Άρθρα Βιβλίο Πολιτισμός

Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: Κώστας Μπαλαχούτης «Δημήτρης Κοντογιάννης – 50 χρόνια λαϊκό τραγούδι»

Μία από τις «άγιες τριάδες» του Λαϊκού Τραγουδιού μας: Νικολόπουλος, Ρασούλης, Κοντογιάννης

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

«Η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ Δύσης κι Ανατολής »

Όταν φίλοι αδελφικοί –από εκείνους που αφήνουν χνάρια και πολιτισμικό αποτύπωμα στον χώρο όπου δρουν και ενεργούν, και στον οποίο διακονούνται οι τέχνες, οι επιστήμες και τα γράμματα– όπως ο σπουδαίος λαϊκός τραγουδιστής Δημήτρης Κοντογιάννης, με το προσφάτως εκδοθέν βιβλίο: «Κώστας Μπαλαχούτης, Δημήτρης Κοντογιάννης – 50 χρόνια λαϊκό τραγούδι, Δημοτικό – Ρεμπέτικο – Σύγχρονο, εκδόσεις Χαμάμ, Αθήνα 2023» (σχήμα 17 Χ 24, σελίδες 240), φτάνουν σε τέτοιες σπουδαίες καταθέσεις για την καλλιτεχνική τους διαδρομή, και για την συμβολή τους σε ένα πολιτισμικό αγαθό, όπως είναι το Λαϊκό Τραγούδι, δεν έχεις παρά να απονέμεις ένα δημόσιο «εύγε», και ας συνεχίζει και σήμερα να είναι «μάχιμος» και στις επάλξεις του αγώνα του.

     Το λαϊκό μας τραγούδι, κληρονόμος του ρεμπέτικου αστικού τραγουδιού, με παππού το δημοτικό τραγούδι (τα δημώδη άσματα) των ανθρώπων της υπαίθρου ή, καλύτερα, του αγροτικού κόσμου (κτηνοτροφικού, γεωργικού της στεριανής χώρας, και του νησιωτικού), είναι τις τελευταίες δεκαετίες στην αιχμή του δόρατος του ελληνικού πολιτισμού: Προβάλλει διεθνώς επάξια τον ελληνικό λόγο, την αρμονία, τον ρυθμό, το μέτρο και την μελωδία, που κρατάνε από παλαιά χρόνια και από αρχέγονες κοινωνικές καταστάσεις. Όσοι το υπηρετούν –ο Δημήτρης Κοντογιάννης είναι ένας από αυτούς τους «υπηρέτες»– είναι ή γίνονται ηθελημένα ή αθέλητα οι καλύτεροι πρεσβευτές του νεότερου μουσικού, και όχι μόνον, πολιτισμού μας, και αναμφίβολα της Νεοελληνικής μας Γλώσσας.   

     Στον εκδοθέντα τόμο, πλάι στους: Σταύρο Ξαρχάκο, Χρήστο Νικολόπουλο, Απόστολο Κεφαλά, Κώστα Μπαλαχούτη, υπάρχει και ένας δικός μου προλογικός Χαιρετισμός, τον οποίο και πάραυτα καταθέτω:

     Θέλω να ξεκινήσω, μιλώντας πρώτα για τον γενέθλιο τόπο του αγαπημένου φίλου μου κι αδελφού Δημήτρη Κοντογιάννη (φιλία σφυρηλατημένη από το 1977, όταν τον γνώρισα στο σπίτι της αγαπημένης μου φίλης και «θείας» Δόμνας Σαμίου, στην Νέα Σμύρνη, στην Αθήνα), για την Δαύλεια, ιστορικό χωριό πάνω στον Παρνασσό, όρος των Παρνασσίδων Μουσών, όχι για το τι αναφέρει ο Όμηρος γι’ αυτήν, αλλά τα όσα μυθολογεί ο Απολλόδωρος (2ος αι. μ.Χ.), και είναι άκρως ενδιαφέροντα:

