Θρίαμβος του Βεροιώτη πιανίστα Πάνου Τροχόπουλου ερμηνεύοντας το κολοσιαίο κοντσέρτο του Μπουζόνι στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Φωτογραφία αρχείου, faretra.info, από την εμφάνιση του Παναγιώτη Τροχόπουλου στο Χώρο Τεχνών Δήμου Βέροιας με τη Συμφωνική της ΕΡΤ, τον Οκτώβρη του 2022
Αντιγράφουμε από τον Ριζοσπάστη την διθυραμβική κριτική του Διευθυντή Ορχήστρας Δρ Χρήστου Ηλ. Κολοβού για τον διακεκριμένο Βεροιώτη πιανίστα Παναγιώτη Τροχόπουλο, για την ερμηνεία του Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Φερούτσο Μπουζόνι στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Εκφράσεις όπως: “…γίναμε μάρτυρες του απόλυτου θριάμβου του εκ Βέροιας πιανίστα Παναγιώτη Τροχόπουλου”, “Η αίθουσα «Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών είχε πολλούς νέους οι οποίοι ενθουσιάστηκαν, χαρίζοντας στον σολίστα ιαχές θριάμβου και χειροκρότημα όρθιοι.”, Παρ’ όλα αυτά εξαντλεί τη δεξιοτεχνία του ερμηνευτή, όχι μόνο σε υπερβατικής δυσκολίας περάσματα, μα και σε αντοχές σωματικές και πνευματικές, τις οποίες ο «πρωταθλητής» Τροχόπουλος νίκησε, ερμηνεύοντάς το από μνήμης”, ποτέ δεν έχουμε συναντήσει σε ανάλογες κριτικές.
Τέτοιες ή ανάλογες επιτυχίες συμπατριωτών μας, πέραν των άλλων τιμούν και τη πόλη, τη Βέροια, όπου έκαναν τα πρώτα βήματα, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Πάνος Τροχόπουλος.
far
Ο Δρ Χρήστος Ηλ. Κολοβός έγραψε:
Την Πέμπτη 30/5/2024 γίναμε μάρτυρες του απόλυτου θριάμβου του εκ Βέροιας πιανίστα Παναγιώτη Τροχόπουλου στο τεραστίων διαστάσεων, 70′ (!), Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε Ντο μείζονα, έργο 39 (BV247), σε Α’ Παν/νια, του Ιταλού βιρτουόζου πιανίστα, μαέστρου, καθηγητή σύνθεσης και δεινού συνθέτη και ενορχηστρωτή Φερούτσο Μπουζόνι (1866 – 1924), που συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατό του. Η αίθουσα «Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών είχε πολλούς νέους οι οποίοι ενθουσιάστηκαν, χαρίζοντας στον σολίστα ιαχές θριάμβου και χειροκρότημα όρθιοι. Συνόδεψε η Φιλαρμόνια υπό την μπαγκέτα του εμπειρότατου – όχι μόνο σε άγνωστα έργα, αλλά και στο χτίσιμο μεγάλων διαστάσεων συνθέσεων – και χαλκέντερου, μα καθόλου παλαίμαχου, Βύρωνα Φιδετζή. Στο δε φινάλε του έργου συνέπραξε η Ακαδημαϊκή Χορωδία Νέων Αθηνών, αποτελούμενη για την περίσταση από άνδρες, την οποία δίδαξε ο καθηγ. Νίκος Μαλιάρας.
Βαθύς γνώστης της ορχήστρας ο Μπουζόνι και των μεγάλων φορμών, ίδιον και της εποχής του, της υστερο-ρομαντικής, φάνηκε από το πώς χειριζόταν τις διάφορες ομάδες οργάνων, κυρίως να ακούγονται ως εκκλησιαστικό όργανο ενίοτε. Οι μεταγραφές του συνθέτη σε έργα του Μπαχ για ορχήστρα, αλλά και άλλων συνθετών, μαρτυρούν τη βαθύτατη γνώση του.
