μπορεί να χάθηκαν κάπου 1,3 εκατομμύρια ψήφοι, αλλά δεν τους έπιασε πανικός. Άλλωστε – με τόσους και τόσους μιντιακούς συνηγόρους διαθέσιμους – όλα εξηγήθηκαν απλά κι ωραία: Κουράστηκε ο κόσμος να ψηφίζει, προτίμησε τις παραλίες και όλα θα είναι αλλιώς στις εθνικές εκλογές.
Χώρια που, επειδή είχαμε ευρωεκλογές, θεωρήθηκε ότι ένα μήνυμα προς τα τρία κόμματα εξουσίας δεν στοίχιζε κάτι σημαντικό, άρα δόθηκε με πολύ μεγάλη ευκολία και με τη βεβαιότητα ότι δεν θα προκληθεί ζημιά στη χώρα.
Οι δημοσκοπήσεις μετά τις ευρωεκλογές μάλλον λειτούργησαν καθησυχαστικά. Όπως αυτή της MRB, που διεξήχθη μεταξύ 27 Ιουνίου και 4 Ιουλίου και δωσε 24,9% στη Ν.Δ., 12,1% στον ΣΥΡΙΖΑ και 11,1% στο ΠΑΣΟΚ με γκρίζα ζώνη 16,3% και Άλλο Κόμμα 4,9% (σύνολο 21,2%).
Άρα και πάλι όλα υπό έλεγχο: στις βουλευτικές… θα είναι αλλιώς.
Σκηνικό κατάρρευσης
Όμως το φθινόπωρο μπήκε με έναν τρόπο μάλλον σοκαριστικό, αφού η πρώτη δημοσκόπηση της χειμερινής σεζόν από την Interview (21-26/8 και μάλιστα με πολύ μεγάλο δείγμα 2.805 ατόμων, ώστε να μετρηθούν και οι υπο ψήφιοι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ) βρήκε στο 22,2% τη Ν.Δ., στο… σύνηθες 11,7% το ΠΑΣΟΚ και στο εφιαλτικό 8,3% τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εμφανίζεται να έχει κατρακυλήσει στην πέμπτη θέση, κάτω από το 8,8% της Ελληνικής Λύσης και
το 8,7% του ΚΚΕ.
Σύνολο για τα τρία κόμματα εξουσίας 42,2%, ελάχιστα πάνω απ’ όσο είχε λάβει μόνη της η Ν.Δ. τον Ιούνιο του 2023.
Όσο για τους αναποφάσιστους και το Άλλο Κόμμα; Στο 16,2% και στο 11,4% αντιστοίχως.
Σύνολο 27,6%, όπερ σημαίνει ότι πάνω από το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος δεν έχει όρεξη προς το παρόν να ψηφίσει όχι μόνο τα κόμματα εξουσίας, αλλά ούτε καν τα μικρότερα, έτσι για να δώσει ένα ακόμα πιο ηχηρό μήνυμα στους (λέμε τώρα…) «μεγάλους».
Αν θέλουμε να βρούμε ξανά δικαιολογίες, εύκολο είναι: Οι εκλογές είναι μακριά, η έρευνα έγινε στο τέλος Αυγούστου, ο κόσμος είναι ακόμη με το μυαλό στις παραλίες και στα ηλιοβασιλέματα και η πολιτική είναι το τελευταίο που τον νοιάζει. Και ξεμπερδέψαμε. Ή μήπως όχι;
Επιφύλαξη ή απόρριψη;
Είναι προφανές ότι η πρώτη δημοσκοπική αίσθηση του φθινοπώρου επιβεβαιώνει πλήρως το κάκιστο κλίμα των ευρωεκλογών. Η κοινωνία αισθάνεται απογοητευμένη σε πολύ μεγάλο βαθμό και δεν θεωρεί αυτονόητο ότι το πολιτικό σύστημα μπορεί να δώσει απαντήσεις στα μεγάλα προβλήματα των ίδιων και της χώρας.
Αντιθέτως, επιφυλάσσεται και σε έναν βαθμό – άγνωστο ποιον – απορρίπτει το σημερινό σύστημα εξουσίας.
