O “άπιστος” Θωμάς και το πνεύμα της Διαφωνίας και του Αντιλόγου
«Παντί λόγω λόγος παλαίει» (σε κάθε λόγο υπάρχει και ο αντίλογος)
Όταν ο «άπιστος» Θωμάς ζ ήτησε απτές αποδείξεις για τον αναστηθέντα Ιησού, πολλοί ήταν εκείνοι από τους άλλους συμμαθητές του που ενοχλήθηκαν. Κι αυτό γιατί οι ίδιοι για την «επαλήθευση» της Ανάστασης του Χριστού δεν ζήτησαν αποδείξεις, αλλά τους αρκούσε η Πίστη και η διαβεβαίωση του ίδιου του αναστηθέντος.
“Έλεγον ουν αυτώ οι άλλοι μαθηταί. Εωράκαμεν τον Κύριον. Ο δε είπεν αυτοίς. Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου επί των τύπων των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω” (Ευαγγέλιον Ματθαίου)
Πάντοτε η διαφωνία των άλλων μάς ξαφνιάζει όταν θέτει σε αμφισβήτηση ό,τι εμείς θεωρούμε αυτονόητο και δεδομένο. Ο αντίλογος που παρεκκλίνει από την κυριαρχούσα θέση και ανατρέπει την κυρίαρχη άποψη πάντοτε ενοχλεί γιατί αποδομεί τις βεβαιότητές μας.
Οι Μαθητές του Χριστού με εξαίρεση τον «άπιστο»(:!) Θωμά απέναντι στο υπερβατικό και παράλογο φαινόμενο της Ανάστασης χρησιμοποίησαν ως εργαλείο κατανόησης και αποδοχής του την Πίστη. Αντίθετα ο Θωμάς δεν αρκέστηκε σε αυτήν και αναζήτησε κάτι παραπάνω που να επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα.
Η «απιστία-δυσπιστία», λοιπόν, του Θωμά ανέδειξε την διαφορά αλλά και την αιώνια διαμάχη ανάμεσα στην Πίστη και στην Γνώση. Την διαφορά ανάμεσα στην τυφλή και άκριτη υποταγή και αποδοχή των δεδομένων και στη Διαφωνία και τον Αντίλογο που αναζητούν την αλήθεια σε ό,τι μας “διδάσκουν”οι αισθήσεις μας και οι μηχανισμοί της Λογικής και της Σκέψης.
Όταν βλέπεις κάτι, δηλαδή, και το αποδέχεσαι-πιστεύεις, αυτό δεν είναι Πίστη αλλά Γνώση. Η Γνώση, όμως, προϋποθέτει και συνεπάγεται την εκβιαστική παραδοχή συμμόρφωση με τα σκληρά και αναμφισβήτητα στοιχεία της πραγματικότητας.
“Ότι εώρακάς με, πεπίστευκας. Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες”
Ο διάλογος του Χριστού με τον Θωμά πέραν όλων των άλλων έμμεσα μάς προκαλεί να συνταχθούμε με το ρόλο και τη δύναμη της Πίστης ή με την Διαφωνία και τον Αντίλογο που ιστορικά φαίνεται πως επώασαν την πρόοδο και την εξέλιξη.
Η διαφωνία και ο αντίλογος στη ζωή μας
Ο άνθρωπος, κάτω από την πίεση που ασκεί η εξουσία της συνήθειας και ο πνευματικός κάματος, οδεύει στη συμφωνία σε θέματα που σχετίζονται τόσο με την προσωπική του ζωή όσο και με την κοινωνική. Αδυνατεί να αρθρώσει δικό του λόγο και συμβιβάζεται με την κυρίαρχη λογική. Η διαφωνία τον φοβίζει και ο αντίλογος προϋποθέτει ένα υψηλό επίπεδο σκέψης. Η εσωτερική διαμαρτυρία σε ό,τι ευτελίζει τον άνθρωπο ως ηθική οντότητα ολοένα και περισσότερο εκλείπει και τη θέση της λαμβάνει η προσαρμογή στα καθιερωμένα σχήματα. Όπου, λοιπόν, λείπει η διαφωνία, ο αντίλογος και η άρνηση εκεί νοθεύεται η ζωή και νεκρώνονται οι διαδικασίες για την αυτοϋπέρβαση και την κοινωνική αλλαγή.
Μέσα στη θρυμματισμένη πραγματικότητα, όπου βασιλεύει ο μεσσιανισμός και η λατρεία της εξουσίας, η διαφωνία και ο αντίλογος συνιστά μία επικίνδυνη και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Η ρηξικέλευθη σκέψη χρεώνεται σε όσους έχουν προβλήματα προσαρμογής καταδικάζοντας έτσι σε νέκρωση κάθε προσπάθεια για μία άλλη ερμηνεία του κόσμου. Πολλοί φανατικοί του συντηρητισμού μέμφονται τις «ανήσυχες σκέψεις», λοιδορούν τη διαφωνία και θεωρούν τον αντίλογο ως σύμπτωμα νεύρωσης. Έτσι όμως αποκλείουν τις ρήξεις από τη ζωή και καλλιεργούν τον πνευματικό εφησυχασμό και τον κοινωνικό συντηρητισμό.
