Βέροια – ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης: “Παράθυρα στη μνήμη – Άνθρωποι της πόλης” / γράφει η Δήμητρα Σμυρνή
Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα
ΣΜΥΡΝΗ ΔΗΜΗΤΡΑ
Παράθυρα στη μνήμη – Άνθρωποι της πόλης
————–
Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο η μνήμη επιστρέφει στο μακρινό παρελθόν ανοίγοντας πόρτες και παράθυρα, ανασταίνοντας εικόνες, αρώματα και ήχους ενός παραμυθιού, όπου πρωταγωνιστούσες εσύ, καθώς ο κόσμος απλωνόταν γύρω σου απέραντος, άγνωστος και ελκυστικός, καλώντας σε να τον γνωρίσεις.
Τώρα που η μνήμη όλο και λιγοστεύει, τώρα που το κοντινό παρελθόν δεν έχει πια την ίδια μαγεία, ίσως γιατί γνώρισες πια τον κόσμο, ίσως γιατί το μέλλον σε φοβίζει με τη μικρή του πιθανή διάρκεια και το ναρκοπέδιο υγείας που κυοφορεί, τώρα τα παράθυρα της παιδικής μνήμης ανοίγουν διάπλατα κι από κει ξαναβλέπεις τον κόσμο με τα μάτια της αθωότητας και γράφεις γι’ αυτόν…
Άλλωστε, όπως είπε κι ο ποιητής «πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια…»
Σου ζητήθηκε να το κάνεις, να γράψεις για ανθρώπους της πόλης ζωντανεύοντάς τους. Και το κάνεις με μια παιδική χαρά, γυρίζοντας τις σελίδες της μνήμης σου…
Διάλεξα να μιλήσω για ανθρώπους που ζούσαν στη γειτονιά μου, που οι εικόνες τους κουβαλούσαν μια ιδιαίτερη φόρτιση για την παιδική ψυχή και που μαζί με εικόνες, που άλλοι θα προσθέσουν στην τοιχογραφία της πόλης, με μικρές και μεγάλες πινελιές, θα ξεδιπλώσουν την εικόνα της στα μάτια του αυριανού της πολίτη.
…………………………………….
Ο κύριος Χάρης, ο ποδηλατάς της γειτονιάς μου
Βέροια, Γράμμου 3. Τώρα στη θέση του πρώτου μας σπιτιού, της μονοκατοικίας στο βάθος, υψώνεται μια μεγάλη πολυκατοικία. Η εικόνα της παλιάς Βέροιας έχει θαφτεί κάτω από το τσιμέντο, κι αυτό μοιραία συνέβη όχι μόνο με το δικό μας σπίτι, αλλά με όλα σχεδόν της πόλης. «Δρόμοι που τώρα έγιναν αγνώριστοι…»
Η σκαλιστή σιδερένια πόρτα, η κληματαριά, τα μπαλκόνια του, «όλα μια λύπη και μια ομορφιά…»
Ήταν τότε, που άκουγα κάθε πρωί τον ήχο, σκληρό και γνώριμο, από τις πατερίτσες του κυρίου Χάρη του Σαουλίδη, καθώς αντηχούσαν στο τσιμεντένιο δρομάκι, πηγαίνοντας ν’ ανοίξει το ποδηλατάδικό του.
Ένα μικρό μαγαζάκι που έβλεπε στον δρόμο ήταν η ζωή του κυρίου Χάρη, η επαφή του με την καθημερινότητα. Γιατί δεν μπορούσε να συμμετέχει εξαιτίας της αναπηρίας του στη ζωή, σε μια ζωή, όπως η νιότη του την ονειρεύτηκε, κι άλλοι, αποφασίζοντας γι’ αυτόν, του την είχαν στερήσει.
Πάντα κάτι σκοτεινό υπήρχε πάνω του, κάτι σαν ένα βαρύ σύννεφο, που ένιωθες πως ήθελε να γίνει βροχή, όμως η περηφάνια του το σταματούσε.
