Αναγνώστες Λογοτεχνία Πολιτισμός

“Ο μονόλογος ενός αδέσποτου” / γράφει η Ελένη Βασιλείου

Ή αλλιώς: “Ένας σκύλος με πολλά ονόματα μαθαίνει τους ανθρώπους!”

Γεννήθηκα στα μέσα Ιουνίου και βρέθηκα πεταμένος έξω από έναν κάδο σκουπιδιών. Πονόψυχος φοιτητής με μάζεψε στο σπίτι του για λίγες μέρες, πριν με εμπιστευτεί στο πετ-σοπάδικο της γειτονιάς του.

Από κει κατέληξα φιλοξενούμενος στο σπίτι μιας τρυφερής κυρίας, μέχρι να βρεθεί ένα σπίτι και για μένα. Φιλόζωη η κυρία, μεταξύ άλλων και ζωγράφος, βλέπει την ουρά μου που είναι ίδια με πινέλο ζωγραφικής και ενθουσιάζεται. Βέβαια θα γίνω κάποτε σκύλαρος μεγαλόσωμος, την προσγείωσε η κυνική φίλη της. Ας είναι, πάλι πινέλο θα είναι, μπογιατζή.

Η κυρία ήταν ευγενική και έμπειρη με τα μωρά, δίποδα και τετράποδα, αλλά δεν ζούσε μόνη. Τρεις κεραμιδόγατες ήταν οι συγκάτοικοί της. Η μεγαλύτερη κούνησε απηυδισμένη το κεφάλι της, ”πάλι κέντρο διερχομένων γίναμε”. Η μεσαία με παρατηρούσε με ηρεμία και στοχασμό, ”κάπως έτσι σπιτώθηκα κι εγώ”. Της μικρότερης και ζωηρότερης έλαμψε το μάτι, ”ήρθε ζωντανό παιχνίδι, θα το ξεπατώσω”. Εγώ βέβαια δεν έβλεπα ακόμα, αλλά τα καταλάβαινα όλα.

Είχαν όλοι τους ονόματα, η κυρία, οι γάτες, οι επισκέπτες. Λαχταρούσα κι εγώ ένα. Κόσμος μπαινόβγαινε κι άκουγα συνεχώς ο ”πρόσφυγας”. Ε, είπα κι εγώ, έτσι θα με λένε, μακρύ όνομα, αλλά είμαι έξυπνος και θα το μάθω.

Όλα κυλούσαν ομαλά, γάλα, αγκαλιά και κλούβα. Υποσέντονο στην κλούβα, ελεύθερο κατούρημα στην κλούβα, καθάρισμα με μωρομάντηλα και ύπνος στην κλούβα. Ας είναι, πρόσφυγας είμαι, θα κάνω υπομονή.

Κάποια στιγμή, μετά από το πρώτο δεκαήμερο, η κυρία έπρεπε να λείψει εκτάκτως για δύο εβδομάδες. Οι γάτες χάρηκαν, η φίλη της που ανέλαβε να με πάρει στο σπίτι της δεν χάρηκε καθόλου. Γκρίνιαξε, αλλά τελικά υποχώρησε. Στον κάδο δεν γυρνάμε, πρώτη νίκη!

Και πρώτη μεταγωγή. Σε νέο κέντρο φιλοξενίας. Είπαμε, μαθαίνω γρήγορα. Άλλο σπίτι, πιο μικρό, αλλά κι αυτό με γάτα! Γάτα ράτσας, περσίδα ασημί. Βγάζω το ποδαράκι μου από το κάγκελο να συστηθώ και τρώω μία γερή φάπα από τη χνουδωτή πατούσα, ένα άγριο χχχιιιιι κι ένα φτύσιμο μεγαλοπρεπές στη μούρη. Ένας μύθος καταρρίπτεται, ότι δήθεν τα πέρσικα γατιά είναι φιλόξενα, ανεκτικά με τα άλλα ζώα και ήρεμα. Έρμε κόπρε, λέει η κυρά της, κατάλαβες το πρώτο σου μάθημα; Η κοινωνία είναι ταξική.

Κατάλαβα, κάνω υπομονή και είμαι τύπος και υπογραμμός. Λουφάζω στο κλουβί μου, περιμένω το μπιμπερό ανά 4ωρο, κοιμάμαι για να μεγαλώσω κι όταν δεν κοιμάμαι κάνω τον ψόφιο κοριό, για να μην τραβήξω την προσοχή της γάτας. Μόλις ακούω τον ήχο του βραστήρα, ξεσηκώνομαι. Μόνον τότε, γιατί ακολουθεί το μπιμπερό. Κάποιες φορές κάνω λάθος, ακούγεται η φωνή της δίποδης να λέει, “κόπρε, δεν είναι η ώρα σου, τσάι για μένα κάνω, πέσε ψοφολόγα”. Κι εγώ μαθαίνω, έχω και δεύτερο όνομα ”κόπρος”, και χαίρομαι.

Η γάτα ήρθε μια-δυο φορές, μύρισε το κλουβί μου, κατουρλιό και χαμομήλι ανάκατα, σούφρωσε όλο σιχασιά τη μικροσκοπική της μύτη και αποχώρησε. ”Λεχρίτης”, είπε. Δεν ξέρω αν είναι το τρίτο μου όνομα, γιατί το είπε μόνο μία φορά.

Η γάτα έκοψε το φαΐ σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Απεργία πείνας, μου εξήγησε η δίποδη, αλλά, κόπρε, εσύ μην ανησυχείς, γιατί την ακούω το βράδυ να τρώει κρυφά κροκέτες. Εσύ κάνε την πάπια, κοίτα να μεγαλώσεις και μην ασχολείσαι. Έτσι έμαθα τι είναι απεργία. Οι εκβιασμοί δεν θα περάσουν, είπε η αφεντικίνα, και η γάτα άρχισε να τρώει και τη μέρα, όχι κανονικά, ίσα για να συντηρείται. Είναι θέμα γοήτρου, μου είπε η δίποδη. Έτσι έμαθα κι αυτήν τη λέξη.

Σ’ αυτό το σπίτι έμεινα έξι μέρες, κι αν δεν υπήρχε η γάτα, θα τις περνούσα ζάχαρη. Ανά τετράωρο κλεινόμασταν με τη δίποδη στην κουζίνα για γάλα, αγκαλιά, κατούρημα, χέσιμο και καθάρισμα με τα μωρομάντηλα. Τι ευτυχία! Η γάτα κλεισμένη απ’ έξω, με κολλημένο το μούτρο στις τζαμένιες πόρτες, να βράζει στο ζουμί της.

Στο μεταξύ φύτρωσαν τα πρώτα μου δόντια και με ενθουσιασμό τα δοκίμαζα στα πόδια της παραμάνας μου. Ο ενθουσιασμός ήταν μόνο δικός μου, η παραμάνα εξαντλημένη από τα ταΐσματα, ξεσκατώματα, σφουγγαρίσματα, μόνον ενθουσιασμό δεν έδειχνε. Την κοιτούσα μεσ’ στα μάτια όλο λατρεία, αλλά αυτή μου έλεγε, ”κούκλε μου, μην με κοιτάς έτσι, δεν με ρίχνεις εμένα! Αγόρι μου, είσαι μεγάλος μπελάς”. Αυτό ήταν και το τελευταίο μου όνομα πριν την επόμενη μεταγωγή: Μπελάς.

Νέο κέντρο φιλοξενίας, σε σπίτι τεράστιο, μπαλκόνι τεράστιο και τι ευτυχία, χωρίς γάτες, μόνον ένας παπαγάλος σε κλουβί κι αυτός. Σύντροφος, έγκλειστος! Η νέα τροφός, αδελφή της πρώτης, με κράτησε μία εβδομάδα και μου χάρισε και το λουράκι που είχε πάρει παλιά για ένα κουνελάκι που είχε. Ροζ λουράκι, αγοράκι εγώ, ας είναι. Το φύλο δεν παίζει ρόλο, είπε η κυρία. Νέο μάθημα για μένα: το φύλο δεν έχει σημασία.

Είμαι πια ενός μηνός και κάτι. Γύρισα στο αρχικό σπίτι με την επιστροφή της ζωγράφου. Προσπαθεί να με εκπαιδεύσει στην τουαλέτα, για να μπορέσει να με δώσει για υιοθεσία. Δεν τα καταφέρνω πάντα. Έχουμε ”ατυχήματα”. Νέα λέξη. Βάζω όμως τα δυνατά μου και λέω ”θα μάθω, θα μάθω”, δεν μπορεί, κάποιος θα με θέλει και μένα, κι ας με πει ”πρόσφυγα”, ”κόπρο”, ”μπελά”, όπως θέλει. Στον κάδο μόνο μην γυρίσω. Αν είναι να καταλήξω στον κάδο μετά απ’ όλ’ αυτά, σας παρακαλώ, αυτήν τη φορά μην με αφήσετε δίπλα, βάλτε με μέσα καλύτερα, να τελειώνω.

…………

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