Άρθρα

Περί έρωτος κομπάρσου σε έργο δίχως πρωταγωνιστές / γράφει η Νικολέτα Θάνου

“Και δίχως να δώσει χρόνο στον πανικό, λευτερώθηκε από το ακάθαρτο πύον που τον εμπόδιζε να ζήσει. Της εξομολογήθηκε πως δεν περνούσε στιγμή που να μην τη σκεφτεί, πως ό,τι έτρωγε ή έπινε είχε τη δική της γεύση, πως η ζωή ήταν εκείνη παντού και πάντα, όπως μονάχα ο Θεός είχε το δικαίωμα και την ισχύ να είναι, και πως η απόλυτη απόλαυση της καρδιάς του θα ήταν να πεθάνει μαζί της. Εξακολούθησε να της μιλά δίχως να την κοιτάζει, με την ίδια ευφράδεια και θέρμη με την οποία απήγγελλε, ώσπου του δημιουργήθηκε η εντύπωση πως η Σιέρβα Μαρία είχε αποκοιμηθεί. Αλλά ήταν ξύπνια, με τα μάτια της τρομαγμένης ελαφίνας καρφωμένα πάνω του. Ίσα που τόλμησε να ρωτήσει. ¨”Καί τώρα;”
“Τώρα τίποτα”, είπε εκείνος. “Μου φτάνει που το ξέρεις”.

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, “Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων”

 Συναισθήματα που μοιάζουν στη σύγχρονη εποχή ακυρωμένα, σαν να προέρχονται από μια άλλη εποχή, φανταστική, του ονείρου. . Οι δαιμονικοί έρωτες του Γκαμπριέλ Γκαρθία Μαρκές ανήκουν στη σφαίρα του παραμυθένιου κόσμου στον οποίο μυούσε τον αναγνώστη μέσα από το πρίσμα του μαγικού ρεαλισμού, παντρεύοντας αριστουργηματικά το ρεαλιστικό με το φανταστικό στοιχείο και δημιουργώντας ένα λογοτεχνικό σύμπαν «στο οποίο μπαίνεις αλλά δεν θέλεις να βγεις», όπως πολύ εύστοχα έχει ειπωθεί.

Στις μέρες μας τόσο η μαγεία όσο και ο ρεαλισμός έχουν εξοβελίσει τον έρωτα ως ένα είδος παράταιρο, αλλόκοτο και δεσμευτικό, διαμορφώνοντας τις συνθήκες της ουτοπίας (ου -τόπος) του ερωτικού συναισθήματος, που αποζητά και αναζητά στέγη να φιλοξενηθεί ως ένας άλλος κατατρεγμένος μιας  εποχής, η οποία είθισται να γεννοβολά  απόκληρους ως αδιάψευστα εχέγγυα της πολιτισμικής της λοξοδρόμησης.

Στις δυστοπικές κοινωνίες του σήμερα ο έρωτας ως ένδειξη αδυναμίας δεν εξομολογείται. Κρύβεται και υφέρπει, πνίγεται και ασφυκτιά, γίνεται υπερφίαλος και ακκίζεται με τρόπο προκλητικό, όχι πάντως ευθύ και ειλικρινή. Ποτέ η προκλητικότητα δεν είχε ενδυθεί με τόσο ταιριαστό τρόπο την δειλία, ποτέ ο έρωτας δεν είχε οδηγηθεί στις εσχατιές της συναισθηματικής αναλγησίας, ποτέ η μυστηριώδης πολυδιάστατη υφή του δεν είχε κατακερματιστεί σε χιλιάδες  κόκκους μιας επίπεδης και άνοστης ουσίας, άλλοτε μαγνητικής και ζείδωρης, τώρα απλώς αδιάφορης,  βραχύβιας, πεζής.

Ο Έρωτας ως κινητήρια δύναμη που θέλει να σε βελτιώσει,  να σε κάνει καλύτερο, πιο σημαντικό και ενδιαφέροντα στα μάτια του ερωτικού αντικειμένου, όπως εύστοχα επισήμανε η  αγαπημένη συγγραφέας Έλλη Αλεξίου, Θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι για το χατίρι του, θέλουμε να γίνουμε σημαντικότεροι για το χατίρι του, θέλουμε ν’ αρέσουμε και για ν’ αρέσουμε πρέπει να είμαστε διαρκώς στο δρόμο της βελτίωσής μας») συνιστά ένα στοίχημα . Στοίχημα με τον εαυτό, στοίχημα με τους άλλους, στοίχημα με την κοινωνία που παράγει μαζικά την αναισθησία. Καταναλώνουμε αναισθησία και την ξερνάμε παράλληλα, σαν να μην μπορούμε να τη χωνέψουμε. Συνιστά υπέρβαση – που ούτως ή άλλως είναι ο έρωτας- μόνο που στην εποχή μας ταυτίζεται και με την υπέρβαση των εμποδίων, που αυτή η μίζερη και αυτιστική κοινωνία  θέτει. Και είναι πολλά.

Εάν ο έρωτας ζει μέσα στα μυθιστορήματα και την ποίηση εμπνέοντας τον αναγνώστη και  αναλαμβάνοντας ρόλο παραμυθητικό ή λυτρωτικό, η δυστοκία της εξόδου από αυτά και η βίωσή του σε πραγματικό χρόνο είναι μια επώδυνη διαδικασία και κάποιες φορές τόσο σύντομη,  που η μαγεία των ερώτων στα μυθιστορήματα του Μαρκές αποσύρεται στο παρασκήνιο αφήνοντας το ρεαλισμό κυρίαρχο στη σκηνή . Ένα ρεαλισμό ωμό, «γκροτέσκ»,  που διαπομπεύει τον έρωτα προσπαθώντας να του αλλάξει βηματισμό – περπατησιά λέγαν οι παλιοί- να τον καταστήσει τοξικό, εξουσιαστικό, να τον παραμορφώσει.

«Τώρα τίποτα. Μου φτάνει που το ξέρεις». Μια εξομολογητική κορύφωση, μια ψυχική απογείωση, μια εκτόνωση του συναισθήματος,  που αποκτά φωνή σπάζοντας τη μακάβρια σιωπή του εγωιστικού φόβου.  Μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, μια αφροδισιακή αυθεντικότητα που καταρρίπτει τις σύγχρονες «ερωτικές» τεχνικές, στις οποίες τα παιχνίδια εξουσίας  συνδιαλέγονται ανοιχτά με την ανέξοδη εναλλαγή  ερωτικών συντρόφων.

Άραγε, πόσο εύκολη είναι σήμερα αυτή η διάχυση του εγώ στον άλλον; Πόσο άκαμπτη η εγωιστική φύση, πόσο δυσεύρετη η αναγνώριση κυττάρων  του εαυτού μας στο άτομο που μας ενδιαφέρει;  Πόσο δύσκολη η παραδοχή; Πόσο ανέφικτη η θυσία; Αν δε θυσιάσεις στον βωμό του έρωτα, δεν υπάρχει ταξίδι. Κι αν υπάρξει, είναι προεξοφλημένο ναυάγιο. Το ερωτικό συναίσθημα πρέπει να αναβαπτισθεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, να ανοίξουν τα μάτια της ψυχής, να θεραπευτεί η τύφλωση του νου και της καρδιάς που έχει καταντήσει τον έρωτα μέγεθος μετρήσιμο. Δεν είναι. Ούτε πόρνη είναι  να εκποιεί την αγνότητά της έναντι αμοιβής στον οποιοδήποτε λαίμαργο εκμαυλιστή, ούτε βασανιστική πορεία προς το θάνατο. Είναι, όπως είχε  επισημάνει η αείμνηστη Μαλβίνα Κάραλη «μια φοβερή χειραψία προς τη ζωή» . Οτιδήποτε άλλο είναι απομίμηση και μάλιστα φτηνή.

Ο βουβός έρωτας του σήμερα είναι σαν να παρακολουθούμε ταινία του βωβού κινηματογράφου του 1920 με τους ήρωες άχρωμους, άφωνους, με κινησιολογία που παραπέμπει σε παντομίμα . Μάντεψε τι αισθάνομαι, μάντεψε τι έχω να σου πω, μάντεψε ποιος είμαι..  Ακόμα και οι ηθοποιοί του βωβού κινηματογράφου ήταν πιο πειστικοί και οπωσδήποτε με ενδιαφέρουσες υποκριτικές ικανότητες, συγκριτικά με τους σημερινούς «ηθοποιούς του έρωτα».  Σήμερα, ο έρωτας χωλαίνει γιατί δεν έχει φωνή. Χάνεται μέσα στις λεωφόρους της σύγχρονης Βαβέλ και στη θορυβώδη κτηνωδία και οχλοβοή των μέσων που τον ευτελίζουν, τον αποκαθηλώνουν.

Ωστόσο, υπάρχει . Είτε ως φτερωτός θεός της αναγέννησης είτε ως δαιμόνιο σύμφωνα με τις δοξασίες πιο συντηρητικών και απαίδευτων κοινωνιών, ο έρωτας συνέχει το σύμπαν, γεννά μέσα από την αμφιβολία, γιγαντώνεται μέσα από την ένωση,  επιβιώνει μέσα από την αρμονία και τη σύνθεση. Ο έρωτας είναι ο αδήριτος προορισμός της ύπαρξης και η άρνησή του ισοδυναμεί με μαρασμό και εκτροχιασμό.

  «Έρως ανίκατε μάχαν ..»  μια φράση -ωδή στον έρωτα των νέων κάθε εποχής μέσα από τη διάνοια του μεγάλου τραγικού του 5ου αι. π.χ.,  του Σοφοκλή. Μια φράση σύμβολο της δύναμης του έρωτα, της κυρίαρχης φύσης του, της φλογερής ιδιοσυστασίας του που αλώνει κάμπτοντας τις άμυνες και που στέφεται νικητής σε κάθε περίσταση, σε κάθε αποτρόπαιη επιβουλή, σε κάθε μυστική συνταγή απορρύθμισης και υπονόμευσης του συναισθήματος. Ας αφουγκραστούμε τις φωνές του παρελθόντος..

Λίγο που διάγουμε δύσκολους καιρούς,  κατά τους οποίους  το συναίσθημα βάλλεται από παντού, λίγο που σαν Έλληνες είμαστε συντηρητικοί και φειδωλοί στις εκδηλώσεις μας, λίγο που στα νέα μέσα επικοινωνίας κατισχύει ένας ιδιότυπος χαμαιλεοντισμός του έρωτα, λίγο από τα πολλά που έχουμε χάσει ρίχνοντάς τον στον Καιάδα της  απαξίωσης,  καλούμαστε σε δύσκολους καιρούς να τον καταστήσουμε ανίκητο και κυρίως πρωταγωνιστή σε ένα έργο με πολλούς θεατές. Όχι κομπάρσο σε ένα έργο χωρίς πρωταγωνιστές.  Οι ριψάσπιδες του έρωτα δεν έχουν θέση ούτε στο παρελθόν ούτε στο παρόν. Ας το έχουμε υπόψη για την υστεροφημία μας.

…………………….

( Ο πίνακας είναι του Γιώργου Κόρδη)

 

banner-article

Ροη ειδήσεων