Πολύ λεπτός, με κατάμαυρα μαλλιά, επιμελημένο μουστάκι και μάτια διαπεραστικά… Θυμάμαι σαν τώρα το φρεσκοσιδερωμένο παντελόνι του, την ευγένεια στις κινήσεις και στη φωνή του, όταν μιλούσε.
Ακουμπούσε τις πατερίτσες στον τοίχο του μικρομάγαζου κι έβλεπε την κίνηση στο δρόμο.
Εμείς τα παιδιά παίζαμε μπροστά στα μάτια του τρέχοντας ασταμάτητα, φωνάζοντας, γελώντας. Κι εκείνος έτρεχε με τη φαντασία του μαζί μας, κάνοντας άλματα, στριφογυρίζοντας αδιάκοπα μέσα από τα μονοπάτια της δικής του μνήμης.
Άλλοτε χαμογελώντας γλυκά, κι άλλοτε με μια αβάσταχτη πίκρα, που την έπιανα να υπάρχει μόνιμα στο βλέμμα του, πίσω από κάθε λέξη ή κίνηση, ο κύριος Χάρης ήταν ο παρατηρητής της ζωής. Ποιος ξέρει τι εικόνες από τα παιδικά του χρόνια και τι συνειρμοί γίνονταν στο μυαλό και την ψυχή του.
Λένε για τους ανάπηρους πως δεν μπορούν να ξεφύγουν από τα δεσμά της ζήλιας, που καμιά φορά μετατρέπεται αθέλητα σε κακία, καθώς η στέρηση γι’ αυτούς γίνεται αβάσταχτη. Ο κύριος Χάρης δεν ήταν έτσι. Κι αυτό εμείς τα παιδιά το πιάναμε στον αέρα.
Ήταν με το βλέμμα του ο συνοδοιπόρος των παιχνιδιών μας, ο διαιτητής στους καβγάδες μας, η γλυκιά ματιά της συγκατάβασης και της γνώσης πίσω απ’ όλα αυτά.
Παγωτό στο χέρι από το μαγαζάκι του και σπόρια, φτηνά μαύρα ή άσπρα, λίγο ακριβότερα, πάντα σε χωνάκι από φύλλα εφημερίδας. Και κείνος είτε να μας βλέπει είτε να διαβάζει. Ναι, διάβαζε πολύ και ζούσε τη ζωή μέσα από μας και τα παιχνίδια μας, μέσα από τα βιβλία, τις εφημερίδες και τις σελίδες τους…
Η απορία μου, γιατί ο κύριος Χάρης δεν είχε κι αυτός ένα περίπτερο, όπως άλλοι ανάπηροι στην πόλη, που έκαναν χρυσές δουλειές, ιδιαίτερα με τα τσιγάρα, δεν ικανοποιούνταν από την απάντηση της μάνας μου. Έλεγε «Ο Χάρης τραυματίστηκε και έμεινε ανάπηρος πολεμώντας στην Εθνική Αντίσταση».
Αφού ήταν Εθνική η Αντίσταση, τότε γιατί δεν του δίναν το περίπτερο; Αναρωτιόμουν, αλλά δεν καταλάβαινα…
Τώρα, που μεγάλωσα, καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω τα γεγονότα, την ίδια την Ιστορία και προπαντός τους ανθρώπους.
Καταλαβαίνω την αιώνια θλίψη του, το πικρό του χαμόγελο και προπαντός καταλαβαίνω το βλέμμα του σκαλωμένο στις αστραφτερές ακτίνες των ποδηλάτων που είχε έξω από το μαγαζάκι του, για να τα νοικιάζει στους τυχερούς που μπορούσαν να τρέχουν μ’ αυτά.
Και έτρεχε και ο κύριος Χάρης μαζί μας, με τη μνήμη του, έτρεχε μαζί με τα ποδήλατά του, έτρεχε στα χρόνια, που τα δύο του πόδια σκαρφάλωναν στα βουνά πολεμώντας τους Γερμανούς, διεκδικώντας ένα καλύτερο αύριο για όλους μας…
……………………………..