    «Ο δε Πανδίωνας ενυμφεύθη τη Ζευξίππη, αδελφή της μητέρας του, και απέκτησε θυγατέρες μεν την Πρόκνην και τη Φιλομήλα, και δύο αγόρια δίδυμα, τον Ερεχθέα και τον Βούτη. Όταν δε εσηκώθη πόλεμος εναντίον του Λαβδάκου (βασιλιά των Θηβών, πατρός του Λαΐου, που ήταν πατέρας του θλιβερώς περιφήμου Οιδίποδα), για τα σύνορα της χώρας, επεκαλέσθη εις βοήθειαν τον Τηρέα, υιόν του Άρεος από την Θράκην (Παρνασσόν) και όταν μαζί με αυτόν κατώρθωσε τον πόλεμον (ενίκησε δηλ.) έδωκεν εις γάμον εις τον Τηρέα την κόρη του την Πρόκνη. Αυτός όμως, αφού εγέννησε από αυτήν ένα παιδί, τον Ίτυν, ερωτεύθη την (γυναικαδέλφην του) Φιλομήλα και εκοιμάτο μαζί της και της έκοψε τη γλωσσα (για να μη μαρτυρήση σε κανένα τα διατρέξαντα). Αυτή όμως ύφανε γράμματα εις ένα πέπλον και διά μέσου αυτών εγνωστοποίησε εις την Πρόκνη τις συμφορές της. Και αυτή (η Πρόκνη) αφού εζήτησε πληροφορίες για την αδελφή της, εσκότωσε το παιδί της τον Ίτυν και αφού τον έψησε τον παρέθεσε φαγητόν εις τον ανύποπτον Τηρέα και ετράπη εις φυγήν γρήγορα με την αδελφήν της. Ο δε Τηρέας, άμα αντελήφθη, τα γενόμενα, άρπαξε ένα τσεκούρι και τις εκυνηγούσε. Αυτές δε όταν στην Δαύλεια της Φωκίδος τις έπιασε ο Τηρέας ευχήθηκαν στους θεούς να γίνουν πουλιά. Και η μεν Πρόκνη έγινε αηδόνι, η δε Φιλομήλα χελιδόνι, ο δε Τηρέας έγινε το πουλί έποψ (τσαλαπετεινός).» (Έκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Μτφρ. Π. Πετρίδης, Νο 89).

     Θέλω να πω ότι ο Δημήτρης γεννήθηκε στον τόπο όπου γεννήθηκαν αιώνες πριν το αηδόνι και το χελιδόνι, τα πιο γλυκόλαλα πουλιά.

     Η Δαύλεια είναι γνωστή για τον ρόλο της κατά την Επανάσταση του 1821, και για το ότι εκεί εγκαταστάθηκαν στα μετεπαναστατικά χρόνια η ένδοξη οικογένεια των κλεφταρματολών Κοντογιανναίων, για τους οποίους υπάρχουν πλήθος δημοτικών τραγουδιών, με γνωστότερο τον Μήτσο Κοντογιάννη, από τους πρωταγωνιστές στη Β’ Πολιορκία του Μεσολογγίου (1825-1826) και στην ηρωική έξοδο (23.4.1826).

     Ακόμα, σε αυτή τη μικρή ελληνική πατρίδα, στην περίοδο της τριπλής Κατοχής (γερμανοϊταλοβουλγαρική), 1941-1944, άνθισε το αντάρτικο κατά των κατακτητών. Στους καπεταναίους της περιοχής είναι και ο Νικόλαος Στρογγυλάκος, αδελφός της μητέρας του Δημήτρη, ο μόνος καπετάνιος ανταρτικής ομάδας με ονοματεπώνυμο και χωρίς «αντάρτικο ψευδώνυμο», με ένα περιπετειώδη μυθιστορηματικό βίο, «σενάριο» για ταινία μεγάλου μήκους. Πέραν τούτου, «ο Μπαρμπα-Νίκος» έγραψε και έξοχους στίχους «δημοτικών τραγουδιών» στη δεκαετία του 1960, που κάποια υπήρξαν ευπώλητα (π.χ. το «Πήγε μια Βλάχα απ’ το βουνό / στην ξελογιάστρα Αθήνα / …» και άλλα, όντας και φίλος του Τάσου Χαλκιά και άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών, φορέων και φρουρών του λαϊκού πολιτισμού μας. Ο Μπαρμπα-Νίκος είναι αυτός που ανέβασε τον ανεψιό του «τον Δημητράκη», μικρό παιδί και σχολιαροπαίδι, σε πάλκο μεγάλων τραγουδιστών, να τραγουδήσει λαϊκά!

  Όλα αυτά, της ζώσας παράδοσης, ο Δημήτρης τα είχε ως εφόδια στον «τορβά» του όταν βρέθηκε στην Αθήνα –αυτός ο επαρχιώτης– για να κατακτήσει τον κόσμο των οραμάτων του. Προίκα σημαντική απαρτιζόμενη από: μύθους, παραμύθια, σπουδαίες ιστορίες, τραγούδια, μουσικές, με τη δωρεά των Παρνασσίδων Μουσών στη φωνή του, μαζί με τα άλλα χαρίσματα: τιμιότητα, ευθύτητα, συνέπεια, αγωνιστικότητα, ήθος, και αξιοπρέπεια. Τούτα κουβάλησε στην «πήρα» του ο φίλος στην Αθήνα.

