Βέροια – ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης: “Ορτά Τζαμί, η γειτονιά μου!” / γράφει ο Νίκος Σφήκας
Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα
ΣΦΗΚΑΣ ΝΙΚΟΣ
Ορτά Τζαμί, η γειτονιά μου!
Κάθε γειτονιά και μία ιστορία…
Mιας μικρής ομάδας οικογενειών, ευρύτερα γνωστών στην τοπική κοινωνία της Βέροιας, λόγω των επαγγελμάτων ή των ικανοτήτων των πρωταγωνιστών της.
Ορτά Τζαμί. Ανεβαίνοντας την οδό Κεντρικής, απέναντι από τον παλιό κινηματογράφο «Ολύμπιον». Θρησκευτικό απομεινάρι της τουρκικής κατοχής, με το μιναρέ του να έχει μετατραπεί σε «σειρήνα» προειδοποίησης βομβαρδισμού, θλιβερό διατηρητέο ερείπιο σήμερα, συνδεδεμένο άρρηκτα όμως με τα παιδικά μας χρόνια.
Δεκαετία 1957-1967.
Πίσω τα σπίτια, Αρχαγγέλου, κυρα-Όλγας, Ρίνας…
Αρκετές οικογένειες που τις συνέδεε η γειτονιά, κάποιες άλλες οι σχέσεις ‒βασικά των γυναικών‒, αλλά πολύ περισσότερο τα παιδιά, τα περισσότερα αγόρια, συνομήλικα ή περίπου, φίλοι μεταξύ τους, συμμαθητές, μία μεγάλη παρέα που δεν χόρταινε το ολοήμερο παιχνίδι. Παιχνίδια καθημερινά, άλλα γνωστά και σήμερα, άλλα χαμένα στον χρόνο.
Κρυφτό, μπικόκρυφτο, τσιλίκ τσομάκ, μπίλιες (βόλοι), κυνηγητό, σχοινάκι, κουτσό, ποδόσφαιρο ‒ο βασιλιάς των παιχνιδιών‒, πόλεμος ειδικά μεταξύ γειτονιών, κότσι, φίτσος, πατίνια, χαρταετοί, κυνήγι (με σφεντόνες)…
Υπήρχαν όμως και δουλειές, άλλες με αμοιβή και άλλες δωρεάν. Στο Τζαμί είχαν εγκαταστήσει την επιχείρησή τους, πριονοκορδέλα κατασκευής τελάρων για φρούτα, οι αδελφοί Οικονόμου και είχαν γίνει εργοδότες των περισσότερων νέων της εποχής από όλη τη Βέροια.
Οι μικρότεροι κατασκεύαζαν τους πάτους και οι μεγαλύτεροι μοντάριζαν τα τελάρα.
Ο ήχος της κορδέλας σκέπαζε το διαρκές κτύπημα των σφυριών πάνω στα καρφιά, αλλά όταν σταματούσε το κόψιμο των σανιδιών, έκθαμβοι οι μικρότεροι παρακολουθούσαν το κρεσέντο ταχύτητας των μεγαλύτερων που ανταγωνίζονταν για το ποιος ήταν ο ταχύτερος όλων.
Η αμοιβή της εργασίας επέτρεπε την επίσκεψη στο παγωτατζίδικο ή στο μπουγατσατζίδικο, δηλαδή το κινητό κατάστημα του κυρ Γιάννη Καλλιάνδρα ή του κυρ Γιάννη Τενεκετζίδη.
Η γειτονιά ευτύχησε να έχει εντός των συνόρων της τους δύο κυρ Γιάννηδες, γνωστούς στην πόλη, με καθημερινό δρομολόγιο. Για μεν τον πρώτο τη διαδρομή σπίτι-Κεντρικής-πλατεία Αγίου Αντωνίου, όπου και το στέκι του, και τον δεύτερο να έχει στέκι του την πλατεία Ωρολογίου.
