Καπεταναίοι και Λιγουτσιάρηδες: Δύο έθιμα των Βλάχων της Βέροιας με κοινή αφετηρία που χάνεται στο βάθος του χρόνου… / γράφει ο Τάκης Γκαλαΐτσης
Το έθιμο των Καπεταναίων, που ο Σύλλογος Βλάχων Βέροιας αναβιώνει εδώ και τριάντα (30) χρόνια κάθε Παρασκευή πριν από την Καθαρά Δευτέρα, δεν μπορεί παρά να συνεξεταστεί με το έθιμο των Λιγουτσιάρηδων που επίσης κάθε χρόνο αναβιώνει ο Σύλλογος κάθε Πρωτοχρονιά. Και αυτό γιατί φαίνεται ότι τα δύο έθιμα έχουν κοινή αφετηρία που κάτω από κάποιες ιστορικές συνθήκες διασπάστηκαν, ώστε να πάρουν διαφορετική μορφή.
Και τα δύο έθιμα, στην αρχική ενιαία τους μορφή, σχετίζονται με την αρχή της νέου Χρόνου και την Άνοιξη, και διασώζουν δρώμενα που έχουν τις ρίζες τους στους αρχαίους ‘‘αγερμούς’’ και στις Βακχικές/Διονυσιακές γιορτές (Κατ’ αγρούς Διονύσια), στα ρωμαϊκά Λουπερκάλια/Lupercalia και αργότερα, μετά το 2ο αιώνα π.Χ. στα Σατουρνάλια/Saturnalia και Μπρουμάλια/Brumalia. Όταν οι γιορτές, λόγω της αλλαγής της αρχής του χρόνου, μετακινήθηκαν το Γενάρη (Calendae), συνδέθηκαν και με τις φωτιές, τους Καρτσιούνους στη Νάουσα, τα κούτσουρα που καίγονται τα Χριστούγεννα (Cãrtsiunu) σε πολλά άλλα μέρη.
Οι φωτιές αυτές έχουν να κάνουν με παγανιστικές γιορτές στη Ρώμη , πριν τον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρας εορτασμού των Χριστουγέννων. Συγκεκριμένα, την περίοδο του χειμερινού ηλιοστασίου ( 21η προς 22η Δεκεμβρίου) που έχουμε τη μεγαλύτερη νύχτα του έτους, οι Ρωμαίοι, με την επιβολή της κρατικής Ηλιολατρίας από τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό, γιόρταζαν παλιότερα τα γενέθλια του Μίθρα, που ήταν διαδεδομένα σε όλη την επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς και αργότερα τη γιορτή του ακατανίκητου θεού Ήλιου ( Dies Natalis Solis Invicti), που είχε σχέση με την αναγέννηση του φωτοδότη Ήλιου, τον θρίαμβο του φωτός πάνω στο σκοτάδι. Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι γιορτές αυτές – Σατουρνάλια, Μπρουμάλια – αντικαταστάθηκαν – με απόφαση του Πάπα τον 4ο αιώνα – από τα Χριστούγεννα, και λογικό είναι πολλά έθιμα από τις παλιότερες γιορτές να επιβιώσουν και στις γιορτές των Χριστουγέννων.
Το έθιμο αυτό, που αναβιώνουν τα τελευταία χρόνια πολλοί Σύλλογοι με τη μια ή την άλλη μορφή, ήταν κοινό σε όλους τους Βλάχους, με διάφορα ονόματα: Λιγουτσιάρηδες, ρουγκάτσια, καπιταναραίοι, σουροβάροι, μπουμπουσιάρια κ.ά. Στην αρχική του μορφή είναι παμβαλκανικό δρώμενο, σχετίζεται με τη εαρινές γιορτές και αφορά στη γονιμότητα της γης, στην αναγέννηση της φύσης και στη μετάβαση από τη χειμερινή περίοδο στην Άνοιξη. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο χρόνος ως τον δεύτερο αιώνα π.Χ. άρχιζε το Μάρτη, οπότε συνέπιπτε με την αρχή της Άνοιξης.