Την ίδια ώρα τα κόμματα που απαρτίζουν αυτό το σύστημα φαίνονται επιεικώς πελαγωμένα, αδύναμα να συγκρατήσουν (η Ν.Δ.) τους ψηφοφόρους πέραν του πολύ σκληρού πυρήνα τους και ανίκανα (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) να πουλήσουν τον εαυτό τους στους ψηφοφόρους ως εναλλακτικές λύσεις διακυβέρνησης
Την προηγούμενη Πέμπτη επισημαίναμε ότι:
«Η είσοδος στον Σεπτέμβριο με προβληματική κατάσταση και στα τρία κόμματα εξουσίας δεν είναι ό,τι
πιο συνηθισμένο στο πολιτικό μας σύστημα. Μόνο στο βαθύ σκοτάδι της χρεοκοπίας, το 2012, μπορούμε να θυμηθούμε κάτι ανάλογο στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης».
«Αυξάνονται το μέγεθος της απόρριψης και ο κίνδυνος να βρεθούμε προσεχώς αντιμέτωποι με προβλήματα “ακυβερνησίας” ή, τουλάχιστον, σε αδυναμία συγκρότησης σταθερών, στοιχειωδώς ομοιογενών – και άρα στοιχειωδώς αποτελεσματικών – κυβερνήσεων».
Αυτά πριν από τη δημοσκοπική επιβεβαίωση.
Τώρα η εικόνα γίνεται ακόμα πιο ζοφερή, καθώς η Ν.Δ. πέφτει ακόμα περισσότερο, το ΠΑΣΟΚ διατηρείται «παγωμένο» και ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει.
Εάν αυτή η εικόνα επαναληφθεί και στις επόμενες δημοσκοπήσεις, που θα βγουν σαν τα σαλιγκάρια τον Σεπτέμβριο, τότε το πολιτικό σύστημα θα μπει σε περιδίνηση καθώς θα επιβεβαιωθεί ότι:
Η κοινωνία βιώνει τόσο άσχημα την καθημερινότητά της και είναι τόσο μπαϊλντισμένη ύστερα από μιάμιση δεκαετία διακυβέρνησης από όλα τα κόμματα εξουσίας σε πολλούς συνδυασμούς μεταξύ τους, ώστε η πολιτική σταθερότητα δεν βρίσκεται πολύ ψηλά στην ιεράρχηση των αναγκών της.
Όσο δε η κυβέρνηση μιλάει για αποκλειστικά διεθνείς κρίσεις, τόσο επικυρώνει το αίσθημα αδιεξόδου των πολιτών και τροφοδοτεί μηδενιστικές προσεγγίσεις του είδους «έτσι ή αλλιώς τίποτα δεν μπορεί να γίνει εκτός από την παροχή επιδομάτων και επιδοτήσεων».
Η Ν.Δ. δεν είναι πια κυρίαρχη, καθώς μπορεί να παραμένει πρώτη κατά σειρά προτίμησης, αλλά έχει απολέσει την ηγεμονία που είχε κατοχυρώσει την τετραετία 2019-23 και η ανάκτησή της απαιτεί τιτάνιες προσπάθειες – ειδικά εάν αποδειχτεί ότι η κοινωνία έχει περάσει σε φάση βίαιης απόρριψης, όπως συνέβη το 2012.
Μπορεί η σημερινή κατάσταση της χώρας να μην έχει απολύτως καμιά σχέση με αυτήν του 2012, αλλά δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι από το 2010 και ύστερα η Ελλάδα έχει απολαύσει μικρά μόνο διαλείμματα ηρεμίας και προσδοκιών για βελτίωση των οικονομικών του μέσου νοικοκυριού.
Οι κρίσεις από την Covid-19 και μετά, μόλις η χώρα είχε βγει από το μνημόνιο, και ακόμη χειρότερα ύστερα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, χτύπησαν – και εξακολουθούν να χτυπούν – με ιδιαίτερη βιαιότητα τα εισοδήματα των πολιτών και κυρίως αυτών που ήταν ήδη πολύ καταπονημένοι από το σοκ της χρεοκοπίας.
Το αδιέξοδο και η Κεντροαριστερά
Το χειρότερο όμως δεν είναι ότι η Ν.Δ. έχει χάσει την πολιτική ηγεμονία, αλλά η ανικανό-
τητα κάποιου άλλου, από την απέναντι πλευρά του πολιτικού φάσματος, να πάρει τα ηνία, λόγω της καθήλωσης του ΠΑΣΟΚ και της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Το αποτέλεσμα είναι ένα απίστευτα μπλοκαρισμένο πολιτικό σύστημα, το οποίο περιδινείται μεταξύ ανεπάρκειας, κοινωνικής δυσπιστίας και απόρριψης. Μόνο που αυτό το μπλοκάρισμα τείνει να γίνει επικίνδυνο για τη χώρα, η οποία δεν είναι ούτε Γαλλία, ούτε Γερμανία, ούτε Βέλγιο για να αντέχει μακρές περιόδους διαβουλεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης σε περίπτωση που δεν υπάρξει αυτοδυναμία.
