Κάποιος βαλίτσες ετοιμάζει
για το ταξίδι της ζωής το τελευταίο.
Πόσα πολλά τα χρόνια, πέρασαν.
Πόσα ταξίδια στα χαρτιά, μόνο με λέξεις.
Μπουκέτα λέξεις ξεραμένα μες στα βάζα
και σε σελίδες κίτρινες, ξεθωριασμένες.
Μια καθημερινή αφαίμαξη ζωής.
Να μας ρουφάνε το τρελό μας αίμα
-μα εκείνο ήταν το καλύτερο,
αυτό που κόχλαζε, το κατακόκκινο-
να μας φοράνε δαχτυλίδια και βραχιόλια,
να μην ξεχνάμε τον ζυγό,
να λησμονούμε μόνο τ’ όνειρο,
το ελεύθερό μας πέταγμα,
να μένει άδεια η φαρέτρα του τοξότη.
Πόσο κρίμα!
Μα εγώ δεν ήθελα άγκυρα να ρίξω
στη ζωή τους.
Τέτοια ζωή τι να την κάνω;
Να λέω πως ζω; Μια λέξη μόνο;
Θανατηφόρο έρωτα ζητούσα.
Άλλη να γίνω μέσα από τον Άλλο
που Άλλος θα γινότανε μέσα από μένα,
ένα ολοκαίνουργιο μαζί.
Μια τρέλα θεϊκή, μία μανία.
Μονάχα διεγερτικά αρμόζουν.
Την ηρεμία την περιφρονούν
οι ορειβάτες του Ταΰγετου.
Μείνε, λοιπόν, να καταγράφεις
του μαύρου όλες τις αποχρώσεις, μία-μία.
Έχει ανάγκη η εποχή χρωματολόγιο για το σκοτάδι,
Να βάφονται σωστά τα τείχη, οι τοίχοι κι οι κουρτίνες,
οι ταπετσαρίες, τα σάβανα, τα μάρμαρα κι οι πλάκες.
Μείνε να ηχογραφείς τους ήχους της σιωπής,
στην αρμονία της βυθίσου, σίγασε την αντίστιξη,
στη φούγκα της αφέσου.
Κατάπιε δραμαμίνη για τον ίλιγγο και τη ναυτία,
Με ένα-δυο ηρεμιστικά κι η τάση για κραυγή
θα ατονήσει, θα μερώσει το θεριό,
στον ύπνο θα το ρίξει.
Κοίτα από το παράθυρο τον έρωτα,
πάρε καλή οθόνη, να ’ναι η ανάλυση υψηλή
καθώς θα χαμηλώνεις
και καν’ τον λέξεις στα χαρτιά σου
και στα πλήκτρα σου.
Κι αν θες, μετά,
το πράμα τούτο
πες το και ζωή,
μα μη μου το προσφέρεις…
Έχε έτοιμο κονιάκ και φακελάκια με καφέ
στο ράφι, να υπάρχουν,
καλύτερα σ’χωρνάς σαν πίνεις κάτι.
Και πήγαινε στην αποθήκη τις βαλίτσες,
να μην σκοντάφτουν οι παντούφλες σου στο χωλ.
……………………..
( Ο πίνακας είναι του Σαλβαντόρ Νταλί)
………………………