Το σολιστικό πιάνο στο συγκεκριμένο κοντσέρτο (1901 – 1904), που πρωτόπαιξε ο ίδιος με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου στις 10/11/1904, το χρησιμοποιεί όχι πάντα ως σόλο, αλλά και ως μέλος της ορχήστρας (βλ. και έργα Χατσατουριάν, συμφωνίες Κυδωνιάτη κ.ά.), χωρίς να δίνει σχεδόν ποτέ πρώτο κάποιο από τα κύρια θέματα του έργου, όπως διαβάζουμε στο κατατοπιστικό κείμενο του προγράμματος του καθηγ. Μαλιάρα. Παρ’ όλα αυτά εξαντλεί τη δεξιοτεχνία του ερμηνευτή, όχι μόνο σε υπερβατικής δυσκολίας περάσματα, μα και σε αντοχές σωματικές και πνευματικές, τις οποίες ο «πρωταθλητής» Τροχόπουλος νίκησε, ερμηνεύοντάς το από μνήμης. Άλλωστε δεν καταπιάνεται πρώτη φορά με τέτοια έργα, αφού έχει ερμηνεύσει στο παρελθόν και άλλα μεγαθήρια, όπως τη Συμφωνία και το Κοντσέρτο του Αλκάν ή τη Μεγάλη Φαντασία στη «Σεχραζάντ» του Σεργκέι Κουρσάνοφ.
Το Κοντσέρτο αποτελείται από 5 μέρη, στα οποία βγαίνει ένας άκρατος ρομαντισμός, που κάμποσα χρόνια μετά κατέκρινε στον νεαρό μαθητή του κύκλου του στο Βερολίνο, Δημήτρη Μητρόπουλο, απογοητεύοντάς τον τότε. Το ιταλικό «χρώμα» ενορχηστρωτικά και μελωδικά ενυπάρχει, ενώ στο φινάλε ακούγονται στίχοι από τον «Αλλαντίν ή το Μαγικό Λυχνάρι» του Ανταμ Ελενσλάγκερ (Adam Oelenschlager), που στο πρόγραμμα μετέφρασε έμμετρα η Μιρέλα Σιμωτά. Θα μπορούσαν να υπάρχουν όμως υπέρτιτλοι, για την παράλληλη άμεση κατανόηση του κειμένου.
Στο α’ μέρος της συναυλίας ακούστηκε σε Πανελλήνια Πρώτη το συμφωνικό ποίημα «Από το Λίκνο στο Μνήμα», αρ. 13, S. 107, του «πατέρα» της μουσικής αυτής φόρμας, Φραντς Λιστ (1811 – 1886). Ενα ατμοσφαιρικότατο και περιγραφικό έργο που βασίζεται στο σχέδιο του Ούγγρου ζωγράφου Μίχαϊ Ζίτσι (1827 – 1906), που απεικονίζει τα τρία στάδια της ύπαρξης: Τη γέννηση, τον αγώνα της επιβίωσης και τον θάνατο ως λίκνο της μελλοντικής ζωής. Το έργο είναι τριμερές, ξεκινάει με τις βιόλες σε ένα υπέροχο σόλο, η δε διαφορετική ορχηστρική του αντιμετώπιση από τα προηγούμενα συμφωνικά του ποιήματα έκανε τον πολιτιστικό παράγοντα του ναζιστικού καθεστώτος Πέτερ Ράαμπ (1872 – 1945) να το χαρακτηρίσει «πλάνη ενός γέροντα». Ασεβώς, ατυχώς και αδίκως, κατά τη γνώμη μας. Αυτό ευτυχώς με τα χρόνια άλλαξε, και το έργο πήρε τη θέση που έπρεπε στον ρομαντικότατο Λιστ και στον κόσμο μας.
Η Φιλαρμόνια έδωσε τον καλύτερο εαυτό της, τα έγχορδα ήταν ένα συμπαγές, ζεστό, ακριβές, υγιές «σώμα», αλλά και κάθε πνευστός επίσης ξεχώρισε στα «σόλι» του.
Η συναυλία ήταν αφιερωμένη στον αείμνηστο πιανίστα Αρη Γαρουφαλή, με τον οποίο ο Φιδετζής ονειρευόταν για χρόνια την Πανελλήνια Πρώτη του Κοντσέρτου, αλλά δυστυχώς ο πρώτος «έφυγε» γρήγορα από τη ζωή.
Διευθυντής Ορχήστρας