Και δεν είναι λίγα τα στοιχεία που εμποδίζουν τέτοιου είδους μακρόσυρτα παζάρια και αδιέξοδα:
Πρώτη και καλύτερη η επιθετικότητα της Τουρκίας. Δεν ξεχνιέται η πρόκληση του επεισοδίου στα Ίμια, το οποίο κατέλαβε τον Σημίτη εξαπίνης: στις 18 Ιανουαρίου 1996 εξελέγη πρωθυπουργός από την Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ και στις 27 οι Τούρκοι δημοσιογράφοι της «Χουριέτ» κατεβάζουν την ελληνική σημαία από τα Ίμια για να ανεβάσουν την τουρκική.
Η άγρια κομματικοποίηση των υπουργείων δεν αφήνει περιθώρια αβλαβούς λειτουργίας του κράτους χωρίς πολιτικές εντολές και παρεμβάσεις.
Επιπλέον πρόβλημα αποτελεί η φοβερή δυσπιστία των πολιτών αλλά και των κομμάτων έναντι των θεσμών και του κράτους για την ουδετερότητά τους – ακόμη περισσότερο σε μια κατάσταση ακυβερνησίας.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, αν δεν υπάρχει μια κυρίαρχη δύναμη για να κυβερνήσει μόνη
της ή, έστω, μια ισχυρή που να έχει πολιτικούς «συγγενείς» με τους οποίους η συνεργασία θα
ήταν μια σχετικά εύκολη υπόθεση, η ακυβερνησία είναι ένας σοβαρός κίνδυνος.
Με βάση την τρέχουσα εικόνα, διαθέτουμε τη Ν.Δ., η οποία μοιραία θα παραμείνει πρώτο κόμμα όσο οι αντίπαλοί της βολοδέρνουν κάτω από το 15%. Ωστόσο το κόμμα της Κεντροδεξιάς έχει ήδη γράψει ένα 28,31% και αυτομάτως γεννάται το ερώτημα:
Τι είδους κυβέρνηση θα μπορεί να σχηματίσει εάν παραμείνει και στις εθνικές εκλογές σε αυτό περίπου το επίπεδο;
Δεδομένου ότι ούτε τα κόμματα στα δεξιά της είναι επιθυμητοί ή συμβατοί εταίροι – ούτε η Ν.Δ. θα τους ήθελε ούτε οι βασικοί μας «εταίροι και σύμμαχοι», εξαιτίας κεντρικών πολιτικών τους θέσεων – ούτε το ΚΚΕ ή κάποιο από τα μικρά αριστερά σχήματα, ο κλήρος θα έπεφτε σε κάποιο από τα δύο άλλα κόμματα εξουσίας:
ΠΑΣΟΚ κυρίως και ΣΥΡΙΖΑ δευτερευόντως, με τα οποία όμως η πόλωση των τελευταίων ετών
έχει χτυπήσει κόκκινο. Ποιο από τα δύο θα δεχόταν να γίνει συμπληρωματικό της Ν.Δ.;
Ποιο θα δεχόταν να υποστεί ένα τεράστιο πολιτικό κόστος και να κινδυνεύσει με κατάρρευση – κλασική συνέπεια την οποία υφίστανται οι μικροί εταίροι ιδεολογικά ασύμβατων κυβερνητικών συνασπισμών, όπως πρόσφατα το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα και το SPD στη Γερμανία;
Ποιο, από την άλλη, θα άντεχε την κλασική κατηγορία περί ευθύνης για την ακυβερνησία;
Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, ο φόβος του πολιτικού μπλακ άουτ θα πρέπει να προκαλεί πολύ περισσότερο τρόμο στα κόμματα της αριστερής / κεντροαριστερής αντιπολίτευσης παρά στη Ν.Δ.
Εκτός εάν, μέχρι να βρεθούμε ενώπιον της επόμενης εθνικής κάλπης, έχουν καταφέρει
– ουσιαστικά ένα από τα δύο αυτόνομα ή και τα δύο μέσω μιας «συγκόλλησης» – να αναταχθούν
και να ανατρέψουν τον τρέχοντα συσχετισμό δυνάμεων. Χλομό, αλλά άκρως αναγκαίο… λόγω της καθήλωσης του ΠΑΣΟΚ και της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Το αποτέλεσμα είναι ένα απίστευτα μπλοκαρισμένο πολιτικό σύστημα, το οποίο περιδινείται μεταξύ ανεπάρκειας, κοινωνικής δυσπιστίας και απόρριψης.