Ο Γιώργος Καλογήρου
και το μοναχικό του πιάνο
Το σπίτι μας ήταν διώροφο και το δικό μου δωμάτιο ήταν πάνω, στην πίσω πλευρά του. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, μέχρι τα δεκατέσσερα. Μετά μετακομίσαμε κι εμείς σε πολυκατοικία.
Το δωμάτιο έβλεπε από το παράθυρο στην αυλή της κυρα-Σουλτάνας, που φορούσε τα μακριά μαύρα της ρούχα ‒παραδοσιακή χήρα Βλάχα‒ και τίναζε κάθε πρωί τα μικρά άσπρα βελεντζάκια της, που σκέπαζαν τα σιδερένια ντιβάνια του χαμηλού σπιτιού που νοίκιαζε.
Κάθε τόσο ο ίδιος γνώριμος ήχος και η ζωή της γειτονιάς να ξυπνά σιγά σιγά. Γειτονιά λαϊκή. Οι φωνές, οι συμπεριφορές, τα τραγούδια… «Μαντουβάλα, αγάπη γλυκιά μου», τραγουδούσε με πάθος ο Καζαντζίδης, και όλα τα ραδιόφωνα της γειτονιάς, συντονισμένα στον ίδιο σταθμό, είχαν κάνει το τραγούδι εθνικό ύμνο της εποχής!…
Και μέσα σ’ όλην αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ακουγόταν μέσα στο σούρουπο ένα μοναχικό πιάνο… Ήχος και αύρα αλλιώτικη. Ήταν ο Γιώργος Καλογήρου.
Η οικογένεια Καλογήρου είχε το αρχοντικό της –αρχοντικό, γιατί δεν είχε βέβαια καμιά σχέση με το δικό μας δημοσιοϋπαλληλικό διώροφο‒ στην άλλη γωνία του τετραγώνου, Κονίτσης και Τρεμπεσίνας γωνία. Φαινόταν η οικονομική άνεση στο χτίσιμό του. Ο πατέρας Καλογήρου είχε αποκτήσει χρήματα ως μετανάστης στην Αμερική, και είχε κάνει τις επενδύσεις του εδώ.
Εκείνο όμως που εντυπωσίαζε δεν ήταν το σπίτι, αλλά οι ένοικοι. Η κυρία Κατίνα, όπως την αποκαλούσαν όλοι ‒κυρία και όχι κυρά‒ δικαίωνε τη διαφορά στην προσφώνηση όχι με την οικονομική άνεση που απέπνεε η κατοικία, αλλά με τη συμπεριφορά της.
Χήρα κι αυτή, λεπτή, ευθυτενής, ευγενική με όλους, αθόρυβη, έβγαινε κάθε πρωί να γυαλίσει τα παπούτσια των αγοριών της στο πίσω μπαλκόνι, που επικοινωνούσε με το δικό μου δωμάτιο-παρατηρητήριο.
Τα αγόρια έφευγαν. Το σούρουπο όμως ανήκε σε ένα από τα αγόρια και το πιάνο του. Έπαιζε ο Γιώργος Καλογήρου, ο μικρότερος.
Έτσι αγάπησα το πιάνο… Καθώς οι ήχοι ξεχύνονταν στον αέρα της γειτονιάς, έφερναν μια άλλη αίσθηση… γίνονταν ένα φτερούγισμα σε άλλους κόσμους, ονειρικούς. Άλλος ήχος, άλλες εικόνες…
Άρχισα ν’ ακούω με πάθος κλασική μουσική στο ραδιόφωνο τα βράδια πριν κοιμηθώ, κι όταν κατέκτησα λίγο αργότερα το μεγαλύτερό μου όνειρο ‒ένα πικάπ‒ ο πρώτος δίσκος μου ήταν οι σονάτες του Μπετόβεν.