Η διαφορετική σκέψη
Για πολλούς, όμως, στοχαστές το βαθύτερο νόημα της ζωής του ανθρώπου βρίσκεται όχι στην αναζήτηση και εξασφάλιση της «βεβαιότητας» αλλά στην πάλη με το άγνωστο και τον κίνδυνο. Την πάλη αυτή τρέφουν η διαφωνία και ο αντίλογος που αποκαλύπτουν και την πνευματική υγεία του ατόμου. Μία ζωή περιχαρακωμένη στην ασφάλεια και στη σιγουριά της «συμφωνίας» και της βεβαιότητας περιπίπτει σε τέλμα και χάνει κάθε στοιχείο ελευθερίας. Αντίθετα η «διακινδύνευση της βεβαιότητας» (που χαρίζει η προσαρμογή στα κρατούντα) και η καθημερινή τριβή με τον κίνδυνο χαρίζει στη ζωή εκείνη τη φλόγα που φωτίζει τις μυστικές διαδρομές της ελευθερίας και της αυτοεπιβεβαίωσης.
Η ζωή προσμετράται ή και αποτιμάται ως θετικό στοιχείο μόνο στο βαθμό που συνειδητοποιούμε την αξία της διαφωνίας και της διαφορετικής σκέψης. Η δημιουργία αναβλύζει περισσότερο από την άρνηση των παραδοσιακών σχημάτων και συμβάλλει καταλυτικά στην αυτοεπιβεβαίωση του ανθρώπου. Η ακινησία του νου και η ατροφία της σκέψης τότε μόνο αποφεύγονται στο βαθμό που το υποκείμενο τολμά να σκεφθεί διαφορετικά και να εξωτερικεύσει την πνευματική του ανησυχία με τη μορφή της διαφωνίας και του αντιλόγου. Μπορεί η διαφωνία και ο αντίλογος να συνιστούν τους δύο σταθμούς της πνευματικής καλλιέργειας από την άλλη πλευρά όμως αισθητοποιούν τη μοναχικότητα του αρνητή και τη μοναδικότητα της πνευματικής του πορείας. Η «μοναξιά» της διαφωνίας και του αντιλόγου δε θρυμματίζουν μόνο τις κοινωνικές συμβάσεις αλλά ωθούν το υποκείμενο στο δύσκολο δρόμο της αυτοπραγμάτωσης.
Ο άνθρωπος λοιπόν πραγματώνεται ως λογικό ον στο βαθμό που καλλιεργεί όλες τις πτυχές της πνευματικής του φύσης. Η πνευματική καλλιέργεια που ατόμου προϋποθέτει πέραν από τις υποκειμενικές προϋποθέσεις (οξύνοια, θέληση…) και ορισμένες αντικειμενικές, όπως την ύπαρξη ελεύθερης σκέψης και έκφρασης. Κατεξοχήν όμως εκείνα τα στοιχεία που τρέφουν και υποβοηθούν την πνευματική ολοκλήρωση είναι η διαφωνία και ο αντίλογος. Και τα δύο αυτά στοιχεία αποτελούν τους πυλώνες για τις πνευματικές αναζητήσεις και προφυλάσσουν την πνευματική φύση του ανθρώπου από την εφησυχασμό και το διανοητικό ναρκισσισμό.
«Οι άνθρωποι που πρέπει να φοβάσαι δεν είναι αυτοί που διαφωνούν μαζί σου, αλλά αυτοί που διαφωνούν μαζί σου και φοβούνται να σου το πουν». (Ναπολέοντας)
Η διαφωνία
Ειδικότερα η διαφωνία αφήνει ελεύθερο το πεδίο για τη διαφορετική άποψη και δίνει το δικαίωμα να εκφραστεί και η άλλη πλευρά. Έτσι το άτομο «αλέθεται» στις μυλόπετρες ενός διανοητικού αγώνα όπου αναγνωρίζονται οι αντοχές των επιχειρημάτων και θέσεων. Το πνεύμα γίνεται δέκτης αντιτιθέμενων σκέψεων και σχοινοβατεί στη σχετικότητα των υποκειμενικών θεωρήσεων. Στην προσπάθειά του να ισορροπήσει σε μια ορθολογιστική θέση «μάχεται» και «συγκρούεται» θέτοντας έτσι σε «συναγερμό» όλους τους μηχανισμούς της σκέψης. Όπου λείπει ή εμποδίζεται η διαφωνία επικρατεί ένα κλίμα πνευματικής μονολιθικότητας που με τη σειρά της οδηγεί στον πνευματικό σκοταδισμό.
