Μίκης Θεοδωράκης, ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης που έκανε έναν ολόκληρο λαό να τραγουδάει τους στίχους του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Νερούντα, του Λειβαδίτη, του Χριστοδούλου, του Κατσαρού και τόσων ακόμη, κάνοντας παράλληλα παγκόσμια γνωστή τη μουσική, τις αξίες, τον πολιτισμό μας, ο τιμημένος με το Βραβείο «Λένιν», έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 96 χρόνων, στις 2 Σεπτεμβρίου 2021.
Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε, σαν σήμερα, στις 29 Ιουλίου 1925, στη Χίο.
Από τη γενέτειρά του Χίο, μέχρι την απογείωση στην παγκόσμια αναγνώριση και καταξίωση, ο Μίκης Θεοδωράκης έζησε μια ζωή μυθική και περιπετειώδη… Φύση ανυπότακτη, άρρηκτα δεμένη με την έμπνευση και τη δημιουργία, ο Θεοδωράκης υπήρξε ένα σπάνιο φαινόμενο δημιουργού που το έργο του φτάνει στο μέλλον κάθε εποχής.
Περισσότερα από 50 τραγούδια – σταθμοί του Μίκη Θεοδωράκη συνδέονται με την Ιστορία της νεότερης Ελλάδας, σε μια παράσταση όπου συνυπάρχουν το θέατρο, ο χορός, η μουσική, ο κινηματογράφος…
Από τους «Λιποτάκτες», στον «Επιτάφιο», από το «Αξιον εστί» μέχρι τη «Ρωμιοσύνη» και το «Canto General», o Θεοδωράκης δημιουργεί και καθορίζει την ανανέωση του ελληνικού τραγουδιού.
Τα τραγούδια του γίνονται επιθυμία, κτήμα και ανάγκη ενός ολόκληρου λαού. Με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ποιητικά έργα μετουσιώθηκαν σε εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, γιός του Κρητικού Γιώργη Θεοδωράκη, από τον Γαλατά Χανίων, και της Μικρασιάτισσας Ασπασίας Πουλάκη, από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας όπως τη Μυτιλήνη, τα Γιάννενα, το Αργοστόλι, το Πύργο Ηλείας, τη Πάτρα και κυρίως στην Τρίπολη Αρκαδίας, λόγω των συχνών μεταθέσεων του πατέρα του που ήταν δημόσιος υπάλληλος.
Από την παιδική του ηλικία, ο Μίκης Θεοδωράκης , είχε πάθος με τη μουσική. Το 1937 και σε ηλικία 12 ετών, την περίοδο που βρίσκεται στην Πάτρα, φοιτά στο Ωδείο, όπου παίρνει θεωρητικά μαθήματα στην τάξη του καθηγητή Σινούρη και μαθαίνει βιολί. Τότε γράφει και τα πρώτα τραγούδια του, σε ηλικία 13 ετών.
Η στράτευσή του στη μαρξιστική ιδεολογία και οι διώξεις
Η αποστροφή του στην καταπίεση και στο φασισμό συνετέλεσε στην αυθόρμητη στράτευσή του στη μαρξιστική ιδεολογία. Ενσωματωμένος κυριολεκτικά στο όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης και ισοτιμίας – που εξέφραζαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, ο Θεοδωράκης στρατεύθηκε στις τάξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το 1943, συλλαμβάνεται από τον αρχηγό της ιταλικής αστυνομίας Φεστούτσιο. Αφήνεται ελεύθερος χάρη στη μεσολάβηση του πατέρα του. Τα ιταλικά στρατεύματα αντικαθίστανται από γερμανικά. Ο Μίκης καταζητείται. Αναγκάζεται να διαφύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στο ΕΑΜ και αγωνίζεται κατά των Γερμανών κατακτητών. Συγχρόνως, σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη, τον οποίο γνωρίζει μέσω του θείου του, Αντώνη Πουλάκη. Δίνει εξετάσεις στο Ωδείο και περνάει κατευθείαν στην πέμπτη τάξη. Συμμετέχει στη Χορωδία Αθηνών. Επίσης, δίνει εξετάσεις και περνά στην Νομική.
Στην Αθήνα, ο Μίκης γνωρίζεται με τη Μυρτώ Αλτίνογλου, ενεργό μέλος της ΕΠΟΝ. Δέκα χρόνια αργότερα, η γυναίκα αυτή θα γίνει σύζυγός του.
