Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα
———–
ΤΣΑΧΟΥΡΙΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Η γειτονιά, Μάρκου Μπότσαρη 124
Όσο μεγαλώνω τόσο μικραίνουν οι παιδικές μου κρυψώνες…
Το 1998 έφυγα στο Λονδίνο και άφησα πίσω ακόμα τις αμυγδαλιές να ανθίζουν στο πάνω Πασακιόσκι… κάτω από το πατρικό μου η αλάνα… το απόλυτο venue!
Ίδρωναν μέχρι και τα λιγοστά χορτάρια που είχαν μείνει από το πολύ ποδόσφαιρο με την αυτοσχέδια εστία του κυρίου Ανέστη. Έπειτα, δύο μεγάλες ενωμένες οικοδομές γρατσούνισαν τα μάτια μου. Μέσα σε οχτώ μήνες χάθηκε η θέα των ανθισμένων ροδακίνων, η αντιπαροχή κατάπιε του Πασά το Κιόσκι.
Η συκιά από την πάνω πλευρά του δρόμου και πίσω από το Τσαχουριδέικο έκρυβε τα πάντα… Μέχρι και στεριωμένο γραφείο αγγλικών είχε επάνω στα κλαδιά της, δικής μας κατασκευής… μάλλον το πεπρωμένο της Αγγλίας προϋπήρχε…
Έπειτα ήρθε χαρτί ότι το σπίτι, χτισμένο από το ’47… δεν μας ανήκει…
Η νεοελληνική λογική θέλει πρώτα να χτίζουμε σπίτια και μετά δρόμους… Παντοτινή, όμως, η καβαφική «πόλις» μου, εσωκλείει κάθε λακκούβα της γειτονιάς που προσπαθώ ακόμα να αποφύγω κι ας την έχουνε σκεπάσει…
————
Ο Λάζος της Βέροιας
Κάθε χωριό με τον τρελό του… υπαγορεύει η λαϊκή σοφία του τόπου μας, μα το σχόλιο αυτό δεν είναι μόνο για να θυμίσει την αγνή ψυχή του Λάζου αλλά και να τονίσει την αγριότητα των καιρών σε αντίθεση με την ευγένεια των Βεροιέων εκείνης της εποχής (30 χρόνια πριν από το 2022…).
Ατημέλητος ο Λάζος τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης και κυνηγούσε (όσο μπορούσε να περπατήσει…) όσα παιδιά τον φοβόντουσαν… Εύσωμος και ανάστημα 1,60 το πολύ…
Δεν περνούσε ποτέ όμως από το τότε ανθρώπινο μυαλό να «πειράξει» τον Λάζο… Σήμερα μάλλον κατεστραμμένη η όψη της δημοκρατίας δε έχει «χώρο» γι’ αυτούς τους αγνούς…
Καλώς τον σημαιοφόρο, τον τσολιά μας, τον Θεούλη, το μπόι μας, τον πανταχού παρόντα, τον ρουφήχτρα (όποιος θυμάται το μονορούφι του Λάζου)…
Μόνο κάποια από αυτά… και όλα με απίστευτο χιούμορ και ανθρωπιά…
Επομένως πολλά χάσταγκ σε αυτήν τη μασκότ: #λάζος_φορέβερ|
——-
Τα σχοινάκια στην πλατεία Ωρολογίου
Στην Κοζάνη είχε παντρευτεί η αδελφή του πατέρα μου, η θεία Κούλα.
Εξαιρετική ψυχή και συνάμα πονεμένη ζωή… ως είθισται με αυτά τα καλούπια…
Τα ΚΤΕΛ Κοζάνης ήταν στην πλατεία Ωρολογίου,
δίπλα ο πύργος του Άιφελ…
τα απίστευτα κόκκινα σχοινάκια, έτοιμα πάντα για αναστενάρικο παίξιμο… σκαρφάλωμα ψυχής… και όταν έφτανες στην κορυφή έβλεπες τον κόσμο ζωγραφιά… για εμάς από το Πασακιόσκι το παίξιμο στην πλατεία ήταν πιο πρωτευουσιάνικο…
Λίγο πιο δίπλα και απέναντι από τα ΚΤΕΛ Κοζάνης το περίπτερο του κυρ Χρήστου… Πόντιος παντρεμένος στο Ξηρολίβαδο, έρως, ανίκατε μάχαν… μ’ ένα τσιγάρο μονίμως κολλημένο στ’ ανοιχτό κάτω χείλος και εμείς πάντα να σχολιάζουμε πώς κατόρθωνε να μιλάει, να καταπίνει και να καπνίζει με το τσιγάρο αμετακίνητο… #αϊφελβεροιασ
Πυρήνα μου τρανταχτέ και ουρανέ μου,
Αττικέ ουρανέ μου, υπέροχε,
που συγχωράς ευλογημένος, Πανάρχαιος, αμετακίνητος,
συγχωράς όλα και ξαναφωτίζεις, ξαναφορτίζεις,
δικαιώνεις τα περπατήματα μας και τις αγωνίες μας μαζί.