Οι ποικίλες μεταμφιέσεις με δέρματα ζώων και με βαριές κάπες, οι κουδουνοφόροι, οι διάφορες αναπαραστάσεις με μιμητικές πράξεις μαγικού χαρακτήρα αποβλέπουν στην πρόκληση της γονιμοποιού ενέργειας της φύσης, και τα πλούσια δρώμενα αφορούν στον εξαγνισμό που προηγήθηκε με το τέλος του χρόνου το Φεβρουάριο (februo=καθαρίζω, εξαγνίζω), στο ξύπνημα της γης από τη χειμερία νάρκη, στον εξευμενισμό των βλαπτικών πνευμάτων, στην αναγέννηση της βλάστησης, και προπάντων στην επιτυχία της σποράς . Στις αγροτικές κοινωνίες οι λαοί κάνουν οτιδήποτε μπορούν για να ξυπνήσει η γη. Ταυτόχρονα όλα αυτά, με το πέρασμα του χρόνου, συνδέονται με τη χαρά που δημιουργεί η Άνοιξη, με τη μύηση των νέων στον κόσμο των ενηλίκων και με τον καιρό κράτησαν μόνο το πνεύμα της χαράς και της διασκέδασης. Ας γίνει λόγος πρώτα λόγος για τους Λιγουτσιάρηδες.
Μέσα στα βαθιά χαράματα της Πρωτοχρονιάς, στους δρόμους και τα σοκάκια της Βέροιας, ως και τη δεκαετία του ’60, έβγαιναν οι Λιγουτσιάρηδες. Ντυμένοι με τις βαριές κάπες και φορτωμένοι με πολλές σειρές κουδούνια ( είκοσι οκάδες το παιδί, τριάντα τα κουδούνια), για να εξορκίσουν με τον εκκωφαντικό θόρυβο τα κακά πνεύματα, , πήγαιναν παρέες παρέες σε σπίτια συγγενών και γνωστών και τραγουδούσαν ποικίλα κάλαντα.
Λιγουτσιάρης έρχιτι
Γινάρης ξημερώνει
Φραγκίτσα δω, Φραγκίτσα κει,
Φραγκίτσα πάει στη βρύση
με το γκιουρντάνι στο λιμό
με το σπαθί στη μέση
σα φέτο παλικάρια μου
σα φέτο και του χρόνου
Τα παιδάκια προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν κάτω από τις χειροποίητες μάσκες κάποιο συγγενικό πρόσωπο, καθώς ο πατέρας τοποθετούσε νομίσματα πάνω στις πάλες, στα γυμνά σπαθιά τους. Μόνο ο αρχηγός ήταν ξέσκεπος. Τα τραγούδια των Λιγουτσιαρέων ήταν ποικίλα: στους τσελιγκάδες μιλούσαν για πρόβατα, στα παιδιά για γράμματα, στους νέους εύχονταν να βρουν ταίρι.
Δυο σημεία στο έθιμο των Λιγουτσιαρέων είναι άξια προσοχής και καταδεικνύουν την παλαιότητα του δρώμενου και το τοποθετούν χρονικά στην ιστορική εξέλιξη. Αν ένα μπουλούκι από Λιγουτσιάρηδες συναντιόταν με ένα άλλο, ακολουθούσε σφοδρή σύγκρουση. Αν υποχωρούσε το ένα και δήλωνε υποταγή, αναγκαζόταν να περάσει κάτω από το σχήμα Π που σχημάτιζε το μπουλούκι που νικούσε με τα σπαθιά του. Αυτό ανακαλεί στη μνήμη μας τη συνήθεια των Ρωμαίων που ανάγκαζαν τους ηττημένους να περνάνε κάτω από τα ακόντιά τους (sub iugulum iacere exercitum) σε ένδειξη υποταγής, συνήθεια που οδήγησε αργότερα στις αψίδες του Θριάμβου.
Μνεία αυτού του εθίμου κάνουν οι άγγλοι αρχαιολόγοι Wace και Thomson στο βιβλίο τους ‘‘Νομάδες των Βαλκανίων’’, οι οποίοι επισκέφθηκαν τη Βέροια, είδαν το δρώμενο και αναφέρουν ότι μια σύγκρουση ανάμεσα σε δυο μπουλούκια , στη Βέροια γύρω στα 1911-1914, ήταν τόσο σφοδρή που ένας σκοτώθηκε, και από τότε αυτό το μέρος ονομάζεται ‘‘La liyuciarlu’’
Το άλλο αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ οι Βλάχοι της Βέροιας και άλλων περιοχών της Μακεδονίας αυτό το έθιμο το έχουν την Πρωτοχρονιά, οι Βλάχοι της Πίνδου και της Θεσσαλίας το Μάρτη, στις Αποκριές. Η εξήγηση είναι φανερή: το έθιμο είχε σχέση με την Πρωτοχρονιά που παλιότερα ήταν η πρώτη του Μάρτη. Όταν αργότερα, το 153 π.Χ., η αρχή του χρόνου μετατοπίστηκε το Γενάρη, οι Βλάχοι της Μακεδονίας μετέφεραν και το έθιμο το Γενάρη, ενώ οι υπόλοιποι το διατήρησαν το Μάρτη. Έτσι δικαιολογείται ότι άλλοι Βλάχοι το ίδιο έθιμο το έχουν το Μάρτη, ενώ άλλοι το Γενάρη. 9α+9β
Ορισμένοι ταυτίζουν – ορθά κατά την άποψή μας- το Liyuciarlu με το Rogatsiarlu , τα ρογκάτσια, με ετυμολογική προέλευση από το λατινικό ρήμα rogo = ζητώ, και το ανάγουν στους ομίλους οπαδών που, στα ρωμαϊκά χρόνια, γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι ζητούσαν ψήφο στις δημαρχιακές εκλογές κυρίως ( Vota publica). Μελετητές διαβλέπουν στο έθιμο ακόμη αρχαιότερες καταβολές και το συνδέουν με τη γέννηση του Δία και το χορό των Κουρητών, για να μην ακουστούν τα κλάματα του νεογέννητου Δία! Η επιστημονική ανάλυση και διερεύνηση του εθίμου θα επισημάνει τα διάφορα πολιτιστικά επίπεδα που συμφύρονται στο έθιμο αυτό.
Μόλις ξημέρωνε η Πρωτοχρονιά, πριν να ανατείλει ο ήλιος, οι Λιγουτσιάρηδες επέστρεφαν στα σπίτια τους.
Όπως αναφέρθηκε, όταν η αρχή του χρόνου μετατέθηκε το Γενάρη, μετακινήθηκε το Γενάρη και το έθιμο των Λιγουτσιάρηδων σε κάποιες περιοχές, όπως στη Βέροια. Όμως τελεστικές δράσεις και λαϊκά δρώμενα βαθιά ριζωμένα στη μνήμη των λαών εύκολα δεν εξαφανίζονται. Έτσι, το έθιμο παρέμεινε και το Μάρτη με άλλη μορφή, αυτή των Καπεταναίων, που ως τη δεκαετία του ’30, και συγκεκριμένα ως το 1938, ήταν ένα ζωντανό έθιμο στη Βέροια με προέλευση στο βάθος της ιστορίας. Σταμάτησε το ’38 επί Μεταξά, λόγω της εθνικιστικής αντίληψης που απαγόρευε τις ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες και λόγω του Μεγάλου Πολέμου που ακολούθησε.
Το έθιμο είναι παμπάλαιο και ανάγει τις ρίζες του σε διονυσιακά αρχαιοελληνικά, λατινικά και προλατινικά κελτικά δρώμενα, και σχετίζεται στην αρχική του μορφή, όπως ειπώθηκε, με τον ερχομό της Άνοιξης και την αναγέννηση της φύσης. Είχε ευετερικό χαρακτήρα, γι’ αυτό είχε σχέση με την Πρωτοχρονιά και γινόταν στην αρχή της χρονιάς, που τότε άρχιζε το Μάρτη.
Όταν αργότερα, το 153 π.Χ. η αρχή του χρόνου μετατοπίστηκε το Γενάρη, οι Βλάχοι της Μακεδονίας μετέφεραν και το έθιμο το Γενάρη ως Liyuciarlu/ Rogaciarlu που και αυτό επιβιώνει ως τις μέρες μας, ενώ διατηρήθηκε και το Μάρτη. Καθώς περνούσαν τα χρόνια συμφύρονταν, ανάλογα με τις συνθήκες, και νέα δεδομένα στο έθιμο. Η μορφή που διατηρούσε το έθιμο μέχρι το 1938 και το όνομα “Καπεταναίοι” έχει να κάνει με την οργάνωση των Βλάχων σε καπετανάτα και σε αρματολίκια στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Μία πολύ σημαντική, κατά τη γνώμη μας, επισήμανση κάνει ο δασολόγος από τη Νάουσα Δημήτρης Μπιτέρνας, στο άρθρο του ‘‘ΜΠΟΥΛΕΣ–ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ (ΓΙΑΝΙΤΣΑΡΟΙ)’’ που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ‘‘ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ’’ (13-4-2012) , στην προσπάθειά του να εξηγήσει την ονομασία του με τεράστια ακτινοβολία Αποκριάτικου δρώμενου της Νάουσας. Δύο από τις τρεις σημασίες της λέξης bulla (μπούλα), σύμφωνα με το Λατινοελληνικό Λέξικό του Ευστράτιου Δ. Τσακαλώτου, είναι: α. περίαπτο, το οποίο τα ευγενή εν Ρώμη μειράκια (=νεανίσκοι, που έχουν ηλικία δεκατεσσάρων έως είκοσι ενός χρόνων) έφερον ανηρτημένον εκ του λαιμού, και β. ομφαλός, ομφαλωτόν κόσμημα θύρας, ζώνης. Η λέξη bullatus, σημαίνει «τον φέροντα (από του λαιμού) περίαπτο.
Έτσι, στο δρώμενο των Καπεταναίων συμφύρονται στοιχεία από τη Ρωμαιοκρατία, τα περίαπτα, οι μπούλες, και από την Οθωμανοκρατία η αρματολική στολή των Βλαχοκαπεταναίων. Όμως το έθιμο χρήζει περαιτέρω διερεύνησης από ειδικούς επιστήμονες, γλωσσολόγους, ιστορικούς και λαογράφους.
Ως το 1939 που ήταν ζωντανό το έθιμο, οι Καπεταναίοι έδιναν το χρώμα της Αποκριάς στην πόλη της Βέροιας. Και η λέξη Αποκριές είναι μετάφραση ουσιαστικά της λέξης Καρναβάλι που έχει λατινική προέλευση. Το Καρναβάλι (carnem valeo=αποχαιρετώ το κρέας) σημαίνει απέχω από το κρέας (από – κρέας), δηλαδή Αποκριές. 16+16β
Για τρεις μέρες έβγαιναν τα μπουλούκια των Βλάχων Καπεταναίων στην πόλη. Την πρώτη μέρα, το Σάββατο πριν την Καθαρά Δευτέρα, δημιουργούνταν οι παρέες, τα μπουλούκια. Καθώς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι όπου έπιναν και διασκέδαζαν ώσπου να ντυθεί το επόμενο μέλος που θα συμμετείχε, η παρέα, το μπουλούκι, μετά από πολύωρη διαδικασία που εξελισσόταν σε γλέντι, μεγάλωνε. Στη διάρκεια όλης της νύχτας γινόταν, με αυτόν τον τρόπο, η ετοιμασία του μπουλουκιού. Την Κυριακή , μετά από ολοήμερο γλέντι, κατέληγαν στην κεντρική πλατεία της πόλης, του Ωρολογίου , όπου δινόταν η παράσταση, και την Καθαρή Δευτέρα κατέληγαν στην Ελιά, όπου ακολουθούσε χορός με τη συμμετοχή όλων. Όλη η Βέροια έβγαινε να θαυμάσει του Καπεταναίους.
Τα μπουλούκια, που συμμετείχαν στο δρώμενο, αποτελούνταν από τους καπεταναίους, τη βοσκοπούλα που την υποδυόταν επίσης άνδρας, και τους δύο μαυροφορεμένους μάγκες, λέξη με αλβανική μάλλον προέλευση, που με τα καμουτσίκια τους επιτηρούσαν την τάξη. Έμειναν στη μνήμη των παλιότερων ονόματα καπεταναίων , σχεδόν όλοι από το Ξηρολίβαδο, όπως του Γιώργη Αράβα, του Τάκη Κυρίτση, του Γιάννη Τσιαμήτρου/Κοτρώνη, του Μήτρη Μόκανου, του Μήτρη Ντέλα , του Γιάννη Γάκη του Γιώργη, του Γιώργη και Γιάγκου Τσιαβού, του Τάκη και του Γιώτα Πατσιαβούρα/Κόκκινου, του Νάκου Τσιαμήτρου, του Τάκη Μαχμάκα, του Γιώργη Σαμαρά, του Περικλή (Μπιρικλούσ(ι)λου) Δημούλα, του Αρίστη Ζαρογιάννη, του Γιώργη Κοκόλη, του Λίκα Βουρδούνη/Τουρκογιάννη, του Γιάννη Στεριούλη, του Τούλη Παπα(για)νούλη, του Καβάκη, του Αντώνη και Σωτήρη Σπανού, του Γιάννη Πάπαρη, του Κόλα Ζιώγα, του Γιαννάκη Νουλίκα, του Παναγιώτη Ζυγουλιάνου, του Γούλα Ζιάκου, του Νίκου Πράπα,του Γούλα Μάρτου, του Γιάννη Ζαρκάδα, του Στέριου και Μούλιου/Μάκη Σπανού, του Τάκη Τσιαμήτρου/Γιάντσιου, του Μανόλη Φουρκιώτη και πολλών άλλων.
Στο ρόλο της βοσκοπούλας συχνά αναγνωρίζουμε στις φωτογραφίες της εποχής τον Κόλα και Τουλίκα Πολιτίκο , τον Αδάμο Χασιώτη, τον Γιώργη Ψεύτο, τον Η. και Νάκο Παπα(για)νούλη , τον Θανάση Κουκουτέγο, τον Νταλέκο Αλέκο, τον Γιάννη Πάπαρη, τον Μήτρη Μαρτίκα/Ανταρογιάννη και άλλους, ενώ στους μάγκες αναγνωρίζουμε τον Μήτρη Μπλατσιώτη, τον Κόλα Βουρδούνη/Τουρκογιάννη, τον Κόλα Τσιάμη, τον Κώτσιο Κουτόβα, τον Γιώργη Μπλατσιώτη (Tushumari)), τον Μπαζάκα.
Όλα αυτά τεκμηριώνονται με αντίστοιχο φωτογραφικό υλικό από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Η χορευτική δεινότητα αυτών των Καπεταναίων ήταν απαράμιλλη και τέτοια, που κάποτε, ενώ χόρευαν κάποιος από τους παριστάμενους είπε για το Γιώργη Αράβα: Aestu alu Arava acâtsatslu, câ va asboirâ= Αυτόν του Αράβα πιάστε τον, γιατί θα πετάξει!
Βέβαια, οι στολές τότε ήταν ειδικές για τα καρναβάλια, σχετικές με το τι εκπροσωπούσαν, με σειρές φλουριά, με αποτρεπτικά περίαπτα, με σταυρούς, νομίσματα και ασημικά, με σπαθιά, τις γνωστές πάλες. Από τότε έχουν αλλάξει οι συνθήκες. Τότε ήταν μόνο ανδρικό έθιμο. Ακόμα και τις βοσκοπούλες τις υποδύονταν άντρες. Τώρα η θέση της γυναίκας έχει αλλάξει και λογικό είναι να συμμετέχουν και οι γυναίκες και μάλιστα να ντύνονται κι αυτές άντρες. Τώρα οι στολές που φορούν οι Καπεταναίοι είναι οι βλάχικες φορεσιές, γιατί φυσικά δεν υπάρχει η ανάλογη οικονομική δυνατότητα, για να γίνουν οι στολές του εθίμου. Όταν ο Σύλλογος θα έχει τη δυνατότητα, θα ράψει, αποκλειστικά γι’ αυτές τις γιορτές, στολές ανάλογες με τις παλιές. Εξάλλου, η παράδοση δεν είναι ποτέ στατική, είναι πάντοτε δυναμική. Διαρκώς εξελίσσεται και προστίθενται νέα στοιχεία στο έθιμο.
Όπως παλιά οι Βλάχοι έδιναν το στίγμα στις Αποκριές, έτσι συνεχίζουν να το κάνουν και τώρα με την αναβίωση των ‘‘Καπεταναίων’’. Αν βοηθηθεί αυτό το έθιμο και υπάρξει η ανάλογη στήριξη, μπορεί να αποτελέσει έναν πόλο έλξης για την πόλη. Και τώρα όμως έτσι όπως γίνεται, με συνδρομές φίλων του Συλλόγου και με τη βοήθεια συχνά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δίνεται στον κόσμο, μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες της οικονομικής κρίσης, η ευκαιρία να διασκεδάσουν, να ξεφύγουν από τη στυγνή πραγματικότητα.
Η ορχήστρα για τους ‘‘Καπεταναίους’’ είναι εδώ και 30 χρόνια η ίδια, η μοναδική ορχήστρα των Μηνάδων. Παλιά ερχόταν και ο παππούς Μηνάς Μπέτζιος, που έχει αφήσει και το όνομα στην ορχήστρα. Τώρα συνεχίζουν ο γιος του και ο εγγονός. Κατάγονται από τα χωριά του Βόιου και παίζουν τα αυθεντικά βλάχικα τραγούδια. Χρόνια ολόκληρα, 50-60 χρόνια, οι γονείς τους έπαιζαν στη Σαμαρίνα και τώρα παίζουν εδώ για μας. Είναι μια μεγάλη ορχήστρα με χάλκινα, κατάλληλη για να ξεσηκώσει την πόλη.
Κατά τη διάρκεια της αναβίωσης του εθίμου ο Σύλλογος προσφέρει ψητά κρεατικά που είναι, σύμφωνα με τους ξένους Περιηγητές, το βασικό φαγητό των Βλάχων, αλλά και κρασιά και τσίπουρα. Μια φιλοξενία για όλον τον κόσμο, ανοιχτή και δωρεάν. Συμμετέχει πολύς κόσμος και έρχονται και Βλάχοι απ’ όλη την Ελλάδα, φίλοι, εκπρόσωποι Συλλόγων, άνθρωποι των γραμμάτων, οι οποίοι σέβονται την παράδοση αλλά και τη διαφορετικότητα. Σε τελευταία ανάλυση αυτό είναι και ο Πολιτισμός, μια σύνθεση επιμέρους πολιτισμών.
Παλιότερα τα μπουλούκια πήγαιναν στις βλάχικες γειτονιές και κατέληγαν στις δύο κεντρικές πλατείες της Βέροιας, στο Ωρολόγι και στην Ελιά. Τώρα περιδιαβαίνουν τις κεντρικές αρτηρίες της πόλης, καθώς άλλαξε η οικιστική της δομή, και οι Καπεταναίοι καταλήγουν στο Δημαρχείο της πόλης, όπου γίνεται πολύωρο γλέντι. Από κει επιστρέφουν πάλι στο Σπίτι του Συλλόγου, όπου ακολουθεί ολονύχτιο γλέντι μέχρι το πρωί. Φωτό από τη Φαρέτρα στο Δημαρχείο
Βιβλιογραφία
- Τ. Γκαλαΐτση: Από τη ζωή των Βλάχων/Di tu bana Armãnjilor, Βέροια 2013
- Αρχείο Συλλόγου Βλάχων Βέροιας
- Wace – Thomson : Οι Νομάδες των Βαλκανίων
- Αρχείο Ν. Δ. Σιώκη : Ποικίλα Δημοσιεύματα
- Γιώτα Φωτιάδου – Μπαλαφούτη: Εμείς οι Βλάχοι
- Αρχείο Δημήτρη Μπιτέρνα, ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ, 13-4-2012
- Αναστάσιου Βασιάδη, Ξηρολίβαδο χουάρα μουσιάτα/ΞΗΡΟΛΙΒΑΔΟ ΟΜΟΡΦΟ ΧΩΡΙΟ.
Φωτό:
- Αρχείο Συλλόγου Βλάχων Βέροιας
- Αρχείο Τάκη Γκαλαΐτση
- FARETRA.INFO
—-
Οι φωτογραφίες, faretra.info, που ακολουθούν είναι από την αναβίωση του έθιμου των Καπεταναίων από τον Σύλλογο Βλάχων Βέροιας, την Παρασκευή 15 Μαρτίου του 2024