Ποιος ήταν, όμως, αυτός ο γοητευτικός πιανίστας του απόβραδου; Ο Γιώργος Καλογήρου ήταν μια λεπτή και αλλιώτικη φιγούρα στη γειτονιά, μ’ έναν αριστοκρατικό αέρα που έβγαινε χωρίς καμιά επιτήδευση, σαν κάτι απόλυτα φυσικό.
Αργότερα κατέκτησε μια ανώτερη θέση στη Δημαρχία της πόλης και ίδρυσε παράλληλα την εφημερίδα «Βέροια», καταγράφοντας καθημερινά τον παλμό της πόλης. Την αγάπη του για τη Βέροια την έδειξε κι αλλιώς, ως πρωτεργάτης στη διοργάνωση του Φεστιβάλ του Ροδάκινου, που αποτελούσε τότε μια έκρηξη χαράς για τους πολίτες με τα φαντασμαγορικά του άρματα!
Η μουσική, όμως, ήταν πάντα η βαθύτερη αγάπη του και σ’ αυτήν αφιερώθηκε. Γνωριμία με γνωστούς τραγουδιστές της εποχής, συμμετοχή του στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και διάκριση σ’ αυτό… Και μεις νιώθαμε τότε πως είχαμε τον δικό μας συνθέτη και τραγουδούσαμε βέβαια το τραγούδι του «Άσπρα Φτερά», σύμβολο νεανικής αισιοδοξίας…
Ο Γιώργος Καλογήρου ζει ακόμα στον ίδιο χώρο, στην ίδια γειτονιά. Όχι βέβαια στο παλιό αρχοντικό, αλλά στην πανύψηλη πολυκατοικία που το διαδέχτηκε.
Καταξιωμένος στην προσωπική του και τη δημόσια ζωή, με την αγαπημένη του Άννα δίπλα του, με παιδιά και εγγόνια, με τιμές για την προσφορά του στην πόλη, εξακολουθεί να σκύβει και τώρα πάνω από το πιάνο του, χαϊδεύοντας τρυφερά τα πλήκτρα του.
Τώρα, όμως, οι γειτονιές μας είναι πολύ μακριά, δεν μπορώ ν’ ακούω το πιάνο του, καθώς νυχτώνει. Ίσως δεν το ακούν με την ίδια διάθεση κι οι τωρινοί του γείτονες στην πολυκατοικία.
Μέσα μου όμως αντηχεί πάντα εκείνος ο πρώτος ήχος, ανακαλώντας τις πρώτες εικόνες και τη γοητεία τους… Και κάθε φορά που βλέπω τώρα τα δάχτυλα της κόρης μου να τρέχουν πάνω στο δικό της πιάνο, τον θυμάμαι με νοσταλγία μαζί με τον στίχο του Καβάφη
«Ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας…»
………………………….
Ο δάσκαλος και ποιητής Νίκος Αδαλόγλου
Τον θυμάμαι σαν τώρα. Ψηλός, ευθυτενής, με βήμα στέρεο, που έπαιρνε δύναμη από τη γη κι ένα βλέμμα γαλανό, που κοίταζε ψηλά. Ήταν η αρμονική σύζευξη της γης με τον ουρανό. Του ορθολογισμού με τον συναισθηματισμό.
Ο Νίκος Αδαλόγλου ήταν δάσκαλος αλλά και ποιητής.
Ανήκε σ’ εκείνες τις μορφές των παλιών δασκάλων που τιμούν τον όρο με όλες τις προεκτάσεις του. Αγάπη για το παιδί, αγάπη για τον άνθρωπο, αγάπη για τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, τη δημοκρατία…
Μα όλα μαζί; Ναι, όλα. Έτσι δεν θα έπρεπε να συμβαίνει, για να μεταβιβάζονται όλα αυτά και στους μαθητές κάθε δασκάλου;
Όσο για το «ποιητής», μήπως όλοι οι δάσκαλοι θα έπρεπε να είναι και ποιητές; Όχι, βέβαια, γράφοντας στίχους, αλλά ζώντας με την ποιητική εκείνη θεώρηση της ζωής, που να τους κάνει ποιητές της καθημερινής πράξης…
Οχτάχρονο αγόρι, τον φέρνει η Μικρασιατική Καταστροφή στην Ελλάδα. Αριστούχος μαθητής του Θεόδωρου Κάστανου στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Φλώρινας, πολεμά στην Εποποιία του ’40 στην πρώτη γραμμή, τραυματίζεται και τιμάται με το Αριστείο Ανδρείας.
Μετά την εισβολή των Γερμανών επανέρχεται ως Διευθυντής του σχολείου στο Καμποχώρι της Ημαθίας. Ανταποκρίνεται από τους πρώτους στο κάλεσμα της Εθνικής Αντίστασης, εντάσσεται στο ΕΑΜ και αναλαμβάνει τη διοίκηση Ανεξάρτητου Εφεδρικού Τάγματος του ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο Νικηφόρος.
Συμφωνία της Βάρκιζας. Μια εποχή που οι πραγματικοί αγωνιστές τιμωρούνται, γιατί υπερασπίστηκαν την πατρίδα τους και το δίκιο. Ο Νίκος Αδαλόγλου απολύεται από την υπηρεσία του δύο φορές και εξορίζεται στη Μακρόνησο από το ’47 μέχρι και το ’49. Με κακουχίες, σκληρές δοκιμασίες, απομονωμένος σε συρματοπλέγματα, χάνει παράλληλα και τον βαθμό του αξιωματικού, πληρώνοντας σκληρά τον ιδεολογικό του προσανατολισμό, που ήταν τότε ο προσανατολισμός μιας Ελλάδας που αντιστεκόταν, που προσπαθούσε να σταθεί στα δικά της πόδια, μετά τον αγώνα που έδωσε.
Όταν περνούν τα πέτρινα χρόνια, ο Νίκος Αδαλόγλου ξαναγυρίζει στη θέση του και παραμένει σ’ αυτήν μέχρι το 1970, που συνταξιοδοτείται. Ασχολείται με τη Λογοτεχνία, τη Δημοσιογραφία και την Κριτική και 22 βιβλία (ποιητικές συλλογές, αφηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μελέτες) βλέπουν το φως.
Πεθαίνει το 1988, πριν προλάβει να εκδώσει ένα σημαντικό βιβλίο-μαρτυρία, αφιερωμένο στην Εθνική Αντίσταση των χωριών του Κάμπου.
Ποιος ήταν για μένα ο Νίκος Αδαλόγλου; Ήταν μια φωτεινή μορφή των παιδικών μου χρόνων, που καθρεφτιζόταν στο πάντα ήρεμο πρόσωπό του ο θαυμασμός όλων και η εκτίμηση.
Καθώς είχα την ευκαιρία κάποιες φορές να τον βλέπω στο σπίτι μας, παρατηρούσα τον τρόπο που η μάνα μου ‒δασκάλα κι αυτή‒ μιλούσε για κείνον. « Έρχεται ο κύριος Νίκος», έλεγε, κι εκείνο το «κύριος» απηχούσε όλες τις βαθμίδες της εκτίμησης.
Διαβάζαμε τότε τα ποιήματά του στις τοπικές εφημερίδες. Ποιήματα μιας άλλης εποχής, που ίσως δεν συνάδουν με τον τρόπο γραφής της νεότερης γενιάς των ποιητών, αλλά απηχούν τον δικό του ποιητικό κόσμο, την ευαισθησία και την ανησυχία του.
Θυμάμαι την τελευταία φορά που ήρθε στο σπίτι μας. Γιόρταζα, και με την αγαπημένη του σύντροφο στη ζωή, την κυρία Χρυσάνθη, ανέβηκε τα σκαλιά του τότε σπιτιού μας, κρατώντας στα χέρια του το δώρο μου.
Ήμουν μόλις 13 χρονών, μαθήτρια του Γυμνασίου. Το ξετύλιξε τελετουργικά, μου το έδωσε και είπε: «Είναι τα Άπαντα του Διονυσίου Σολωμού. Σου εύχομαι από τον Σολωμό στον Παλαμά να πας…» Τότε δεν κατάλαβα το βάρος της ευχής. Τώρα ξέρω.
Εκείνον τον τόμο τον έχω ακόμα στη βιβλιοθήκη μου, κύριε Νίκο. Την κοσμεί με τα κιτρινισμένα του φύλλα ‒«Άπαντα Διονυσίου Σολωμού, μετά προλεγομένων του Ιάκωβου Πολυλά»‒ μαζί με τις πιο τρυφερές αναμνήσεις από τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια.
Από τότε, πέρα από τον Σολωμό και τον Παλαμά, ακούμπησα πάνω σε στίχους πολλών ποιητών που αγάπησα και με συνόδεψαν στην επαγγελματική μου πορεία αλλά και στη ζωή, με πάνω απ’ όλους τον στοχαστικό Καβάφη…
Δεν είχα την τύχη να σε έχω δάσκαλο στην τάξη, κύριε Νίκο, όμως πέρασες από τη ζωή μου σαν μια φιγούρα με τη δική της αύρα, την αύρα ενός ανθρώπου ιδιαίτερου.
Τώρα, πηγαίνοντας άπειρες φορές προς τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Βέροιας, περνώ μπροστά από το παλιό σου σπίτι. Αντιστέκεται, όπως αντιστεκόσουν κι εσύ.
Στέκεται περήφανο ‒μια σεμνή μονοκατοικία‒ δίπλα σε πανύψηλες πολυκατοικίες. Ο μικρός του κήπος, οι βαμμένοι του τοίχοι και τα πορτοπαράθυρα λένε πως είσαι ακόμα εκεί. Πως η κόρη σου, η Κούλα, αν και δεν ζει πια στην ίδια πόλη, ανασαίνει τα παιδικά της χρόνια και την ανάμνησή σου μέσα απ’ αυτό. Το σπίτι, ο κισσός, η μνήμη… Να ξέρεις πως σε θυμόμαστε…
……………………………..
[…] Κοιτώντας τον ήλιο,
κρατώντας τον ήλιο στην αγκαλιά μας,
ανηφορίσαμε και πάλι
τη στράτα του βουνού
δεμένοι με την αγάπη και τη ζωή
με τους ανθρώπους και τους πόθους,
να δούμε το χάος, να δούμε την πλάση
μες στην αυγή και μες στη δύση,
για προσφορά και για θυσία.
(Νίκος Αδαλόγλου, «Κοιτώντας τον ήλιο», εκδόσεις Πυρσός, Βέροια 1968.)
……………………………..
Χρίστος Τσολάκης,
ο οραματιστής μιας άλλης Παιδείας
Πέρασε από την πόλη μας, έζησε εδώ, δίδαξε, διάλεξε από τη Βέροια τη σύντροφο της ζωής του, χάρισε στην πόλη μας το Μουσείο Εκπαίδευσης, που ήταν το απόσταγμα του προσωπικού του οράματος. Δεν ήταν απλά ένας δάσκαλος ‒με όλη τη δυναμική που εμπεριέχει η λέξη‒ ήταν ο οραματιστής μια άλλης Παιδείας.
Δεν τον είχα καθηγητή, δεν ευτύχησα, όπως άλλες μαθήτριες του Γυμνασίου Θηλέων Βέροιας, που κάθε φορά που έβγαιναν από την τάξη τα μάτια τους έλαμπαν παράξενα και έλεγαν «Είχαμε Τσολάκη…» Δεν έλεγαν είχαμε Αρχαία, Νέα, Λατινικά, έλεγαν «Είχαμε Τσολάκη» με ό,τι μαγικό περιείχε η λέξη, που για μας, όμως, τις υπόλοιπες δεν ήταν προσβάσιμο…
Ποια ήταν η πρώτη ανάμνησή μου από τον Χρίστο Τσολάκη; Στα πρώτα χρόνια, όταν μόλις είχε διοριστεί στη Βέροια, νοίκιαζε στη γειτονιά μας, στην κυρία Χρυσούλα. Από το μπαλκόνι μου έβλεπα τις νύχτες το φως του δωματίου του πάντα αναμμένο. Διάβαζε. Διάβαζε, ενώ η άλλη γειτονιά κοιμόταν…
Όταν βγαίναμε να παίξουμε στη Γράμμου ‒και παίζαμε πολύ, ήμασταν η τυχερή γενιά του ομαδικού παιχνιδιού μέχρι τα 14-15 μας‒ η κυρία Χρυσούλα έβγαινε έξω και μας μάλωνε. Τη θυμάμαι ακόμα, κούτσαινε ελαφρά, και έλεγε αυστηρά: «Σσς… μη φωνάζετε, ο καθηγητής διαβάζει…»
Ο καθηγητής, λοιπόν, ήταν κάτι το παράξενο, που οι ίδιες οι συνθήκες το έντυναν μ’ έναν μανδύα μυστηρίου.
Ο καθηγητής έφυγε από τη γειτονιά, παντρεύτηκε τη φιλόλογο Τάσα Βαγουρδή, την κόρη του ευγενικού και δημοκράτη βιβλιοπώλη της Βέροιας ‒γνωστού σε όλους μας‒ μια γυναίκα που του ταίριαζε και που τον συντρόφεψε μέχρι το τέλος με το ίδιο πάθος για την εκπαίδευση και το ίδιο όραμα.
Κι ενώ στην Τετάρτη Γυμνασίου πια μας έτρωγε η ζήλια για τα κορίτσια της Πέμπτης που είχαν τον Τσολάκη και μεις δεν τον είχαμε, ξαφνικά, καθώς έλειπε εκείνη τη μέρα η δική μας καθηγήτρια ‒άχρωμη και άοσμη‒ και στην τάξη γινόταν χαλασμός, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο… Τσολάκης! Την αντικατάστησε για μία ώρα, για μία και μοναδική ώρα…
Θυμάμαι ακόμα τη μακρόστενη, ακατάλληλη για παιδιά αίθουσα, τη σκοτεινή ‒εκεί που σήμερα στεγάζεται ο Κωτσόβολος, εκεί μας είχαν μεταφέρει προσωρινά‒ θυμάμαι πώς εκείνη η άχαρη αίθουσα γέμισε πουλιά…
Μπήκε χαμογελώντας, δεν είπε καν «Ησυχάστε!», κι όλα σταμάτησαν μονομιάς. Η μαγεία της παρουσίας του αληθινού δασκάλου!… Να επιβάλλεται μόνο με την παρουσία του, να ξέρει ποιος είναι, τι θέλει, να κατέχει τα μυστικά νήματα της επικοινωνίας με το παιδί, να είναι ταγμένος στην Παιδεία…
Ξέραμε την αδυναμία του στον Κρυστάλλη. Το ξέραμε από τις μαθήτριές του. Του ζητήσαμε να μας μιλήσει γι’ αυτόν. «Ναι, ο Κρυστάλλης που αγαπώ», είπε, «αλλά θα μιλήσουμε και για τον Σεφέρη, που τώρα αγαπώ. Περάσαμε στην εποχή του Σεφέρη πια, παιδιά…»
Και άνοιξε ο δάσκαλος τις φτερούγες του και πετούσε με τον λόγο του πάνω από τα κεφάλια μας κι ακούγαμε τον λόγο του Κρυστάλλη:
Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ, γιὰ χαμηλώσου λίγο
καὶ δωσ᾿ μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θὰ μὲ φάει ὁ κάμπος!
Κι άνοιγε ο σταυραϊτός τις φτερούγες του και τις άνοιγε κι ο δάσκαλος, κι εμείς οι μαθήτριες πετούσαμε μαζί τους… Τι ταξίδι…
Κι ύστερα ο Σεφέρης:
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
παραπετάσματα βουνών, αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…
το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937
Βαθιά φωνή, κινήσεις ελεγχόμενες, πάθος, ήθος… Θεατρική παράσταση, χωρίς φτηνή θεατρικότητα…
Έτσι μπήκε στη ζωή μου ο Σεφέρης και το δασκαλίκι. Βέβαια, είχα μάνα δασκάλα, που την αγαπούσαν οι μαθητές της και τη θυμόντουσαν αργότερα μέχρι τα βαθιά της γεράματα, και, για να είμαι δίκαια, ευτύχησα να έχω και δύο εξαιρετικούς φιλολόγους, τον Ιάκωβο Τσαούση και τον Δημήτρη Παυλίδη, αλλά εκείνη τη μία και μοναδική ώρα με τον δάσκαλο Τσολάκη δεν την ξέχασα ποτέ.
Πέρασαν τα χρόνια, ο Χρίστος Τσολάκης έγινε ένα σύμβολο για την αληθινή Παιδεία και την εφαρμογή της στην πράξη, την Εκπαίδευση.
Ο Τσολάκης, το παιδί από το μικρό χωριό της Πιερίας, τα Σκοτεινά, μετά τις σπουδές του με λαμπρούς δασκάλους στο Αριστοτέλειο και το μεταπτυχιακό του στη Σουηδία, όπου και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Λουντ, επιστρέφοντας στην Ελλάδα πέρασε από τη Δημόσια Εκπαίδευση ως φιλόλογος και σχολικός σύμβουλος. Σε συνεργασία με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο συνέταξε με την ομάδα του τα βιβλία «Νεοελληνική γλώσσα» για το Γυμνάσιο και «Έκφραση – Έκθεση» για το Λύκειο.
Η πορεία του στη συνέχεια, με πλήθος διαλέξεων εντός και εκτός Ελλάδας, με τιμές από ελληνικά και διεθνή Πανεπιστήμια, μέχρι τον τίτλο του καθηγητής της Νεοελληνικής Γλώσσας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ήταν για έναν τέτοιο δάσκαλο η φυσική και αναμενόμενη δικαίωση.
Για τον Τσολάκη γλώσσα και σκέψη, γλώσσα και συναίσθημα, γλώσσα και πατρίδα, γλώσσα και όραμα, ήταν ταυτόσημα.
Η σχέση του με τη Βέροια, όπου έζησε ένα κομμάτι της ζωής του, φάνηκε, όταν θέλησε να αφήσει και το υλικό αποτύπωμα του οράματός του, πέρα από το πνευματικό, στη Βέροια.
Ίδρυσε το Μουσείο Εκπαίδευσης και Παιδείας εδώ, στην πόλη μας. Ζήτησε να το στηρίξουν άνθρωποι που ζούσαν την Παιδεία κι ανάμεσά τους τοποθέτησε κάποια στιγμή κι εμένα. Τι τιμή!
Το Μουσείο, ένα προσκύνημα στη μνήμη χρόνων ολόκληρων Εκπαίδευσης, δεν βρήκε ακόμα το χώρο που του ταιριάζει, παρά τον αγώνα που έγινε από τους ανθρώπους που έκαναν δικό τους όραμα το όραμα του Τσολάκη. Αποτελεί ακόμα μια ανοιχτή πληγή για όσους τον αγάπησαν και θέλησαν να ακολουθήσουν το δικό του μονοπάτι.
Η πόλη όμως, η Βέροια, του το οφείλει. Γιατί πολύ την αγάπησε κι εκείνη πρέπει να του ανταποδώσει με κάθε τρόπο την αγάπη του.
Ο Χρίστος Τσολάκης έφυγε από τη ζωή το 2012. Η μνήμη του και το έργο του είναι για μας, τους πολίτες αυτής της πόλης, πάντα παρόντα.
————-