     Στο κλεινόν άστυ όμως, του έλαχε ο κλήρος, στη δεκαετία του 1970, να βρει συνοδοιπόρους, ανθρώπους με παραπλήσια οράματα, για τον λαϊκό τραγουδιστικό και μουσικό μας πολιτισμό. Έτσι, με την «Ρεμπέτικη Κομπανία» επιδόθηκε –όπως και οι λοιποί της συντροφιάς– στην συλλογή των τραγουδιών των ρεμπέτηδων και των λαϊκών συνθετών, και να τα αποκαλύψουν στον Νεοέλληνα, ο οποίος ακόμα ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί για να προσδιορίσει την «ταυτότητά» του! Αυτή η προσπάθεια απέδωσε, ενώ από κάποιους έγινε μόδα και εμπορευματικό προϊόν, αλλά για τον Δημήτρη και την «παρέα» του ήταν και παραμένει μια σπουδαία κληρονομιά και παρακαταθήκη, που απαιτεί μεγάλο σεβασμό, έρωτα και αγάπη, για την προσέγγισή της. Τούτη η «δογματική» προσήλωση, θαρρώ ότι συνεχίζει έως και σήμερα, σαν ένας «ιερός και απαράβατος όρος.»

Πιστός στις ρίζες του, ο Δημήτρης υπηρέτησε με την ίδια συνέπεια το ρεμπέτικο, το λαϊκό και το δημοτικό τραγούδι, ενώ η φωνή του απέδωσε και πρωτοποριακές προτάσεις σπουδαίων σύγχρονων δημιουργών, στεκόμενος παραδειγματικά σε δύο, στα έργα του Νίκου Ξυδάκη και Μανώλη Ρασούλη, και σε αυτά του Νίκου Μαμαγκάκη και Γιώργου Ιωάννου, αλλά ακόμα και σε αυτά του Γιώργου Λυκούρα. Η παραγωγή της δισκογραφίας με τον Δημήτρη ως εκτελεστή, έχει ένα πλήθος από διαμάντια του τραγουδιστικού μας πλούτου. Νομίζω πως πέρασε και βρίσκεται στους σεμνούς κλασικούς ερμηνευτές, έξω από αυτό το εκπορνευμένο κι αδηφάγο σύστημα των «δήθεν» και των «δημοσιοσχεσίτικων» αναρριχήσεων και μόνο. Είμαι πεισμένος ότι με το έργο του αφήνει σημαντικό αποτύπωμα στον τραγουδιστικό και μουσικό σύγχρονο πολιτισμό μας.

 

  Δεν είναι εύκολο πράγμα να τιμάς σήμερα το αληθινό, το αυθεντικό, το πηγαίο, στο τραγούδι, όταν το «σουξέ» είναι η κυρίαρχη θρησκεία, ούτε μπορείς να τα βάλεις εύκολα με ένα σύστημα που η «αρπαχτή» έχει αναχθεί σε ιδεολόγημα. Παρ’ όλα αυτά, ο Δημήτρης μπόρεσε και ξέφυγε από υφάλους και σκοπέλους, ακολουθώντας την καλλιτεχνική ατραπό της ψυχής του, με τους χυμούς ριζών που τον γαλούχησαν, στον γενέθλιο προγονικό του τόπο.

     Το ότι ο Δημήτρης είναι και σπουδαίος οργανοποιός (τζουράδες, μπαγλαμάδες, μπουζούκια, κιθάρες κ.λπ.), είναι γνωστό σε λίγους, και λογαριάζω ότι στο βιβλίο θα «εκθέσει δημόσια» και αυτήν την πλευρά του καλλιτέχνη δημιουργού…

Γι’ αυτό, λοιπόν, είναι μεγάλη η χαρά μου, ακούγοντας ότι ετοιμάζει ο φίλος να εκδώσει την «Αυτοβιογραφία» του, γιατί έχει και άλλα, σπουδαία και σημαντικά να πει, χωρίς καμιά κομπορρημοσύνη, αλλά απλά και ταπεινά, σαν ένας «υπουργός» (με την αρχαϊκή έννοια του όρου), ήτοι σαν ένας καλός και πιστός υπηρέτης όλων αυτών που το λαϊκό μας τραγούδι κρύβει στους στίχους και στις μελωδίες του, στους ρυθμούς και τις αρμονίες, που κάνουν τις ψυχές των ανθρώπων να πάλλονται.

