Άρθρα Βιβλίο Ιστορία Πολιτισμός

Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: «Γκράμποβο και Γκραμπόβσκι…» / Όταν «Η Γλώσσα Διδάσκει Ιστορία…»

Η Οικία Γκραμπόβσκι σε πίνακα ζωγραφικής!

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

«Γκράμποβο και Γκραμπόβσκι…»

Όταν «Η Γλώσσα Διδάσκει Ιστορία…»

  • Οι μελετητές των «βλαχολογικών θεμάτων» γνωρίζουν ότι πολλοί εν Ελλάδι και στις λοιπές «Βαλκανικές χώρες», αλλά και σε χώρες της Κεντρικής, Ανατολικής και Βόρειας Ευρώπης, μηδέ εξαιρουμένης και της Δυτικής, κατάγονται από ορισμένα βλαχοχώρια της νυν ΝΑ Αλβανίας (και συγκεκριμένα από: Μοσχόπολη, Σίπσκα, Νίτσα, Λούνκα, Γκράμποβα, Νικολίτσα, Άρζα και άλλες). Από αυτά τα χωριά σχεδόν από τις αρχές του 16ου αιώνα, αλλά κυρίως μετά τα Ορλωφικά (1769 και 1788), σκόρπισαν όχι μόνο στην στην Κεντρικη και Βόρεια Αλβανια (όπου ανέκαθεν είχαν χειμαδιά τους), αλλά και στις «Ελληνικές χώρες» νοτιότερα και αλλού Βορειότερα (όλη την Βαλκανική, στην ευρύτερη Μακεδονία, και άνωθεν του Δουνάβεως και σε όλες τις χώρες της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτές εγκαταστάθηκαν μόνιμα όχι ως ιδιότυποι νομάδες ή ημινομάδες και κτηνοτρόφοι, αλλά ως επαγγελματίες, τεχνίτες, έμποροι και άνθρωποι των Γραμμάτων και των Επιστημών. Έτσι συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία των «αστικών τάξεων» αυτών των χωρών, στην οικονομική ανάπτυξή τους και στην πνευματική αναγέννησή τους, κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα από τις εξουσιαστικές και τις οικονομικές και κοινωνικές θέσεις που κατείχαν, αλλά και από τον πρωτοποριακό τους ρόλο στις επιστήμες και στα γράμματα, και στην «διεθνική ευεργεσία» τους (με ιδρύσεις ακαδημιών, πανεπιστημίων, ευαγών ιδρυμάτων, νοσοκομείων, ορφανοτροφείων κ.λπ., κ.λπ.). Τούτα τα βλαχοχώρια, καταστρεφόμενα, και με «οδηγούς» τους εκ Μοσχοπόλεως καταγόμενους, παρήκμασαν ως βλάχικοι οικισμοί, αλλά οι διασκορπισμένοι Βλάχοι κάτοικοί τους διέπρεψαν σε όλα τα πεδία στην ξενιτιά που βρέθηκαν. Πολλοί από αυτούς τους εξέχοντες και διαλάμψαντες «υιοθέτησαν» στην αλλοδαπή ως «επώνυμο» τον γενέθλιο τόπο τους, με καταλήξεις ανάλογες των γλωσσών που μιλιόνταν στις χώρες στις οποίες μετανάστευσαν ή κατέφυγαν ως διωκόμενοι και φυγάδες,
  • Τέτοιο επώνυμο είναι το Γκραμπόβσκι, το οποίο έφεραν μέλη διαπρεπούς οικογένειας, με καταγωγή από το βλαχοχώρι Γκράμποβα, και που ανέπτυξαν μεγάλη οικονομική και πνευματική δραστηριότητα, αλλά και πολιτική, στις χώρες Ουγγαρία, Αυστρία, Τσεχία, Πολωνία, Μολδαβία και Βλαχία, ίσως και αλλού, επί σειρά δεκαετιών, μετά τον 18ο αιώνα. Στα εν Ελλάδι «βλαχολογικά δημοσιεύματα» σπανίως θα βρεις να γράφεται κάτι γι’ αυτήν την οικογένεια, και δεν γνωρίζω τον λόγο αυτής της «αγνόησης». Θα μου επιτραπεί όμως να καταθέσω κάποια στοιχεία, τα οποία προέκυψαν από έρευνα και μελέτη στοιχείων που σχετίζονται με εργασία μου που θα αφορά στην δημιουργία των «αστικών τάξεων» στις χώρες της Ευρώπης. Και φαίνεται πως εκεί δεν «υπήρξαν» διάφοροι εξυπνάκηδες που να θέλησαν να τους… αποβλαχοποιήσουν, όπως εδώ, και έτσι ως «περήφανοι Βλάχοι» (κατά τα έγγραφα εκείνων των καιρών ως Γραικοβλάχοι ή Βλάχοι ή Μακεδονοβλάχοι ή Μακεδονοβλαχιώτες ή Αρμάνοι), έγιναν μαικήνες, βιομήχανοι, μεγαλέμποροι, πρωθυπουργοί, υπουργοί, αρχιερείς και ιεράρχες, μουσουργοί και προστάτες των τεχνών, επιστήμονες και πρωτοπόροι καθηγητές στα πανεπιστήμια, με έρευνες και μελέτες, ένα μελίσσι που άλλαξε τον κόσμο της Ευρώπης, έχοντας στο επίκεντρο τον άνθρωπο.
Το σπίτι του Γκραμπόφσκι τη δεκαετία του 1926

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΓΚΡΑΜΠΟΒΣΚΙ

(Αντιγράφω από την υπό εκπόνηση μελέτη, τις απόψεις της Μ. Berenyi, και που δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τις ασπάζομαι ή ότι τις υιοθετώ συνολικά, αλλά που οδηγούν σε σοβαρούς προβληματισμούς για αναζήτηση της αλήθειας.)

Στη νέα τους πατρίδα, στην Ουγγαρία, οι Μακεδονοβλάχοι έφεραν μαζί τους μια μακρόχρονη πείρα και τα κεφάλαια τα οποία γρήγορα αξιοποίησαν, γενομένοι σχεδόν παντού ο καταλυτικός παράγοντας της ίδρυσης μιας εμπορικής και χρηματοπιστωτικής αστικής τάξης. Το εμπόριο τους αποφέρει μεγάλα υλικά κέρδη, γεγονός που τους διευκολύνει να αναλάβουν ένα μεγάλο μέρος της διακίνησης των αγαθών μεταξύ της Οθωμανικής και Αψβουργικής Αυτοκρατορίας και να συγκεντρώσουν σημαντικά κεφάλαια. Σχηματίζεται ένα λεπτό αλλά ισχυρό χρηματοπιστωτικό στρώμα, το οποίο, στηριζόμενο στην οικονομική του ισχύ, διεκδικεί εθνικά δικαιώματα.

Η επιρροή τους ήταν ξεχωριστή, ιδιαίτερα στον πληθυσμό των πόλεων, όπου έθεσαν τα θεμέλια του εμπορίου. Με τη δεξιοτεχνία και την εργατικότητά τους, ορισμένοι από αυτούς τους Μακεδονοβλάχους αποίκους συγκέντρωσαν σημαντικές περιουσίες. Η υλική τους ευημερία και οι υπηρεσίες που προσφέρουν στη νέα πατρίδα, τους δίνουν τη δυνατότητα να εισέλθουν και να ανέλθουν στην προνομιούχα τάξη των ευγενών, αποκτώντας τίτλους της τάξης των ευγενών. Ο Füves Ödön, με βάση την έρευνά του, απαρίθμησε 76 γραικικές και μακεδονοβλαχικές οικογένειες στην Ουγγαρία, οι οποίες απέκτησαν τίτλους των ευγενών τάξεων.

Από τις γραμμές των Βλάχων της Ουγγαρίας και της Τρανσυλβανίας, προήλθε η αστική τάξη των πλουσιότερων την οποία αποτελούσαν οι Μακεδονοβλάχοι. Όπου δραστηριοποιούνταν, μόνιμα ή προσωρινά, οι Μακεδονοβλάχοι οργανώνονταν πολύ πιο καλά από άλλους λαούς σε θρησκευτικές κοινότητες, για να μπορούν να ζήσουν με τον ίδιο τρόπο τη ζωή τους όπως στην πατρίδα τους. Οι Μακεδονοβλάχοι που εγκαταστάθηκαν σε αυτά τα εδάφη όχι μόνο δεν περιορίστηκαν στις εμπορικές ανησυχίες τους, αλλά συνέβαλαν στη διατήρηση και στην ενίσχυση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στα μεγαλύτερα κέντρα της Ουγγαρίας, αυτοί, ενωμένοι μαζί με τους Γραικούς εμπόρους, αφού συγκροτούνταν σε κοινότητες, έχτιζαν τους δικούς τους ναούς, που τους προίκιζαν με εικόνες, καμπάνες, προσκυνητάρια και πολλά ιερά βιβλία.

Η πνευματική ατμόσφαιρα της μοναρχίας των Αψβούργων, η σχολική και η εκκλησιαστική πολιτική του Ιωσηφινισμού ευνόησαν τις προσπάθειες εκείνων των Μακεδονοβλάχων λογίων που ήταν ήδη εγκατεστημένοι εδώ και είχαν βιώσει τη στιγμή της εθνικής αφύπνισης των διαφόρων λαών. Οι Αρμάνοι έμποροι και γαιοκτήμονες στην Ουγγαρία, στο Μπανάτ, στην Τρανσυλβανία «έβλεπαν το ανερχόμενο θέαμα αφύπνισης της εθνικής συνείδησης… Ένιωθαν διαφορετικοί από τους Γραικούς των οποίων τη γλώσσα χρησιμοποιούσαν στις συναλλαγές και τη θεωρούσαν ως μητρική τους γλώσσα μαζί με τη σεμνή και άγνωστη διάλεκτο στο άκουσμα της οποίας μεγάλωσαν μακριά, στα ορεινά χωριά της πατρίδας.» Στην Πέστη, τότε, οι Μακεδόνες Βλάχοι (Τσίντσαροι) αναφέρονταν με το εθνώνυμο των Γραικών, γιατί η γραικική ήταν η γλώσσα των συναλλαγών και γι’ αυτούς. Οικογενειακά όμως χρησιμοποιούσαν τη αρμάνικη (μητρική γλώσσα των Μακεδονοβλάχων), και με αυτό το χαρακτηριστικό οι ίδιοι ξεχώριζαν και διακρίνονταν από τους Γραικούς.

