Άρθρα Ελλάδα Ιστορία Κοινωνία Πολιτική

“Ναπολέων Σουκατζίδης. Ο ήρωας που αψήφισε τον θάνατο αρνούμενος να πάρει άλλος τη θέση του” / γράφει ο Σπύρος Κουζινόπουλος

Ο Φίσερ, διοικητής του στρατοπέδου, κάνει νόημα στον Σουκατζίδη να μείνει στην θέση του. Εκείνος τον ρωτά: «Εάν γλυτώσω εγώ, θα εκτελεστεί ένας λιγότερος;». Ο Φίσερ του απαντά «έχω διαταγή να εκτελέσω διακόσιους». «Άρα θα είμαι στη σειρά μου» του αντιγύρισε ο Σουκατζίδη
 Σπύρος Κουζινόπουλος
«Έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους όσοι θεωρούν ότι η αναβίωση του νεοναζισμού,  αποτελεί την υπέρτατη ύβρι απέναντι στον αγώνα και τις θυσίες λαμπρών τέκνων της Ελλάδας, όπως ο Ναπολέων Σουκατζίδης, που πάλεψαν και θυσιάστηκαν για να μπορούμε σήμερα να σκεφτόμαστε ελεύθερα».

Ήταν ιδιαίτερα τιμητική για μένα η πρόταση, να είμαι στο πάνελ που παρουσίασε εδώ στη Θεσσαλονίκη, πριν  χρόνια, το 2014, το βιβλίο του Σπύρου Τζόκα «Ο κύκλος των “μάταιων” πράξεων». Κι αυτό γιατί ο πρωταγωνιστής του ιστορικού μυθιστορήματος που έπλεξε, ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ήταν ένα από τα πρότυπα των εφηβικών μου ακόμη χρόνων αλλά και της μετέπειτα διαδρομής μου, μισό αιώνα τώρα, στο χώρο της Αριστεράς. Ένας από τους μάρτυρες του λαϊκού κινήματος που πέρασαν στο Πάνθεο των ηρώων για την αγωνιστική τους στάση και τη μαρτυρική τους θυσία. Όπως τόσοι και τόσοι άλλοι αγωνιστές.

Επιτρέψτε μου να θυμηθούμε κάποιους από αυτούς.

–Όπως τον πρωτομάρτυρα του αριστερού κινήματος, Δημοσθένη Λιγδόπουλο, που δολοφονήθηκε τον Οκτώβρη του 1920 στη Μαύρη Θάλασσα ενώ επέστρεφε από συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς όπου είχε πάρει μέρος εκπροσωπώντας το νεαρό τότε Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος.

–Όπως ο Τάσος Τούσης και οι άλλοι νεκροί της ηρωϊκής εργατικής εξέγερσης του αιματοβαμμένου Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη.

–Ή πάλι ο Γραμματέας της ΟΚΝΕ, Χρήστος Μαλτέζος που δολοφονήθηκε τον Οκτώβρη του 1938 στο κάτεργο της Κέρκυρας.

Βαθιά χαραγμένα στη μνήμη και στην καρδιά μας είναι τα ονόματα αγωνιστών του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος που εκτελέστηκαν από τους ναζί κατακτητές και τους συνεργάτες τους.

–Σαν αυτό του Σίμου Κερασίδη, μιας από τις πλέον θρυλικές μορφές, οργανωτή της αντίστασης στη Μακεδονία, που θανατώθηκε το Μάϊο του 1943 στα Ίμερα της Κοζάνης.

–Όπως επίσης των πέντε κορυφαίων στελεχών του Μακεδονικού Γραφείου, του Απόστολου Τζανή, του Παρασκευά Δράκου, του Μωϋσή Πασχαλίδη και των αδελφών Μαζαράκη που εκτελέστηκαν από τους Βούλγαρους φασίστες κατακτητές στις όχθες του Στρυμόνα.

–Κι ακόμη της Ηλέκτρας Αποστόλου, που όταν την ρωτούσαν οι βασανιστές της στην Ειδική Ασφάλεια της Αθήνας να πει το όνομά της, απαντούσε με περίσσιο θάρρος «με λένε Ελληνίδα και παίρνω εντολές μόνο από την πατρίδα μου».