     Αγαπημένε μου φίλε και αδελφέ, χαίρομαι που μου δίνεις την ευκαιρία να μπορώ να πω δυο λόγια για σένα και να… χαιρετήσω την έκδοση της «Αυτοβιογραφίας» σου, και είμαι πεπεισμένος ότι έχει να μιλήσει στις καρδιές και στις μνήμες πολλών. Να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο σου.

  • Η δημοσιευμένη περίληψη του βιβλίου έχει ως ακολούθως:

     «Δημήτρης Κοντογιάννης – 50 Χρόνια Λαϊκό Τραγούδι» είναι ο τίτλος του βιβλίου που σκιαγραφεί την πορεία του ερμηνευτή, μουσικού αλλά και τραγουδοποιού. Ο υπότιτλος δηλώνει την πλατιά αλλά στέρεη γκάμα του: «Δημοτικό, Ρεμπέτικο, Σύγχρονο».

     Τη βιογραφία του Δημήτρη Κοντογιάννη προλογίζουν οι Σταύρος Ξαρχάκος, Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργης Έξαρχος, Απόστολος Κεφαλάς (στενός φίλος του Κοντογιάννη).

     Το βιβλίο σκιαγραφεί την πορεία του Κοντογιάννη στη ζήση και την τέχνη. Ξεκινάει από τα παιδικά του χρόνια και πρώτα μουσικά ακούσματά του στη Δαύλεια της Βοιωτίας (παππούς του ο ξακουστός λήσταρχος Κοντογιάννης), περνάει απ’ τις πρώτες συνεργασίες του στις μπουάτ της Πλάκας με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και όχι μόνο, τη γέννηση και ανάδειξη της Ρεμπέτικης Κομπανίας, και τις συμπράξεις του με κορυφαίες προσωπικότητες όπως οι Τσιτσάνης, Τσαουσάκης, Μπέλλου, Μπίνης, Βίρβος, Κόρος, Περπινιάδης, Λύδια, Μαμαγκάκης, Ρασούλης, Λοΐζος, Νικολόπουλος, Σούκας, Κλυν, Αλεξίου, Βιτάλη, Νταλάρας, Γλυκερία και… και… και…

     Συνοδεύεται από σπάνιο φωτογραφικό υλικό και αρχειακό υλικό, ενώ περιλαμβάνεται και η αναλυτική δισκογραφία του Κοντογιάννη.

     Μια ακόμη βιογραφία από τον συγγραφέα, στιχουργό, μουσικό παραγωγό και καλλιτεχνικό διευθυντή του ogdoo.gr Κώστα Μπαλαχούτη.ο οποίος έχει υπογράψει τις «επίσημες» βιογραφίες των Βαγγέλη Περπινιάδη, Στέλιου Καζαντζίδη, Γιώτας Λύδια, Χρήστου Νικολόπουλου, Μιχάλη Μενιδιάτη, Γιώργου Μαργαρίτη, Στράτου Διονυσίου.»

 

  • Ο Δημήτρης Κοντογιάννης ανήκει στην κατηγορία των τραγουδιστών που δεν άσκησαν «επάγγελμα», αλλά σε εκείνους που με βαθιά επίγνωση και συνείδηση υπηρέτησαν το υψηλό ιδανικό του «ελληνικού μουσικού πολιτισμού», γι’ αυτό και το «σταρ-σύστεμ» ουδέποτε τον επηρέασε, κρατώντας στην συμπεριφορά του το μεγαλείο της απλότητας, την γενναιοδωρία του προς όσους τον πλησίασαν και είχαν ανάγκη της όποιας συνδρομής του, την υπεράσπιση της ταυτότητας του ανθρώπου της υπαίθρου που κληροδότησε στον νεοελληνικό πολιτισμό τα Δημοτικά Τραγούδια, τα οποία και με εξαιρετικό τρόπο απέδωσε και αποδίδει. Το ίδιο έπραξε και για το μεγαλειώδες αστικό Ρεμπέτικο Τραγούδι, έκφραση των κυνηγημένων και ασυμβίβαστων ανθρώπων στο περιθώριο της κοινωνίας και του ρυθμού των πόλεων. Οι έξοχες ερμηνείες του αποτελούν σήμερα για πολλούς «ρεμπετόφιλους» τα χνάρια πάνω στα οποία πατούν, για πιστή απόδοση των πρώτων εκτελέσεων. Και η δισκογραφική του κατάθεση στην διαμόρφωση του Νέου Λαϊκού Τραγουδιού μας είναι αδιαμφισβήτητη: Εκδίκηση της Γυφτιάς (των Μανόλη Ρασούλη, Νίκου Ξυδάκη, παραγωγής Διονύση Σαββόπουλου), Τα Δήθεν (των προηγούμενων συντελεστών), το Κέντρο Διερχομένων (των Γιώργου Ιωάννου, Νίκου Μαμαγκάκη), Οι Κυβερνήσεις πέφτουνε μα η Αγάπη μένει (των Μ. Ρασούλη, Χρ. Νικολόπουλου), δίσκοι σταθμοί ή «δίσκοι τομή» για το σύγχρονο ελληνικό λαϊκό τραγούδι.