Πόση χαρά, για όλα τα παιδιά, όταν η επιστροφή του καροτσιού. Τους έδινε τη δυνατότητα να πάρουν, δωρεάν, από το χέρι του κουρασμένου επαγγελματία τα εναπομείναντα τρίμματα από τις μπουγάτσες, ή κάποιο κομμάτι απούλητο, έναντι ελάχιστου αντιτίμου. Οι άνθρωποι αυτοί, με το καρότσι-κινητό κατάστημα, κατάφερναν να συντηρήσουν 5μελή και 4μελή οικογένεια αντίστοιχα!
Η δωρεάν εργασία, με μεγάλη χαρά, αφορούσε τον κατασκευαστή έγχορδων μουσικών οργάνων. Τον Γαβρήλο από τον Πειραιά, ιδιοκτήτη ‒όπως έλεγαν‒ του Τζαμιού, που στεγάζονταν και αυτός σε έναν μικρό χώρο του. Εργαλείο της εργασίας των παιδιών ήταν το γυαλόχαρτο με το οποίο έτριβαν τα μπουζούκια και τις κιθάρες πριν από την τελική βαφή τους. Αλλά το καλύτερο ήταν μετά το τέλος της δουλειάς, όταν στηνόντουσαν πρόχειροι πάγκοι-τραπέζια και άρχιζε το γλέντι. Κάθε παιδί έφερνε κάτι φαγώσιμο από το σπίτι του και το γλέντι άναβε, με ιστορίες, πειράγματα, γέλια, φωνές και τραγούδι.
Δωρεάν εργασία παρείχαν και στον πασίγνωστο κύριο Κλήμη Κάργατζη, παρασκευαστή του εξαιρετικού παγωτού-καϊμάκι και των ξηρών καρπών. Το καθάρισμα από τα τσόφλια των σπασμένων καρυδιών, φουντουκιών και αμυγδάλων, ήταν η χαρά των παιδιών της γειτονιάς.
Κάποτε σε μία συνάντηση ‒μεγάλων πλέον‒ των πρώην γειτονόπουλων, με τη συμμετοχή και κάποιων από τους επαγγελματίες γείτονες, ενημερώθηκε ο κύριος Κλήμης έκπληκτος, αλλά χαμογελώντας, ότι, όταν έβαζε τα παιδιά να τραγουδάνε κατά τη διάρκεια της εργασίας καθαρίσματος των ξηρών καρπών, όλα γνώριζαν ότι σκοπός των τραγουδιών ήταν να μην τους τρώνε, αλλά τα μέλη της παιδικής ομάδας που το είχαν αντιληφθεί, τραγουδούσαν και έτρωγαν συγχρόνως, εκ περιτροπής…
Η αλάνα του Τζαμιού χρησίμευε σαν γήπεδο ποδοσφαίρου και η καθημερινή διασκέδαση των παιδιών δημιουργούσε προβλήματα σε όσους είχαν την ατυχία να αποτελούν τα σπίτια τους, τον φυσικό φράχτη του γηπέδου. Σπασμένα τζάμια από κάποια άστοχα σουτ, φωνές και ενόχληση των περιοίκων. Η σχολή ξένων γλωσσών του κ. Κανελλίδη, γνωστή σε όλην την πόλη, με μαθητές και μαθήτριες από κάθε γειτονιά, υπέφερε από τη φασαρία, με αποτέλεσμα τις συνεχείς παρακλήσεις, που, όταν δεν εισακούγονταν από τους νεαρούς, ανάγκαζε τον ιδιοκτήτη της να προβαίνει στην κατάσχεση της μπάλας, πράγμα που σήμαινε αντιπαράθεση, παρακλήσεις και πολλές φορές και κλάματα.
Δίπλα από τον κ. Κανελλίδη, ένας άλλος γείτονας που υπέφερε από τη φασαρία ήταν ο γνωστός σε όλη την πόλη φωτογράφος, φωτο-Ανέστης Χοροζίδης. Άνθρωπος που του άρεσε να διαβάζει όταν η εργασία του το επέτρεπε. Η καθημερινή επαγγελματική κίνηση στο στούντιο για φωτογραφίες γάμων, ταυτοτήτων, οικογενειακές «εβδομαδιαίες», διέκοπταν πολλές φορές το παιχνίδι, προς μεγάλη δυσφορία των ομάδων των παιδιών. Μέχρι και η γαϊδούρα του μπαρμπα-Στεφανή του Τσική, που ήταν δεμένη στη βρομοκαρυδιά δίπλα στην κοινόχρηστη βρύση, στην αλάνα, υπέφερε όταν γινότανε αποδέκτης της κάθε στραβοκλοτσιάς της μπάλας.
Ο αθλητισμός είχε τους εκπροσώπους του στη γειτονιά, και μάλιστα σε πολύ υψηλό επίπεδο.
Οι αδελφοί Βεροιώτη, Αντώνης και Γιώργος, ο μεν πρώτος πρωταθλητής του σκι, σε μία εποχή που το Σέλι ήταν ο μοναδικός προορισμός για χειμερινό αθλητισμό στην Ελλάδα, μιας και το Χιονοδρομικό Κέντρο του Παρνασσού σπάνια είχε χιόνι. Ο Γιώργος, πρωταθλητής των δρόμων ημιαντοχής, σε μία εποχή που ο ερασιτεχνικός κλασικός αθλητισμός συμπορευόταν με το ποδόσφαιρο και η διοργάνωση αγωνισμάτων στίβου κατά τη διάρκεια του ημιχρόνου των ποδοσφαιρικών αναμετρήσεων ήταν κάτι το σύνηθες, τον έβρισκε ‒τις περισσότερες φορές‒ νικητή, επευφημούμενο από το πλήθος των φιλάθλων.
Βέβαια, και η πολιτική δεν θα μπορούσε να απουσιάσει από μία γειτονιά του κέντρου της πόλης. Εκφραστής της πολιτικής ιδεολογίας και εκδότης της τοπικής εφημερίδας «Θαρραλέος», ο γνωστός στην πόλη δικηγόρος Ηλίας Νόβας. Υποστηρικτής της Αριστεράς, συνέβαλε, έμμεσα, στη διατήρηση ενός κλίματος ασφάλειας στη γειτονιά… λόγω του διακριτικού ενδιαφέροντος της Χωροφυλακής για τις κινήσεις και επαφές του.
Δεν θα μπορούσε να λείψει και η χαρά του θεάματος. Ο κινηματογράφος «Ολύμπιον«, ιδιοκτησίας Χρήστου Ελευθεριάδη, στις μεγάλες του δόξες, όταν οι ουρές που σχηματίζονταν έφταναν μέχρι την Κεντρικής, προς μεγάλη χαρά των κολλητηρτζήδων.
Το πίσω μπαλκόνι της ταράτσας της ιδιωτικής κατοικίας του ‒εκ των κορυφαίων δικηγόρων της πόλης‒ Σωτήρη Γιαννούλη, ήταν το θεωρείο της δωρεάν παρακολούθησης των ταινιών του θερινού «Ολύμπιον», από όλη την παρέα των νεαρών.
Τις οικογένειες της δεκαετίας αυτής, που τα παιδιά τους είχαν την τύχη να μοιραστούν τις χαρές και τις λύπες, τα παιχνίδια και τις ζαβολιές, τις γνώσεις και τις εμπειρίες θα τις αναφέρω, ελπίζοντας να μην παραλείψω κάποια που να είχε ενεργό συμμετοχή στην καθημερινότητα του τότε.
Οικογένειες: Κώστα Μπιζούρα, Απόστολου Ιωαννίδη, Χαράλαμπου Δαμιανίδη, Ιορδάνη Μιδήρογλου, Ηλία Νόβα, Σωτήρη Γιαννούλη, Κουγιουμτζόγλου, Γαβριήλ Αρχαγγέλου, Ιωάννη Καλλιάνδρα, Κωνσταντίνου Τσική, Αφοί Βεροιώτη, Σπανίδη (γνωστός διαιτητής ποδοσφαίρου), Ιωάννη Τενεκετζίδη, Ζαφείρη, Κωνσταντίνου Καννελίδη, Ανέστη Χοροζίδη, Κωνσταντίνου Σφήκα.