–Αλλά επίσης και φυσιογνωμίες, όπως του Γραμματέα της οργάνωσης Θεσσαλονίκης και μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ,  Κώστα Χατζήμαλη, που εκτελέστηκε μαζί με άλλους 100 πατριώτες στις 6 Ιουνίου 1944, στα Διαβατά. Γι’ αυτή την υπόθεση, δεν βρέθηκε ούτε ένας να ανάψει ένα κεράκι στη μνήμη τους, όλα αυτά τα 75 χρόνια από εκείνο το ομαδικό έγκλημα των φασιστών κατακτητών.

Στρατιές δολοφονημένων και εκτελεσμένων

Για να ακολουθήσει το απέραντο μαρτυρολόγιο των χιλιάδων εκτελεσμένων αγωνιστών της Αριστεράς κατά τη μαύρη μετακατοχική περίοδο και τον Εμφύλιο πόλεμο. Ποιους να πρωτοθυμηθούμε και ποιους να μνημονεύσουμε:  Άρης Βελουχιώρης, Στέφανος Σαράφης, Νίκος Μπελογιάννης, Νίκος Πλουμπίδης, Ευριπίδης Μπακιρτζής και εκατοντάδες ή μάλλον, χιλιάδες άλλοι.

Πως μπορεί να ξεχάσει κανείς τον επίσης Ακροναυπλιώτη, Νίκο Ζαγουρτζή, γραμματέα της Επιτροπής Περιοχής Μακεδονίας του ΚΚΕ, που πνίγηκε σιδηροδέσμιος στα αμπάρια του πλοίου «Χειμάρα», στις 18 Ιανουαρίου 1947 ενώ μεταφέρονταν με άλλους συντρόφους του από τη Θεσσαλονίκη στην εξορία;  Πώς να λησμονήσει  φωτισμένες μορφές της Αριστεράς, όπως τον Γιάννη Ζεύγο, τον Νίκο Νικηφορίδη, τον Στέφανο Βελδεμίρη, τον Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Γιάννη Χαλκίδη και τόσους άλλους αγωνιστές που δολοφονήθηκαν ή εκτελέστηκαν εδώ σε τούτη την πόλη την ανώμαλη περίοδο πριν τη δικτατορία; Τέλος, πως είναι δυνατό να μη μνημονεύει συχνά-πυκνά αυτή η χώρα και το ρωμαλέο αριστερό της κίνημα τη θυσία του τελευταίου στο μακρύ κατάλογο των θυμάτων του αγώνα, τον άγιο της Αριστεράς, τον Γιώργη Τσαρουχά;

Στους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες γεννούν οι λαοί του κόσμου θυσίες και ολοκαυτώματα, ήρωες και μάρτυρες, αλλά και προσκυνημένους και Εφιάλτες. Και μέσα στο πλήθος των πολλών ξεχωρίζουν κάποτε οι λίγοι, οι ελάχιστοι. Σ’ αυτούς θα λάχει να αναμετρηθούν τελεσίδικα στο ραντεβού με την Ιστορία. Να πουν το «όχι» για λογαριασμό των υπολοίπων, να υψώσουν κάστρα αξιοπρέπειας, να σηκωθούν ψηλότερα από το μπόι τους, να αψηφήσουν το θάνατο, να φτύσουν κατάμουτρα τους δυνάστες τους, να παραδώσουν μαθήματα ήθους και συνέπειας.

Τέτοιος ήταν ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Γιαυτό και η ζωή αλλά και ο τρόπος της θυσίας του συγκλόνισε και εξακολουθεί να φρονηματίζει. Γιατί ο ήρωας, θα μπορούσε να μην πεθάνει. Επέλεξε να πολεμήσει. Επέλεξε και να πεθάνει! Ποιος έρωτας ελευθερίας άραγε μπορεί να χλευάζει τον θάνατο με τόση απερισκεψία αλλά και με τέτοιο θάρρος;

