Για τη καρδιά μου αρκεί το στήθος σου, για την ελευθερία σου αρκούν τα φτερά μου. Απ’ το δικό σου στόμα φτάνουν ως τον ουρανό όσα κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
Μέσα σου στέκει το ξεγέλασμα της κάθε μέρας, Έρχεσαι σαν τη δροσιά πάνω στα στόματα των λουλουδιών. Στέλνει στα καταχθόνια τους ορίζοντες η απουσία σου. Στους αιώνες των αιώνων αλαργεύοντας σαν της θάλασσας τα κύματα.
Και είπα τότε πως τραγούδαγες στον άνεμο ωσάν τα πεύκα και ωσάν τα κατάρτια των πλοίων. Σαν πεύκο είσαι εσύ και σαν κατάρτι πανύψηλη και αμίλητη. Και ξαφνικά μελαγχολείς, σαν επιβάτης σε μπάρκο.
Φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη σα δρόμος παλιός. Σε κατοικούν φωνές και αντίλαλοι της νοσταλγίας. Ξυπνάω εγώ, και τότε, κάπου, κάπου, αποδημούνε τα πουλιά που κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
…………..
(Ο πίνακας είναι του Γιώργου Κόρδη)