———–
ΤΣΑΧΟΥΡΙΔΗΣ ΜΑΚΟΥΛΗΣ
Η γειτονιά μου στην οδό Μάρκου Μπότσαρη
Το πατρικό μου σπίτι βρίσκεται στην οδό Μάρκου Μπότσαρη. Όταν γεννήθηκα, ο αριθμός του σπιτιού μας ήταν το 138. Από τη δεκαετία του ’90 και έπειτα άλλαξε και τώρα είναι 124. Οι μυρωδιές της γειτονιάς μου, όμως, δεν έχουν αλλάξει. Μυρίζω ακόμη το χώμα από την αυλή μας και από τις γύρω αυλές, τα άνθη και τα φυτά των λιγοστών πλέον διπλανών κήπων. Κι όμως, οι μυρωδιές αυτές, είτε είναι χειμώνας είτε είναι άνοιξη και καλοκαίρι, μου θυμίζουν μια όμορφη και ξέγνοιαστη εποχή. Γρήγορα πέρασε ο καιρός… Θα ήθελα τόσο πολύ να ξαναζήσω αυτά τα χρόνια.
—-
Το 9ο Δημοτικό Σχολείο
Παιδικά και ανέμελα χρόνια στο δημοτικό, όμως η λύρα ήταν ο στόχος μου από τότε. Ήθελα να την κατακτήσω. Εκεί έπαιξα για πρώτη φορά με τον αδερφό μου μπροστά σε κοινό. Ήταν καλοκαίρι του ’86, σε ηλικία οχτώ χρονών. Έτρεμαν τα χέρια μου. Θα με άκουγαν να παίζω την ποντιακή λύρα ο μπαμπάς και ο παππούς μου, ο Μάκος. Θυμάμαι την υπερηφάνεια που ένιωσε ο παππούς μου, όταν έπαιξα με τον αδερφό μου το τελευταίο τραγούδι του σύντομου προγράμματός μας «Σεράντα Μήλα Κόκκινα». Φωνές, χειροκροτήματα. Και στο τέλος της καλοκαιρινής γιορτής, τι άλλο; Μπάσκετ και χάντμπολ με τους συμμαθητές μου. Αριστερόχειρας και με δυνατό σουτ.
—–
Ο Μορφωτικός Πολιτιστικός Σύλλογος «Η Καλλιθέα»
Από κάποιο σημείο και μετά, κατά τη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων, έπαιζα περισσότερο ποντιακή λύρα στο σπίτι, παρά ποδόσφαιρο με τους φίλους μου στις αλάνες της γειτονιάς μου στο Πασακιόσκι. Ο Σύλλογος της Καλλιθέας, που βρισκόταν κάτω από τη γειτονιά μου, με τα αμέτρητα σκαλοπάτια που ανεβοκατέβαινα κάθε Σάββατο για τις πρόβες του χορευτικού, ήταν το μεγαλύτερο σχολείο για εμένα. Ο δάσκαλος του χορευτικού, ο Κώστας Τοπαλίδης, ψηλός και λεβέντης, έδειχνε με ατέλειωτη υπομονή τα βήματα στα μικρά παιδιά. Μικρούλης ήμουν και εγώ τότε. Κρατώντας στα χέρια μου την πρώτη μου ποντιακή λύρα (ο παππούς μου είχε πει τότε στον μπαμπά μου: «Θα πέρτς έναν καλόν κεμεντζέν ‘σον Μακούλην»), έπαιζα για ώρες πολλές τα χορευτικά τραγούδια της ποντιακής μουσικής παράδοσης. Εκεί πήρα το «βάπτισμα», εκεί θεωρώ ότι «ανδρώθηκα» ως λυράρης. Ακούω ακόμη μέσα μου τις φωνές των παιδιών και τα δυνατά χτυπήματα των ποδιών τους στο πάτωμα. Η Καλλιθέα είναι ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου.
——
Από τα αστικά…
…στα ροδάκινα της θείας Αυγής και επιστροφή στην αφετηρία
για ρεβανί Χοχλιούρου.
Ελάτε μια βόλτα μαζί μου στις ανθισμένες ροδακινιές της Βέροιας. Μυρωδιές αφάνταστες. Μυρωδιές και γεύσεις αιώνιες. Εδώ γεννήθηκα, εδώ περπάτησα, εδώ ερωτεύτηκα. Στα ροζ άνθη και σε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου ροδάκινου. Τα καλοκαίρια έπαιρνα το αστικό λεωφορείο από την πλατεία Αγίου Αντωνίου και πήγαινα προς Τρίλοφο, για να βοηθήσω στο μάζεμα. Τα ροδάκινα του τόπου μας είναι τα καλύτερα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Επιστροφή στον Αγιαντώνη. Ώρα για ρεβανί. Είμαι βέβαιος ότι οι Βεροιείς έχουμε στο DNA μας αυτά τα δύο στοιχεία. Δεν είναι τυχαίο που, όταν ακούει ο κόσμος το όνομα της πόλης μας, τη συνδέει με το κυρίαρχο φρούτο του τόπου της και με το παραδοσιακό γλυκό της.
—–