Η ακύρωση της διαφωνίας τρέφει τη «συναίνεση» και την πνευματική ομοιομορφία οδηγώντας έτσι σε ένα πνευματικό ισοπεδωτισμό κοινωνίες και άτομα. Ο εξοστρακισμός της διαφωνίας ενισχύει τη διανοητική άπνοια, συντηρεί το πνευματικό τέλμα και γενικότερα επιβάλλει την «ακινησία» που διαβρώνει όλους τους μηχανισμούς της πνευματικής αντίστασης. Επιπρόσθετα ο δογματισμός, ο φανατισμός και η ιδεοληψία διογκώνονται από την απουσία «άλλης φωνής» εγκλωβίζοντας έτσι το άτομο στο «φως» του δικού του εγωιστικού ειδώλου που καταπνίγει κάθε ευκαιρία για πνευματική εξέλιξη. Το οξυγόνο λοιπόν της πνευματικής καλλιέργειας είναι η διαφωνία και η απουσία της δρα ανασταλτικά στον πνευματικό αγώνα του ανθρώπου.
Ο αντίλογος
Ο δεύτερος πυλώνας της πνευματικής καλλιέργειας, ο αντίλογος, εκφράζει και αισθητοποιεί το πνεύμα της αντίρρησης, της κριτικής και της πνευματικής αντίστασης. Υποδηλώνει, επίσης, άτομο πνευματικά ενεργό που δεν χωρά σε καθιερωμένα σχήματα σκέψης, γιατί αναζητά το νέο και το καλύτερο. Με αυτά τα δεδομένα ο αντίλογος με πολλαπλό τρόπο έρχεται αρωγός στη δύσκολη πορεία του ατόμου για πνευματική αυτο-υπέρβαση. Όταν ο αντίλογος εκλείπει, «μαραίνει» η αμφισβήτηση και η αμφιβολία και μαζί με αυτές οι προϋποθέσεις της πνευματικής καλλιέργειας.
«Ο αντίλογος μ’ ανάθρεψε, με πότισε το μίσος». (Κ. Παλαμάς)
Όταν δεν ακούγεται ο αντίλογος το πνεύμα περιπίπτει σε μια κατάσταση «πνευματικού αυτισμού». Το άτομο εθίζεται στη μονομέρεια και φοβάται την αντίθετη άποψη. Έτσι, όμως, θέτει φραγμό στην εξέλιξη, γιατί στη φύση και στη ζωή οι κινητήριες δυνάμεις είναι η αντίθεση και η ποικιλία. «Η παλίντονος αρμονία» του Ηράκλειτου δεν βρίσκει δικαίωση σε κοινωνίες που σβήνουν τον αντίλογο και τον ενοχοποιούν για αιτία κοινωνικών συγκρούσεων και ανισορροπιών.
Αντίθετα ο αντίλογος, όταν δεν καταντά αυτοσκοπός, γονιμοποιεί τη φαντασία, εμπλουτίζει τη σκέψη και εθίζει το άτομο στην επιχειρηματολογία, το διάλογο και στην πειθώ. Ο αντίλογος, λοιπόν, λειτουργεί ως πυροκροτητής της σκέψης και απελευθερώνει το νου από τα δεσμά των στερεότυπων και προκαταλήψεων. Όπου απουσιάζει, παρατηρείται πνευματική ατροφία και ενισχύονται οι μηχανισμοί ενός «διανοητικού δεσποτισμού» της μιας γνώμης και θέσης.
«Ελευθερία είναι το δικαίωμα του άλλου να διαφωνεί μαζί σου».(R. Luxenbourg)
Επιμύθιο
Ο αντίλογος και η διαφωνία δεν αποτελούν μόνο στοιχεία της πνευματικής υγείας ενός ανθρώπου, αλλά και τους βασικούς πυλώνες της ελευθερίας σε όλες τις εκφράσεις της. Η σκέψη και η ελευθερία τρέφονται από την αντίθετη άποψη. Ο γόνιμος προβληματισμός και η «πνευματική ανησυχία» βρίσκουν διέξοδο στη διαφωνία και τον αντίλογο.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, στο βαθμό που δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι σκέψεις και οι πνευματικές του αναζητήσεις: «… και δεν είσαι τίποτα πέρα από μια σκέψη» (Μαρκ Τουέϊν), επιβάλλεται να αναζητά εκείνες τις ατραπούς για πνευματική εξέλιξη και ολοκλήρωση. Η διαφωνία και ο αντίλογος μπορούν να συμβάλλουν σε αυτό, γιατί εκφράζουν τη διαρκή αναζήτηση και την αυτο-αμφισβήτηση. Μόνο έτσι ο ανθρώπινος νους πορεύεται σε υψηλότερα επίπεδα ανιχνεύοντας πάντα καινούριους δρόμους μη εφησυχάζοντας στη γοητεία και τη δύναμη των απόλυτων αγαθών.
Εξάλλου ο καλύτερος τρόπος για να βεβαιωθούμε για το κύρος των δικών μας «αληθειών» είναι η δύναμή μας και οι «αντοχές» μας να δεχτούμε ή να ακούσουμε και την άλλη – αντίθετη άποψη.
Audiatur et altera pars
……………………………..