Η ηρωική διαδρομή του Ν. Σουκατζίδη

 Η ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη είναι λίγο-πολύ γνωστή. Εξορίσθηκε τον Ιούνιο του 1936 στον Άη-Στράτη για την κομμουνιστική και συνδικαλιστική του δραστηριότητα και στη συνέχεια η δικτατορία Μεταξά τον μετέφερε στο κάτεργο της Ακροναυπλίας. Τον Σεπτέμβριο του 1943 οι Ακροναυπλιώτες κρατούμενοι οδηγήθηκαν στο νεοσύστατο Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Ο Σουκατζίδης καθώς ήξερε γερμανικά, χρησιμοποιούνταν ως διερμηνέας. Μια επίθεση των ανταρτών, φέρνει τη διαταγή να εκτελεστούν ως αντίποινα διακόσιοι κρατούμενοι.  Λίγο πριν από το χάραμα της Πρωτομαγιάς του 1944 η Γερμανική Διοίκηση μαζεύει τους κρατούμενους και δίνει στον Σουκατζίδη να διαβάσει τη διαταγή. Ο Σουκατζίδης διαβάζει στο όνομα 167 –το όνομά του- φωνάζει «Παρών» και δίνει τον κατάλογο στον Γερμανό υπαξιωματικό για να σταθεί στην πλευρά των μελλοθανάτων. Ο Φίσερ, διοικητής του στρατοπέδου, κάνει νόημα στον Σουκατζίδη να μείνει στην θέση του. Εκείνος τον ρωτά: «Εάν γλυτώσω εγώ, θα εκτελεστεί ένας λιγότερος;». Ο Φίσερ του απαντά «έχω διαταγή να εκτελέσω διακόσιους». «Άρα θα είμαι στη σειρά μου» του αντιγύρισε ο Σουκατζίδης.

Η περιγραφή  από τον Δημήτρη Ψαθά

 Ο Δημήτρης Ψαθάς έγραψε  πως τότε «ο Φίσερ, το ανθρώπινο κτήνος, στάθηκε σε στάση προσοχής μπροστά στον Σουκατζίδη». Να πως περιέγραφε εκείνη τη συγκλονιστική σκηνή:

Εκεί στο Χαϊδάρι, ο στρατοπεδάρχης φωνάζει διακόσια ονόματα. Είναι όλοι  Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της Τετάρτης Αυγούστου, η οποία δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.

–Ναπολέων Τσουκατζίδης!

Βγαίνει ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.

–Όχι εσύ, Ναπολέων!

–Γιατί όχι εγώ;

–Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.

–Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;

–Διακόσιους.

–Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!

Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκιά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:

–Έχετε γεια, παιδιά.

–Ζήτω η Ελλάδα!

–Σαν άντρες θα πάμε!

Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα «ναι» να έλεγε του Γερμανού, θα είχε γλυτώσει.

Ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ήταν πρότυπο ελεύθερου ανθρώπου, αγνού πατριώτη, αγωνιστή της Αντίστασης, υπόδειγμα αυταπάρνησης, ηρωισμού και αυτοθυσίας. Ιδανικά  που τόσο συχνά τα συναντούσε κανείς στους ατσαλωμένους στη φωτιά της ταξικής πάλης πρόμαχους των ιδεών της Αριστεράς, τους κομμουνιστές εκείνης της εποχής. Δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φτάσει στην υπέρβαση που έκανε ο ίδιος: Να του χαρίζει τη ζωή ο κατακτητής κι εκείνος να επιλέγει ελεύθερα, συνειδητά το θάνατο. Απειλώντας μάλιστα τους Ναζί δημίους του ότι στο τέλος θα συντριβούν και η Ελλάδα, η ελευθερία θα νικήσει.

Τι έγραφε η Βούλα Δαμιανάκου

Τον Σουκατζίδη, τον είχε συναντήσει, κρατούμενη κι αυτή στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου,  η λογοτέχνης Βούλα Δαμιανάκου. Και  όπως τον περιέγραψε στο βιβλίο της με τίτλο «Μνημόσυνο» που έγραψε το 1961 μαζί με τον σύντροφό της Βασίλη Ρώτα:

«Μόνο ένας τεχνίτης μεγάλος θα μπορούσε να ζωγραφίσει την όψη του τη χαμογελαστή.  Όψη που να χορεύουν πάνω της αγκαλιασμένες η πίστη και το θάρρος, η σεμνότητα και η αξιοπρέπεια, η ευγένεια και η μεγαλοσύνη, η αγάπη και η συγκατάβαση και πάνω απ’ όλα η καλοσύνη.  Τίποτα δεν είχε για όλους εμάς τους συγκρατουμένους του, τόση γοητευτική δύναμη, όσο το φωτεινό του χαμόγελο που το σκόρπιζε άφθονο σε φίλους και εχθρούς, σε άδικους και δίκαιους. Δεν ήταν κρατούμενος που να μην  ένιωσε το χάδι απ’ το βλέμμα του, τη ζέστα απ’ το χαμόγελό του, την προθυμία της απεριόριστης συγκατάβασής του. Ήταν σα να μάγευε και να θεράπευε μαζί».

Με μαεστρία, στρωτή γραφή, ευρηματικότητα και κυρίως, αφτιασίδωτα, χωρίς φανφάρες και μεγαλοστομίες, ο Σπύρος Τζόκας κατάφερε να μας δώσει, με την πλοκή ενός ιστορικού μυθιστορήματος, όλη τη ζωή του ήρωα Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Τη γέννησή του, στα 1909, στην Τρίγλια, καρπός του φλογερού έρωτα των δασκάλων Φώτη Σουκατζίδη και Μαρίας Ραφαηλίδη. Τα παιδικά του χρόνια, την προέλαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και τις αναστάσιμες μέρες που έζησε τότε για λίγο ο Μικρασιατικός Ελληνισμός. Τότε που οι κυβερνώντες φούσκωναν τα μυαλά του κόσμου με τις εθνικιστικές παρόλες  περί της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.

Κι όταν ήρθε η εθνική καταστροφή και οι ξένοι προστάτες εγκατέλειψαν στα κρύα του λουτρού τους αστούς Έλληνες πολιτικούς, τους οποίους προηγουμένως ενθάρρυναν στα τυχοδιωκτικά τους σχέδια, ο μικρός Ναπολέων, ήταν δεν ήταν 13 χρονών. Σ’ αυτή την τρυφερή ηλικία, ένιωσε στο πετσί του όλη την πίκρα και τον πόνο του πρόσφυγα.  Αλλά και την περιφρόνηση του γηγενή πληθυσμού. Που αποκαλούσε τους κατατρεγμένους «Τουρκόσπορους» και «γιαουρτοβαφτισμένους» και «ογλούδες» και τα κορίτσια τους «παστρικές».

Ο Σπύρος Τζόκας μας ταξιδεύει με την πέννα του στη λεβεντογέννα Κρήτη και το Αρκαλοχώρι του Ηρακλείου, όπου θα εγκατασταθεί με τους γονείς του ο έφηβος πλέον Ναπολέων. Και όπως τον διαβάζουμε να λέει:

«Ήταν η δεύτερη φορά που ξεριζωθήκαμε και ήταν ποιο οδυνηρή, γιατί φαινόταν οριστική.  Κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει αυτό. Κανείς δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την εφιαλτική ιδέα ότι δεν θα ξαναδεί το σπίτι του, τη γειτονιά του, το χωριό του. Δεν μπορούσαν να βάλουν ταφόπλακα στη ζωή τους. Δεν ήταν οι ιδανικοί αυτόχειρες. Ήταν όμως τα θύματα της Ιστορίας, ο αποδιοπομπαίος τράγος, μαζί και ο πολιτισμός αιώνων που έσβηνε. Ποιος νοιάζεται θα μου πεις».

«Στην Αριστερά γαλουχήθηκα και έμαθα τον κόσμο»

 Στη Μέση Μεικτή Εμπορική Σχολή του Ηρακλείου, όπου ο Ναπολέων σπουδάζει τα οικονομικά, ο νεαρός έφηβος ανδρώνεται όχι μόνο στο σώμα μα και στις ιδέες, αποκτώντας πολιτική, ταξική συνείδηση.  Η εξομολόγησή του, που τη μεταφέρει ο συγγραφέας, δίνει το μέγεθος της  ριζικής αλλαγής που γίνεται στο νεαρό πρόσφυγα:

«Είχα μπλέξει με πολλά και κοντά σ’ αυτά και η πολιτική. Το κόμμα, η Αριστερά. Εκεί γαλουχήθηκα, εκεί έμαθα τον κόσμο, μέσα από τις τραγωδίες που έζησα. Μέσα από τη σκληρή καθημερινότητα τοποθετήθηκα πολιτικά. Βιώματα από τη γειτονιά που μεγάλωσα, από τους μεροκαματιάρηδες που καθημερινά έβλεπα, από την ίδια μου την οικογένεια, από τα τραγούδια που άκουγα, από την αδικία που έζησα. Αυτά με έκαναν να συνειδητοποιήσω την τάξη που βρισκόμουν. Πίστεψα πραγματικά στην αλλαγή του κόσμου, στο σοσιαλισμό. Σε κάθε μου βήμα. Στις διαδηλώσεις, στις απεργίες, στις συνελεύσεις, στις φασαρίες, στις αντιπαραθέσεις, στις ολονύχτιες συζητήσεις. Ακόμα και σήμερα, συνεχίζω να πιστεύω στον ίδιο ιερό σκοπό, στον άνθρωπο».

Αν και αρχιλογιστής σε μεγάλη εμπορική εταιρεία του Ηρακλείου, ο Ναπολέων ασχολείται με το συνδικαλισμό, γίνεται μέλος του ΚΚΕ, απολύεται από τη δουλειά για τη δραστηριότητα αυτή και ενάμιση μήνα πριν τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου,  στις 13 Ιουνίου 1936, με άλλους πέντε κομμουνιστές, εκτοπίζεται στον Άη-Στράτη «για διάστημα ενός έτους», όπως λέει η απόφαση εκτόπισης της Ασφάλειας Ηρακλείου. Ένα «έτος» που τελικά θα διαρκέσει οκτώ ολόκληρα χρόνια, χωρίς ποτέ να δει, ούτε για μία μέρα, μέχρι το γνωστό τραγικό τέλος της ζωής του το φως του ήλιου. Χωρίς να γευτεί ούτε για μία στιγμή το αγαθό της Ελευθερίας. Για να φτάσουμε στην Πρωτομαγιά του 1944 που θα στηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα των Ναζί στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.

Η Ιστορία της περιόδου της φριχτής Γερμανικής Κατοχής, είναι γεμάτη  με ανείπωτες τραγωδίες, με κτηνωδίες καταβαράθρωσης των ανθρώπινων αξιών, αλλά και με ανεπανάληπτες σελίδες απίστευτου ηρωισμού, πατριωτικής έξαρσης και ψυχικού και αγωνιστικού μεγαλείου. Από ανθρώπους άγνωστους μέχρι τότε που έδειξαν με τη θυσία τους τι θα πει Ζωή, τι θα πει να δίνει ο κάθε άνθρωπος το δικό του παρών όταν το καλεί η υπόθεση της Λευτεριάς και της Εθνικής Ανεξαρτησίας.

Οι ήρωες που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της λευτεριάς

 Η θυσία του Σουκατζίδη και των άλλων ηρώων που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της Ελευθερίας, δεν πρέπει να σκεπαστεί από τη λήθη, αλλά να παραμένει πάντα ζωντανή,  εμπνέοντας εμάς και τους επόμενους. Φράζοντας το δρόμο στους νοσταλγούς του Χίτλερ που σηκώνουν κεφάλι. Έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους όσοι θεωρούν ότι η αναβίωση του νεοναζισμού,  αποτελεί την υπέρτατη ύβρι απέναντι στον αγώνα και τις θυσίες λαμπρών τέκνων της Ελλάδας που πάλεψαν και θυσιάστηκαν για να μπορούμε σήμερα να σκεφτόμαστε ελεύθερα.

Για όλους αυτούς τους λόγους, πρέπει να ευχαριστήσουμε θερμά τον Σπύρο Τζόκα που με το έργο του αυτό, το τόσο σημαντικό, σκαλίζει τη μνήμη, όπως η μασιά τη στάχτη και γιγαντώνει τη θέλησή μας να μην επιτρέψουμε στην αχλύ της λησμονιάς να σκεπάσει τις ωραιότερες σελίδες που έγραψε το αριστερό κίνημα του τόπου μας.

Καταλήγοντας, θέλω να αναφέρω το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Σκοπευτήριο Καισαριανής» που το έγραψε εμπνεόμενος από τη θυσία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη και των άλλων εκτελεσμένων:

                Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
                Γυμνοί, κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες,
                -η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο -.
                Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
                Είδατε τα πουλιά, που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
                αγγίζοντας με τα φτερά τους ,τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
                Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ ανοίγουνε στο μέλλον.
                Εμείς, μερτικό δε ζητήσαμε… Τίποτα… Μόνον
                θυμηθείτε το: αν η ελευθερία
                δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
                εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας 

farosthermaikou.blogspot.com

banner-article

Ροη ειδήσεων