“Τέταρτοι ακριβότεροι παγκοσμίως στα τρόφιμα” / γράφει η Αντριάνα Βασιλά
Ενώ όμως συμβαίνουν όλα αυτά, στη δική μας χώρα η κυβέρνηση περί άλλων τυρβάζει… και από τον «εισαγόμενο πληθωρισμό» περνάει πλέον στον «κλιματικό πληθωρισμό» για να δικαιολογήσει την ακρίβεια!
Η τέταρτη πιο ακριβή χώρα του πλανήτη στα τρόφιμα είναι η Ελλάδα σύμφωνα με τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη, γεγονός που σημαίνει ότι τα μέτρα τιθάσευσης της ακρίβειας δεν αποδίδουν ούτε στο ελάχιστο! Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα στη χώρα μας τρέχει χωρίς φρένα, καθώς τον Φεβρουάριο διαμορφώθηκε στο 6,7% από το 8,3% τον Ιανουάριο του 2024, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Βέβαια είδαμε και μια μείωση του πληθωρισμού στην ενέργεια (2,1% τον Φεβρουάριο και 5,7% τον Ιανουάριο), ενώ ο γενικός δείκτης πληθωρισμού μειώθηκε ελαφρώς, από το 3,1% τον πρώτο μήνα του 2024 στο 2,9%.
Πάντως, στις χώρες που παρακολουθεί ο ΟΟΣΑ ο συνολικός πληθωρισμός παρέμεινε αμετάβλητος στο 5,7%. Μάλιστα, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση:
● Ο βασικός πληθωρισμός μειώθηκε στα 3/4 των χωρών του ΟΟΣΑ, με τη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση να καταγράφεται στην Πολωνία και τη Σουηδία και τη μεγαλύτερη άνοδο στην Τουρκία.
● Ο συνολικός πληθωρισμός ήταν κάτω του 2% σε επτά χώρες του ΟΟΣΑ και παρέμεινε αρνητικός στην Κόστα Ρίκα.
● Ο πληθωρισμός των τροφίμων συνέχισε να μειώνεται για 15ο συνεχόμενο μήνα, φτάνοντας στο 5,3% τον Φεβρουάριο, από 6,3% τον Ιανουάριο, και αυξήθηκε μόνο σε τέσσερις χώρες του ΟΟΣΑ.
● Ο πληθωρισμός των τροφίμων στον ΟΟΣΑ ήταν χαμηλότερος από τον ονομαστικό πληθωρισμό για πρώτη φορά από τον Νοέμβριο του 2021.
● Ο πληθωρισμός της ενέργειας στον ΟΟΣΑ αυξήθηκε, αλλά παρέμεινε μετρίως αρνητικός, στο -0,5% τον Φεβρουάριο, παρά τον ισχυρό ενεργειακό πληθωρισμό στην Τουρκία και την Κολομβία.
● Ο βασικός πληθωρισμός στον ΟΟΣΑ (πληθωρισμός μείον τα τρόφιμα και την ενέργεια) συνέχισε να μειώνεται, αλλά παρέμεινε υψηλός στο 6,4% ανακλώντας τις σταθερές τιμές των υπηρεσιών.
● Στη ζώνη του ευρώ ο ετήσιος πληθωρισμός, όπως μετράται με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), μειώθηκε στο 2,6% τον Φεβρουάριο, σε σύγκριση με το 2,8% τον Ιανουάριο.
● Η μείωση του πληθωρισμού των τροφίμων ήταν περίπου διπλάσια από αυτήν του ΟΟΣΑ, ενώ ο πυρήνας μειώθηκε με ρυθμό παρόμοιο με αυτόν του ΟΟΣΑ.
Τον Μάρτιο του 2024 η προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat έδειξε άλλη μια πτώση στη ζώνη του ευρώ (στο 2,4%) και στον δομικό πληθωρισμό (στο 2,9% από 3,1% τον Φεβρουάριο), με επιβράδυνση της πτώσης των τιμών της ενέργειας.
«Αποδίδουν τα μέτρα!»
Ενώ όμως συμβαίνουν όλα αυτά, στη δική μας χώρα η κυβέρνηση περί άλλων τυρβάζει… και από τον «εισαγόμενο πληθωρισμό» περνάει πλέον στον «κλιματικό πληθωρισμό» για να δικαιολογήσει την ακρίβεια! Μάλιστα ο υπουργός Ανάπτυξης Κώστας Σκρέκας ισχυρίζεται πως τα μέτρα κατά της ακρίβειας που έχει θεσπίσει η κυβέρνηση αποδίδουν, καθώς, όπως είπε, «τον τελευταίο μήνα σε κάποιες αλυσίδες ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει στο 0,4%».
Δεν αναφέρει όμως το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στις χώρες με τον υψηλότερο πληθωρισμό στην Ευρώπη, ο οποίος κατέγραψε περαιτέρω αύξηση τον Μάρτιο, σύμφωνα με την Eurostat, ενώ σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το 26% του πληθυσμού της Ελλάδας βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχειας.
Δεν προχωρά σε καίριες παρεμβάσεις ούτε βλέπει πουθενά ολιγοπωλιακή δομή σε κανέναν κλάδο, ακόμη και όταν η Τράπεζα της Ελλάδος λέει ξεκάθαρα ότι «έχουμε ολιγοπώλια στα τρόφιμα, στα καύσιμα, στις τράπεζες και στην ιδιωτική νοσοκομειακή περίθαλψη»!
Συγκεκριμένα ο επικεφαλής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας στην ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία λέει σαφώς ότι «η αύξηση των τιμών καταναλωτή υπερέβαινε την άνοδο του ενεργειακού κόστους και, κατά συνέπεια, ο πληθωρισμός σε κάποιο βαθμό οφείλεται σε αυξημένα επιχειρηματικά κέρδη».
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος επισήμανε ακόμη πως η ανάλυση με βάση στοιχεία εθνικών λογαριασμών έδειξε μεγάλη αύξηση των περιθωρίων κέρδους. Μάλιστα για τα έτη 2021 και 2022 οι ρυθμοί μεταβολής του δείκτη περιθωρίων κέρδους για το σύνολο της οικονομίας ξεπέρασαν τα ιστορικά υψηλά τους επίπεδα, καταγράφοντας αύξηση 4% και 9% αντίστοιχα».
Αθέμιτη κερδοφορία
Η κατάσταση αυτή άλλωστε είναι φανερή και στην κοινωνία, αφού όπου και να κοιτάξουν οι καταναλωτές βλέπουν τις τιμές να καλπάζουν… Το γάλα που πωλείται στη χώρα μας έχει τη δεύτερη ακριβότερη τιμή σε όλη την Ευρώπη, μετά την Εσθονία. Ωστόσο το αγελαδινό γάλα φεύγει από τους παραγωγούς σε τιμές που κυμαίνονται από 0,48 ευρώ έως 0,52 ευρώ το λίτρο.
Συγκεκριμένα στην Ελλάδα η τιμή του επώνυμου φρέσκου γάλακτος κυμαίνεται από 1,49 ευρώ έως 2,29 ευρώ το λίτρο, στη Γερμανία το ένα λίτρο επώνυμου φρέσκου γάλακτος στοιχίζει 1,02 ευρώ, στην Ισπανία 1,08 ευρώ και στην Πορτογαλία 1,01 ευρώ.
Το κατσικίσιο γάλα έχει ακόμα πιο «τσουχτερή» τιμή. Το φθηνότερο γάλα κατσίκας πωλείται στα 2,80 ευρώ το λίτρο και το ακριβότερο φτάνει μέχρι και τα 3,16 ευρώ. Σε περίπτωση που το κατσικίσιο γάλα είναι βιολογικό η τιμή αυξάνεται σε 3,36 ευρώ το λίτρο.
Η τεράστια απόκλιση της τιμής από τον παραγωγό στο ράφι σε συνδυασμό με την αύξηση των περιθωρίων κέρδους της βιομηχανίας, που ξεπέρασε το 25% την περίοδο 2020 – 2021, δείχνουν πώς η αθέμιτη κερδοφορία στις πλάτες των καταναλωτών συνεχίζεται.
Στα καύσιμα η Ελλάδα είναι η δεύτερη ακριβότερη χώρα στην Ευρωζώνη… ενώ παράγοντες του κλάδου προεξοφλούν ότι αναμένεται και νέα αύξηση στη βενζίνη προς το Πάσχα!
Στο κρέας έχει επίσης πετάξει η τιμή, αφού, σύμφωνα με την Eurostat, το μοσχάρι έχει αυξηθεί κατά 4,5%, το χοιρινό κατά 7,9% και τα αμνοερίφια κατά 7,2%, κατατάσσοντας έτσι την Ελλάδα ως την έκτη ακριβότερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εάν σε όλα αυτά συνυπολογιστεί ότι η Ελλάδα έχει και από τους πιο χαμηλούς μισθούς στην Ε.Ε., τότε η ακρίβεια των τροφίμων ομοιάζει με θηλιά στον λαιμό των Ελλήνων πολιτών! Θυμίζουμε δε ότι την τελευταία διετία ο μέσος πραγματικός μισθός έχει μειωθεί στην Ελλάδα κατά 9,4%, ενώ συνολικά στην Ε.Ε. μειώθηκε 5,3%.
Ας μην μιλήσουμε για τους καταποντισμένους μισθούς και τις συντάξεις στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, οι οποίοι, ακόμη και με την τελευταία αύξηση, δεν έχουν φθάσει στα προμνημονιακά επίπεδα, με τον πληθωρισμό να επιμένει, αφού δεν υπάρχει πραγματικός έλεγχος της αγοράς.