Ο τάφος της οικογένειας Grabovsky στο νεκροταφείο Kerepes στη Βουδαπέστη

Το φυτώριο της εθνικής αναγέννησης για τους Αρμάνους ήταν η Βιέννη και η Βουδαπέστη, πόλεις στις οποίες είχαν έρθει σε επαφή με λόγιους Ρουμάνους από την Τρανσυλβανία όπως οι: Petru Maior, Gheorghe Şincai, Samuil Micu Clain κι άλλοι. Οι Μακεδόνες [Βλάχοι] άποικοι της Πέστης, εδώ και αρκετό καιρό, επιστρέφουν στη συνείδηση ​​της εθνικής τους καταγωγής και περηφανεύονται για την προγονική τους γλώσσα. Στη διαδικασία αυτή της εθνικής αφύπνισης συνέβαλε, φυσικά, πρώτα, το λατινιστικό λογοτεχνικό ρεύμα, που ξεκίνησε στα τέλη του 18ου αιώνα. Υπό την επιρροή των προσώπων της Σχολής των Αρδεληνών [Σχολής του Αρντεάλ], οι Μακεδονοβλάχοι αντικαθιστούν στα γραπτά τους τα ελληνικά με λατινικά γράμματα, εισάγουν για πρώτη φορά έναν μεγάλο αριθμό δακορουμανισμών και λατινισμών αντί για ξένες λέξεις από την αρμανική διάλεκτο και δημοσιεύουν τις έρευνες για τους «Ρουμάνους» τους πέραν ​​του Δουνάβεως, ορισμένες στην αρμάνικη διάλεκτο. Το ενδιαφέρον για την ανακάλυψη της δικής του εθνικής και γλωσσικής ταυτότητας γινόταν όλο και πιο προφανές.

Σε επαφή με τις ιδέες που προώθησαν οι λόγιοι της Σχολής του Αρντεάλ, στις αρχές του 19ου αιώνα, στις γραμμές των Αρμάνων (ή Μακεδονοβλάχων) έλαβε χώρα μια διαδικασία εθνικής αναγνώρισης, που εκφράστηκε μέσω της ανακάλυψης της εθνικής τους ταυτότητας και της προσέγγισής τους. στα πολιτιστικά ιδεώδη των Ρουμάνων της μοναρχίας των Αψβούργων. Ο Γε΄ργιος Κωνσταντίνου Ρώζα, με ρίζα καταγωγής από την Μπίτολια, ο οποίος μετά τις σπουδές ιατρικής στη Βιέννη έγινε γιατρός στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πέστης, εκτύπωσε το έργο Τέχνη της Ρωμανικής Αναγνώσεως με λατινικά γράμματα, που είναι τα γράμματα των παλαιών Ρωμάνων/Ρωμαίων. Σε αυτό το έργο, αγωνίζεται για δημιουργία μιας ενιαίας ρουμανικής γλώσσας, η οποία να περιέχει στοιχεία τόσο από τη δακορουμανική διάλεκτο όσο και από τη μακεδονοβλαχική. Την ίδια ιδέα της ενότητας υποστήριξε ο Μιχαήλ Μποϊατζή, συγγραφέας του διάσημου βιβλίου Γραμματική Ρωμανική ήτοι Μακεδονοβλαχική, Σχεδιασθείσα και πρώτον εις φως αχθείσα υπό Μιχαήλ Γ. Μποϊατζή, που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1813, και αργότερα επανεκδόθηκε από τον Dimitrie Bolintineanu (το 1863) και από τον Περικλή Παπαχατζή (το 1915).

Οι Μακεδονοβλάχοι άποικοι συνέβαλαν τα μάλα στη διατήρηση και ενίσχυση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Με τα ονόματά τους είναι συνδεδεμένη η ίδρυση ορισμένων πολιτιστικών ιδρυμάτων και συλλόγων. Οι Μακεδονόβλαχοι ήταν ανθρωπιστές και φιλάνθρωποι, ενθάρρυναν τις τέχνες και τις επιστήμες. Από τις δικές τους γραμμές βγαίνουν και ξεχωρίζουν πλήθος προσωπικότητες: Ανδρέας Σαγκούνα, Αθανάσιος Γκραμπόβσκι [Grabovsky], Εμμανουήλ Γκόζντου, μέλη της οικογένειας Μοτσιόνι. Αυτά τα ονόματα είναι πολύ γνωστά και αναγνωρισμένα τόσο στην ιστορία της ρουμανικής πολιτικής όσο και στην πολιτιστική ιστορία της Τρανσυλβανίας και της Ουγγαρίας του 19ο αιώνα.

Οι Γραικοί και οι Μακεδονοβλάχοι, όντας πλούσιοι άνθρωποι, είχαν πολλά σπίτια και παλάτια μέσα στο κέντρο της ουγγρικής πρωτεύουσας. Αγόραζαν ακίνητα να τα μετατρέψουν σε εργαστήρια, καταστήματα, αλλά και με στόχο να κεφαλαιοποιήσουν τον πλούτο τους. Τα κτίρια και τα παλάτια στην πλατεία Vörösmarty, στην οδό Váci και γύρω από αυτήν, στο Lipótváros ανήκαν σε Μακεδονοβλάχους. Επένδυσαν πολλά χρήματα για να στήσουν επιβλητικά, πολυώροφα κτίρια οι οικογένειες Σίνα, Γκραμπόβσκι, Μοτσιόνι, Νάκου, Λύκα, Γκόζντου, Λέπορα, Νεντέλκου κ.λπ., που κατείχαν αρκετά κτίρια. Οι Αρμάνοι θα είναι συχνά οι μεγάλοι φιλάνθρωποι του ρουμανικού πολιτισμού. Έμποροι, τραπεζίτες, βιομήχανοι, συνέβαλαν κατεξοχήν στη δημιουργία της αστικής τάξης στην Κεντρική Ευρώπη. Με οικονομική επιρροή κατέλαβαν σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, παίρνοντας τους τίτλους των βαρόνων, κόμητων, των οικείων συμβούλων του αυτοκράτορα για υπηρεσίες τους προς την αυτοκρατορία. Υπό αυτή την έννοια, ξεχώρισαν οι οικογένειες Σίνα (τα μέλη της είναι οι μεγαλύτεροι τραπεζίτες της αυτοκρατορίας), και Γκραμπ΄βσκι, Σακελλάρη, Ντέρρα/Δερα, Νάκου, Αργύρη, Πομέτα, Νοτσιόνι, Δούμπα/Ντούμπα κ.λπ.

Στην Πέστη, η μακεδονοβλαχική και γραικική κοινότητα έχτισε μεταξύ των ετών 1791-1801 έναν ορθόδοξο ναό, σύμφωνα με τα σχέδια του αρχιτέκτονα Jung József. Ο Δημήτρης Αργύρης, με καταγωγή από τη Μοσχόπολη, δώρισε το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ των Μακεδονοβλάχων για την ανέγερση αυτού του ναού. Τα ποσά για την πραγματική ανέγερση του ναού δόθηκαν κυρίως από τον Γιώργη N. Μάτσιου, μεγάλο έμπορο από την Μπίτολια. Μεταξύ των άλλων χορηγών είναι ο Αθανάσιος και ο Κωνσταντίνος Γκραμπόβσκι [Grabovsky], καταγόμενοι και ιθαγενείς από την Γκράμποβα [Grabova], μεγάλοι έμποροι κρασιού, που έκαναν εξαγωγές από την Ουγγαρία και την Πολωνία. Ο Marcu Raicovici, επίσης από την Grabova, ο Dimitrie Bechella, γιατρός, με καταγωγή από τη Βέροια, κοντά στη Θεσσαλονίκη, ο Naum Farăcat από τη Μοσχόπολη, και ο Andrei Mocioni.

Ένας υψηλού κύρους εκπρόσωπος της αποικίας της Πέστης ήταν αυτός που υπέγραψε ως Αθανάσιος Γκραμπόβσκι (1779–1840), ευγενής της Απάντιας, Αναπληρωτής-Διαχειριστής του Σχολικού Ταμείου, στο σπίτι του οποίου μεγάλωσε ο Σαγκούνας, ένα φιλόξενο σπίτι, και ένα είδος «λογοτεχνικού σαλονιού» τις εποχές εκείνες για τους μαθητές από το Μπανάτ, οι οποίοι είχαν καλή υποδοχή σε αυτό το σπίτι. Ο Γκραμπόβσκι ήταν ο πρόεδρος της «ελληνικής εταιρείας» και η σύζυγός του εμψυχώτρια και αρχηγός του «Συλλογου Γυναικών».

Ο τάφος του Αθανασίου Γκραμπόφσκι στο νεκροταφείο Kerepes στη Βουδαπέστη
Ο τάφος του Αθανασίου Γκραμπόφσκι
στο νεκροταφείο Kerepes στη Βουδαπέστη

Ο εξευγενισμός της οικογένειας

Τα δύο αδέρφια Αθανάσιος και Κωνσταντίνος Γκραμπόβσκι ήρθαν από το Miskolc και εγκαταστάθηκαν στην Πέστη. γύρω στο 1790. Και οι δύο ήταν έμποροι χοντρών μάλλινων υφασμάτων, αλλά τις δουλειές τους τις έκαναν χωριστά. Ο Αθανάσιος το 1806 και ο Κωνσταντίνος το 1809 έγιναν πολίτες της πόλης. Ο Κωνσταντίνος Γκραμπόβσκι το 1817 άνοιξε ένα μεγάλο και διάσημο κατάστημα υφασμάτων. Το 1836 τούτο το κατάστημα μεταφέρθηκε στο παλάτι του στην πλατεία Szinház (νυν Vörösmarty). Με τον φημισμένο αρχιτέκτονα Hild József το έχτισε με 33.000 Φλορίνια. Ο Αθανάσιος δεν είχε παιδιά, στο σπίτι του στην πλατεία Városház (νυν οδός Pesti Barnabás αρ. 2) έζησε επίσης ο Κωνσταντίνος με τη γυναίκα του και τα 4 παιδιά του.

Ο Αθανάσιος και ο Κωνσταντίνος Γκραμπόβσκι, άνθρωποι με εκτεταμένες διασυνδέσεις και μεγάλη έλξη προς όλα τα εκκλησιαστικά και τα πολιτιστικά θέματα, το 1823 ανήλθαν στον βαθμό ευγενείας με τον τίτλο «Απαδιά» [Apadia], λόγω των σημαντικών τους συνεισφορών.

«(…) εκείνες οι επιστολές γραμμένες στη λατινική γλώσσα στο σύνολό τους περιλαμβάνονται και δημοσιεύονται στα Πρακτικά του συμβουλίου του νομού που έλαβε χώρα στις 10 του 12ου, με αρ. 2813–1823.» – Αυτές οι επιστολές, του Αυτοκράτορα της Αυστρίας και του Βασιλιά της Ουγγαρίας: Φραγκίσκο Α’, είναι δοσμένες στη Βιέννη, με ημερομηνία 6 Σεπτεμβρίου 1823.

Λόγω του ότι αυτές οι «Επιστολές» προσδιορίζουν τα προσωπικά αξιοσημείωτα των Αθανασίου και Κωνσταντίνου Γκραμπόβσκι, που φυσικά σχετίζονται με αυτά που κατέγραψε ο Δρ. I. Lupaş και επομένως έχουν ιστορικό ενδιαφέρον, βρίσκω καλό να δημοσιεύσω ακολούθως «αυτό το μέρος» των Επιστολών, που αναφέρεται στις προσωπικές αρετές της οικογένειας Γκραμπόβσκι σχετικά με τις δωρεές.. Εδώ δίνω σε μετάφραση το λατινικό κείμενο.

Το παλάτι της οικογένειας Γκραμπόφσκι στη Βουδαπέστη, Városligeti fasor αρ. 13

«Λαμβάνοντας υπ’ όψιν με ευαρέσκεια τις αξιέπαινες πράξεις και τις παρεχόμενες υπηρεσίες του πιστού μας Αθανασίου, μέλους της γερουσίας της ελεύθερης βασιλικής πόλης μας Πέστης και διευθυντή του εθνικού Βλαχικού σχολείου, ως και του Κωνσταντίνου Γκραμπόβσκι, αληθινών αδελφών, πολιτών και εμπόρων της λεγόμενης ελεύθερης πόλης της Πέστης, τους αξίζει να τιμηθούν καθότι τα όσα κέρδιζαν σε κάθε ευκαιρία χρησιμοποιούσαν για την προώθηση του δημόσιου καλού, και για το λόγο ότι τα δύο αδέρφια συνέβαλαν στη προώθηση των υψηλών υπηρεσιών που παρείχαν στη χώρα μας, καθώς και στην εκπαίδευση και συναδέλφωση της νεολαίας μας, μα και στην εθνική καλλιέργεια του γραικικού λαού. Ασυνήθιστα ενταγμένοι, απέδειξαν με αξιέπαινες προσπάθειες, και με μεγάλη ανησυχία, πως μοναδικός τους και ελεύθερος σκοπός τους ήταν να ενθαρρύνουν ιδίως νέους λογίους στις σπουδές και να επιδοθούν σε αυτές και στο να κτίσουν φοιτητικές εστίες για τη φτωχότερη Ιλλυρική νεολαία, και ήταν οι πρώτοι που έδωσαν πρόθυμα σημαντικά ποσά τον χειμώνα του 1814 σε δέκα φτωχούς νέους, αλλά πρόθυμα και πάλι παρείχαν ρουχισμό, παντού, στη φιλομαθή γραικική νεολαία. Επέδειξαν επίσης μεγάλη καλοκαγαθία και ιδιαίτερη ελευθερία προς το ευεργετείν. Με αυτές τις προσπάθειες για προώθηση του δημόσιου καλού, έδωσαν σαφείς αποδείξεις, ότι μέσα από αυτές τις γενναιόδωρες πράξεις μπορούν να κερδίσουν την υψηλότερη ευαρέσκειά μας.

»Εκτός από αυτές τις αγαθοεργίες, σε δύο νεαρούς στρατιώτες, ο ένας από τη Veszprém και ο άλλος από τη φημισμένη πόλη της Πέστης, παρείχαν όλα όσα τους χρειάζονταν. Και σε δύο στρατιώτες ιππείς του ιππικού του νομού της Πέστης, πρόσφεραν χωρίς καμιά υποχρέωση αλλά μόνο από καλή θέληση και εντελώς δωρεάν – την προμήθεια καινούριων στρατιωτικών ρούχων, και τον οπλισμό. Και με άλογα και ένα χρηματικό ποσό. Και πάλι, δώρησαν δύο σημαίες στρατιωτικές στην ομάδα πολιτοφυλακής πεζικού από τη Σερβία που πήγαινε στον πόλεμο (εκστρατεία). Με όλες τις ευκαιρίες που τους δόθηκαν, αποδείχτηκαν καλοί και χρήσιμοι πολίτες της χώρας. – Πέρα από όλα αυτά παρείχαν και άλλες υπηρεσίες, ιδιαίτερα προς το στέμμα της χώρας μας.

………………………………………………………………

»Για όλα αυτά, στα δύο αδέρφια δωρίζει τη μισή κατεχόμενη έκταση της “Apadia”, που βρίσκεται στον νομό: Caraş, η οποία «jure armorum» μέσω κατάκτησης τελεί υπό την κατοχή της χώρας της Ουγγαρίας (…) ενώ την άλλη μισή τη δίνει στον Ştefan Georgievits, συνενδιαφερόμενο μέσω κοινής χρήσης γενομένης κατά τους μήνες: Ιούνιο και Ιούλιο του 1823. – Δωρεές κάνει με όλα τα δικαιώματα και τα εδάφη στους αιρετικούς άνδρες, και στις αιρετικές γυναίκες μόνο με το δικαίωμα αναγραφής, του ποσού των 8798 Φλορινιών, 45 κορωνών, μεταφέροντάς τες στο πατρογονικό δικαίωμα των ναών.

»Ταυτόχρονα με τις δωρεές, δίνει και το δικαίωμα ευγένειας στον Αθανάσιο Γκραμπόβσκι και στη σύζυγό του, στη χήρα Macsinka, γεννηθείσα Starovszky, καθώς και στον αδελφό του Κωνσταντίνο, γιο του γηραιού Γεωργίου και στις κόρες: Ελισαβέτα και Άννα, στη σύζυγό του Κατερίνα γεννηθείσα Μουτόφσκι και τους αιρετικούς των, και των δύο φύλων.

…………………………………………………………………

»Τα διακριτικά ευγενείας είναι: Στρατιωτική ασπίδα, υψωμένη, χωρισμένη με 3 γραμμές σε τρία έγχρωμα πεδία: κόκκινο, γαλάζιο και πράσινο, από τα οποία το πάνω πεδίο διασχίζεται με οριζόντιες και κάθετες γραμμές.

»Στο κόκκινο πεδίο, ένα λιοντάρι στέκεται στα πίσω πόδια του, κοιτάζοντας προς τα δεξιά με τη γλώσσα του έξω και την ουρά του υψωμένη πάνω στην πλάτη του, ενώ στο δεξιό του πόδι κρατάει μία και μόνη επιστολή. Στο πράσινο πεδίο υπάρχουν δύο ασημένια ποτάμια και ένα άλλο ποτάμι μπλε. Πάντα εκεί, υψώνονται 3 λευκοί λόφοι, στους οποίους κάθεται ένας μαύρος αετός με ανοιγμένα φτερά, έχοντας ένα κλαδί στο ράμφος του – κάτω από τη δεξιά φτερούγα είναι ένα χρυσό αστέρι με κέρατα, ενώ κάτω από την αριστερή φτερούγα είναι η σελήνη που μεγαλώνει, γυρισμένη με το δρεπάνι. Πάνω από την ασπίδα είναι το ανοιχτό κράνος και πάνω από το στέμμα οποθετημένο. …

»Francis I. Υπογράφουν: Πρίγκιπας Francis Koháry de Csabragh et Saityn… Iosif Bistricser – Οι επιστολές είναι καταχωρισμένες στο Liber regis II. classis Nr 64.

Συγγραφέας : I. Boros

Επίσκοπος-Υψηλόβαθμος.»

Η παλαιότερη φωτογραφία της γέφυρας της Βουδαπέστης.

Όπως είδαμε, όταν το νέο για τον Γκραμπόβσκι και τα αξιέπαινα έργα του έφτασαν στην αυλή της Βιέννης, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Α’ τον ονόμασε «Ευγενή της Απαδίας». Με αυτή την ευκαιρία, ο Ştefan P. Niagoe, δάσκαλος στην Πέστη, του γράφει μια ωδή με τίτλο: Οι επιθυμίες της καρδιάς ενός παραλή τού γεννημένου Άρχοντα Αθανασίου Γκραμπόβσκι, Άρχοντα Απαδίας, (1823).» Τον συνεχάρη, και τον ονόμασε «προστάτη των Βλάχων» και τον επαίνεσε για τον ζήλο του να φροντίζει τον ναό και το σχολείο και να βοηθά τους νέους στις σπουδές…

«Τα πάντα περιστρέφονται

Μόνο με σένα ανθίζουν.