  • Ο Δημήτρης Κοντογιάννης σε κείμενό του για: Το ελληνικό λαϊκό τραγούδι των πόλεων στον 20ό αιώνα, δείχνει πως είναι βαθύς γνώστης τις Ιστορίας του Λαϊκού Τραγουδιού μας, και αυτή του η γνώση το έκανε αυθεντικό εκτελεστή/ τραγουδιστή του τραγουδιστικού και μουσικού θησαυρού μας, τον έκανε πιστό «υπηρέτη» του κοινωνικού αγαθού που λέγεται ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, τον συνειδητοποίησε ως γνήσιο λαϊκό εκφραστή ενός σημαντικότατου πολιτισμικού αγαθού που, δυστυχώς, έχει μεταμορφωθεί σε εμπόρευμα και τείνει να λάβει «εκχυδαϊσμένη μορφή». Αντιγράφω από αυτό το πολύ ενδιαφέρον κείμενο:

     Σ’ αυτή την πρώτη περίοδο [του 20ού αιώνα] της δισκογραφίας του Ρεμπέτικου κυριαρχεί πλέον το μπουζούκι (ένα πανάρχαιο ελληνικό όργανο, που επιβίωνε επί αιώνες μέσα στο δημοτικό τραγούδι, αλλά δεν είχε σημαντικό ρόλο), επικρατούν οι ρυθμοί-χοροί ζεϊμπέκικος και χασάπικος, ενώ οι δημιουργοί του αντλούν τα θέματά τους από τον κόσμο του περιθωρίου, της φτώχειας, της προσφυγιάς και του κατατρεγμού.

     Στην επόμενη περίοδο, με κυρίαρχη φυσιογνωμία τον Βασίλη Τσιτσάνη, η θεματογραφία του ρεμπέτικου διευρύνεται. Και με τον τρόπο αυτόν διευρύνεται και η επιρροή του σε όλα σχεδόν τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Το ρεμπέτικο γίνεται λαϊκό (popular). Εμφανίζονται δεκάδες συνθέτες, στιχουργοί, και τραγουδιστές και το είδος αυτό του τραγουδιού κυριαρχεί στην δισκογραφία αλλά και στην ελληνική κοινωνία ως τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950

     Στις δεκαετίες του 1910 και 1920 ηχογραφούνται και εκδίδονται στο εξωτερικό (κυρίως στην Αμερική) τα πρώτα τραγούδια που χαρακτηρίζονται ρεμπέτικα, με έντονες επιρροές από την μουσική της Μικράς Ασίας. Ωστόσο το είδος αυτό της μουσικής μορφοποιείται στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, όταν ιδρύεται το εργοστάσιο της COLUMBIA στην Αθήνα και ηχογραφούνται τα πρώτα τραγούδια με μπουζούκι, κιθάρα και μπαγλαμά και αναδεικνύεται ως κορυφαίος παράγοντας ο μπουζουξής, συνθέτης και τραγουδιστής Μάρκος Βαμβακάρης. Το πρώτο συγκρότημα που έπαιξε ζωντανά σε κέντρο αυτό ακριβώς το είδος ήταν η περίφημη «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς», που εμφανίστηκε το 1934 στην Δραπετσώνα. Την αποτελούσαν ο Μ. Βαμβακάρης, Αν. Δελιάς, Στρ. Παγιουμτζής και Γιώργος Μπάτης.