Ο Μ. Θεοδωράκης συμμετείχε ενεργά στις μεγάλες μάχες και στην ηρωική αντίσταση του λαού μας στην κρίσιμη ταξική σύγκρουση του Δεκέμβρη του 1944. Αυτές οι μέρες τον σημάδεψαν τόσο πολύ, που όπως δήλωσε χαρακτηριστικά τον Μάρτη του 2015: «Στον τάφο μου θέλω να γράφει «”Πολέμησε τον Δεκέμβρη. Πάντα είχα μέσα μου τον ήχο της μάχης”»
Τέσσερις περίοδοι δοκιμασίας περίμεναν τον Μίκη Θεοδωράκη λίγο μετά την απελευθέρωση. 1947 εξορία στην Ικαρία, 1948 παράνομη δράση στην Αθήνα, 1948-49 και πάλι Ικαρία και τέλος 1949-50 Μακρόνησος. Η στέρηση της ελευθερίας, οι κακουχίες, η βία και ο φόβος του μαρτυρίου και του θανάτου αναδιαμόρφωσαν τον ψυχικό του κόσμο, του έδωσαν πλούσιο υλικό δημιουργίας. Το ένα έργο έφερνε το άλλο, πάντα σε πολύ στενό και δημιουργικό διάλογο με το πλατύ ελληνικό κοινό. «Εγινα δηλαδή “λαϊκός” – είπε ο ίδιος – με την έννοια της πάνδημης αποδοχής του έργου μου».
Οι συνεχείς διώξεις του, που ξεκίνησαν από το 1961, δείχνουν ότι οι εξουσιαστές τον θεωρούσαν επικίνδυνο. Και η επικινδυνότητα μεγάλωνε όσο μεγάλωνε η αποδοχή του μέσα στο λαό και επομένως θα έπρεπε να εξουδετερωθεί. Κι ύστερα ήρθε η χούντα που τον απαγόρευσε ρητά και κατηγορηματικά, τον φυλάκισε και τον εξόρισε. Ετσι, περισσότερα έργα γράφτηκαν σε συνθήκες διωγμών, όπως «Ο Ηλιος και ο Χρόνος» (Γενική Ασφάλεια), «Επιφάνια Αβέρωφ» και «Μυθιστόρημα» (Φυλακές Αβέρωφ), «Κατάσταση Πολιορκίας», «Τραγούδια του Αντρέα», «Νύχτα θανάτου», «Τα Λαϊκά» (Βραχάτι – κατ’ οίκον περιορισμός), «Δέκα Αρκαδίες» -και ανάμεσά τους το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Αγγελου Σικελιανού – (εξορία – Ζάτουνα), «Raven» και «Τραγούδια του Αγώνα» (στρατόπεδο Ωρωπού), «Canto General» και «Μπαλάντες» , «Επιτάφιος» (εξόριστος στο Παρίσι).
Το 1954 πηγαίνει στο Παρίσι και εγγράφεται στο Conservatoire όπου και σπουδάζει μουσική ανάλυση και διεύθυνση ορχήστρας. Το 1957 του απονέμεται το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας από τον Σοστακόβιτς για το έργο του Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα. Συγχρόνως συνθέτει πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου.
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα. Το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους ηχογραφείται για πρώτη φορά ο Επιτάφιος, του Γιάννη Ρίτσου, με τη Νανά Μούσχουρη σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας Μάνου Χατζιδάκι.
Την ίδια χρονιά ο Μίκης Θεοδωράκης αρχίζει και, σχεδόν, τελειώνει το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη. Η πρώτη εκτέλεση του οποίου έγινε το 1964. Το 1960, επίσης, ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει τη μουσική για τα Επιφάνεια, σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, και συνθέτει δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρίσκουν βαθύτατη απήχηση στην Ελλάδα. Ιδρύει την Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες στη χώρα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τη συμφωνική μουσική.
Το 1963 μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ και το 1964 αποκτά διεθνή αναγνώριση με τη σύνθεση της μουσικής για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, Αλέξης Ζορμπάς.
Στα χρόνια της χούντας του 1967 περνάει στη παρανομία. Συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθούν φυλακίσεις κατ’ οίκον περιορισμοί και εκτοπίσεις. Καταλήγει στις φυλακές Ωρωπού όπου η υγεία του επιδεινώνεται. Μετά από μια θύελλα διαμαρτυριών και τη δημιουργία επιτροπών από διεθνείς προσωπικότητες που ζητούν την απελευθέρωσή του ο Μίκης Θεοδωράκης αποφυλακίζεται τον Απρίλη του 1970 και φεύγει για το Παρίσι.
Κύμα είμαι και ξεσπώ, δίχως λευτεριά δε ζω…
«Δεν είμαι ποιητής» – τονίζει ο Μίκης Θεοδωράκης στην εισαγωγή του βιβλίου «Να μαγευτώ και να μεθύσω» («Νέα Σύνορα» – Α. Λιβάνη) – «όμως, όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου, ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν»…
Ζάτουνα 1968: Ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει: «Μου κουβάλησαν πρώτα το πιάνο. Ολο το χωριό βοήθησε ν’ ανέβει στο δωμάτιό μου. Πέντε μήνες, εκατόν πενήντα μέρες, το ‘βλεπα και δεν το άγγιζα. Ο κλοιός γύρω μου ήταν ασφυκτικός. Τα μέτρα ηλίθια. Τα νεύρα μου τεντώνονταν. Η ψυχή μου πονούσε».
Και η ψυχή του έγραφε, ξεσπούσε: «Κύμα είμαι και ξεσπώ/ δίχως λευτεριά δε ζω/ σύμμαχα το βόλια που με σκίζουν/ μα εγώ ορμώ, πάντα θα ορμώ/ γύρω πόνος βαρύς./ Κύμα είμαι και ξεσπώ/ δίχως λευτεριά δε ζω/ μέσ’ απ’ το αίμα των αθώων/ η Ελλάδα με κοιτάζει/ με οδηγεί («Το συλλαλητήριο στις 3 Δεκέμβρη» του 1946).
Εκεί γράφει και τα τραγούδια του Αγώνα. Ποιος δεν ξεσηκώθηκε με το τραγούδι «Μην ξεχνάς τον Ωρωπό». «Ο πατέρας εξορία/ και το σπίτι ορφανό/ ζούμε μες στην τυραννία/ στο σκοτάδι το πηχτό./ Κι εσύ, λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό»…
Και οι αγωνίες επανέρχονται καταγράφονται, το χαρτί πνίγεται από το όνειρο: «Κοιτάζω μια γραμμή στο πεντάγραμμο που έχω μπροστά μου και σκέφτομαι ότι αυτή και μόνο φτάνει για να σαρώσει σαν χάρτινο πύργο το καθεστώς της κτηνώδους βίας που εγκατέστησαν μπροστά στην πόρτα μου», γράφει πάντα στη Ζάτουνα (1969).
Και είναι εκείνες οι στιγμές της μόνωσής του που συναντάται με παρουσίες και απουσίες και ο διάλογος ξεσπά σα μονόλογος και γεύεται από το στόχο, το όνειρο, την υπόσχεση και δένεται με το θρήνο και γίνεται τραγούδι καθόλου θρηνητικό «Κάποιο πρωί για τον πόλεμο/ κινήσαμε μαζί/ όλοι μαζί τραγουδούσαμε/ παλεύαμε μαζί/ Μέσα στον Μάη σκοτώθηκες. Το αίμα σου μαβί/ έβαψε μαύρο τον ουρανό/ κόκκινο τον καιρό./ Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν/ όνειρα, ιδανικά/ γίναμε όλοι φαντάσματα/ ζούμε συμβατικά./ Τώρα οι σημαίες γενήκανε/ είδη εμπορικά/ είναι τα όνειρα αγαθά/ καταναλωτικά (Για τον Αλέξανδρο Παναγούλη).
Ο Μίκης δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται και να αντιτίθεται στο άδικο.
Σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα SUDDEUTSCHE ZEITUNG, 2006 και σε ερώτηση για την επιστολή που έστειλε το 2005 στην Ευρωπαϊκή Ενωση κατηγορώντας την ότι αλλοιώνει την ιστορική αλήθεια, όταν καταδικάζει σήμερα τα εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων, ο Μίκης επεσήμανε:
«Μήπως θα πρέπει λοιπόν κι εγώ να παραδεχτώ ότι ήμουν εγκληματίας; Κι όμως ήμουν κομμουνιστής και ως πατριώτης – κομμουνιστής γνώρισα καλά την Βέρμαχτ, τα Ες-Ες και τα υπόγεια της Γκεστάπο. Ευτυχώς γλίτωσα τα Νταχάου, τα Μαουτχάουζεν και τα Αουσβιτς. Μήπως το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή συνυπήρξα με τους δεσμώτες και τους δημίους μου ναζί σημαίνει ότι συνεργάστηκα και εξομοιώθηκα μαζί τους; Βάλτε λοιπόν και το όνομά μου πλάι στα ονόματα του Χίμλερ και του Αϊχμαν, για να μάθουν οι επόμενες γενιές ότι θύματα και θύτες είναι το ίδιο πράγμα. Ξέρετε όμως κάτι; Εάν δεν ήμασταν εμείς οι κομμουνιστές και η Σοβιετική Ενωση, σήμερα το όνειρο του Χίτλερ για μια Γερμανία 1.000 χρόνων θα είχε γίνει πραγματικότητα. Ισως γι’ αυτόν τον λόγο στενοχωρήσαμε τον Σουηδό εισηγητή στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την καταδίκη μας, γιατί ας μην ξεχνάμε πως όταν εμείς στενάζαμε στους θαλάμους βασανιστηρίων της Γκεστάπο, κάποιοι οικονομικοί κύκλοι της Σουηδίας έκαναν φλερτ με την χιτλερική Γερμανία και είχαν άριστες σχέσεις κάθε είδους μαζί της. Ποιος ξέρει και πόσοι άλλοι σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν θα ευχόντουσαν να νικήσει οι Χίτλερ».
Τον Οκτώβρη του 1983 ο Μίκης Θεοδωράκης τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.
Στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης εκλέχθηκε 2 φορές βουλευτής (1981 και 1985) με το ΚΚΕ και το 1990 συνεργάστηκε και εκλέχτηκε βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία.
Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει πάνω από 1.000 τραγούδια, πολλά συμφωνικά έργα, καντάτες και ορατόρια, μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα και τραγωδίες, όπερες και μουσική για τον κινηματογράφο.
*Το μεγαλύτερο μέρος είναι βασισμένο σε άρθρο της αξέχαστης Σοφίας Αδαμίδου,
από τον Ριζοσπάστη της Κυριακής 17 Μάη 2015