Όπου δουλειές φτυαρίζονται

Για σε δεν τερματίζουν»

Ο Αθανάσιος Γκραμπόβσκι είχε δύο συζύγους, και οι δύο έδρασαν, και υπήρξαν δε πρόεδροι στον Συλλόγο Μακεδονοβλαχισσών Γυναικών της Πέστης. Πρώτη πρόεδρος αυτού του συλλόγου διετέλεσε η Έλενα, η πρώτη σύζυγος. Το 1827, ο Γκαμπόβσκι νυμφεύτηκε για δεύτερη φορά τη χήρα του Constantin Macsenka, γεννηθείσα ως Maria Alexovici.

Το Λογοτεχνικό σαλόνι της οικίας των Grabovsky

Το κτίριο της οδού Pesti Barnabás Νο 2 χτίστηκε μεταξύ 1755-1756, από τον Péterffy János, δικαστή του Εφετείου, στη θέση της οικίας του Proberger Jakab – μεγάλου επικεφαλής της πρώτης συντεχνίας ζυθοποιών. Είναι το μοναδικό μνημείο καθαρά μπαρόκ κοσμικής αρχιτεκτονικής στην Πέστη, που υπάρχει ακόμα έως και σήμερα. Ο εκμοντερνισμός του σχεδίου αστικοποίησης στο πολεοδομικό κέντρο της πόλης κατά τον επόμενο αιώνα έκρινε την τύχη των παλιότερων διώροφων μονοκατοικιών, στους πιο στενούς δρόμους, μιας και εν συνόλω θεωρήθηκαν ότι εμποδίζουν την ανάπτυξη της πόλης. Τα τελευταία μπαρόκ παλάτια κατεδαφίστηκαν στα μέσα του 20ού αιώνα. Η μόνη εξαίρεση ήταν το παλάτι του Péterffy, ένα παλάτι πιο λιτό ως μέγεθος, που σχεδιάστηκε από τον Mayerhoffer András. Η χήρα του Péterffy, η Nefferer Katalin, κληροδότησε αυτό το παλάτι, το 1782, στη βαρόνη Oberg Antónia, η οποία το πούλησε το 1800, για είκοσι έξι χιλιάδες Φιορίνια, στον Γραικό έμπορο Constantin Macsenka. Η χήρα αυτού παντρεύτηκε στη συνέχεια τον έμπορο Αθανάσιο Γκραμπόβσκι και το κτίριο παρέμεινε στην ιδιοκτησία της οικογένειας μέχρι το 1888, όταν ο ξενοδόχος Kriszt Ferenc αγόρασε το κτίριο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο Wydler Károly έγινε ο νέος ιδιοκτήτης, ξαναχτίζοντας το 1938 τούτο το παλάτι στο οποίο, στα τέλη του 18ου αιώνα, υπήρχε ήδη ένα εστιατόριο, μια ταβέρνα. Το εστιατόριο του Hasslinger, με την ονομασία «Το Κάστρο της Βούδας», άνοιξε εδώ το 1831. Μεταξύ 1864-1941, το εστιατόριο λειτούργησε για τρεις γενιές με τη διαχείριση της οικογένειας Kriszt, αρχικά με το όνομα Λευκό Καράβι (Fehér Hajó), αργότερα ως το Εστιατόριο Kriszt, και από το 1923 εκ νέου με την ονομασία «Το Κάστρο της Βούδας (Buda Városához)». Το πανδοχείο και το εστιατόριο είχαν μεγάλη ζήτηση κατά τη διάρκεια των παζαριών που διοργανώνονταν κάθε Σαββατοκύριακο στην πλατεία Δημαρχείου, στον χώρο μπροστά από το κτίριο. Κατά τη διάρκεια της ημέρας στο εστιατόριο σύχναζαν έμποροι της αγοράς και το βράδυ ευγενείς και κομψοί πολίτες της πόλης. Το 1931, λόγω της εκατονταετηρίδας του, το εστιατόριο ονομάστηκε Εκατόχρονο Εστιατόριο (100 éves éterem) και τοποθετήθηκε αναμνηστική πλακέτα στον εξωτερικό τοίχο με αυτή την ευκαιρία.

Ο τόπος συνάντησης διανοουμένων, μελών της μακεδονοβλαχικής αποικίας της Πέστης και των Ρουμάνων φοιτητών ήταν το σπίτι του Μακεδονοβλάχου Αθανασίου Γκραμπόβσκι. Αυτός έγινε συνδρομητής σε όλες τις νέες δημοσιεύσεις στο τομέα της ιστορίας και της αρμάνικης γλώσσας, ιδιαίτερα της Grammatica Daco-Romana sive Valachica του Ioan Alexi, του μελλοντικού ουνίτη επισκόπου της Gherla στην Τρανσυλβανία και του Scurt apendice la istoria lui Petru Maior [Σύντομο παράρτημα στην ιστορία του Petru Maior] (Buda, 1828 ) του Teodor Aaron. Τόσο ο Γκραμπόβσκι όσο και η σύζυγός του ήταν ενεργοί στην κοινωνική ζωή της κοινότητάς τους: αυτός ως οδηγός διαφόρων προσπαθειών για την επίτευξη ισότητας στους Αρμάνους και στην καθοδήγηση της Ορθόδοξης «Γραικο-Βλαχικής» Εκκλησίας της Πέστης, και η σύζυγός του ως πρόεδρος του Συλλόγου Μακεδονοβλαχισσών Γυναικών της Βουδαπέστης, η οποία ιδρύθηκε το 1815 κυρίως για την προώθηση της εκπαίδευσης στη μητρική γλώσσα. Επιπλέον, το σπίτι τους έγινε το αγαπημένο σημείο συνάντησης των Ρουμάνων από όλα τα μέρη της μοναρχίας των Αψβούργων, καθώς και από τα πριγκιπάτα της Μολδαβίας και Βλαχίας. Μεταξύ εκείνων που ήταν καλεσμένοι τους ήταν ο Petru Maior, ο Damaschin Bojincă, ιστορικός από το Banat, και μέλη της οικογένειας Golescu, τα οποία αργότερα θα έπαιζαν εξέχοντα ρόλο στην επανάσταση του 1848 στη Βλαχία. Αυτοί δεν έκαναν καμία διάκριση μεταξύ Αρμάνων και των άλλων Ρουμάνων, αλλά τους αντιμετώπιζαν όλους ως μέλη του ίδιου έθνους, ανεξαρτήτως πολιτικών συνόρων. Π.χ., ο Γκραμπόβσκι έκανε γενναιόδωρες δωρεές στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Τρανσυλβανίας. Το 1813, συνεισέφερε 100 φιορίνια στο ταμείο για ανέγερση μιας επισκοπικής κατοικίας στο Sibiu, στην οποία ο δισέγγονός του, τώρα πέντε ετών [ο Andrei Şaguna σ.σ. – Μ. Β.], θα ζήσει αργότερα.

Για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, ο Γκαμπρόβσκι ενεπλάκη στη διαμάχη μεταξύ Γραικών και Αρμάνων της Πέστης για το θέμα της ηγεσίας της γραικο-βλαχικής κοινότητας. Το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα οι Γραικοί κυριαρχούσαν, αλλά γύρω στο 1800 οι Αρμάνοι υπερτερούσαν αριθμητικά τους και έγιναν μια πιο δυναμική δύναμη στην πολιτιστική και επιχειρηματική ζωή της κοινότητας. Και οι μεν και οι δε αντιλήφθηκαν τα αποτελέσματα μιας αυξημένης εθνικής συνείδησης, και ως επακόλουθο οι διαμάχες τους έγιναν ασυνήθιστα άγριες και αδιάλλακτες. Το 1808 ο Γκραμπόβσκι εκπροσώπησε τους Ρουμάνους στην προσπάθεια να τελεστούν οι θρησκευτικές λειτουργίες τόσο στη γλώσσα τους όσο και στην ελληνική. Το 1820, όντας οικονομικός διευθυντής του Βλαχικού σχολείου που ιδρύθηκε εννέα χρόνια νωρίτερα, εκπροσώπησε ξανά το έθνος του σε μια μεγάλη διαμάχη με τους Γραικούς, αυτή τη φορά για τη χρήση του κοινού σχολείου. Αυτός και οι συνάδελφοί του εναντιώθηκαν σθεναρά στις μόνιμες διεκδικήσεις των Γραικών για προτεραιότητα στα κοινά ζητήματα και έδειξαν ότι το Βλαχικό έθνος διέθετε τις δικές του ποιότητες που άξιζαν να εκφραστούν και να αναπτυχθούν. Το 1835 ο Γκραμπόβσκι βρέθηκε μεταξύ εκείνων των Αρμάνων που συμμετείχαν σε κοινή συνάντηση με τους Γραικούς, η οποία συγκλήθηκε από τον επίσκοπο της Βούδας Ştefan Stancovici, για να προσπαθήσει να αποκαταστήσει την ειρήνη στην ορθόδοξη κοινότητα.»

Ο Grabovszky ήταν ένας άνθρωπος διάσημος, με επιρροή, πλούσιος, φίλος των βογιάρων των Πριγκιπάτων, ιδίως των αδελφών Goleşti, είχε καλές σχέσεις με Ούγγρους μεγιστάνες, θεωρούνταν μαικήνας-προστάτης των ρουμανικών εκδόσεων. Μέσα στην εξόχως πνευματική ατμόσφαιρα, την εμποτισμένη με ιστορική και γλωσσική αντίληψη της Σχολής του Αρντεάλ, έχουν συναντηθεί στο σαλόνι το λογοτεχνικό του Γκραμπόβσκι, πολυάριθμοι λόγιοι και άνθρωποι της ρουμανικής κουλτούρας μεταξύ των οποίων οι Petru Maior, Samuil Micu Clain, Damaschin Bojincă, Dimitrie Ţichindeal, Moise Nicoarodorovici, Ioan, Ştefan P. Neagoie, Teodor Aaron, Emanuil Gojdu, Eftimie Murgu, Petru Moaler Câmpeanu, Andrei Mocioni, Constantin Lecca, Paul Vasici, Partenie Cosma, Zaharie Carcalechi κ.λπ. [ο με μαύρα γράμματα είναι Αρμάνοι Γραικοβλάχοι] Ο Γκραμπόβσκι διατηρούσε επίσης επαφές με τους Ρουμάνους των Πριγκιπάτων, είχε στενές σχέσεις με τους αδελφούς Goleşti, οι οποίοι τον επισκέπτονταν συχνά.

Από πρωτοβουλία του Γκραμπόβσκι και φίλων του, τυπώθηκαν ρουμανικά βιβλία στο Τυπογραφείο της Βούδας. Σειρά αρμάνικων χειρογράφων, που φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας, ανήκαν στον Γκραμπόβσκι. Στο σπίτι του, εκτός από πολιτιστικά-λογοτεχνικά θέματα, συζητούνταν και το ακανθώδες ζήτημα της εκκλησίας των Ρουμάνων στο Μπανάτ και στην Ουγγαρία, η οποία ήταν υποταγμένη στη σερβική ιεραρχία.

Με τον καιρό, πολλοί Ρουμάνοι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Πέστης σύχναζαν στο σαλόνι του Γκραμπόβσκι, όπου γίνονταν σοβαρές συζητήσεις για τη λογοτεχνία, την ιστορία, τη θρησκεία και γίνονταν εισηγήσεις σχετικές. Όλοι οι πιο διάσημοι συγγραφείς και στοχαστές εκείνης της εποχής πέρασαν από αυτό το σαλόνι. Εδώ διαμορφώθηκε και ζωντάνεψε το ρουμανικό εθνικό κίνημα στην Πέστη. Οι ιδέες εκείνων που σύχναζαν στο σαλόνι δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό Biblioteca romănească. Μεταξύ των συνεργατών του περιοδικού, πολλοί έγιναν αργότερα διάσημοι Ρουμάνοι λογοτέχνες, πολιτικοί ηγέτες, δάσκαλοι, δικηγόροι, αλλά και δημοσιογράφοι. Ο Γκραμπόβσκι είχε μια πολύ πλούσια βιβλιοθήκη, ήταν συνδρομητής σε έντυπα και βιβλία που εκδίδονταν στο Βασίλειο της Ρουμανίας.

Παρακάτω μπορούμε να διαβάσουμε μία ευχαριστήρια επιστολή του Ιωάννη Θεοδώροβιτσι, του ιερέα της Πέστης, για τις λογοτεχνικές-πολιτιστικές συναντήσεις στην οικία του Γκραμπόβσκι. Το βιβλίο του Kengyelácz Pavel (Σέρβου Αρχιμανδρίτη), Istoria Universală, μετάφραση I. Teodorovici, Buda, 1824, Part I, περιέχει την ακόλουθη αφιέρωση του ιερέα της Πέστης, ο οποίος ήταν επίσης διορθωτής στο Τυπογραφείο της Βούδας:

«Του αξιοτίμου από γεννησιμιού άρχοντα Αθανασίου Γκραμπόβσκι, κυρίου της Απαδίας [Apadia], αναπληρωτή εκπροσώπου, διαχειριστή των εθνικών Σχολικών Ταμείων, στο βασίλειο της Ουγγαρίας, όντος στο μη ενωμένο Ανατολικό Ορθόδοξο δόγμα, στην υψηλότερη θέση του εκλεγμένου Βουλευτή.

Αξιότιμε, από γεννησιμιού Άρχοντα!

Λόγω του ότι έχω κάθε ευκαιρία και το σχετικό υλικό να δείξω στην Οικογένεια της Αρχοντιάς σας, την υποχρέωσή μου, με πλήρη χαρά και με τα δύο μου χέρια, θέλω να σας ευχαριστήσω: γι’ αυτό ούτε αυτή την ευκαιρία δεν μπορώ να την αφήσω να περάσει, για να μη σας δείξω μέσω των αισθήσεών μου τις ευχαριστίες μου, για τις πολλές και αναρίθμητες καλοσύνες, που εγώ στο σπίτι της Αφεντιάς σας πάντα δέχτηκα και ακόμα μέχρι σήμερα με μεγάλη ευγνωμοσύνη απολαμβάνω. Δεν είμαι ο μόνος, γιατί υπάρχουν πολλοί εθνικιστές Ρουμάνοι, στους οποίους η καλοκάγαθη αγάπη της Αφεντιάς σας με σύνεση βοήθησε έμπρακτα. Η ανάμνηση δε ενός τέτοιου  πλήθους ευεργεσιών, μες στην καρδιά μου και στις καρδιές των άλλων που έχουν λάβει κάποιο καλό από την Εξοχότητά σου, δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ, ούτε και σ’ όλους αυτούς, και έχω δεσμευτεί μέσα μου να σας αφιερώσω τούτο το έργο, το οποίο ενώπιόν σας υποβάλλω.

Θέλω αυτό το βιβλίο, για το αγαπημένο γένος μου των Ρουμάνων, να αποβεί χρηστικό, να το αποστείλω εις το μέσον του κοινού, και σε όποιον μπορούμε να το συζητήσουμε συνετά, όπως με την Αρχοντιά σας, φιλογενή Κύριε, που δίνετε πολλές ευκαιρίες, όπως ακόμα και στους ορθά προκατειλημμένους Ρουμάνους, όπως το έχετε αποδείξει ότι σει; είστε και ο προστάτης της ρουμανικής λογοτεχνίας.

Γι’ αυτό λοιπόν σας παρακαλώ ευλόγως, να λάβετε αυτό το μικρό σημάδι γνωριμίας εκ μέρους μου, ως δείγμα της αγάπης μου, με την οποία κοιμάμαι και προσεύχομαι στον Θεό, να έχει πάντα καλά την Εξοχότητά σας και όλη την οικογένειά σας, με θερμή και καθαρή καρδιά προσευχόμενς, διατελώ

της Εξοχότητάς σας ο ψυχικός σας ποιμήν

Ioann Theodorovici, ιερέας της ενορίας

Εν Πέστη, 1 Ιανουαρίου 1824»[20]

Τελικά, φαίνεται ότι το λεγόμενο «Κουτσοβλαχικό Ζήτημα» ξεκινάει από πολύ παλιά, από τις αρχές του 19ου αιώνα, στην Αυστρο-Ουγγαρία, πολύ πριν την ίδρυση του μετέπειτα κράτους της Ρουμανίας, το 1859-1861, και είναι ένα θέμα το οποίο μάλλον ελαφρά τη καρδία έχουν προσεγγίσει οι λογής λογής ιστορικοί και αναλυτές, και οι περί τα πολιτικά ασχολούμενοι επαγγελματίες.

Ο Αθανάσιος Γκραμπόβσκι μαικήνας-προστάτης

των ρουμανικών εκδόσεων σε Βούδα και Πέστη

Τα έξοδα εκτύπωσης των επίσημων εκδόσεων ήταν φροντίδα του κράτους, και εξασφάλιζε έτσι ένα μόνιμο και ασφαλές εισόδημα για τους τυπογράφους.

Για τα βιβλία που προέρχονταν από ιδιωτικές πρωτοβουλίες, τα έξοδα καλύπτονταν άλλοτε από ένα «λάτρη του έθνους», άλλοτε από κάποιον «μεγάλο έμπορο και πολίτη» των πόλεων Braşov, Giula, Buda, Pesta, Timişoara κ.λπ., όπως πάντα αναφέρεται στον τίτλο του εξώφυλλου, ή διακριτά με μια εγκωμιαστική αφιέρωση στην πρώτη σελίδα του βιβλίου. Οι μαικήνες ή οι προστάτες του ρουμανικού πολιτισμού αναφέρονται τιμητικά στις εξώφυλλα ή στις πρώτες σελίδες των δημοσιευμάτων τα οποία στηρίζουν χρηματικά.

Ο πρωθυπουργός με τη σύζυγό του

 Το πλήθος των συγκεντρωμένων ευγνωμόνων πέριξ του Αθανασίου Γκραμπόβσκι επιβεβαιώνει τη μεγάλη φήμη που είχε, καθώς και τις πάρα πολλές δωρεές του. «Αυτός, ο έμπορος, άρχοντας μεταξύ αρχόντων, ευγενής και της Απάντια (κομητεία Caraş), ήταν συν-εκλεγμένος (ή έφορος) στην αντιπροσωπεία η οποία διαχειριζόταν τα κεφάλαια των εθνικών σχολείων των μη ουνιτών, αξιολογητής της κομητείας Caraş, πρόεδρος της Γραικικής Εμπορικής Κομπανίας κ.λπ. Τον Ιανουάριο του 1816 –στην ονομαστική του εορτή–, ο Naum Petrovic του αφιέρωσε στίχους με καλές ευχές, χαιρετίζοντας στο πρόσωπό του τον έφορο των εθνικών ρουμανικών σχολείων στην Πέστη και τον καλό ένθερμο προστάτη του ρουμανικού πολιτισμού. Σε αυτόν και στους Κωνσταντίνο Γκραμπόβσκι, Ζαχαρία Καρκαλέκη, ο κάλφας των βιβλίων των Βασιλικών Τυπογραφείων της Βούδας, και ο εκδότης του περιοδικού «Biblioteca Românească», τεύχος 1 του 1821 του περιοδικού, τους αποκαλεί «αληθινούς γονείς των τέκνων των φτωχών οικογενειών, που έδωσαν και δίνουν τροφή, ενδύματα και βοήθεια για να μπορούν να σπουδάσουν σε ανώτερες βαθμίδες, και να έχουν τη δυνατότητα να συνδράμουν στον φωτισμό του δικού μας ρουμανικού γένους που κατά το παρελθόν ήταν ένδοξο και φημισμένο». Υπάρχει όμως μία διαφορά. Από τους δύο περισσότερο επαινείται ο Αθανάσιος. Σε αυτόν, το 1824, ο ενθουσιώδης δάσκαλος Ştefan Popovici Niagoiένας άλλος εξέχων υποστηρικτής της εθνικής αναγέννησης– τον αποκαλεί «προστάτη του ρουμανικού γένους!». Έτσι τον αποκαλεί και ο πρωτοπρεσβύτερος Ioan Tomici, διευθυντής των σχολείων της περιοχής Caransebeş, ο οποίος του δείχνει ταπεινή ευγνωμοσύνη που τον υποστήριξε πλήρως στην έκδοση του βιβλίου Scurte învăţături pentru creşterea şi buna purtare a tinerimii române [Σύντομα μαθήματα για την ανάπτυξη και την καλή συμπεριφορά της ρουμανικής νεολαίας] (Buda, 1827). Σε στίχους του υπενθυμίζει ότι και η Μούσα της Δακίας του υποκλίνεται για τις ευεργεσίες που ξεχύθηκαν πάνω στη ρουμανική μαθητιώσα νεολαία.»

Thomici Ioan, Σύντομες διδασκαλίες, Βούδα, 1827

Αφιέρωση:

Στον από γεννησιμιού του άρχοντα

Κύριο Athanasie Grabovski

Του Άρχοντα της Apadia, εκλεκτού πολίτη και υψηλής εξοχότητας, που διοικεί το ταμείο των μη ενωμένων [μη ουνιτικών] Εθνικών Σχολείων στο Βασίλειο της Ουγγαρίας, του κατόχου της πιο υψηλής θέσης εν ενεργεία συμβούλου, είναι αφιερωμένο αυτό το βιβλιαράκι.

Domnule prea onorate,

Patron bun adevarate!

Autorii scriind vr’o carte,

Şi vrînd lumii s’o arate,

Cînd aceia la typ dau

Pré lăudat obicei au,

Închinînd-o vr’unui domn

Naţiei sale ales Patron,

Socotind ca să-l cinstească,

Numele lui să mărească.

Deci şi eu, iată, frate !

Am alcătuit o carte,

După cum aici priveşti,

Pentru scholari romaneşti,

Să se dea de premium

Scholarului celui bun,

Să crească-n creştinătate,

Şi bună moralitate,

Să se bucure cîntînd,

Şi pre Dumnezeu lăudînd.

Însă cînd cartea gătai,

În mare grijă întrai,

Cui cu dreptul s-ar cădea,

A o putea dădica.

Cu acest gînd’nsărcinat

Mă fură somnul în pat,

Şi m’aflai ca şi răpit,

Într’altă lume venit,

Şi văzui, o Doamne bune !

Ce abea se poate spune, –

Pr’alui Romulus nepoţi,

La un loc adunaţi toţi.

Şi o cunună pistrită

Din trandafiri împletită,

Fiind toţi cu mîna dreaptă,

Ziceau: Aceasta aşteaptă,

Pre un patron prea iubit

ATHANASIE numit,

Ce în Peşta lăcuieşte

GRABOVSKI se pronumeşte. –

Şi cînd acest nume se cuvîntă,

Muza Dachiei s’arată,

Şi zburînd peste cunună

Cu o dulce voe bună,

Şi cu lina sa zburare,

Face aurei mişcare,

În laturi toate privi,

Apoi odată porni,

Prin a buzelor clătire

A vărsa un viers subţire:

„Acea cunună pistrită

–Lui GRABOVSKI e gătită,

„Însă GRABOVSKI să ştie,

„Cum că tîrziu va să vie

„Să ia el a sa cunună,

„În nespusa voe bună;

„Dînsul are să trăiască,

„Şi mulţi ani să vieţuiască,

„Ca el cu cele avute,

„Ghintei sale să ajute.”

Cînd muza aşa grăi

Tare în aripi lovi,

La mine aproape veni.

Şi mereu aşa şopti:

„Dă cărticica la lume

„Într’alui GRABOVSKI nume,

„Nu-ţi fie nici cît sfială,

„Căci fără de îndoială

„Acel bun şi milostiv om,

„Şi a naţiei patron

„Cărticica va’ndregi

„Şi voios o va primi.”

Deci ATHANASIE frate!

Lăsînd gluma la o parte,

Primeşte acest op al meu,

În seama lui Dumnezeu,

Carele să-ţi dea viaţă

Spre sporul celor ce’nvaţă

Spre binele neamului

Spre folosul clerului

Întru mulţi ani fericiţi,

Cu de toate îndulciţi;

Norocul să-ţi înflorească,

Şi toate să-ţi prisosească;

Paşul care-l vei păşi,

Ori unde şi în ce zi,

Să-ţi răspundă bucurie,

Şi pacinică veselie: –

Care toate eu poftind

Rămîn pururea şi sînt,

Τιμημένε μας αφέντη,

Πάτρωνα καλέ μας φίλε!

Οι γραφείς σαν γράφουν κάτι,

Στον ντουνιά θέλ’ να το δείξουν,

Σαν το πάν’ τυπογραφείο,

Συνηθίζουν τους επαίνους

Προσκυνούν κανένα αφέντη,

Του έθνους διαλεχτό προστάτη,

Θέλουν δε να τον τιμήσουν,

Το όνομά του να τρανέψουν.

Κι εγώ έτσι, αδελφούλη!

Έφτιαξα βιβλιαράκι,

Καθώς εδωπέρα βλέπεις,

Για ρουμανικής δασκάλους,

Να δοθεί δε κι ως βραβείο

Εις τους μαθητές τους πρώτους,

Σαν πιστοί να μεγαλώνουν,

Και μες τα καλά τα ήθη,

Με ταργούδια να ευτυχήσουν,

Τον Θεό για να δοξάζουν.

Το βιβλίο σαν τελειώσουν,

Σε τρανή σκοτούρα να ’μπουν,

Σε ποιον να υποκλιθούνε,

Ώστε έτσι να εκδοθούνε.

Με αυτό μέσα στη σκέψη

Ύπνο χάνω στο κρεβάτι,

Λες και μ’ έχουν απαγάγει,

Σ’ άλλον κόσμο έχω πάει,

Κι είδα, Θεέ, τόσα ωραία!

Τι να πρωτοειπώ απ’ όλα, –

Στα εγγόνια του Ρωμύλου,

Σ’ έναν τόπο όλοι αντάμα.

Κι έχουν απαστράπτον στέμμα

Με τριαντάφυλλα πλεγμένα,

Το δεξί χέρι υψωμένο,

Λέγαν: Αυτό περιμένω,

Πάτρωνά μου αγαπημένε

ΑΘΑΝΑΣΙΕ δοξασμένε,

Που εις Πέστην συ εδρεύεις

Ω ΓΚΡΑΜΠΟΒΣΚΙ τιμημένε. –

Το όνομά σου όταν το λέμε,

Βγαίνει η Μούσα της Δακίας,

Και πετάει πάνω απ’ το στέμμα

Και γλυκά μας χαιρετάει,

Με την ομαλή της πτήση,

Κάνει να κινείται η αύρα,

Προς όλες τις κατευθύνσεις,

Στη συνέχεια, ξεκινάει,

Και ξεπλένει τα δυο χείλη

Για να πνεύσει λεπτό ρεύμα:

«Τούτο το απαστράπτον στέμμα

-Του Γκραμπόβσκι είναι φτιαγμένο,

»Μα ο Γκραμπόβσκι ας το ξέρει,

»Πώς αργότερα να έρθει

»Και το στέμμα του να πάρει,

»Με ανείπωτη δ’ αγάπη.

»Τούτος πρόκειται να ζήσει,

»Με πολλά χρόνια στη ζήση,

»Γιατ’ αυτός με τα όσα έχει,

»Στο μυαλό του τα κατέχει.»

Όταν έτσι η μούσα τα είπε

Στα φτερά χτύπημα κάνει,

Και σχεδόν κοντά μου ήρθε.

Και ψιθυριστά μου λέει:

«Δώσ’ στον κόσμο το βιβλίο

»Στ’ όνομα του κυρ-Γκραμπόβσκι,

»Να μην ντρέπεσαι καθόλου,

»Χωρίς καν αμφιβολία

»Άνθρωπος είν’ ελεήμων,

»Και του έθνους μας προστάτης

»Το βιβλίο να ετοιμάσεις

»Κι ευχαρίστως θα το λάβει.»

ΑΘΑΝΑΣΙΕ αδερφέ μου!

Πέρα από κάθε αστείο,

Δέξου την επιλογή μου,

Του Θεού πιστός εγώ ’μαι,

Που ζωή θέλ’ να σου δίνει

Για όσους θέλουν να μαθαίνουν

Και για το καλό του έθνους

Και προς όφελος του κλήρου

Πολλά έτη ευτυχισμένα,

Γλυκά πάντα να τα ζήσεις.

Με την τύχη σου να ανθίσει,

Όλα να είναι σε άφθονα.

Κάθε βήμα που θα κάνεις

Άσχετα πού και σε ποια μέρα,

Τη χαρά μόν’ να σου φέρνει,

Και ειρηνική ευτυχία: –

Εύχομαι όλα αυτά σε σένα

Μένοντας πιστός σου πάντα,

Της εξοχότητάς Σου. Ο πιο ταπεινός συγγραφέας

Ioan Thomici [22]

«Οι μαρτυρίες που αναφέρθηκαν απέχουν πάρα πολύ από το να εξαντλήσουν τους άξιους επαίνους και τις ομολογίες ευγνωμοσύνης με τις οποίες ανταμείφθηκε στη ζωή. Έχω συγκρατήσει ως κλείσιμο μια ομολογία από πολλές απόψεις εποικοδομητική, η οποία μιλάει από μόνη της. Ανήκει στον γραικοκαθολικό κληρικό Theodor Aaron (1803–1859), μια μελλοντική εξέχουσα προσωπικότητα στην ελίτ της ουνιτικής Εκκλησίας. Οι υπερβολικές εκτιμήσεις τις οποίες διαβάζουμε, αναπαράγονται από την τιμητική σελίδα του βιβλίου του Scurtă appendix la Istoria lui Petru Maior…, βιβλίο που με χρήματα του Αθανασίου Γκραμπόβσκι τυπώθηκε επίσης στη Βούδα το 1828:

»Μία χαρούμενη είσαι ρουμανική εθνότητα! πώς τα κατάφερες να αναθρέψεις έναν τόσο σπουδαίο άντρα, όπως ο ευγενής Αθανάσιος Γκραμπόβσκι της Απάντιας, που για την αφύπνιση και τον φωτισμό σου ούτε τους ιδρώτες ούτε τα πλούτη του δεν φείδεται, σημάδι και μαρτυρία της πολύ αφοσιωμένης καρδιάς του στο καλό, αυτό το μικρό βιβλίο θα μείνει πάντα υπό την πολύ ισχυρή του προστασία για να το παραλάβει, πρόθυμα με γενναιόδωρο χέρι, ο ελεήμων.

»Για μια καλή πράξη τόσο μεγάλη και ηρωική όσο αυτή της αρχοντιάς σας και υψηλότητάς σας, για να σας ευχαριστήσω ταπεινά ενώπιον του κοινού, σας είμαι υπόχρεος.»

Πάντα με τη βοήθεια του Grabovsky, ο μαθητής στην Πέστη Petru Moaler Cîmpeanu (με καταγωγή από την Otlaca) δημοσίευσε ένα φυλλάδιο το 1829 αφιερωμένο στον Nestor Ioanovici. Σε αυτήν την μπροσούρα εκφράστηκαν τα αισθήματα χαράς της πανεπιστημιακής Ρουμανικής νεολαίας στην Πέστη με αφορμή την εκλογή του N. Ioanovici ως επισκόπου του Αράντ. Το βιβλιαράκι παρουσιάζεται στη Βιβλιογραφία του Veress ως εξής:

«Το σύμβολο της Πληρότητας από τα χαρμόσυνα συναισθήματα, η Ακαδημαϊκή Ρουμανική Νεολαία Πέστης (μέσω του πατρώνυμου του Πιο αξιότιμου και εκ γεννήσεως ευγενούς Κυρίου Αθανάσιο Γκραμπόβσκι της Apadia, Εκείνου Με τον διακαή πόθο του για τον πολιτισμό του Ρουμανικού Γένους συμπεριλαμβανομένης και της μεγάλης Αντιπροσωπείας, που διαχειρίζεται τα Ταμεία των Εθνικών Σχολείων της Γραικοβλαχικής Κοινότητας Ορθοδόξων Πέστης, ως εκλεγμένος Αντιπροσώπος κ.λπ.) προς τον Εκλαμπρότατο και Παναγιώτατου Κύριο Nestor Ioanovici, με το έλεος του Θεού στην Επαρχία του Αράντ με την εκλογή του αξιοπρεπούς κ. Ioanovici στην Ελληνορθόδοξη μη Ουνιτική Εκκλησία ως Επισκόπου, όπως και στην Πεφωτισμένη Κομητεία του Αράντ, με συντετριμμένη και ταπεινή καρδιά εύχεται μακροημέρευση.

»Εν Βούδα, 1829. Βασιλικό Τυπογραφείο Πανεπιστήμιο Πέστης.

»Στο τέλος: Petru MOLLER στο Βασιλικό, και πιο λαμπρό των Επιστημών Πανεπιστήμιο της Πέστης, 1ο έτος Ακροατής Νομικής.

Στο πίσω μέρος της σελίδας τίτλου: Όχι από παράδοση, αλλά από τον αφεαυτού γεννημένο Νόμο της Φύσης προτρέπουμε τον εαυτό μας και μαθαίνουμε να συναντάμε αυτόν που είναι γηραιότερος από εμάς σε έτη, μεγαλύτερος στην ψυχή, πιο σοφός στο μυαλό, πιο δυνατός σε πράξη, πιο ψηλός ως παρουσία, που με ταπεινότητα αφήνεται στον εαυτό: αυτός μας υποτάσσει, αυτόν να υπακούμε, και όλα για τον σκοπό της επιδίωξης της ευτυχίας μας, τα φτιαγμένα ως Καθήκον που δείχνει και απαιτεί υποταγή και υπακοή.»

Αντρέας Σαγκούνα ένοικος στο σπίτι του Γκραμπόφσκι

Το κτίριο, η οικία Γκραμπόβσκι, έχει σημασία και για τη Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία της Τρανσυλβανίας και της Ουγγαρίας. Εδώ έζησε μεταξύ των ετών 1823-1829 και ο Αθανάσιος Σαγκύνα (που αργότερα υιοθέτησε το όνομα Ανδρέας Σαγκούνα), μητροπολίτης της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Τρανσυλβανίας και της Ουγγαρίας – ανιψιός του ιδιοκτήτη της οικίας– κατά την περίοδο που έκανε τις λυκειακές σπουδές και όταν ήταν φοιτητής της Νομικής.

Τον Οκτώβριο του 1814, το δικαστήριο διέταξε την Αναστασία Σαγκύνα να δώσει τα παιδιά της στη φροντίδα του Ρωμαιοκαθολικού αρχιδιακόνου του Miskolc, ο οποίος, με τη σειρά του, ανέλαβε την ευθύνη της ηθικής και πνευματικής τους αγωγής στο νέο δόγμα του πατέρα τους. Τον Οκτώβριο του 1815, για να αποφύγει την εκτέλεση της απόφασης του δικαστηρίου, μετακόμισε με τα παιδιά της στην Πέστη, στο σπίτι του θείου της Αναστασίου Γκραμπόβσκι, πλούσιου εμπόρου και ενός από τους ηγέτες της μεγάλης μακεδονοβλαχικής κοινότητας, έχοντας καθαρή κοινωνική συνείδηση. Εκεί τα παιδιά παρακολούθησαν μαθήματα στο γραικικό σχολείο, πήγαν στη γραικοβλαχική εκκλησία και συνέχισαν για σχεδόν ένα χρόνο να αναπτύσσονται στο ορθόδοξο θρήσκευμα.

Το αίσθημα της κοινωνικής αποστολής του Σαγκούνα ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο. Στην περίοδο των έξι ετών που πέρασε στην οικία της οικογένειας Γκραμπόβσκι στη Βουδαπέστη (από το 1823 έως το 1829), όπου εντάχθηκε με ενθουσιασμό στην κοσμοπολίτικη κοινωνία, ήρθε σε επαφή με τα νέα και δυναμικά κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα.

Σε πρώτο πλάνο βρίσκονταν εκείνες οι ιδέες που αφύπνισαν την εθνική συνείδηση ​​των Μακεδονοβλάχων και τους παρακίνησαν να ερευνήσουν τις ιστορικές και γλωσσικές παραδόσεις τους. Όφειλαν αυτοί μεγάλο μέρος της έμπνευσής τους στα γραπτά των Ρουμάνων ιστορικών και φιλολόγων της Τρανσυλβανίας, ιδιαίτερα των Samuil Micu-Clain, Gheorghe Şincai, Petru Maior. Και οι τρεις λογιοι της Τρανσυλβανίας έζησαν στη Βουδαπέστη στις αρχές του 19ου αιώνα, όντες εκδότες και λογοκριτές ρουμανικών βιβλίων εκδομένων στο Τυπογραφείο του Πανεπιστημίου της Βούδας.

Στο σπίτι του Γκραμπόβσκι, πέρα από πολιτικο-λογοτεχνικά θέματα, συζητιόταν και το ακανθώδες ζήτημα της εκκλησίας των Ρουμάνων στο Μπανάτ και στην Ουγγαρία, που τελούσε υπό την σερβική ιεραρχία. Ο αγώνας που ξεκίνησε από τον Moise Nicoară ορμωμένου από την Γκιούλα –που σύχναζε στο σπίτι του Γκρμπόβσκι– έγινε αμέσως αποδεκτός από τη ρουμανική κοινότητα στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας.

«Επομένως, ο νεαρός Αναστάσιος Σαγκούνα θα μπορούσε εδώ, στο σπίτι του θείου του, να λάβει μια εξέχουσα εκπαίδευση, πλήρως ανταποκρινόμενη στη μέλλουσα υψηλή θέση του. Εν μέρει μέσω της εξουσίας του και της πέρασης του θεού του, εν μέρει μέσω των σχέσεων του των συλλογικών στο σχολείο, στο λύκειο και στο Πανεπιστήμιο, έκανε γνωριμίες και είχε πρόσβαση στα πιο εξέχοντα σπίτια της Πέστης. Ο διάσημος Μαγυάρος λόγιος και άνθρωπος της Εξουσίας, τέως υπουργός, Βαρόνος Eötvös, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Σαγκούνα ακόμα από τα νιάτα του.» Κατά την ίδια περίοδο, ο Σαγκούνα δέθηκε με διαρκή φιλία και με τον μελλοντικό μαικήνα-προστάτη Εμμανουήλ Γκόζντου.

Η μόνη ακριβής πληροφορία για την επίδραση στον Αναστάσιο Σαγκούνα της μακεδονοβλαχικής αναγέννησης, προέρχεται από τον Nicolae Popea, ο οποίος αναφέρει το γεγονός ότι ο Σαγκούνα άρχισε συστηματική μελέτη της Δακο-Ρουμανίας [daco-românei] μετά από παρότρυνση του θείου του. Δεν είναι επακριβώς γνωστό εάν στην οικογένεια του μακεδονοβλάχου εμπόρου Ναούμ Σαγκούνα από το Miskolc μιλούνταν και η ρουμανική γλώσσα.

Το πολιτιστικό και θρησκευτικό περιβάλλον στο οποίο ζούσε τον διαμόρφωσαν απ’τη νιότη του τον Αναστάσιο Σαγκούνα, προσωπικότητα βαθιά συνδεδεμένη με τα συμφέροντα του έθνους του. Η εκλεκτή μόρφωση και τα ιδιαίτερα προσόντα του προκάλεσαν στη συνέχεια τον θαυμασμό των συγχρόνων του.

Ο Ανδρέας Σαγκούνα σε όλον του τον βίο και στην σταδιοδρομία του, κράτησε στενούς συγγενικούς δεσμούς με μέλη της οικογένειας Γκραμπόβσκι. Η μητέρα του και τα αδέρφια της θάφτηκαν στην κρύπτη αυτής της οικογένειας. Η Αναστασία Σαγκούνα θάφτηκε στις 17 Γενάρη 1836, από τον διάσημο ιερέα-συγγραφέα Ιωάννη Θεοδωροβίτσι στο κοιμητήριο Kerepesi της Πέστης, στην κρύπτη της οικογένειας Γκραμπόβσκι, όπου μετά λίγα χρόνια τάφηκαν τα λείψανα των παιδιών της, του Εβρέτα και της Αικατερίνης. Ως πιστός γιος και στοργικός αδελφός, ο επίσκοπος Σαγκούνα τοποθέτησε το 1849 στον τάφο τους έναν πέτρινο σταυρό με αυτή την επιγραφή:

Της πολυαγαπημένης του μητέρας Αναστασίας

Του πολυακριβούς του αδερφού Βρέτα

Και της γλυκιάς του αδερφής Αικατερίνας

Υψώνεται το μνημείο τούτο.

Ανδρέας Σαγκούνα, Επίσκοπος του Αρντεάλ 1849[29]

Η σύζυγος του Κωνσταντίνου Γκραμπόβσκι, η Ecaterina Mutovsky, στη διαθήκη της άφησε 200 Φλορίνια και για τον επίσκοπο Σαγκούνα. Αυτός είχε στενούς δεσμούς με τον Γεώργιο Γκραμπόβσκι, τον γιο του Κωνσταντίνου. Στη διάρκεια της ασθένειας, τον Σαγκούνα επισκέφτηκε το 1872 στο Σιμπίου ο συγγενής του Γεώργιος Γκραμπόβσκι εκ Πέστης, όταν η ασθένεια του μητροπολίτη δεν προχωρούσε τόσο έντονα.[31]

Η δραστηριότητα του Γεώργιου Γκραμπόφσκι

Ο Γεώργιος Γκραμπόβσκι ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Κωνσταντίνου Γκραμπόβσκι. Είχε ακόμα δύο αδέρφια, τον Αθανάσιο και τον Κωνσταντίνο, και μια αδερφή, την Ελισαβέτα. Από τη δεκαετία του 1840, μαζί με τον πατέρα του, εργαζόταν ως έμπορος στο κατάστημά τους με υφάσματα. Όλη η οικογένεια, τα παιδιά του Κωνσταντίνου, ζούσαν μέχρι το 1888 στο σπίτι που κληρονόμησαν από τον θείο τους, τον Αθανάσιο Γκραμπόβσκι.

Ο Γιώργος Γκραμπόφσκι με τον καιρό εγκατέλειψε το εμπόριο και κατέλαβε ηγετικές θέσεις στη βιομηχανική και τραπεζική ζωή. Ήταν μέλος του διαχειριστικής επιτροπής στο υποκατάστημα Osztrák Nemzeti Bank, της Pesti Kereskedelmi Bank, της Pesti Hazai Első Takarékpénztár. Διετέλεσε αντιπρόεδρος του Király Serfőzde, στο Salgótarjáni Vasműnek, του Pécsi Brikettgyár και του Első Magyar Gépgyár Rt. Στο τέλος της καριέρας του, κατέλαβε υψηλές θέσεις και στον βιομηχανικό, οικονομικό, τραπεζικό και διοικητικό τομέα. Το 1873 τα μέλη της οικογένειας Γκραμπόβσκι ήταν στους πιο υψηλά φορολογούμενους στη Πέστη. Πλήρωναν φόρους 1079 Φλορίνια.

Η σύζυγος του πρωθυπουργού Μαρέβα Γκραμπόβσκι

Ο Γεώργιος Γκραμπόβσκι υπήρξε πολύτιμο μέλος στον κύκλο της μακεδονοβλχικής αποικίας της Πέστης. Συνεργάστηκε με τα πιο διάσημα μέλη αυτής. Μαζί με τον Michail Széher και τον Gheorghe Ioanovici de Dulău, ήταν υπεύθυνος στην εφαρμογή των διατάξεων της διαθήκης του Εμμανουήλ Γκόζντου. Ο Γεώργιος Γκραμπόβσκι ήταν μέλος πολλών συλλόγων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα διετέλεσε εκλεγμένος της δημαρχίας της Πέστης. Μετά το θάνατό του η Γενική Συνέλευση ενέκρινε ψήφισμα ευχαριστιών για το έργο του και την αφοσίωση του προς τη δημόσια διοίκηση της πρωτεύουσας της Ουγγαρίας.

Ο Γεώργιος Γκραμπόβσκι στη διαθήκη του άφησε σημαντικά ποσά και για εθνικούς-πολιτιστικούς σκοπούς, και μεταξύ άλλων έκανε δωρεές στην ASTRA[1] του Σιμπίου (με πρώτο πρόεδρο τον Ανδρέα Σαγκούνα) και στη Ρουμανική Ακαδημία. Για τούτη την πράξη του μπορούμε να διαβάσουμε στα Πρακτικά της τακτικής συνεδρίασης της επιτροπής της ASTRA, στις 7 Δεκεμβρίου 1875:

«Γνωστοποίση κατά την § 181, ο Β΄ Γραμματέας ενημερώνει την επιτροπή ότι το βασιλικλο δικαστήριο της Βουδα-Πέστης έστειλε αντίγραφο της διαθήκης του Γεώργιου Γκραμπόβσκι από την Πέστη, από όπου φαίνεται ότι αφήνει στην Εταιρεία το ποσό των 400 Φλορινιών και για λογαριασμό της ακαδημίας να δοθούν τα 300 Φλορίνια.

Νο 293

Η επιτροπή, σημειώνει με ευχαρίστηση την κοινοποίηση αυτής της διαθήκης, αποφασίζει να εξουσιοδοτήσει τον Δρ Ioan Ιππότη του Pușcariu από την Πέστη για την είσπραξη των αναφερομένων ποσών, για λογαριασμό της Ένωσης.»[36]

Ο Γεώργιος Γκραμπόβσκι και άλλα μέλη της οικογένειας ήταν προστάτες πολλών εθνικών-πολιτιστικών ρουμανικών πρωτοβουλιών στη Βουδαπέστη. Συμμετείχαν σε διάφορες εκδηλώσεις που διοργάνωσε η ρουμανική αποικία εδώ. Οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης λάμβαναν συχνά βοήθεια από τις οικογένειές τους. Ο σύλλογος «Petru Maior» υποστηριζόταν συνεχώς από αυτούς, ιδίως από τον Γεώργιο Γκραμπόβσκι. Οι Ρουμάνοι φοιτητές της Βουδαπέστης απολάμβαναν πάντα την υποστήριξή του και η οικία του ήταν πάντα ανοιχτή γι’ αυτούς.

Μην μπούμε σε άλλες λεπτομέρειες για άλλα μέλη αυτής της οικογένειας, της διάσπαρτης από τα χρόνια της Αυστρο-Ουγγαρικής Αυτοκρατορίας σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, παίζοντας σημαντικό ρόλο στις τοπικές και εθνικές κοινωνίες τους. Αυτά, όταν ολοκληρωθεί και εκδοθεί η μελέτη. Είναι όμως σίγουρο, πως το κουβάρι των όποιων «εθνικιστικών κινημάτων» στους λαούς της Ευρώπης ξεκινάει μετά την Γαλλική Επανάσταη του 1789, με αποκορύφωση τα Κινήματα, οι Επαναστάσεις και οι Εξεγέρσεις πολλών Ευρωπαϊκών Λαών το 1848, που είχαν ως πρωταγωνιστές πλήθος Αρμάνων-Βλάχων, ήδη «ενσωματωμένων» στις κοινωνίες αυτών των Λαών…

Κλείνοντας, ομολογώ ότι ήρθε στον νου μου το ονοματεπώνυμο της συζύγου του κυρίου Πρωθυπουργού, Μαρέβα Γκαμπρόβσκι, «Πολωνικής καταγωγής». Και οι «πηγές» αναφέρουν ότι μέλη της ανωτέρω οικογένειας Γκαμπρόβσκι (της Αυστο-Ουγγαρίας) είχαν εμπορικά δούναι και λαβείν και με την Πολωνία, που τότε ανήκε στην μεγάλη Αψβουργική Αυτοκρατορία. Εικάζω βάσιμα, ότι η σύζυγος του πρωθυπουργού είναι γόνος της ίδιας οικογένειας.

[1] Η Asociația Transilvană pentru Literatura Română și Cultura Poporului Român (ASTRA) ιδρύθηκε στο Sibiu μεταξύ 23-25 Οκτώβρη (4-6 Νοέμβρη, ΝΗ) 1861, κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική και πολιτική χειραφέτηση των Ρουμάνων της Τρανσυλβανίας. Την πρώτη διεύθυνση του συλλόγου είχε ως πρόεδρος ο Ανδρέας Σαγκούνα, ως αντιπρόεδρος Timotei Cipariu και ως γραμματέας George Bariț.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας