“Χωρίς τέλος ο Γολγοθάς των ενοικιαστών” / γράφει η Αντριάνα Βασιλά
Τα ενοίκια «καλπάζουν» και η εύρεση κατοικίας σε προσιτή τιμή είναι ακατόρθωτη. Όλα ξεκίνησαν μετά την εκρηκτική άνοδο του πληθωρισμού, ο οποίος συμπαρέσυρε τις τιμές στα υλικά κατασκευής, ενώ τα τραπεζικά επιτόκια πέταξαν σε δυσθεώρητα ύψη.
Παράλληλα οι αυξήσεις στην ενέργεια και η αλλαγή χρήσης των σπιτιών από ενοικίαση σε Airbnb πιέζουν ακόμη περισσότερο την αγοραστική δύναμη των πολιτών, με αποτέλεσμα αυτοί να αναθεωρούν τους σχεδιασμούς τους για αγορά σπιτιών ή διαμερισμάτων για ιδιοκατοίκηση.
Ακόμη όμως και να αγοράσει κάποιος σπίτι νέας κατασκευής δεν πρόκειται να εξισορροπήσει το κόστος των ενοικίων, διότι, όταν κάποιος αγοράσει ένα καινούργιο διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων 300.000 με 350.000 ευρώ, για να το ενοικιάσει θα θέλει μια απόδοση πάνω από 5%, συνεπώς το ενοίκιο θα κυμανθεί από 1.200 ευρώ και πάνω.
Όσο για το κόστος δανεισμού; Από τον Μάρτιο του 2022, οπότε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αυξήσει τα επιτόκιά της από το -0,50% στο 3,25%, η κατάσταση είναι τραγική, αφού πλέον τα επιτόκια που αφορούν στεγαστικά δάνεια κατοικίας αυξήθηκαν κατά 4,67% φέτος τον Μάρτιο από το 2,16% όπου βρίσκονταν τον Μάρτιο του 2022.
Την ίδια ώρα οι φόροι στην ιδιοκτησία των ακινήτων, όπως ο ΕΝΦΙΑ, στη μεταβίβαση, στην ετήσια απόδοση, στην υπεραξία κ.λπ. επιβαρύνουν τους ιδιοκτήτες ακινήτων!
Στα ύψη η ζήτηση, στο ναδίρ η προσφορά
Έτσι, λοιπόν, η αγορά κατοικίας για σκοπούς ιδιοκατοίκησης λόγω αυξημένου κόστους έγινε απαγορευτική, με αποτέλεσμα η κατάσταση να οδηγεί τους πολίτες προς την επιλογή του ενοικίου. Αυτό συνεπάγεται αύξηση της ζήτησης για ενοίκιο, την ώρα που η αγορά αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα με την προσφορά ακινήτων προς ενοικίαση.
Το αποτέλεσμα είναι οι ανατιμήσεις ενοικίων να δίνουν και να παίρνουν, αφού με τη λήξη των συμβολαίων ενοικίου παρατηρούνται αυξήσεις των τιμών, ως αποτέλεσμα της αυξημένης ζήτησης και της μειωμένης προσφοράς. Οι νέες αυτές αυξήσεις όμως επιβαρύνουν σε μεγάλο βαθμό το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Για παράδειγμα ενοίκια των 300 ευρώ μηνιαίως με τη λήξη των συμβολαίων αυξάνονται στα 600 και 700 ευρώ, με αποτέλεσμα αρκετοί συμπολίτες μας να δυσκολεύονται πλέον να ανταποκριθούν.
Άλλωστε η μετατροπή των σπιτιών σε Airbnb σε τουριστικές περιοχές όπως το Κουκάκι, η Ακρόπολη και σε περιοχές στο κέντρο της Αθήνας όπως Κολωνάκι, Μετς, Συγγρού – Φιξ πέριξ του Συντάγματος, φαίνεται να συμφέρει τους ιδιοκτήτες, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα διαθέσιμα διαμερίσματα ούτε των 35 τ.μ., ενώ μικρή διαθεσιμότητα υπάρχει στα δυάρια, όπου οι τιμές είναι απλησίαστες αφού ξεπερνούν τα 1.000 ευρώ.
Πρωταθλητές στο κόστος
Το αποτέλεσμα είναι η χώρα μας για έκτη συνεχή χρονιά να στέφεται πρωταθλήτρια στο κόστος στέγασης εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τους νέους 18 – 34 ετών να μένουν κατά πλειονότητα (80%) στο παιδικό τους δωμάτιο και περίπου τους μισούς συνανθρώπους μας (45%) να δηλώνουν αδυναμία πληρωμών και να χρωστούν οφειλές που σχετίζονται με το σπίτι τους, είτε αυτό αφορά το ενοίκιο είτε τη δόση του στεγαστικού δανείου ή λογαριασμούς ΔΕΚΟ, με βάση το σύνολο των δεικτών της Eurostat.
Η πρόσφατη έρευνα της Eurostat άλλωστε επιβεβαιώνει ότι το 76,9% των ενοικιαστών, εφόσον πληρώσουν τα έξοδα του σπιτιού, κάνει περικοπές στα βασικά αγαθά ή λαμβάνει οικονομική βοήθεια από τρίτους. Και πώς να γίνει αλλιώς αφού οι Έλληνες έχουν το πέμπτο χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα (9.520 ευρώ) το 2022 στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη Βουλγαρία, τη Σλοβακία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία, τη στιγμή που το 26,3% των Ελλήνων βρίσκεται στο όριο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
Η Eurostat επιβεβαιώνει επίσης ότι στην Ελλάδα το 45,5% των ατόμων ζουν σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφελείας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό στο σύνολο των 29 χωρών της Ε.Ε., όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 9,2%. Δηλαδή, περίπου ο μισός πληθυσμός της χώρας μας ζει σε νοικοκυριά που έχουν καθυστερήσεις σε έξοδα που είναι άμεσα σχετιζόμενα με τη στέγαση. Παράλληλα αξίζει να αναφέρουμε ότι η αύξηση κατά 9,1 μονάδες σε σχέση με το 2021 (36,4%) αντιστοιχεί σε περίπου 910.000 περισσότερα άτομα.
Δραματική έλλειψη κατοικιών
Με βάση τα παραπάνω κάποιος μπορεί να συμπεράνει εύκολα ότι το κοινωνικό σκέλος της στεγαστικής πολιτικής συνδέεται και επηρεάζεται άμεσα από τον τρόπο ρύθμισης των βραχυχρόνιων μισθώσεων, τη φορολογία ακινήτων, τον έλεγχο των ενοικίων και των επενδύσεων στα οικιστικά ακίνητα, το πλαίσιο λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και προστασίας της πρώτης κατοικίας και τη σύνδεση κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων.
Ωστόσο η αιτία του κακού, σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς, βρίσκεται και κάπου αλλού. Στο γεγονός ότι σήμερα από την αγορά λείπουν πάνω από 212.000 ακίνητα, ένα έλλειμμα που προέρχεται από
● τη δραματική μείωση της οικοδόμησης νέων κατασκευών την τελευταία δεκαετία (μόλις 155.000 κατοικίες),
● τη μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών (197.000) και
● την έκρηξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων, που έχει «δεσμεύσει» 170.000 κατοικίες.
Η μελέτη της τράπεζας αναφέρει ακόμη ότι την τελευταία δεκαετία υπολογίζεται πως κατασκευάστηκαν 155.000 νέες κατοικίες, ενώ η ζήτηση έφτασε τις 367.000 (197.000 νέα νοικοκυριά συν 170.000 βραχυχρόνιες μισθώσεις). Επίσης η ύφεση της οικονομίας και οι φόροι επί των ακινήτων οδήγησαν σε μείωση κατά 5% το ποσοστό ιδιοκατοίκησης, από 77,2% που ήταν το 2010 σε 72,8% το 2022. Το έλλειμμα προσφοράς έναντι ζήτησης, που ανέρχεται σε 212.000 κατοικίες, έχει δημιουργήσει μια σωρευτική αποτίμηση των τιμών κατοικιών 14% πέρα και πάνω από την αύξηση που δικαιολογεί το επίπεδο ανάπτυξης των εισοδημάτων, επισημαίνει η μελέτη.
Δεδομένου δε του μεγέθους του χάσματος μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, οι ρυθμοί αύξησης των τιμών των κατοικιών αναμένεται να μετριαστούν, αλλά όχι να περάσουν σε αρνητικό πρόσημο.
Λύσεις για το σοβαρό πρόβλημα στέγασης που πλήττει την ελληνική κοινωνία για διευκόλυνση της πρόσβασης σε οικονομική στέγη επεξεργάζεται το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών μέσα από τα χιλιάδες κόκκινα ακίνητα που έχουν συσσωρεύσει εταιρείες διαχείρισης και τράπεζες.
Εκτιμάται ότι καθεμία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες ελέγχει περισσότερα από 4.000 – 5.000 ακίνητα, που παραμένουν κλειστά για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και η διαδικασία, αλλά και το κόστος που συνεπάγεται η αποκατάσταση αυθαιρεσιών. Πηγές λοιπόν του υπουργείου Οικονομικών αναφέρουν ότι γίνεται μια προσπάθεια για αύξηση της προσφοράς και δρομολογούνται επαφές για την αξιοποίηση και αυτών των ακινήτων. Ίδωμεν…