     Το Ρεμπέτικο είναι ένα πολύ σημαντικό μουσικοποιητικό φαινόμενο. Ένα είδος τραγουδιού που γνώρισε μεγάλη ακμή στην Αθήνα, στον Πειραιά, ατην Θεσσαλονίκη, στην Ερμούπολη, και σε άλλες ελληνικές πόλεις ανάμεσα στο 1930 και στο 1955. Οι ρίζες του χάνονται μέσα στην προ-δισκογραφική περίοδο του τραγουδιού, ενώ κάποιοι ερευνητές έχουν αναζητήσει την μακρινή προέλευσή του στα αστικά κέντρα της… Βυζαντινής αυτοκρατορίας!

     Το σίγουρο πάντως είναι ότι υπάρχουν καταγραφές ρεμπέτικων τραγουδιών (από τον Ανδρέα Καρκαβίτσα και άλλους) τον 19ο αιώνα. Και όταν αναφερόμαστε σε καταγραφές, εννοούμε καταγραφές στίχων (και όχι μουσικής) που έχουν περιεχόμενο αντίστοιχο με αυτό που συναντάμε στα ηχογραφημένα ρεμπέτικα της πρώτης φάσης της ελληνικής δισκογραφίας των αρχών του 20ού αιώνα.

     Η εμφάνιση του Καζαντζίδη στη δεκαετία αυτή και οι επιρροές από το δημοτικό τραγούδι της υπαίθρου, το τραγούδι των χωρών της Εγγύς Ανατολής, σε συνδυασμό με την αστυφιλία και την μετανάστευση, δίνουν στο ρεμπέτικο τραγούδι μια νέα τροπή, πλουτίζουν τις μουσικές του, αλλά και τα θέματα των στίχων του. Ταυτόχρονα όμως τίθενται και οι προϋποθέσεις για την παρακμή του καθώς η ελληνική κοινωνία αλλάζει.

     Ραγδαία με ταυτόχρονες και μεγάλες αλλαγές στο «γούστο» των ανερχόμενων μικροαστικών στρωμάτων. (Στα χρόνια αυτά δημιουργείται και το νέο, ας πούμε, είδος το οποίο αποκαλούμε ειδικά «λαϊκό» για να το ξεχωρίσουμε από το ρεμπέτικο. Με σπουδαίους συνθέτες και ερμηνευτές, αλλά και εξαιρετικά τραγούδια. Αλλά το κεφαλαίο αυτό δεν είναι αντικείμενο αυτής της σύντομης εισήγησης).

     Επανερχόμενοι στο κυρίως θέμα μας, αξίζει νομίζω να αναφέρουμε και το ότι στα χρόνια της μεγάλης δημιουργικής του περιόδου (1930-1955), το Ρεμπέτικο αμφισβητήθηκε έντονα και από πολλές πλευρές. Οι επικρίσεις ήταν κατά βάση:

     ΠΡΩΤΟΝ ότι ήταν τραγούδι του υποκόσμου, επειδή το ένα κομμάτι της θεματογραφίας του αφορούσε φυλακισμένους, εξαρτημένους από ουσίες, ανθρώπους του περιθωρίου γενικότερα… Και

     ΔΕΥΤΕΡΟΝ ότι η μουσική του είχε επιρροές από την Ανατολή, από αραβοπερσικές τουρκικές ακόμη και ινδικές μελωδίες.

     Η αλήθεια είναι ότι και οι δυο αυτές αιτιάσεις έχουν κάποια βάση. Αλλά επίσης είναι αλήθεια ότι το ρεμπέτικο τραγούδι ακόμη κι όταν κατέγραψε και εξέφρασε, εν μέρει βέβαια τα προβλήματα των ανθρώπων του περιθωρίου, το έκανε με αλήθεια, με αυθεντικότητα και με δύναμη. Όσον αφορά το μουσικό μέρος, το ρεμπέτικο είχε κάποιες επιρροές από την (πλούσια και πολύ σημαντική) παράδοση των χωρών της ανατολικής Μεσογείου, αλλά όλα αυτά τα στοιχεία τα αφομοίωσε και τα συνδύασε με ένα θαυμαστό τρόπο με την δυτική μουσική και με στοιχεία του λεγόμενου ελαφρού τραγουδιού και της αθηναϊκής καντάδας, δημιουργώντας ένα καινούργιο εξαίσιο μουσικό είδος — το οποίο σημειωτέον πριν λίγες εβδομάδες η ΟΥΝΕΣΚΟ το συμπεριέλαβε στην παγκόσμια, άυλη πολιτιστική κληρονομιά!

     Είναι επίσης σημαντικό να αναφέρουμε ότι κάποιοι φωτισμένοι Έλληνες, από πολύ νωρίς αναγνώρισαν την αξία του ρεμπέτικου τραγουδιού και κλείνω αναφέροντας ενδεικτικά ότι:

     Ο Κάρολος Κουν χρησιμοποίησε τη μουσική του τραγουδιού «Οι λαχανάδες» (Κάτω στα λεμονάδικα) του Βαγγέλη Παπάζογλου στην παράσταση του Πλούτου του Αριστοφάνη το 1936.

     Ο Νίκος Σκαλκώτας, αργότερα, το 1943, έκανε διασκευή της μουσικής από το τραγούδι «Μάγισσα της αραπιάς» του Τσιτσάνη. Ο Σκαλκώτας έγραφε ένα δικό του έργο το «Κονσέρτο για βιολί». Το έργο αυτό δεν εκδόθηκε στην εποχή του και δεν έγινε ευρύτερα γνωστό, αλλά ηχογραφήθηκε πολλά χρόνια μετά το θάνατό του…

     Το τρίτο γεγονός είναι η περίφημη διάλεξη που έδωσε ο Μάνος Χατζιδάκις το 1949, υπερασπιζόμενος θερμά το ρεμπέτικο τραγούδι.

     Το τέταρτο είναι μια πρωτοσέλιδη επιφυλλίδα στην εφημερίδα Τα Νέα το 1952 της αυστηρής μουσικοκριτικού Σοφίας Σπανούδη, η οποία αφού ζήτησε αρχικά συγνώμη για όσα κατά καιρούς είχε σούρει στο ρεμπέτικο, έπλεξε το εγκώμιο ιδίως του Βασίλη Τσιτσάνη, τον οποίον είχε ακούσει να παίζει και να τραγουδάει σε ένα φιλικό της σπίτι, όπου ο συνθέτης είχε κληθεί να παρουσιάσει την εργασία του…

     Σε κάθε περίπτωση, στα χρόνια μας το Ρεμπέτικο δεν αμφισβητείται πια από καμιά πλευρά. Θεωρείται κορυφαίο πολιτιστικό αγαθό και ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του νεοελληνικού πολιτισμού…

     Και τα τραγούδια των Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Χιώτη, Καλδάρα και πολλών ακόμη άξιων δημιουργών της εποχής εκείνης εξακολουθούν να παίζονται, να τέρπουν, να διασκεδάζουν και να παρηγορούν τους περισσότερους Έλληνες.

  • Κλείνω το «Ταξίδι» με δύο σημεία μιας ωραίας και ενδιαφέρουσας συνέντευξης του Δημήτρη Κοντογιάννη στον Αντώνη Μποσκαΐτη (10.10.2019) για το «Κουτί της Πανδώρας», που αποκαλύπτουν το εύρος και την ποιότητα των συνεργασιών του και την αυστηρότητα των επιλογών του:

     «Όταν δουλέψαμε με τον Χατζιδάκι στο «ZOOM», τότε που για πρώτη φορά έκαναν κοινό πρόγραμμα οι δυο τους με τον Θεοδωράκη, τραγουδούσαμε η Ζορμπαλά, ο Κούτρας, η Γλυκερία, εγώ κι ένας Κύπριος, παιδί του Χατζιδάκι, ο Ευτύχης Χατζηττοφής, ένα όμορφο μελαχρινό παιδί. Ο Χατζιδάκις κι ο Θεοδωράκης μας είχαν φτιάξει το πρόγραμμα και ενορχηστρωτής ήταν ο Τάσος Καρακατσάνης. Μπουζούκι έπαιζε ο Λάκης Καρνέζης. Άκουσα πολύ καλά σχόλια, μάλιστα ο Θεοδωράκης είχε πει πως θα μού’κανε ολόκληρο δίσκο. Τον Χατζιδάκι τον θυμάμαι να περνάει από το «ZOOM» συχνά και νά’ρχεται απ’ τα καμαρίνια μας.

     Είναι παρακαταθήκη, κύριε Κοντογιάννη, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που συναναστραφήκατε;

     Η πιο μεγάλη παρακαταθήκη για μένα, Αντώνη, είναι που δούλεψα με τον Τσιτσάνη! Δούλεψα με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, ήμουν της ενδιάμεσης γενιάς που δούλεψε μ’ αυτά τα ιερά τέρατα. Ήξεραν αυτοί την προφορική παράδοση, ήταν μεγάλο σχολείο οι λαϊκοί μουσικοί. Ήξεραν την ανατολική μουσική, που κακώς τη λέμε ανατολική, αφού πρόκειται για την αρχαία μουσική των Ελλήνων. Με τον Ρούκουνα, με τον Κυριαζή, με τον Μοσχονά, δουλέψαμε στα πάλκα και σε συναυλίες. Με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, επίσης. Μιλάμε για προπολεμικές τραγουδίστριες!

     Και αντλούσατε εκ των έσω όση πληροφορία θέλατε.

     Ναι, ήμουν σφουγγάρι, προσπαθούσα κοντά τους να μάθω μιαν άλλη γλώσσα απ’ τη δυτική μουσική.

     Ήταν δοτικοί οι καλλιτέχνες αυτοί;

     Οι πιο πολλοί, όχι! Ο Ρούκουνας ήταν πάρα πολύ δοτικός και ήξερε και να διδάξει. Δεν ξέρω αν το έκαναν από σνομπισμό ή από «χαρακτήρα», αλλά ήταν και λίγο ανιαρό να ρωτάς ως νέος να σου εξηγήσουν ποια είναι η κλίμακα ουσάκ και ποια η χιτζάζ. Βαριόντουσαν μάλλον οι άνθρωποι, τους ρώταγες κάτι και σου λέγανε: «Τώρα είμαι στη δουλειά, ρε παιδί μου, άσε να βγάλουμε τη νύχτα και το μεροκάματο»…

     Εντάξει, δικαιολογείται η στάση τους.

     Ναι, δικαιολογείται, δεν το κάνανε από κακία, αλλά επειδή βαριόντουσαν. Ενώ ο Ρούκουνας, όπως και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, ήταν πολύ δοτικοί σαν δάσκαλοι. Σου δείχνανε, τους άρεσε να μάθαινες αυτά που ξέραν κι αυτοί. Και ο Μοσχονάς το ίδιο! Ο δε Ρούκουνας ήταν και ψάλτης και ήξερε τον τρόπο να διδάξει, οι άλλοι πιθανώς να μην ήξεραν. Να προσθέσω ότι για μας τότε δεν υπήρχε σχετική βιβλιογραφία. Μετά βγήκαν απ’ τον Κάκτο βιβλία και μάθαμε πολλά περί της αρχαιοελληνικής μουσικής. Δεν υπήρχαν μεταφρασμένοι ο Αριστόξενος κι ο Πλούταρχος, καταλάβατε; Έπρεπε να γινόσουν τσιμπούρι σε κάποιον παλιό για να μάθαινες.

     Σας βλέπω ήρεμο και κατασταλαγμένο.

     Είμαι και για ότι λάθος έχει γίνει, φταίω εγώ. Κανένας άλλος! Μόνο και μόνο που κατάφερα να γίνω συνειδητός, ευγενής και πολιτισμένος άνθρωπος, είναι μεγάλη νίκη για μένα, για να συνεχίσω να δουλεύω.»

  • Η αδελφική μου φιλία με τον Δ.Κ., από το φθινόπωρο του 1977, υπήρξε και «αιτία» καλλιτεχνικής συνεργασίας μας, και στίχους μου ο Δημήτρης συνέθεσε κάποια όμορφα λαϊκά τραγούδια, που πιστοποιούν ότι ο τραγουδιστής έχει μέσα του και το ταλέντο του καλού συνθέτη. Και όχι μόνον!… Γνωρίζω ότι έχει στα σκαριά ένα βιβλίο για την «γλώσσα των λαϊκών μουσικών», στο οποίο θα περιέχεται και η ιστορία πολλών λαϊκών οργάνων στις «λαϊκές ορχήστρες», και τον προτρέπω δημόσια να συνεχίσει την συγγραφή κάποιων «ιστοριών με παραφυσικά φαινόμενα» της Δαύλειας, μιας και ευτύχησα να είμαι από τους πρώτους αναγνώστες τους.

     Με το «50 Χρόνια Λαϊκό Τραγούδι» ο Δημήτρης Κοντογιάννης προσθέτει μια ψηφίδα ακόμα (πλάι στην αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη, τις βιογραφίες των Τσιτσάνη, Παπαϊωάνου, Άκη Πάνου, Κώστα Βίρβου, Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, αρκούμενος σε ελάχιστα ονόματα από το μέγα πλήθος της σχετικής βιβλιογραφίας), στο σύγχρονο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, διά χειρός Κώστα Μπαλαχούτη. Όσοι φίλοι του Λαϊκού Τραγουδιού, σπεύσατε εγκαίρως…

ΥΓ: Συνημμένα και δύο λινκ:

Α)Με το τραγούδι «Η αγάπη η δική σου» (σε στίχους μου και μουσική Δ.Κ.

https://www.youtube.com/watch?v=hgnncLyjUHs

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας