Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα
Όταν σταμάτησαν την κούρσα του Καραμανλή
Τέλη δεκαετίας του ’50. Η Βέροια μεγαλώνει. Για μία καλύτερη τύχη φτάνουν από Κοζάνη, Γρεβενά και αλλού σ’ αυτή, ενώ δεν είναι και λίγοι που φτάνουν ουσιαστικά διωγμένοι-για λόγους πολιτικών φρονημάτων-και από άλλες περιοχές, ώστε να είναι «άγνωστοι μεταξύ αγνώστων» σ’ αυτήν, μπας και κάνουν ένα νέο ξεκίνημα.
Τα πρώτα σπίτια αρχίζουν να κατασκευάζονται κάτω από την Πιερίων, στη σημερινή Κυψέλη.
Άνθρωποι μεροκαματιάρηδες, νέα ζευγάρια που προσπαθούν να στεγάσουν τα όνειρα τους σε «δικό τους κεραμίδι». Η πλειοψηφία τους αριστερών φρονημάτων, φιλοπρόοδοι, τίμιοι και συχνά φοβισμένοι. Δύσκολες οι εποχές μετά τον εμφύλιο.
Όμως τα όνειρα τους για ένα σπίτι, «κολλούσαν» στο γεγονός ότι η περιοχή χαρακτηριζόταν «εκτός σχεδίου πόλεως». Έτσι οι τοπικές αρχές και τα αστυνομικά όργανα δεν τους άφηναν σε χλωρό κλαρί.
Το πρωί οι Λεχοβίτες μάστορες τα έχτιζαν, το απόγευμα έρχονταν οι μπουλντόζες με τη συνοδεία χωροφυλάκων και τα γκρέμιζαν.
Και τι δε σκαρφίζονταν μάστορες και ιδιοκτήτες. Μία τα έχτιζαν δωμάτιο, δωμάτιο. Μία τοποθετούσαν σε κάθε κτίσμα την ελληνική σημαία μήπως και σεβαστούν το σύμβολο του έθνους τα όργανα και έκαναν πίσω. Για να πούμε την αλήθεια αυτά τα «κόλπα» έπιαναν και κάποια από τα σπίτια προχώρησαν και κτίστηκαν ομοιόμορφα ουσιαστικά (πού αρχιτέκτονες εκείνοι την εποχή…), με φύλακες- Αγγέλους τις νιόπαντρες (οι άνδρες ήταν στο μεροκάματο) που ορισμένες από αυτές είχαν και τα μωρά στην αγκαλιά.
Η επίσκεψη του τότε Πρωθυπουργού προκειμένου να εγκαινιάσει το Φράγμα του Αλιάκμονα στις 27 Οκτώβρη 1958 είχε μαθευτεί από νωρίς. Είχαν άλλωστε φροντίσει γι’ αυτό οι τότε κομματάρχες της ΕΡΕ με επικεφαλής τον Βεροιώτη Βουλευτή. Η συζήτηση μεταξύ των γειτονισσών «άναψε». Δεν γνωρίζω ποιος έριξε την ιδέα. Η απόφαση όμως ήταν ομόφωνη. Σ’ αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι στις εκλογές που είχαν προηγηθεί τον Μάιο, η ΕΔΑ είχε αναδειχτεί σε αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ είχε αναδείξει και βουλευτή στην Ημαθία και επομένως υπήρχε ένα ξεθάρρεμα του κόσμου.
Από το πρωί μαζεύτηκαν γυναίκες της γειτονιάς στο ύψος της Αγίου Δημητρίου και Πιερίων, κρατώντας αρκετές τα μωρά στη αγκαλιά. Όταν είδαν την αυτοκινητοπομπή να πλησιάζει, βγήκαν στο δρόμο και την σταμάτησαν. Οι συνοδεύοντες τον Πρωθυπουργό θορυβήθηκαν και προσπάθησαν να προσπεράσουν το «εμπόδιο». Ο Κ. Καραμανλής ζήτησε να πληροφορηθεί τι ακριβώς συμβαίνει. Τότε μία από τις γειτόνισσες τον ενημέρωσε ότι «δεν αφήνουν νοικοκύρηδες να κάνουν σπίτια και τα γκρεμίζουν». Τότε ο Πρωθυπουργός έδωσε εντολή σε όσους τον συνόδευαν να σταματήσουν να «γκρεμίζουν τα σπίτια του κόσμου», ενώ υποσχέθηκε ότι θα δώσει λύση για το όλο πρόβλημα.
Πράγματι τα σπίτια σταμάτησαν να γκρεμίζονται και η γειτονιά απέκτησε σιγά-σιγά τη σημερινή της πυκνότητα. Με τα πρώτα όμως σπίτια της γειτονιάς να ξεχωρίζουν με τον τρόπο «οικοδόμησής» τους (δηλαδή δωμάτιο-δωμάτιο, υλικό από πουρόπετρα κ.α). Να που τελικά ο αγώνας έφερε αποτελέσματα!
—————–
Ο κυρ Αντώνης με το ανατρεπόμενο
(ο πατέρας μου)
Ήταν πάππου-προς πάππου Βεροιώτης και το καμάρωνε κιόλας λέγοντας: «Είμαι φασουλονταβάς».
Από τα 5 του ορφανός, με δύο μικρότερα αδέλφια, βγήκε από πολύ μικρός στη βιοπάλη. Και τι δεν έκανε. Από παιδί για θελήματα, μέχρι εργαζόμενος στου Παπαθεοκλήτου (με καμάρι έλεγε πάντα για τη φιλία του με τη γυναίκα του μετέπειτα Προέδρου της Κύπρου Κυπριανού, αλλά και πώς είχε γνωρίσει τον ίδιο), αλλά και βοηθός οδοντοτεχνίτη φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη η χάρη του.
Στα χρόνια της Κατοχής, εκτός από τον αγώνα για την επιβίωση έδωσε μαζί με άλλους και τον αγώνα για τη Λευτεριά οργανωμένος μέσα στις γραμμές της ΕΠΟΝ, αλλά και στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ. Όταν το 1987 αναγνωρίστηκε επίσημα ως αντιστασιακός, με καμάρι κρατούσε σε γωνιά του σπιτιού το δίπλωμα αλλά και το σχετικό μετάλλιο, αν και είχε την ελπίδα ότι με βάση αυτά καθώς και τις κυβερνητικές υποσχέσεις, όλο και «κάποιο μόριο χρήσιμο για την επαγγελματική τους εξέλιξη» θα είχαν τα παιδιά του.
Πάντα όμως η μεγάλη του αγάπη ήταν το τιμόνι. Αφού απαλλάχτηκε από την στράτευση στη Μακρόνησο (εξαγόρασε τη θητεία του ως προστάτης οικογενείας) έβγαλε δίπλωμα το 1945 και έτσι απέκτησε το περίφημο «χρυσό βραχιόλι» όπως έλεγε. Οι κάτοχοι διπλωμάτων ήταν ελάχιστοι στην πόλη και έτσι έπιασε αμέσως δουλειά ως οδηγός στο Νομομηχανικό (θέση που υπήρχε τότε με αυξημένες αρμοδιότητες, μιας και νομαρχία η Ημαθία έγινε το 1946). Από τη θέση αυτή εκτός από οδηγός στην κούρσα της υπηρεσίας (υποστήριζε ότι την 8θεσια με την ξύλινη επένδυση την είχε χρησιμοποιήσει παλιότερα και ο βασιλιάς) έγινε και χειριστής των άλλων βαρέων οχημάτων που διέθετε.
Στην κατάληψη από τον ΔΣΕ της Νάουσας (Γενάρης 1949), ουσιαστικά επιστρατεύτηκε για να κουβαλά πτώματα (!) με το φορτηγό της Νομαρχίας, μία εμπειρία που τον σημάδεψε σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του.
Έτσι –μέσω της θέσης αυτής- ουσιαστικά συμμετείχε σε όλα τα έργα στην Ημαθία που κατασκευάστηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήξερε με λεπτομέρειες για το πώς έγινε το καθένα απ’ αυτά αλλά και γιατί (π.χ οδός Μητροπόλεως στη Βέροια και ο τρόπος χάραξης της «ώστε να είναι τα σπίτια των πλουσίων φάτσα με τον δρόμο», διάνοιξη Ανοίξεως κλπ). Αργότερα οι γνώσεις του αυτές χρησίμεψαν για το ντοκιμαντέρ που φτιάχτηκε για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Βέροιας.
Αργότερα έκανε το μεγάλο βήμα και στα μέσα του ’50 απέκτησε το πρώτο του «ανατρεπόμενο». Δουλεύοντας νύκτα με νύκτα και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη (‘’ο Αντωνάκης’’ μέχρι το θάνατο του -γεννήθηκε το 1926 και πέθανε το 2014- για συγγενείς και φίλους) συμμετείχε δραστήρια στην ανοικοδόμηση της Βέροιας, αλλά και της Νάουσας (ελάχιστα τότε τα φορτηγά). Μία σειρά εμβληματικά κτήρια της Βέροιας (π.χ Ξενοδοχείο Μακεδονία, πολυκατοικία Καλαμπαλίκα κ.α), αλλά και τα πρώτα έργα της ΔΕΥΑΒ προήλθαν και από τις δικές του μεταφορές.
Αξέχαστες οι εκδρομές που διοργάνωνε -κυρίως για ολόκληρο το σόϊ- φορτώνοντας το στην καρότσα με προορισμό τη θάλασσα ή την Παναγία Σουμελά κάτι που τέτοιο «προνόμιο» είχαν μόνο οι πλούσιοι της περιοχής…
Πολλοί ήταν αυτοί που «έπιναν νερό στ’ όνομά του» γιατί ήταν ο εκπαιδευτής τους στην εκμάθηση οδήγησης φορτηγών και έτσι απέκτησαν το πολυπόθητο «επαγγελματικό δίπλωμα».
Όταν ξεκίνησαν οι αποσύρσεις στα ροδάκινα το ’80 δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί το ανατρεπόμενο για να κουβαλά κουκούτσια ή ροδάκινα από τα διάφορα διαλογητήρια και ας τον έλεγαν τα παιδιά που τον φόρτωναν «ο σάπιας». Πάντα – εκτός από το μεροκάματο που έπαιρναν από τα εργοστάσια- τους έδινε και χαρτζιλίκι «για να πιουν μια μπύρα». Τον αγαπούσαν γι’ αυτό, όπως και για τις ιστορίες που έλεγε. Και αν καμία φορά το φόρτωμα περιλάμβανε ελαφρά χτυπημένα ροδάκινα ή …μπανάνες τα έφερνε πρώτα στη γειτονιά, μοίραζε όσα ήταν κατάλληλα στους γείτονες και μετά τα οδηγούσε στη χωματερή που τότε λειτουργούσε στον Αλιάκμονα.
Είχε μοναδικό θυμητικό μέχρι τις τελευταίες στιγμές του. Τον χαρακτήριζαν ως «Παλιά Διαθήκη» γιατί θυμόταν με λεπτομέρεια πρόσωπα και γεγονότα από την ιστορία της Βέροιας από την περίοδο του μεσοπολέμου και μετά, αναμνήσεις που βοήθησαν ακόμη και συγγραφείς να γράψουν για ιστορικά ζητήματα της περιοχής.
Από το «επίσημο κράτος» δεν είχε πολλά κυνηγητά τα «πέτρινα χρόνια». Ψήφιζε σταθερά προχουντικά την ΕΔΑ και ας το έκρυβε επιμελώς. Μόνο που κατά τη διάρκεια της δικτατορίας- με αφορμή την αγορά φορτηγού κόκκινου χρώματος- τον κάλεσαν στη Ασφάλεια και τον υποχρέωσαν να τοποθετήσει στις δύο πόρτες του μικρές ελληνικές σημαίες…
Μετά την Χούντα, συμμετείχε σταθερά σε προεκλογικές συγκεντρώσεις του ΚΚΕ, άνοιγε πιο πολλές πολιτικές κουβέντες, αλλά και συμμετείχε δραστήρια στο σωματείο συνταξιούχων του ΤΣΑ, στο παράρτημα Βέροιας της ΠΕΑΕΑ αλλά και στις διαδηλώσεις που γίνονταν.
Έφυγε όρθιος όπως έζησε τη δύσκολη ζωή του. Προλάβαμε και κινηματογραφήσαμε αναμνήσεις του, τόσο για τη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βέροιας, όσο και για την ταινία για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Βέροιας, έτσι για να μαθαίνουν οι νεότερες γενιές ψηφίδες από την ιστορία του τόπου μας, αλλά και για τους «αφανείς ήρωες» που ήταν οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της.
———