“Ποιες δυνάμεις οδηγούν τη Μέση Ανατολή και τον πλανήτη στο χάος” / γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας
Αν, τώρα, κάποιος αναζητήσει την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης γύρω απ’ όλες αυτές τις επικίνδυνες εξελίξεις δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια
Ένας «χωρίς τέλος πόλεμος» διεξάγεται στη Μέση Ανατολή για πάνω από μισό αιώνα.
Μετά τις μεταπολεμικές (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) διευθετήσεις, η περιοχή – θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς – βρίσκεται σε διαρκή στρατιωτική κινητοποίηση, με αψιμαχίες, συγκρούσεις, πολύχρονες πολεμικές αναμετρήσεις, σύντομα πολεμικά επεισόδια, εμφύλιες συρράξεις, εισβολές ξένων δυνάμεων και κατοχές εδαφών.
Σ’ αυτό το μαύρο μωσαϊκό που συνθέτει τη νεότερη / σύγχρονη ιστορία της περιοχής οι περίοδοι σχετικής ηρεμίας και ειρήνης είναι ελάχιστες ψηφίδες, που πνίγονται στο αμέτρητο αίμα που έχει χυθεί όλα αυτά τα χρόνια.
Η πιο πάνω γενική διαπίστωση είναι το απαραίτητο πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται η τρέχουσα σύρραξη που ξεκίνησε τον περασμένο Οκτώβρη με την εισβολή ανδρών της Χαμάς στα «εποικισμένα» ισραηλινά εδάφη, προκαλώντας τη σφοδρή απάντηση του Ισραήλ, που ισοπέδωσε τη Λωρίδα της Γάζας.
Η παράταση και η σφοδρότητα της τρέχουσας αναμέτρησης Χαμάς – Ισραήλ προκάλεσε την «αυτονόητη» εμπλοκή και άλλων παραγόντων της περιοχής, αλλά και των ισχυρών παγκόσμιων «παικτών», καθώς η Μέση Ανατολή αποτελεί την ενεργειακή «καρδιά» της υδρογείου και οι δρόμοι μεταφοράς των ενεργειακών της αποθεμάτων είναι το κυκλοφορικό σύστημα από το οποίο εξαρτάται η παγκόσμια πολιτική / οικονομική ισορροπία.
Σε ό,τι αφορά στην τρέχουσα αναμέτρηση με βασικό πεδίο μάχης τη Λωρίδα της Γάζας, η κατάσταση συνοψίζεται ως εξής:
-
Κατάληψη / καταστροφή από τον ισραηλινό στρατό της παλαιστινιακής Λωρίδας με μετακινήσεις του πληθυσμού που βρίσκεται σε κατάσταση εξαθλίωσης και ομηρείας
-
Συνεχιζόμενη αντίσταση των πυρήνων / δυνάμεων της Χαμάς εντός της εμπόλεμης (και κατοικημένης) ζώνης.
-
Αψιμαχίες των ισραηλινών δυνάμεων (και ανταλλαγή πυρών πυροβολικού κ.λπ.) των ισραηλινών δυνάμεων με την οργάνωση της Χεζμπολάχ (σύμμαχο της Χαμάς) στον Λίβανο.
-
Στενή εμπλοκή και πατρονάρισμα (με παροχή εξοπλισμού και πληροφοριών) των εχθρών του Ισραήλ (δηλαδή της Χαμάς και της Χεζμπολάχ) από το Ιράν.
-
Συνεχής ανάμειξη των ΗΠΑ, που προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ των δεσμεύσεών τους για «ασφάλεια του Ισραήλ) και της ανάγκης τους να διατηρηθεί το στάτους στην ευρύτερη περιοχή υπό τον έλεγχό τους.
Οι διπλωματικές προσπάθειες για μια εκεχειρία στη Γάζα, που θα περιλάμβανε την επιστροφή των ομήρων που κρατούνται από τη Χαμάς από τον περασμένο Οκτώβριο και θα προσέφερε έναν οδικό χάρτη για το μέλλον της περιοχής, συνεχίζονταν εν μέσω του πολέμου και το τελευταίο διάστημα είχαν προχωρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό, όπως λένε τουλάχιστον οι αναφορές σε μεγάλα ξένα ειδησεογραφικά δίκτυα.
Νέα δεδομένα
Τα δεδομένα, ωστόσο, άλλαξαν καθώς είχαμε εν τω μεταξύ:
-
Αλλαγή της πολιτικής ηγεσίας στο Ιράν (μετά το αεροπορικό δυστύχημα όπου σκοτώθηκε ο Πρόεδρος της χώρας) με την ανάδειξη στην προεδρία του «μεταρρυθμιστή» και υπέρμαχου της αναζήτησης διευθετήσεων με τις ΗΠΑ, Μασούντ Πεζεσκιάν.
-
Την αστάθεια στο αμερικανικό πολιτικό σκηνικό με την απόσυρση του προέδρου Μπάιντεν από την κούρσα για δεύτερη προεδρική θητεία 4 μήνες πριν από τις εκλογές, με τη «μάχη» μεταξύ Τραμπ και Κάμαλα Χάρις (της αντιπροέδρου που θα διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ) να είναι κάτι παραπάνω από αμφίρροπη.
Σ’ αυτές τις «απρόσμενες» πολιτικές αναταράξεις στις χώρες (ΗΠΑ και Ιράν) που πατρονάρουν τους εμπολέμους στην περιοχή θα πρέπει να προστεθούν και οι δύο δολοφονίες / προβοκάτσιες:
-
Του πολιτικού επικεφαλής της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγια που έγινε στην Τεχεράνη είτε από πύραυλο είτε από βόμβα που είχε τοποθετηθεί μέρες πριν στο κατάλυμά του.
-
Του ανώτατου στρατιωτικού διοικητή της λιβανικής οργάνωσης Χεζμπολάχ Φουάντ Σουκρ.
Οι συνέπειες των νέων δεδομένων που πυροδότησαν οι δολοφονίες / προβοκάτσιες είναι προφανείς:
-
Πάγωμα των διαπραγματεύσεων για εκεχειρία στη Γάζα.
-
Άμεση αύξηση των τόνων στην πολεμική ρητορική των εμπλεκομένων (Ιράν, Ισραήλ, Χαμάς, Χεζμπολάχ).
-
Αύξηση της έντασης της σποραδικής ανταλλαγής πυρών μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ στο Λίβανο.
-
Άμεση κινητοποίηση και ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας σε ολόκληρη την περιοχή.
-
Ανάδειξη στην ηγεσία της Χαμάς του Γιαχία Σινουάρ, του επικεφαλής της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, που θεωρείται «ακραίος» και οπαδός του «πολέμου μέχρι τέλους».
Ποιος ωφελείται
Αναζητώντας, τώρα, ποιος ωφελείται και τι επιδιώκει από το νέο εμπόλεμο σκηνικό στην περιοχή, η πρώτη και εύκολη απάντηση είναι προφανής: ωφελούνται όσοι για τους δικούς τους λόγους ο καθένας έχει «κέρδος» από την παράταση της εμπόλεμης κατάστασης. Και το ενδιαφέρον σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι η διαίρεση μεταξύ αυτών που επιδιώκουν τη συνέχιση του πολέμου και αυτών που αναζητούν μια διέξοδο είναι οριζόντια και αφορά όλες τις πλευρές των αντιμαχόμενων.
Σύμφωνα με την αμερικανική δεξαμενή σκέψης Quincy Institute for Responsible Statecraft:
Πρώτον, η δολοφονία του Χανίγια «σκότωσε» και την προοπτική μιας επικείμενης συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα.
Ο Νετανιάχου, υπογραμμίζει το Quincy Institute for Responsible Statecraft, έχει αντιταχθεί σταθερά σε μια συμφωνία που θα τερμάτιζε τον πόλεμο.
Η ισραηλινή εφημερίδα «Haaretz» αποκάλυψε ότι, σε προηγούμενους γύρους διαπραγματεύσεων, άφησε να διαρρεύσουν στρατηγικά ευαίσθητες πληροφορίες στα μέσα ενημέρωσης σε κρίσιμες στιγμές, για να υπονομεύσει τις συνομιλίες.
Όπως είπε ο Πρόεδρος Μπάιντεν στο TIME όταν ρωτήθηκε αν ο Νετανιάχου παρατείνει τον πόλεμο για χάρη της πολιτικής του καριέρας: «Υπάρχει κάθε λόγος να συναχθεί αυτό το συμπέρασμα».
Ο Νετανιάχου γνωρίζει ότι μια συμφωνία για την επιστροφή των ομήρων θα τερματίσει τη βασιλεία του ως πρωθυπουργού και πιθανότατα θα τον θέσει ενώπιον των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει (βρίσκεται σε εξελίξει δίκη του για διαφθορά).
Οπότε, τίποτε δεν θα τερμάτιζε πιο αποτελεσματικά τις διαπραγματεύσεις για διέξοδο από τον πόλεμο από τον θάνατο / δολοφονία του διαπραγματευτή της άλλης πλευράς, δηλαδή του Χανίγια.
Δεύτερον, σύμφωνα πάντα με το Quincy Institute for Responsible Statecraft, η δολοφονία του Χανίγια και η απομάκρυνση της πιθανότητας ειρηνικής διεξόδου μπορεί να αποβεί σε βάρος της μελλοντικής προέδρου των ΗΠΑ Κάμαλα Χάρις, η οποία θα βρεθεί ενώπιον των τετελεσμένων του «πολέμου μέχρι τέλους», άρα και υποχρεωμένη να στηρίξει τη βασική αρχή των ΗΠΑ που είναι η υποστήριξη με κάθε θυσία του Ισραήλ.
Με απλούστερα λόγια, η προβοκάτσια των δολοφονιών φαίνεται πως περιορίζει ασφυκτικά τις επιλογές / κινήσεις της Ουάσιγκτον.
Τρίτον, η δολοφονία του Χανίγια υπονόμευσε επίσης μια άλλη πιθανή γραμμή διαπραγμάτευσης: μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν.
Η αιφνιδιαστική εκλογή του Μασούντ Πεζεσκιάν στην προεδρία του Ιράν – ο οποίος έκανε εκστρατεία σε μια πλατφόρμα επανέναρξης των συνομιλιών με τις ΗΠΑ – δημιούργησε ένα μικρό παράθυρο για τη διπλωματία.
Αλλά η κλιμάκωση που πυροδότησε η δολοφονία του ηγέτη της Χαμάς και μάλιστα στην Τεχεράνη, έχει υπονομεύσει σοβαρά τις επιλογές του Ιρανού, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να προσαρμοστεί στη «γραμμή» των πανίσχυρων και ακραίων κέντρων και κύκλων της χώρας του.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Quincy Institute for Responsible Statecraft, ο Νετανιάχου προσπαθεί εδώ και δύο δεκαετίες να παρασύρει τις ΗΠΑ σε έναν πόλεμο κατά του Ιράν.
Οι τέσσερις τελευταίοι Αμερικανοί Πρόεδροι αντιμετώπισαν όλοι κατά καιρούς πιέσεις από το Ισραήλ να επιτεθούν στο Ιράν.
Αν και μεγάλη προσοχή έχει δοθεί στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η επιθυμία του Τελ Αβίβ για άμεση επίθεση των ΗΠΑ κατά της Τεχεράνης είναι βαθύτερη από τον εμπλουτισμό ουρανίου.
Το Ισραήλ θεωρεί (και δικαίως) ότι το Ιράν βάζει φρένο στον περιφερειακό του ρόλο ως (αμερικανικός) χωροφύλακας στην περιοχή και των δυνατοτήτων του για στρατιωτικές (και χωρίς συνέπειες) επεμβάσεις στη Συρία και τον Λίβανο.
Στην περίπτωση που μια αμερικανοϊρανική συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης (σαν αυτή που υπέγραψε ο Ομπάμα και κατάργησε ως πρόεδρος ο Τραμπ) θα πολλαπλασίαζε την επιρροή του Ιράν στην περιοχή και θα μείωνε τον ρόλο αλλά και τη σημασία για τα αμερικανικά συμφέροντα του Ισραήλ.
Κατά συνέπεια η διατήρηση του Ιράν ως (κοινού) εχθρού των ΗΠΑ και του Ισραήλ αποτελεί θεμέλιο λίθο του ορθόδοξου ισραηλινού κατεστημένου σε Τελ Αβίβ και Ουάσιγκτον.
Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι πως οι προβοκάτσιες / δολοφονίες που υπονόμευσαν τις πιθανότητες διεξόδου και πυροδότησαν διαδικασίες για γενικευμένη ανάφλεξη σχεδιάστηκαν για να προκαλέσουν μια ιρανική σκληρή απάντηση, που θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε έναν μεγαλύτερο πόλεμο, ο οποίος θα μπορούσε να σύρει τις ΗΠΑ σε πόλεμο με το Ιράν.
Οι ΗΠΑ, αν και εξασθενημένες, όπως αποδεικνύεται από το μπάχαλο που επικρατεί την περιοχή, μπορούν ακόμα να αποτρέψουν το χάος, υπό την προϋπόθεση ότι θα βάλουν σαφείς και δημόσιες κόκκινες γραμμές στον Νετανιάχου και στις δυνάμεις που εκπροσωπεί.
Η Κίνα και οι άλλοι «παίκτες»
Στο «παιχνίδι» γύρω από την ενεργειακή καρδιά του πλανήτη προφανώς δεν απουσιάζει η Κίνα.
Με «κομψές» κινήσεις έχει ήδη καταγράψει τη διάθεσή και τις δυνατότητές της να αναλάβει βάρη και δεσμεύσεις που δεν αντέχουν πια να σηκώσουν οι κουρασμένες πλάτες της Ουάσιγκτον.
Η ήπια πολιτική προσέγγιση του Πεκίνου είναι μακροπρόθεσμη και δεν αποσκοπεί σε άμεσα κέρδη, αλλά στη σταδιακή επικράτηση εκεί απ’ όπου οι ΗΠΑ – θέλοντας και μη – θα μειώσουν την παρουσία και την επιρροή τους.
Έχει περάσει σχετικά απαρατήρητη η ιστορική υπογραφή συμφωνίας ενότητας μεταξύ 14 παλαιστινιακών πολιτικών κομμάτων που έγινε στο Πεκίνο στις 23 Ιουλίου και όπου η Κίνα έδειξε για μια ακόμη φορά την ικανότητά της να εμφανίζεται στη παγκόσμια σκηνή ως μεσολαβητής της ειρήνης.
Νωρίτερα το 2021, η Κίνα ανακοίνωσε ένα σχέδιο τεσσάρων σημείων, με στόχο τη «συνολική, δίκαιη και μόνιμη» επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος, το οποίο βέβαια δεν μπόρεσε να «διαβρώσει» την αμερικανική κυρίαρχη διπλωματική επιρροή στην περιοχή.
Αυτό ωστόσο που κατάφερε η κινεζική διπλωματία και δείχνει τις μελλοντικές προοπτικές της ασιατικής υπερδύναμης είναι ο τερματισμός της επταετούς ρήξης των σχέσεων μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, που στην ουσία αποτελεί αμερικανικό προτεκτοράτο / δημιούργημα.
Αν, τώρα, κάποιος αναζητήσει την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης γύρω απ’ όλες αυτές τις επικίνδυνες εξελίξεις δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια. Αρκεί να προσέξει τι ακριβώς ζητά η Ουάσιγκτον και να έχει υπόψη του τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση έναντι των ΗΠΑ στο πλαίσιο της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας…