Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: Οι Τσιγγάνοι του Adriano Colocci / Η ιστορία ενός περιπλανώμενου λαού (μέρος 1ο)
ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ
ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ (GLI ZINGARI) ΤΟΥ ADRIANO COLOCCI
–Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΥ ΛΑΟΥ–
————–
ADRIANO COLOCCI
———
GLI ZINGARI
STORIA D’UN POPOLO ERRANTE
TORINO
ERMANNO LOESCHER
FIRENZE – ROMA 1889
————
-
Η βλάβη του Η/Υ μου και η διόρθωσή της σε «μάστορα», με αναγκάζουν να ανταποκριθώ με κάποια καθυστέρηση στην υπόσχεση μου για παρουσίαση του δεύτερου προσφάτως εκδοθέντος βιβλίου μου – και τούτο από τις Εκδόσεις Αντ. Σταμούλης – Θεσσαλονίκη, όπως το προηγούμενο για τους Βλάχους με «Τρία έργα του Θεόδωρου Καπιτάνου»–, και αφορά στην μετάφραση του έργου ενός πολύ σπουδαίου Ιταλού «Τσιγγανολόγου», του ADRIANO COLOCCI, έργου του 1889, την μετάφραση του οποίου φέραμε σε πέρας η φίλη διδάκτωρ Θέκλα Κουζούπη κι εγώ, και με πρόσθετο δικό μου εκτενή σχολιασμό με πλήθος χρήσιμων υποσημειώσεων και επισημάνσεων για τον σημερινό έλληνα αναγνώστη, σε πάνω από 600 σελίδες μεγάλου σχήματος πόνημα.
Για να μην κουράζω με άλλες λεπτομέρειες έκρινα σκόπιμο να καταθέσω στο σημερινό «Σημείωμα» στην ΦΑΡΕΤΡΑ, την Εισαγωγή μου τούτης της έκδοσης, και τον Πρόλογο του Ιταλού συγγραφέα, και να «εκθέσω» μία σειρά από τις φωτογραφίες και από τους χάρτες που κοσμούν την έκδοση, και που καθιστούν τον τόμο εξόχως «αναγνώσιμο» και καταληπτό.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ[1]
Fin dal loro arrivo in Europa gli zingari vennero appellati con nomi evocanti l’Oriente.Από τον καιρό της άφιξης των Τσιγγάνων στην Ευρώπη έγινε αναφορά στα ονόματά τους ότι θυμίζουν την Ανατολή. Λόγω του καφετιού σκούρου χρώματός τους και του τρόπου ζωής τους, που ήταν άγνωστα στους πολίτες της Ευρώπης, συνδέθηκαν πιο πολύ συχνά με τους Αιγύπτιους στη Δυτική Ευρώπη και με τους Τατάρους στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, το 1322 μια ομάδα ακροβατών «από την Αίγυπτο» έδινε παραστάσεις στην Κωνσταντινούπολη, ενώ κατά το ίδιο έτος εμφανίζεται μια άλλη αποικία «Αιγυπτιακή» να έχει εγκατασταθεί στην Κέρκυρα.Che le zone sotto controllo culturale dell’Impero Bizantino siano state la prima tappa dello spostamento degli zingari verso occidente e fuori di dubbio, lo testimoniano oltre ad atti e documenti del XIV secolo anche il fatto che a maggior parte dei termini nelle lingue europee ed il turco Cingane (al contrario in arabo sono detti al-nuri, plur. al-nawar) a quello della setta eretica dell’Asia Minore degli atsiganoi con la quale probabilmente i girovaghi vennero identificati ed il “Piccolo Egitto” altro non è che la zona peloponnesiaca di Methòni, ove vi era un complesso sistema di irrigazioni. Οι περιοχές που τελούσαν υπό τον έλεγχο του βυζαντινού πολιτισμού υπήρξαν αυτές στις οποίες έκαναν οι Τσιγγάνοι το πρώτο βήμα προς τη Δύση και, αναμφίβολα, αυτό μαρτυρείται και από τα αρχεία και τα έγγραφα του 14ου αιώνα, μα κι από το γεγονός ότι οι περισσότεροι όροι γι’ αυτούς στις ευρωπαϊκές γλώσσες και στα τούρκικα είναι Cingane (ενώ στα αραβικά ονομάζονται εν. al-Nuri, πληθ. al-Nawar), μοιάζοντας με τη λέξη του αιρετικού δόγματος της Μικράς Ασίας «Αθίγγανοι» ή «Ατσίγγανοι» [Atsiganoi], που σημαίνει «περιπλανώμενοι». Τέτοιοι εντοπίστηκαν και στην «Μικρά Αίγυπτο», που δεν είναι άλλη από την περιοχή της Μεθώνης της Πελοποννήσου όπου εκεί υπήρχε ένα περίπλοκο σύστημα άρδευσης. Στις 5 Νοέμβρη του 1362 αναφέρεται η παρουσία τους στη Ραγούσα [Ragusa] (νυν Ντουμπρόβνικ), και κατά την ίδια περίοδο φαίνεται ότι επιτράπηκε η εγκατάστασή τους γύρω από το μοναστήρι της Ρίλας, περιοχή της νυν νότιας Βουλγαρίας, και στο νησί της Κέρκυρας. Σε αυτούς, πιθανώς, αναφέρεται –μεταξύ των άλλων– κι ο βυζαντινός συγγραφέας Μάζαρις, γράφοντας ότι αποτελούν ξεχωριστή εθνική ομάδα στην Πελοπόννησο.
Nel XIV sono stabiliti dappertutto, in Serbia, in Valacchia, in Moldavia, in Transilvania e nelle città tedesche.Κατά τον 14ο αιώνα είναι εγκαταστημένοι σχεδόν παντού: Βλαχία (άνωθεν του Δουνάβεως), Μολδαβία, Τρανσυλβανία, Σερβία και δη μέσα στις πόλεις. Το 1407 στην πόλη Hildesheim και σε διάφορα έγγραφα αναφέρονται ως «Τάταροι», και το 1417 ορισμένες ομάδες τους κατευθύνονται στη Βασιλεία, για να φτάσουν –την ίδια περίοδο– σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις, έχοντας και επιστολές προστασίας (αυθεντικές!/autentiche!), που υπογράφτηκαν από τον αυτοκράτορα Σιγισμούνδο [Sigismund]. Οι πυρήνες αυτών των «Τατάρων» και των «Αιγύπτιων» απαρτίζονταν από 100-300 ανθρώπους (συμπεριλαμβανόμενων και των παιδιών). Μια ομάδα αποτελούμενη από περίπου 14.000 μέλη έφτασε το 1418 στο Στρασβούργο υπό την ηγεσία του Κόντε Μιχαήλ, ο οποίος υποστήριζε πως είχε φύγει από την Αίγυπτο. Ο αδελφός του, ο Κόντε Ανδρέας, Λόρδος της Μικράς Αιγύπτου, πήγε στις Βρυξέλλες κι από εκεί στην Ολλανδία. Κατόπιν, το 1422, ο Ανδρέας πήγε στην Μπολόνια, στο Φορλί και μετά στη Ρώμη με μια απίθανη συνοδεία ανθρώπων που είχε συγκεντρώσει από τους διάφορους δήμους, έχοντας συστατικές επιστολές υπογεγραμμένες από τον Πάπα Μαρτίνο Ε΄. Στο Παρίσι, το 1427, έλεγαν ότι έφυγαν από την Αίγυπτο ως διωκόμενοι Χριστιανοί. Στο τέλος του 17ου αιώνα οι Τσιγγάνοι βρίσκονταν ήδη και στη Σουηδία και παρουσιάζονταν εκεί ως Τάταροι, για να εκμεταλλευτούν τις καλές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στο Βασίλειο της Σουηδίας και στο Χανάτο της Κριμαίας.
Το 1425 μια ομάδα από αυτούς αποβλήθηκε από τη Γαλλία και έφτασε στην Ισπανία το 1447 ως «πλήθος Αιγυπτίων» (“Τσιγγάνοι”) και προκύπτουν ως τέτοιοι από εσφαλμένη πεποίθηση σε ό,τι αφορά στην προέλευση των Τσιγγάνων, ομάδα η οποία πήγε στη Βαρκελώνη από όπου και διώχτηκε κατόπιν από τις εκκλησιαστικές αρχές.
Έτσι, από τον 16ο αιώνα και μετά άρχισε μια σειρά διακρίσεων, εκτοπίσεων και σφαγών σε βάρος των καλούμενων –συνολικά– σήμερα Ρομά/Ρόμηδες.
Αυτό που συνέβηκε στη Χριστιανική Δύση επαναλήφθηκε και στη γη του Ισλάμ, στις Μουσουλμανικές χώρες, και συνέβαινε σχεδόν παντού, οι δε σχέσεις των “Αθίγγανων” με τους άλλους πληθυσμούς διέπονταν από συνεχείς τριβές. Άνθιζαν σκλαβοπάζαρα σε περιοχές των Τσιγγάνων της Ρουμανίας, με αγοραστές Χριστιανούς και Τατάρους. Ο Οθωμανός Σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ εξέδωσε διάταγμα με προγραφές σε βάρος των Τσιγγάνων (των ονομαζόμενων Turlacchi), το 1493, αποσκοπώντας στο να περιορίσει τις ληστείες, τις απάτες, τα τυχερά παιχνίδια και τις διάφορες άλλες μη νόμιμες πράξεις τους.
Το πιο πιθανό είναι ότι οι Τσιγγάνοι κατάγονται από την περιοχή Σιντ [Sind] της Ινδίας, και κατά τους αιώνες 10ο-12ο να μετακινήθηκαν προς την Περσία και την Αρμενία μαζί με τους Σελτζούκους Τούρκους. Η Λούρι [Luri], φυλή Τσιγγάνων, αναφέρεται στο βιβλίο των Βασιλέων (Σαχ-Ναμέχ) και στο ιρανικό έπος που γράφτηκε από τον Firdouzi το έτος 1010-1011 για τον ηγεμόνα Μαχμούτ Γκαζνί. Οι Μουσουλμάνοι κατακτητές των περιοχών Σιντ και Πουντζάμπ μετέφεραν και εκδίωξαν πολλούς τεχνίτες και σκλάβους από την Ινδία προς το βασίλειό του για να το ομορφύνουν. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ανάμεσα σε αυτά τα πλήθη υπήρχαν και κάποιοι πρόγονοι των Τσιγγάνων της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας (των Ρομά στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια, και των Σίντι στη Δυτική Ευρώπη, συμπεριλαμβανόμενης της Ιταλίας). Σύμφωνα με κάποιες θεωρίες που διατυπώθηκαν κατά τον 17ο αιώνα, οι μετακινήσεις τους οφείλονταν στις επιδρομές των Μογγόλων κατακτητών, οπότε και υπήρξε η «διασπορά» των Τσιγγάνων προς τα δυτικά. Οι αναταραχές που προκλήθηκαν από τις επιδρομές των στρατών του Μαχμούντ, του Τζένκις Χαν, του Ταμερλάνου, καθώς και ηγετών άλλων κρατών της Κεντρικής Ασίας, προκάλεσαν την έξοδο και σ’ άλλα μέρη των Τσιγγάνων. Σε περισσότερα από ένα κύματα, οι πιο πολλες ομάδες Τσιγγάνων ακολούθησαν αυτοβούλως διάφορες τουρκοϊσλαμικές ορδές (διαχωρισμένες και ταξινομημένες σε στρατούς από σαφώς καθορισμένες οικογένειες και φυλετικές ομάδες), για να επωφεληθούν από τα λάφυρα της κατάκτησης στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη, μετά από κάθε μάχη. Le cifre sono da qui in avanti ipotetiche in quanto è impossibile censire delle genti perennemente mobili, tendenti al mimetismo, o in buona parte dei casi, che non sono riconosciute come entità nazionale.Τα στοιχεία είναι μέχρι τώρα υποθετικά, καθώς είναι αδύνατο να προβεί κάποιος και σήμερα ακόμα σε απογραφή ανθρώπων που μετακινούνται συνεχώς και που στις περισσότερες περιπτώσεις συγκαλύπτονται και, άρα, δεν αναγνωρίζονται σαν ξεχωριστή εθνική οντότητα.
Οι μουσουλμάνοι –ενδεχομένως– υπερτερούν έναντι εκείνων που ανήκουν σε άλλο θρήσκευμα, αν και γενικά οι Τσιγγάνοι δεν είναι καθόλου θρησκευόμενοι ή μάλλον είναι άθρησκοι και άθεοι, και ας δηλώνουν πολλάκις «οπαδοί θρησκειών».
In India e Pakistan, loro luogo di “partenza” sono attualmente circa 35 milioni, divisi in disparate tribù delle quali la banjara conta circa 30 milioni di unità (in maggioranza indù).Στην Ινδία και στο Πακιστάν, δηλ. στους τόπους από όπου έγινε η «αναχώρησή» τους, ανέρχονται σήμερα σε περίπου 35 εκατομμύρια πληθυσμό, και διαιρούνται σε διαφορετικές φυλές, όπως λ.χ. η Banjara, και αριθμούν περίπου 30 εκατομμύρια, κυρίως Ινδουϊστές. Εκτός από τις Ινδουϊστικές ομάδες των Τσιγγάνων υπάρχουν και οι Σιχ Μουσουλμάνοι (κυρίως στο Κασμίρ και σε άλλα μέρη του Βορρά), ενώ στην πρώην Σοβιετική Ένωση οι Μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι πρέπει να υπολογίζονται σε περίπου 100.000 άτομα. Στο Αφγανιστάν δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με τον αριθμό τους αλλά είναι όλοι Μουσουλμάνοι, που συλλογικά αναφέρονται ως Τζατ [Jat] και κατανέμονται σε ποικίλες φυλές: Gorbi, Jalili, Pigraj, Shadibaz, Vangauala. Στο Ιράν υπάρχουν περίπου 100.000 και είναι Σιίτες Μουσουλμάνοι, και πρόκειται για ένα μεγάλο μέρος των νομάδων, που κατανέμονται στις φυλές: Gorbi, Fiuj, Kula, και αυτοί που ζουν στην άκρη των αστικών οικισμών και ονομάζονται Abdali (Abdal στην αραβική γλώσσα σημαίνει «υπάκουος»). Οι δε της φυλής Λούρι [Luri] ανέρχονται σε περίπου μισό εκατομμύριο.
Στην Τουρκία υπάρχουν πάνω από 500.000 Σουνίτες Μουσουλμάνοι και μιλούν σχεδόν όλοι τους «ρόμικα». Στην Ελλάδα ο πληθυσμός τους υπολογίζεται σε περίπου 300.000 και διακρίνονται –κυρίως– σε ομάδες των φυλών: Ρομ/Ρομά [Rom/Roma], Χαντούρια [Handuria], Καλπαζαρία [Kalpazaria]. Οι πιο πολλοί είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι, κυρίως στην Θράκη και στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, αλλά υπάρχουν και Ορθόδοξοι χριστιανοί, και τους βλέπει κανείς να θρησκεύονται με τον δικό τους τρόπο στις –γι’ αυτούς– μεγάλες γιορτές τους: της Αγίας Παρασκευής (26 Ιουλίου), της Παναγίας (15 Αυγούστου), του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου).
Οι Μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι στη Ρουμανία ανέρχονται σε περί-που 200.000 (ο αριθμός τους εκεί δεν είναι επακριβώς υπολογισμένος), και οι φυλές τους μιλούν «ρόμικα» και τούρκικα και δεν έχουν σε αυτή τη χώρα δική τους «μουφτία».
Στην πρώην Γιουγκοσλαβία ανέρχονται σε περίπου 800.000 και ως επί το πλείστον είναι Μουσουλμάνοι και Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Στα Σκόπια (πΓΔΜ) υπάρχει ένα στρατόπεδο, το Σούτο Οριζάρι, με την πιο μεγάλη συγκέντρωση Ρομά στη ΝΑ Ευρώπη (πάνω από 80.000 άτομα), ενώ άλλες φυλές που κατοικούν εκεί είναι οι Γκουρμπέτσι [Gurbetsi] και οι Καλντεράς [Kalderaši].
Στην Ιταλία και σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπως οι Σίντι, έτσι και οι Ρομά ανήκουν σε μουσουλμανικές ομάδες οι οποίες πήγαν τα τελευταία χρόνια (μετά το 1990/1991) από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (κυρίως από Βοσνία, Σερβία και πΓΔΜ).
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΩΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΣΙΓΓΑΝΩΝ
-
2LE ORIGINI DEL POPOLO ROM22250-650 μ.Χ.: Μέσα σε αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα ορισμένοι πληθυσμοί της ΒΔ Ασίας μετακόμισαν στην Περσία (νυν Ιράν) και είναι πολύ πιθανό οι άνθρωποι αυτοί να μεταφέρθηκαν εσωτερικότερα στην Ινδία (όπως υποδηλώνει η παρουσία ορισμένων κοινών στοιχείων της γλώσσας ρομανί στις γλώσσες της κεντρικής Ινδίας). Είναι δύσκολο να πει κάποιος τι είναι αυτό που ώθησε τον πρώτο Τσιγγάνο-Ρομά να κινηθεί προς την Περσία, ίσως η φτώχεια ή ο πόλεμος, αλλά στην Περσία ονομάστηκαν Dom, με ινδική λέξη που σημαίνει «άνθρωπος» και ως εκ τούτου προέκυψε ο όρος Ρομά που –επίσης– σημαίνει «άνθρωπος».
-
1011: Ο Πέρσης ποιητής Firdusi στο βιβλίο του Περί των Βασιλέων (Shah Nameh), αναφέρει την άφιξη 10.000 Ινδών μουσικών στον πέρση βασιλιά Μπάχραμ-Γκορ τον Δίκαιο, τους οποίους είχε λάβει ως δώρο από τον βασιλιά Camboya της Ινδίας. Παρόμοια ιστορία αναφέρει ο άραβας ιστορικός Hamzah του Ισπαχάν, σύμφωνα με την οποία οι μουσικοί ανέρχονταν σε 12.000 Zott και απεστάλησαν στον Μπάχραμ-Γκορ (βασίλεψε: 430-443 μ.Χ.) από τον Shengul, βασιλιά της Ινδίας. Queste testimonianze attestano lo spostamento verso la Persia di un certo numero di indiani esperti nella musica e nello spettacolo, che molto probabilmente sono i progenitori degli attuali Rom.Οι μαρτυρίες αυτές πιστοποιούν ότι προχώρησε προς την Περσία ένας αριθμός Ινδών «ειδικών» της μουσικής και της ψυχαγωγίας, και πιθανότατα είναι οι πρόγονοι των σημερινών Ρομά, που κατά το β’ μισό του 8ου αιώνα κινήθηκαν προς την Αρμενία.
-
1100: Σε αυτό το έτος χρονολογούνται τα πρώτα στοιχεία για την παρουσία των Ρομά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Qui i Rom vengono chiamati athingani, dal nome di una antica setta eretica da cui deriva la parola zingari.Εδώ οι Ρομ καλούνται Αθίγγανοι [Athingani], και το όνομά τους προέρχεται από αρχαία αιρετική σέχτα, από την οποία προέκυψε η λ. Τσιγγάνος. Οι Ρομά στην περσική αυτοκρατορία αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, γιατί ήταν αφιερωμένοι στη μαγεία, γεγονός απαράδεκτο για τους Χριστιανούς.
-
1255: Στο ημερολόγιο του προσκυνήματός του στην Ιερουσαλήμ, ο Φραγκισκανός μοναχός Niccolo da Poggibonsi, περιγράφει σύγκρουση με μια κοινότητα ανθρώπων με σκούρο δέρμα και παράξενα ρούχα, που «πήγαιναν από τόπο σε τόπο με τις οικογένειές τους και τα υπάρχοντά τους».
-
1322: Δύο «μειονοτικές αποικίες» δίνουν την παρουσία τους στην Κρήτη σε μια νομαδική κοινότητα που ζει σε τέντες-σκηνές.
-
1340: Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη εκδίδει διάταγμα θέσπισης Βαρονίας Τσιγγάνων [Feudum Acinganorum] στην Κέρκυρα, με χορήγηση ορισμένων προνομίων στον πληθυσμό τους. Οι Ρομά βρίσκονται σε θέση δουλείας και πρέπει να πληρώσουν μετρητά και αγαθά στον βαρόνο.
-
1362: Ένα έγγραφο βεβαιώνει παρουσία Ρομά στο Ντουμπρόβνικ (Ραγούσα). Στη Σερβία οι Ρομά εμφανίζονται μετά το τέλος του 13ου αιώνα.
-
1371-1377: Ο πρίγκιπας Bladislav Tismana έδωσε άδεια σε μοναστήρι να κατέχει 40 οικογένειες Τσιγγάνων. Από το ίδιο έγγραφο προκύπτει ότι στην ίδια χρονική περίοδο οι Ρομά ήταν ήδη εγκαταστημένοι σε περιοχές της νυν Ρουμανίας και τελούσαν υπό κάθεστώς δουλείας. Στη Βλαχία και στη Μολδαβία οι Τσιγγάνοι παρέμειναν σε δουλεία μέχρι το έτος 1855-1856 και ήταν χωρισμένοι σε τρεις κατηγορίες: Τσιγγάνοι του πρίγκιπα, Τσιγγάνοι των βογιάρων και Τσιγγάνοι των μοναστηριών. Η κατάστασή τους δεν ήταν καλή γι’ αυτό προσπαθούσαν να διαφύγουν, αλλά η απόπειρα φυγής τους εάν δεν πετύχαινε και συλλαμβάνονταν είχε ως συνέπεια βαριές ποινές, όπως φάλαγγα ή πύρωση των πελμάτων.
-
1384: Πολλές οικογένειες Ρομά εγκαθίστανται στην ελληνική πόλη της Μεθώνης, περιοχή γνωστή ως Μικρή Αίγυπτος, και μάλλον από εδώ προέρχεται η φήμη των Ρομά ότι κατάγονται από την Αίγυπτο, φήμη που επηρέασε στο να ονομαστούν «Αιγύπτιοι», «Γύφτοι», αν και πιο διαδεδομένη είναι η ονομασία τους «Τσιγγάνοι»
-
1417-1430: Σε πολλά μέρη της Ευρώπης (Ιταλία, Κάτω Χώρες) φαίνεται ότι Ομάδες Ρομά ισχυρίζονται ότι είναι Αιγύπτιοι και καταδικάζονται σε επταετή υποταγή για να πληρώσουν την αμαρτία της αποστασίας τους. Εκθέτουν για την προστασία τους επιστολές του βασιλιά Σιγισμούνδου [Sigismund] και του Πάπα, ώστε να γίνουν ευπρόσδεκτοι και να λαμβάνουν χρήματα και να έχουν ασφάλεια, αλλά σύντομα αυξάνουν τις υποψίες σε βάρος τους, αφού σε πολλές πόλεις κατηγορούνται για κλοπές που διαπράττουν.
-
1422: Ένα Χρονικό της Μπολόνιας περιέχει την πρώτη καταγραφή άφιξης Ρομά, για την ακρίβεια άφιξη συμμορίας με αρχηγό τον Δούκα Ανδρέα στην Ιταλία.
-
1492: Ισπανικό δικαστήριο εξέδωσε την πρώτη απόφαση υποβο-λής προτάσεων απέλασης των Ρομά από τη χώρα.
-
1498: Στη διάρκεια Δίαιτας του Augsburg εκδόθηκε διαταγή σε βάρος των Ρομά της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πάνω στην αρχή ότι αυτός που χτυπά ακόμα και τους Τσιγγάνους οι οποίοι δεν διέπραξαν εγκλήματα, δεν τιμωρείται.
-
1523: Έτος παρουσίας Ρομά σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: στη Βουλγαρία 5701 Ρομά, στην πρώην Γιουγκοσλαβία 4382 Ρομά, λίγο «λιγότεροι» στην Τουρκία, στην Ελλάδα και στην Αλβανία. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Ρομά δεν αποτελούν θύματα πραγματικής δίωξης, και ναι μεν υπόκεινται σε φορολογική επιβάρυνση, όμως δεν είναι ληστές. Ασχολούνται σε βιοτεχνικές δραστηριότητες ή σε θέσεις εργασίας στις οποίες οι άλλοι αρνούνται να δουλέψουν, οπότε είναι φτωχοί μα όχι κάποιοι που ζουν σε βάρος άλλων.
-
1539: Στη Γαλλία ο Φραγκίσκος Α’ εξέδωσε διάταγμα εκδίωξης των Ρομά.
-
1555-1585: Με σειρά αποφάσεων οι Ρομά διώκονται από το βασίλειο της Νάπολης.
-
1566: Οι Ρομά αποβάλλονται από το παπικό κράτος[2].
-
1633: Στην Ισπανία μια απόφαση απαγορεύει στους Ρομά –στους Τσιγγάνους– να ντύνονται, να μιλούν και να συμπεριφέρονται διαφορετικά από τους Καστιλιάνους. Οι Τσιγγάνοι αναγκάζονται να εγκατασταθούν μόνιμα και να διάγουν εδραία ζωή, αν και βρίσκονται σε κατάσταση νομαδικού βίου, κατάσταση που μπορεί να μειώσει τη δουλεία τους. Πρόκειται για «αρχή μιας πολιτικής αναγκαστικής αφομοίωσης», που μεταφράζεται σε μια πολιτιστική γενοκτονία.
-
1693: Στο Μιλάνο εκδίδεται διατάγματα που ορίζει ότι «κάθε πολίτης είναι ελεύθερος να σκοτώσει όλους τους Τσιγγάνους με ατιμωρησία και να τους πάρει όλα τα είδη περιουσίας τους, τα ζώα και τα χρήματα, οτιδήποτε θα μπορούσε να βρει σε αυτούς».
-
1758-1773: Η Μαρία Τερέζα της Αυστρίας αποφάσισε σειρά μέτρων αναγκαστικής αφομοίωσης των Ρομά, και ακολουθώντας το ισπανικό μοντέλο απαγόρευσε τους γάμους πολιτών με τους Ρομά, και όσοι Ρομά είχανI bambini di meno di cinque anni sono tolti ai genitori ed affidati a famiglie gagè. κάτω των πέντε ετών παιδιά θα αφαιρούνταν από τους γονείς τους και θα δίνονταν σε ανάδοχες οικογένειες των Γκατζέ (Gage=Μη-Τσιγγάνος). Με διάταγμα του Ιωσήφ Β΄, το 1782 μειώθηκε το όριο ηλικίας των παιδιών μέχρι τα τέσσερα έτη.
-
1841: Στην Ιταλία ο Francisco Predari δημοσίευσε βιβλίο για τους Τσιγγάνους, στο οποίο τους ορίζει ως «ανθρώπινα ερπετά». Σχεδόν όλοι όσοι έγραψαν κατά τον 19ο αιώνα, με βάση τον επιστημονικό θετικισμό, ουσιαστικά υιοθέτησαν αυτή την άποψη. Ο Cesare Lombroso έγραψε για τους Ρομά ότι είναι ένα «είδος» εγκληματίες που πρέπει να σβήσουν.
-
1935: Στη Γερμανία, στη Νυρεμβέργη, ψηφίστηκαν νόμοι για την προστασία της φυλετικής καθαρότητας.
-
1938: Στη Γερμανία, ψηφίστηκε νόμος για την καταγραφή και το φακέλωμα των Τσιγγάνων και των Ταξιδευτών.
-
1940: Με εγκύκλιο απαγορεύτηκε συγκέντρωση των Ρομά στην Ιταλία.
-
1942: Ο Χίμλερ επελήφθη του εγκλεισμού των Ρομά στα γερμανικά στρατόπεδα του Άουσβιτς και του Μπίρκεναου. Πέθαναν και εξοντώθηκαν σε αυτά περίπου μισό εκατομμύριο Ρομά και, σε αντίθεση με τους Εβραίους, στερήθηκαν οποιασδήποτε αποζημίωσης για τη δίωξή τους και τη γενοκτονία τους.
-
1956: Στη Ρωσία ο Χρουστσόφ εξέδωσε διάταγμα απαγόρευσης του νομαδισμού και καταδίκης σε πέντε χρόνια σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, σε όσους δεν προσαρμόζονται. Παρόμοια βήματα ακολούθησαν κι άλλες (δήθεν) «κομμουνιστικές χώρες» (Βουλγαρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία, Ουγγαρία, Ρουμανία)[3].
ΤΣΙΓΓΑΝΟΛΟΓΙΑ – ΡΟΜΟΛΟΓΙΑ
Προσφάτως έχουν γίνει σημαντικά βήματα στη μελέτη των Τσιγγάνων – Γύφτων – Ρομά, γεγονός που συνέβαλε στη γέννηση ενός νέου επιστημονικού γνωστικού πεδίου, της τσιγγανολογίας (ziganologia), κατ’ άλλους ρομανολογίας (romanologia), γνωστής ως ρομολογίας (romologia). Προτιμότερος στη χρήση πρέπει –κατά την άποψή μου– να είναι ο όρος τσιγγανολογία (ziganologia), γιατί θεωρείται κατά κύριο λόγο κλάδος της γλωσσολογίας που προτείνει γλωσσική, φιλολογική και συγκριτική γλωσσολογική μελέτη των διαλέκτων και του πολιτισμού των λαών (ή των εθνοτικών ομάδων) της γλώσσας των Ρομά-Τσιγγάνων. Η χρήση του όρου ρομανολογία είναι πέρα για πέρα λαθεμένος και μόνο συγχύσεις μπορεί να προκαλέσει, αφού μέχρι σήμερα αφορά τη μελέτη των γλωσσών, των πολιτισμών κ.λπ. των επίγονων φορέων της «ρωμαϊκής γλώσσας», ήτοι των απογόνων γλωσσών της λατινικής, και μόνον αυτό σημαίνει επακριβώς η λέξη με τη γραφή «ρωμανολογία».
Η χρήση του όρου ρομολογία, αν και σαφής ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο, πρέπει να θεωρηθεί αδόκιμη με τον φόβο πιθανής πρόκλησης παρανοήσεων και παρερμηνειών. Η προσέγγιση έχει κατ’ ανάγκην εθνολογικό και ανθρωπολογικό χαρακτήρα, λόγω της έρευνας σε αυτόν τον τομέα, οπότε καθίσταται αδήριτη η ανάγκη στο να υπάρχει σαφής εννοιολογικός προσδιορισμός για τη χρήση του όρου και να υπάρξουν σαφή όρια αυτοπειθαρχίας και σαφής συμφωνία στην αποδοχή αυτού του γενικού ορισμού.Tra i maggiori esponenti di questi studi, a livello mondiale, vanno annoverati tra tutti Ian Hancock , Peter Bakker , Yaron Matras e Marcel Courthiade . Κορυφαίοι εκφραστές τέτοιων μελετών σε όλον τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και οι Ian Hancock, Peter Bakker, Yaron Matras, Marcel Courthiade, έχουν επισημάνει την αναγκαιότητα αυτής της αποσαφήνισης.
Οι μελέτες της γλώσσας ρομανί και του πολιτισμού των Τσιγγάνων – Ρομά οφείλουν να αναδύονται μέσα από διεπιστημονικές ερευνητικές μεθοδολογίες που να βασίζονται σε μελέτες πεδίου με στόχο άμεση προσέγγιση της κοινότητας των Ρομ/Ρομά (Rom/Roma) και με την προσοχή να επικεντρώνεται πρωτίστως και κυρίως σε κοινωνιολογική, ανθρωπολογική, γλωσσική, πολιτιστική, αλλά και πολιτική επιστημονική προσέγγιση. Συγκεκριμένες περιοχές ενδιαφέροντος είναι αυτές που περιλαμβάνουν τις γλωσσικές θεωρίες για την προέλευση των πληθυσμών της γλώσσας των Ρομά, τη συλλογή μαρτυριών, εγγράφων και εμπειριών των διώξεων και της πολιτικής καταπίεσης, καθώς και την κοινωνική μελέτη της γλώσσας και των διαλέκτων και τη μελέτη του πολιτισμού, της κοινωνίας, των ηθών και των εθίμων των Τσιγγάνων.
Μελέτες σχετικές με τον πληθυσμό και τη γλώσσα των Ρομά έχουν υπάρξει στο παρελθόν, χωρίς να εδράζονται σε «διεπιστημονική» βάση, κάτι που απαιτεί η σημερινή πραγματικότητα των κοινωνικών επιστημών. Η εξέλιξη των γλωσσικών σπουδών και των φιλολογικών μελετών πάνω στους πληθυσμούς των ομιλητών της γλώσσας των Ρομά είχαν πάντα χαρακτήρα μόνο φιλολογικής προσέγγισης, σχεδόν από το β΄ μισό του 18ου αιώνα, οπότε και άρχισαν να αλλάζουν στην πορεία τα πράγματα από τότε που διαπρεπείς τσιγγανολόγοι άρχισαν να εκπονούν πραγματικές μελέτες πεδίου, με τη ματιά της εθνολογίας και της ανθρωπολογίας.
Στους διαπρεπέστερους τσιγγανολόγους ανήκει ο ιταλός Marquis Colocci Adriano (1855-1941), του οποίου το «Gli zingari – Storia di un popolo errante» (1889), «Τσιγγάνοι – Η ιστορία ενός περιπλανώ-μενου λαού» παρουσιάζουμε με το ανά χείρας, και το οποίο αποτελεί πρωτοποριακή μελέτη για την εποχή της έκδοσης και μέχρι σήμερα. Γράφτηκε αφού ο συγγραφέας ήρθε σε επαφή με τους Ρομά των Βαλκανίων κατά την περίοδο που εστάλη από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας σε χώρες της Βαλκανικής να συμμετάσχει σε επιτροπές που απαιτούσαν διεθνείς συναινέσεις και σε προσκλήσεις παρουσίας του σε δύο διεθνή συνέδρια Εθνολογίας και Ανθρωπολογίας, το 1902 και το 1904 στο Παρίσι και στη Γενεύη, καθώς και μετά τον διορισμό του ως προέδρου της Gypsy Lore Society. Μετά τη δημοσίευση του έργου «Η Καταγωγή των Μποέμηδων», το 1911, αναδείχθηκε στους κορυφαίους ιταλούς εθνογράφους και διοργάνωσε την πρώτη διάσκεψη με θέμα «Μελέτη της Τσιγγανολογίας στην Ιταλία», με την οποία υποστήριξε με έμφαση τη σημασία της επιτόπιας έρευνας και την έλλειψη της «ziganologia» στην Ιταλία πριν το 1889. Κατά τον Α. Colocci η τσιγγανολογία διαμορφώθηκε αφότου τέθηκαν τα εξής τρία κριτήρια ως απαραίτητες προϋποθέσεις για οιαδήποτε μελέτη: Ευρυμάθεια, Γλώσσα, Εθνογραφία. Στόχος του ήταν να υπάρξει μια «Επιστήμη των Τσιγγάνων» και ένα ίδρυμα που να ασχολείται με τη μελέτη τέτοιων ζητημάτων, και αυτό θα μπορούσε να είναι η «Ιταλική Εταιρεία Εθνογραφίας», πρόταση η οποία, ωστόσο, δεν πραγματώθηκε.
Μια πολύ διαφορετική προσέγγιση υπήρξε αυτή του Alfredo Capobianco, στο επάγγελμα δικαστής, του τέλους του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Capobianco si era trovato spesso ad occuparsi di processi che vedevano imputati ” zingari ” nelle regioni della Campania , della Puglia e della Basilicata , da questa esperienza professionale ne scaturì un saggio del 1914 “Il problema di una gente vagabonda in lotta con le leggi”, nel quale affrontava il problema dell’applicazione delle leggi per il rispetto dell’ordine pubblico.Capobianco βρέθηκε συχνά να ασχολείται με δικαστικές διαδικασίες που είχαν κατηγορούμενους «Τσιγγάνους» από τις περιφέρειες της Καμπανίας, της Puglia και της Basilicata, και με βάση την εμπειρία του εξέδωσε ένα δοκίμιο, το 1914, με τίτλο «Το πρόβλημα ενός λαού σε περιπλάνηση και σε σύγκρουση με τον νόμο», και εισηγείτο το τι πρέπει να γίνει ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της επιβολής του νόμου για να τηρούν τη δημόσια τάξη. Στο δοκίμιό του αφιερώνει το α΄ μέρος σε εκτιμήσεις σχετικά με το εθνολογικό ζήτημα, τις τελωνειακές χρήσεις και το ήθος του πληθυσμού των “Gypsy” και, κυρίως, επικεντρώνεται στον νομαδικό τους χαρακτήρα, αποκαλώντας τους τα «κάμπινγκ των εθνοτικών οργανώσεων», τα οποία χαρακτήριζε ασταθή και χαοτικά. Στο β΄ μέρος του δοκιμίου επικεντρώνεται στην υποτιθέμενη ανηθικότητα και στην απιστία και στη μη θρησκευτικότητα των “Gypsy”, με σύγκλιση των συλλογισμών του στην ανάγκη έγκαιρης παρέμβασης των αρχών ενάντια στην εξάπλωση του εγκλήματος «Τσιγγάνοι». Με δεδομένη την υποτιθέμενη «απειλή» αυτού του εγκλήματος («Τσιγγάνοι»), ο Capobianco πρότεινε για κατάθεση στη δικαστική διαδικασία και πιστοποιητικών με ανθρωπομετρικά στοιχεία και επιβολή ποινών που να οδηγούν μέχρι την απέλαση και τη φυλάκιση των Τσιγγάνων.
Το «Πρώτο Συνέδριο της Ιταλικής Εθνογραφίας», το 1911, σηματοδότησε τον διαχωρισμό της ανθρωπολογίας από τα ιδεώδη των ιταλών θετικιστών. Ένας από τους διοργανωτές του συνεδρίου, ο Aldobrandino Mochi, εξεδήλωσε την αντίθεσή του στη θετικιστική θεωρία που αποδεχόταν ότι: «Μια γεωιστορική προσέγγιση διατηρεί παράλληλα διαχρονική προοπτική και η ιστορία διακρίνεται από την εξελικτική των φυλών, των εθνοτήτων, των λαών, ωστόσο πρέπει να υπάρχει και ένα χωροταξικό όραμα και μια επιφάνεια των πολιτιστικών φαινομένων και των επιδράσεων των διαφόρων φυσικών οικοτόπων». Με βάση αυτή την προσέγγιση ο κόσμος της ανθρωπολογίας στην Ιταλία πέρασε στον φασισμό και στην τάση για δημιουργία και εδραίωση «της ανωτερότητας της ιταλικής φυλής», καθώς και στην κλίση του προς την κυριαρχία επί των άλλων λαών της Μεσογείου, και θα έπρεπε οι ανθρωπολόγοι να αναλάβουν σημαντικό ρόλο στις κοινωνικές επιστήμες κατά τη διάρκεια του ιταλικού καθεστώτος.
Το 1938 εκδίδονται φυλετικοί νόμοι, κυκλοφορεί το «Μανιφέστο Ρατσιστών Επιστημόνων», και μεταξύ των διωκτών των Τσιγγάνων είναι και ο Guido Landra, διευθυντής του Υπουργείου Λαϊκού Πολιτισμού, ο οποίος με βάση ανθρωπολογικές… αναθεωρήσεις, δημοσιευμένες στο περιοδικό «Η άμυνα της φυλής», στρέφεται κατά της «πανούκλας των Gypsy». Ανάμεσα στις πολλές παρεμβάσεις του Landra είναι και το ότι το συγκεκριμένο περιοδικό ξεκίνησε αγώνα κατά της «μεικτής φυλής στην Ευρώπη», και πρότεινε «σοβαρά μέτρα» κατά των «απολύτως αιώνιων αδέσποτων, που γι’ αυτούς δεν έχει νόημα η ηθική». Οι θεωρίες αυτές οδήγησαν στη δίωξη των «Τσιγγάνων», μετά τους φυλετικούς νόμους του 1938, οπότε για πρώτη φορά οι Τσιγγάνοι τίθενται γενικά σε στρατόπεδα και αργότερα ακολουθούν τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1960, άρχισε να πνέει αντιρατσιστικός άνεμος στην Ευρώπη και το θέμα των Τσιγγάνων πήρε τις αρμόζουσες διαστάσεις, και από το 1970 άρχισε η συστηματική μελέτη αυτού του θέματος, κι η Διεθνής Ένωση των Ρομά στο πρώτο συνέδριό της στο Λονδίνο, το 1971, έθεσε ως κυρίαρχο ζήτημα τη δημιουργία ενός γλωσσικού προτύπου ώστε να διδαχτεί στους Τσιγγάνους απανταχού της γης, κάτι που αποτελεί πρώτιστο δικαίωμά τους για την εκμάθηση της «ρομανί» μέσω κοινού αλφαβήτου και κοινής ορθογραφίας. Το 1990 η Διεθνής Ένωση των Ρομά άρχισε να παραδίδει μαθήματα της γλώσσας ρομανί σε διάφορες Ευρωπαϊκές Οργανώσεις τους, ενώ σε πολλές χώρες (π.χ. Ουγγαρία, Τσεχία, Ρουμανία, πΓΔΜ, Τουρκία κ.ά.) ενέταξαν σε πανεπιστήμια τη μελέτη και τη διδασκαλία της ρομανί.
Στην Ελλάδα, πολύ δειλά, οι τσιγγανολογικές μελέτες και έρευνες, κυρίως επί παιδαγωγικών και γλωσσολογικών θεμάτων, «εισήλθαν» στον χώρο ορισμένων Πανεπιστημιακών Τμημάτων, χωρίς δε να παραχθεί κάποιο έργο μέχρι σήμερα τέτοιο που να πείθει για σοβαρή ακαδημαϊκή αντιμετώπισή του. Οι εγγράμματοι Ρομά είδαν ή και βλέπουν το θέμα περισσότερο στη λογική ακτιβιστικής αντίληψης και… υψηλής πνευματικής κηδεμονίας του χώρου και λιγότερο ως θέμα που απαιτεί σοβαρότητα, παιδεία και όρους και προϋποθέσεις υψηλού ακαδημαϊσμού, γι’ αυτό και αρκούνται σε αναπαραγωγή κοινοτοπιών. Όσοι στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα «δείχνουν» να νοιάζονται για το θέμα μέσα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών, μάλλον θέλουν να… ροκανίζουν ευρωπαϊκά κονδύλια, χωρίς να προσθέτουν κατ’ ουσίαν κάτι επιστημονικά ή κοινωνικά.
Προσθέτω: Δεν θεωρώ ότι υπάρχουν πολλοί να συμμερίζονται τις εκτιμήσεις μου αυτές. Οι πιο πολλοί κινούνται σε άλλο μήκος κύμα-τος… Μικρός τόπος η Ελλάς κι είμαστε όλοι… γνωστοί μεταξύ μας!
COLOCCI VESPUCCI ADRIANO
Dizionario Biografico degli Italianidi S.AnselmiCOLOCCI (Colocci Vespucci), Adriano .Colocci (Colocci Vespucci) Adriano: – Nacque a Iesi il 7 sett.Γεννήθηκε στο Jesi, στις 7 Σεπτεμβρίου1855 dal marchese Antonio e da Enrichetta Vespucci, discendente dalla famiglia fiorentina del navigatore Amerigo. 1855, από τους Marquis και Henrietta Antonio Vespucci, απογόνων της Φλωρεντινής οικογένειας του Amerigo Vespucci, του γνωστού θαλασσοπόρου που ανακάλυψε την ήπειρο της Αμερικής. Η ρίζα των Colocci κρατούσε από την οικογένεια του ευγενούς Staffolo Colocci, που από τον 14ο αιώνα ανήκε στην αριστοκρατική ολιγαρχία του Jesi, με εξέχοντα μέλη το 1501, με τίτλο κομητείας στο Rotorscio το 1685, και με τίτλο μαρκησίου της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1752.Antonio , nato a Iesi il 25 sett. Ο Antonio γεννήθηκε στο Jesi, στις 25 Σεπτεμβρίου1821, partecipò alle vicende risorgimentali sin da quelle della Repubblica romana (fu deputato all’Assemblea costituente), che lo porteranno poi alla fuga a San Marino e all’emigrazione in Toscana, ove risiederà per qualche tempo. 1821, και συμμετείχε στις εκδηλώσεις για την Αναγέννηση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (υπήρξε αναπληρωτής εκπρόσωπος στη Συντακτική Συνέλευση), που μεταφέρθηκε μετά στο Σαν Μαρίνο και στη συνέχεια στην Τοσκάνη, όπου διέμενε για κάποιο χρονικό διάστημα.Qui sposò Enrichetta Vespucci (1853). Εκεί νυμφεύτηκε την Εριέττα Βεσπούτσι (1853) και κατόπιν επέστρεψε Tornato a Iesi con l’impegno a non svolgere attività politica, venne coinvolto nel fallito tentativo, insurrezionale del 1859 e dovette di nuovo riparare a Firenze, ove poi lo raggiunsero la moglie ei figli Adriano e Maria Cristina.στο Jesi με τη δέσμευση να μην ασχοληθεί με την πολιτική αλλά και πάλι έλαβε μέρος στην αποτυχημένη απόπειρα εξέγερσης της Φλωρεντίας του 1859, η οποία είχε πάλι ετοιμαστεί στην Φλωρεντία, και με ένταξη κατόπιν σε αυτήν της συζύγου του και των τέκνων του Adrian και Maria Cristina. Εξελέγη μέλος του Κοινοβουλίου, έγινε γερουσιαστής το 1879 και το 1889 και επιλέχθηκε ως εκπρόσωπος για τη διαχείριση θεμάτων που αφορούσαν σε κενές θέσεις εφημέριων στην επαρχία της Ρώμης, αξίωμα που το διατήρησε μέχρι τον θάνατό του, στις 4 Μαρτίου 1908, στο Jesi.
O Adriano Colocci πέρασε την παιδική ηλικία στη Φλωρεντία, σε περιβάλλον μεταναστών, που συχνά συγκεντρώνονταν στο σπίτι της Virginia Menotti, συγγενούς των Colocci, όπως περιγράφει ο ίδιος σε ένα σημειωματάριο με τίτλο Ricordi di vita vissuta: all’alba della mia vita (1855-1870) [Αναμνήσεις από την πραγματική ζωή: η αυγή της ζωής μου (1855–1870)] (Αρχείο Colocci). Επιστρέφοντας στο Jesi, παρακολούθησε μαθήματα σε δημόσια σχολεία και κατόπιν έκανε νομικές σπουδές στη Νάπολη, στη Ρώμη και στην Πίζα. Ασχολήθηκε με την πολιτική και τη δημοσιογραφία και το 1874, όντας μόνο 19 ετών, συγκρούστηκε με τον Mazzini για υπεράσπιση των προοπτικών του δημοψηφίσματος της «δημοκρατικής μοναρχίας». (Diario, febbraio 1877) [Ημερολόγιο, Φεβρουάριος 1877].
Κινήθηκε πολύ ενεργά μεταξύ Jesi – Ρώμης – Πίζας, ιδρύοντας λαϊκές προοδευτικές επιτροπές και κάνοντας πορείες που του διασφάλισαν την εκλογή του, το 1876, και οι κινήσεις του αυτές έγιναν ανάμεσα σε Γάλλους και Πολωνούς μετανάστες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και οι ιδρυτές του «Adam Mickiewcz», που πολέμησαν υπέρ των Εβραίων της Ρουμανίας, ο φίλος του Władysław Mickiewicz (γιος του Adam), ο κομμουνάρος Armand Levy, τα μέλη της πρωτοβουλίας ίδρυσης μνημείου του Giordano Bruno, οι αλυτρωτικοί της Τεργέστης κι άλλοι. Το 1878 διοργάνωσε στην Πίζα εορτασμό για τα 100χρονα από τον θάνατο του Βολταίρου (21 Νοεμβρίου 1694 – 30 Μαΐου 1778), κατέστη δε πτυχιούχος των νομικών επιστημών και αμέσως επέστρεψε στη Ρώμη αναλαμβάνοντας διπλωματικά καθήκοντα (το 1879), ερχόμενος σε επαφή με τους Berti, Mamiani, Macchi, Costa, Mario.
Κατά τα έτη 1878 και 1879 δραστηριοποιήθηκε στις πόλεις Ρώμη, Jesi, Πίζα, ίδρυσε την εφημερίδα Corriere delle Marche, το 1880, που κυκλοφόρησε για μικρό διάστημα, και κατόπιν διοργάνωνε πολιτικές ομιλίες στις οποίες εξέθετε προβληματισμούς και στόχους μετασχηματισμού της κοινωνίας, γεγονός που πολλάκις τον οδήγησε σε δυσάρεστες προστριβές. Συγκρούστηκε ακόμα και με τον πατέρα του και με άλλους παράγοντες εκφραστές του κατεστημένου (1881-1883), πολιτικού κι ακαδημαϊκού/καθηγητικού, κι αναπτύχθηκε έτσι σε βάρος του ένα τοπικό εχθρικό περιβάλλον που δεν τον πτόησε στο να αγωνιστεί «να βγει η επαρχία από τη στασιμότητα» (Diario, dicembre 1885) [Ημερολόγιο, Δεκέμβριος 1885].Fece vari discorsi politici contro il trasformismo ei gruppi locali che ad esso aderivano.A Firenze iniziò la fanciullezza del C., il quale, più tardi, descriverà l’ambiente degli emigrati, spesso riuniti in casa di Virginia Menotti, parente dei Colocci, in un quaderno di Ricordi di vita vissuta : all’alba della mia vita ( 1855 – 1870 ) (ms. nell’Archivio Colocci). Molto attivo, si muoveva frequentemente tra Iesi, Roma e Pisa, fondò i Comitati progressisti marchigiani per le elezioni del 1876, sviluppò relazioni con immigrati francesi e polacchi, fu tra i fondatori dell’Accademia “Adam Mickiewicz”, chiaramente polonofila, si batté in favore degli ebrei di Romania, strinse amicizia con Władysław Mickiewicz, figlio di Adam, e con il comunardo Armand Levy, del quale rilevava l'”idealismo” contro l'”opportunismo … inventato per legittimare tutte le capitolazioni di coscienza”.Tra il 1878 e il ’79 pubblicò, a Roma, a Iesi, a Pisa, lavori di vario genere, indicativi dello sforzo di trovare una linea coerente.Una condotta vivace quale quella quotidianamente manifestata dal C.non poteva non provocare frizioni e risentimenti.Tra le espressioni di ciò pare si possa individuare un’inchiesta contro il padre Antonio, amministratore della S.Casa di Loreto, che coinvolse moralmente anche il C., già incaricato di legislazione ed etica nell’istituto tecnico di Camerino, allora professore di economia politica e statistica in quella università (1881-1883).Έριξε βάρος στο σημαντικό στοιχείο που λέγεται «αισθητική και καλές πράξεις».
Το 1885 βρέθηκε στα Βαλκάνια (με συγκατάθεση του Υπουργείου Εξωτερικών), στο πλαίσιο των γενικότερων εξελίξεων του Ανατολικού Ζητήματος, που κορυφώθηκε με τον πόλεμο Σερβίας και Βουλγαρίας. Παρακολούθησε τη βουλγαρική στρατιωτική και πολιτική τακτική, ως υπασπιστής του Αλέξανδρου του Battenberg, κι έδωσε ένα καταπληκτικό λεπτομερές χρονικό των εξελίξεων και εργασιών, στο οποίο εισέρχεται (για πρώτη φορά) και στο θέμα των Τσιγγάνων, των οποίων αργότερα θα δώσει επιστημονικά την ιστορία και τη διαδρομή. Εντυπωσιάστηκε από γάμους και λαϊκά έθιμα και δρώμενα των λαών της Βαλκανικής, και το 1886 βρέθηκε σε αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, την οποία επισκέφτηκε επανειλημμένα ως διπλωμάτης με εποπτεία κι επί των ελληνικών υποθέσεων στην Αθήνα, σε περίοδο που υπήρχε πανελλήνια αναταραχή για τους Έλληνες υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Adriano Colocci ανέπτυξε καλές σχέσεις στην Αθήνα με τους πιο σημαντικούς πολιτικούς άνδρες και με τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της πολιτιστικής ζωή της, ιδίως όταν τον έφεραν στην Ακαδημία Αθηνών και στον «Παρνασσό», όπου τον παρουσίασε η «Αδελφότητα της Ηπείρου». Contemporaneamente inviava alla Tribuna corrispondenze dai luoghi visitati, poi raccolte in volume.Ταυτόχρονα έστελνε αλληλογραφία και ανταποκρίσεις από τόπους που επισκεπτόταν στην εφημερίδα Tribune, και αργότερα συλλέγοντάς τες τις εξέδωσε σε μορφή βιβλίου.Incontrò anche il presidente del Consiglio greco, Delaiannis, che gli espose quanto il suo governo si aspettava dagli Italiani a favore degli Epiroti. Συναντήθηκε με πολλούς επίσημους Έλληνες, όπως λ.χ. με τον Δεληγιάννη [Delaiannis – 1824-1905], και εξήγησε στην κυβέρνησή του ότι ήλπιζε να τεθούν οι Ιταλοί υπέρ της Ηπείρου. Ενθουσιασμένος από τις γνωριμίες του με τους Έλληνες άρχισε να εργάζεται για την οργάνωση μιας «φιλελληνικής λεγεώνας».Sembra questo un nuovo episodio della politica estera del doppio comportamento, già sperimentata dall’Italia: uno ufficiale, rispettoso degli equilibri raggiunti, uno sotterraneo, con consenso a iniziative che potessero scuotere garbatamente le acque, creare reti di amicizie e consenso alternativi, specialmente verso gruppi in qualche modo controllabili, in Italia, e moderati nei paesi di intervento. Αυτό φαίνεται ότι ήταν το επίπεδο συμπεριφοράς άσκησης διπλής εξωτερικής πολιτικής, με βάση την εμπειρία από την Ιταλία: μιας επίσημης με σεβασμό για επίτευξη ισορροπίας και μιας υπόγειας με συγκατάθεση σε πρωτοβουλίες που μπορούσαν να ταρακουνήσουν νερά για δημιουργία δικτύων φίλων και εναλλακτικών συναινέσεων, ιδίως προς την κατεύθυνση ελέγχου των μετριοπαθών ομάδων τόσο στην Ιταλία όσο και στις χώρες παρέμβασης. Ήθελε να χειριστεί το θέμα ημιυπόγεια και τύπωσε φυλλάδιο με τίτλο La Greciae/la diplomazia [Η ελληνική προπαγάνδα/διπλωματία], και με ελληνική μετάφραση, αλλά το ελληνικό ζήτημα δεν μπορούσε να ωριμάσει μέσα στην τουρκική επικράτεια, γι’ αυτό και ήθελε τη δημιουργία Ιταλικής Λεγεώνας, «φιλελληνικής», γιατί δεν πίστευε στην πραγματικότητα ότι θα μπορούσε να λυθεί αλλιώς το ελληνικό ζήτημα.Rientrato a Roma, il C.
Επιστρέφοντας στη Ρώμη βρέθηκε δίπλα στον πρίγκιπα της Νάπολης (Vittorio Emanuele III), με το έργο του οποίου ασχολήθηκε ως «ιστοριογράφος» και υπήρξε απεσταλμένος του στην Εγγύς Ανατολή. Κατά τη διάρκεια της αποστολής έκανε στάση στο Κάιρο (βρήκε εκεί ομάδα συλληφθέντων Ιταλών –Αποστολή Salimbeni– στα εδάφη του Ras Alula στην Αβησσυνία). Αμέσως έθεσε σε κίνηση σχέδια για να επιτύχει την απελευθέρωση των ΙταλώνOttenne buone parole e cauti incoraggiamenti, ma nulla di più, perché in quel momento l’Italia sperava in una guerra tra capi etiopici, dalla quale sarebbe potuta nascere una facile occasione di intervento di tipo coloniale., άκουσε καλά λόγια, επιφυλακτικά όμως στην ενθάρρυνσή του, αλλά τίποτα περισσότερο, γιατί εκείνη την εποχή η Ιταλία έλπιζε σε έναν πόλεμο με την Αιθιοπία από τον οποίο θα μπορούσε να προκύψει μια εύκολη ευκαιρία αποικιακής παρέμβασης.
La sconfitta dell’iniziativa pacifica nel Corno d’Africa non gli impedì di partecipare alle successive operazioni militari con il grado di capitano, anche (autorizzato) al servizio delle truppe coloniali britanniche, impegnate contro i Dervisci, ma contribuì ad orientarne l’attenzione verso altri orizzontiΗ ήττα της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας στο Κέρας της Αφρικής δεν τον εμπόδισε να συμμετάσχει στις επόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις με τον βαθμό του λοχαγού, στην υπηρεσία των στρατευμάτων της βρετανικής αποικιοκρατίας που ασχολούνταν κατά των Δερβίσηδων, κάτι που του άνοιξε άλλους ορίζοντες. Dopo un viaggio giornalistico per la Tribuna nel Magreb (1888), partì per l’America e si recò in Brasile, Uruguay, Paraguay, Argentina, sia nella veste di rappresentante delle Camere di commercio marchigiane alla ricerca di nuovi canali e mercati di esportazione, sia in quella di esploratore e inviato di giornali, sia, infine, quale osservatore dell’ambiente degli emigrati italianiΜετά από ένα ταξίδι για την Tribune ως δημοσιογράφος στις χώρες του Μαγκρέμπ (1888), έφυγε για την Αμερική και ταξίδεψε σε Βραζιλία, Ουρουγουάη, Παραγουάη, Αργεντινή ως εκπρόσωπος Εμπορικών Επιμελητηρίων, αναζητώντας νέα κανάλια εξαγωγικών αγορών και ως εξερευνητής, στέλνοντας στις εφημερίδες ανταποκρίσεις, και ως παρατηρητής του περιβάλλοντος των Ιταλών μεταναστών. Στη Νότια Αμερική ανέπτυξε σπουδαία δράση, εργάστηκε στο Μοντεβιδέο (1890) καιAnche da queste esperienze usciranno studi, saggi, memorie in cui, come sempre, all’acutezza dell’analisi si sovrappone il rumoroso tumultuare di sentimenti, ispirazioni, invettive, abbandoni, che non poche volte toccano la peggiore retorica. από αυτές τις εμπειρίες εξέδωσε μελέτες, δοκίμια, απομνημονεύματα, στα οποία φαίνεται η οξύτητα της ανάλυσής του, όντας υπεράνω της δίνης των συναισθημάτων, των εμπνεύσεων, των υβρεολόγιων.
Οι (συχνής χρήσης) λέξεις «Mare», «Avvenire», «Infinito», «Ignoto» γράφονται στα ημερολόγιά του με κεφαλαία, για να καταγράψει τα συναισθήματά του για τους Ιταλούς που κατέφευγαν στην Αργεντινή για εργασία, λόγω κακής διακυβέρνησης και κακών συνθηκών διαβίωσης, προλεταριακού χαρακτήρα, στην πατρίδα του. Θα έπρεπε να σταματήσει αυτή η έξοδος. Ο Αντριάνο Κολούτσι ως ρήτορας, ποιητής και κοινωνιολόγος είχε πεισθεί ότι είχε τη σωστή λύση για το πρόβλημα και λειτούργησε αποφασίζοντας μόνος, χωρίς να συνειδητοποιήσει ακόμα τη διερευνητική αποστολή του ως επαγγελματίας διπλωμάτης για το έργο που θα έπρεπε να διεκπεραιώσει. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και τη συχνή μετακίνησή του από τη μια περιοχή στην άλλη, αν αυτό είναι σωστή υπόθεση, άτυπη ή περιστασιακή, χωρίς κάλυψη από το Υπουργείο Εξωτερικών. Επιστρέφοντας στην Ιταλία το 1892 εξελέγη στο Κοινοβούλιο για την Ανκόνα, ως υποψήφιος των Δημοκρατικών. Σε λίγους μήνες της θητείας του άρχισε να μιλάει για την εξωτερική πολιτική και για τα εσωτερικά θέματα. Συνεργάστηκε με τη ρωμαϊκή εφημερίδα La Capital και υπήρξε μέλος πολλών δημοφιλών ενώσεων, όπως και πρόεδρος της Επιτροπής Δημοκρατών, που την αποτελούσαν οι Canzio, Cavallotti, Colajanni, Ferrari, Imbriani.
Κατηγορήθηκε για τραπεζικά σκάνδαλα, τρώθηκε από υπαινιγμούς και δέχθηκε επιθέσεις που –για να αποφύγει τη σύλληψη– τον εξανάγκασαν να φύγει από την Ιταλία, το 1896, και πήγε να ζήσει στο Βέλγιο και στην Ολλανδία από όπου επέστρεψε για το δικαστήριο, που τον απάλλαξε από κάθε κατηγορία. Στο διάστημα της παραμονής στο εξωτερικό δημιούργησε καλές φιλίες και με τις γνωριμίες του έφερε στη Σικελία έναν Ολλανδό τραπεζίτη, ενώ ο ίδιος έλαβε υψηλά δημόσια αξιώματα (1901-1918). Συνέβαλε στην ίδρυση ενός ταμείου έκτακτης ανάγκης για την ασφάλιση των εργαζομένων στον σιδηρόδρομο και, κDurante il periodo siciliano contribuì a dar vita alla Deputazione di storia patria per la Sicilia orientale, scrisse su parecchi giornali locali, redasse memorie, studiò le questioni di Malta (rivendicandone, l'”italianità”) e degli Slavi in Adriatico (“potenzialmente pericolosi”)ατά την ίδια περίοδο που εργάστηκε στην Σικελία, συνέγραψε την ιστορία της, συνεργάστηκε με διάφορες τοπικές εφημερίδες, έγραψε απομνημονεύματα, μελέτησε τα θέματα της Μάλτας και των Σλάβων στην Αδριατική («δυνητικά επικίνδυνων»). Questi di Sicilia sono anni di intenso lavoro, anche letterario, intervallato da viaggi di studio e di affari, di messe a punto, di riflessioni.Τα χρόνια της Σικελίας ήταν χρόνια σκληρής δουλειάς, ακόμα και λογοτεχνικά, διανθισμένα με εκπαιδευτικές εκδρομές και αναπτύξεις προβληματισμών. Η Collaborò all’ intermediare e alla Revue diplomatique , scrisse l’ Origine des Bohémiens , che lo lanciò quale esperto di tziganologia e gli procurò una posizione di primo piano tra gli antropologiRevue Diplomatique, στην οποία δημοσίευσε το Origine des Bohémiens [Προέλευση των Μποέμηδων], ξεκίνησε την τσιγγανολογία με έναν εμπειρογνώμονα που κάτεχε ήδη περίοπτη θέση μεταξύ των ανθρωπολόγων. Το Συνέδριο της Ανθρωπολογίας στο Παρίσι (1903), της Γεωγραφίας στη Γενεύη (1904), της Εθνολογίας στη Ρώμη (1911), πιστοποιούν την εξειδικευμένη γνώση του στο πρόβλημα των Τσιγγάνων, οι οποίοι πια υποστηρίζονται από πλούσια Βιβλιογραφία περί Τσιγγάνων [A Gypsy Bibliography] (Νέα Υόρκη 1909), στην οποία ο συγγραφέας George Black αναγνωρίζει την εξαγωγή πολλών πληροφοριών από τον A. Colocci, γεγονός που του χάρισε την προεδρία (1910) της Gypsy Lore Society, που μέχρι τότε την κατείχαν οι Βρετανοί.
Νυμφεύτηκε την Clotilde Morozzi, η οποία το 1913 πέθανε από φυματίωση σε περίοδο που κινιόταν από τη Μάλτα (1910) έως τα εμπόλεμα γειτονικά Βαλκάνια, ίδρυσε στο νησί των ιπποτών τον πολιτιστικό σύλλογο «Dante Alighieri» και συνέβαλλε στην προετοιμασία κατάληψης της Λιβύης. Την παραμονή του στη Μάλτα την αξιοποίησε γράφοντας και εκδίδοντας το Le origini della passione di Malta [Η προέλευση του Πάθους της Μάλτας] (Iesi 1939), στα χρόνια του φασιστικού καθεστώτος της Ιταλίας.
Η συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα υπήρξε έντονη, με σκαμπανεβάσματα σε όλο το φάσμα, από τον σοσιαλισμό έως τον εθνικοσοσιαλισμό, με παρουσία στα βαλκανικά τεκταινόμενα στις αρχές του 20ού αιώνα, πράγματα που εξιστόρησε στο Primal’ Adriatico (Φλωρεντία 1915), και με εκπεφρασμένες θέσεις για ό,τι αφορά στα ζητήματα που σχετίζονταν με την Τεργέστη και την Ίστρια, τις περιοχές της Ριέκα, των Δαλματικών ακτών, του Trento και των Άλπεων, συμπεριλαμβανομένων και του Alto Adige και του KarstAlla vigilia del primo conflitto mondiale il C.era incerto sull’atteggiamento da assumere, perché, se attratto dall’efficienza germanica, avversava l’Austria come “tradizionale nemica”, vedeva nell’Inghilterra soltanto “egoismo” e considerava gli Slavi come barbari che insidiavano l’Adriatico e il cNon era dunque triplicista, e neppure per l’Intesa, mentre avvertiva la difficoltà, per l’Italia, di restare neutrale, dovendo essa soddisfare a “indispensabili rivendicazioni” ( Prima l’Adriatico , Firenze 1915, pp. 19 ss.) concernenti Trieste e l’Istria, incluso il distretto di Fiume, le coste dalmate, Trento e lo spartiacque alpino fino all’Alto Adige ed al Carso inclusi. Το 1915 στάλθηκε στην Ελλάδα –με υψηλή εντολή– να εντοπίσει περιοχές, κυρίως γύρω από την Αυλώνα και στην Ήπειρο, που να χρήζουν ιταλικής επιρροής και προστασίας. Πρόκειται για περιοχές με πληθυσμό Αρμάνων-Βλάχων και η προσπάθεια δεν απέδωσε, γιατί ήταν αντίθετη σε σύγκριση με εκείνη του αρμόδιου υπουργού Bosdari, που εκπροσώπησε την Ιταλία στην Αθήνα, οπότε έφτασε πολύ νωρίς στο τέλος της η τότε ιταλική κατοχή περιοχών Αλβανίας κι Ελλάδας με αρμανόγλωσσο/βλαχόφωνο πληθυσμό. Ο ίδιος χαρακτήρισε «αντεθνική» τη στάση των ιταλικών αρχών σε αυτό το θέμα και επέκρινε τη χώρα του για απουσία ιταλικού πολεμικού ναυτικού στην Αδριατική, με παράλογη εμμονή του για επίθεση στην Gorizia στις νότιες Άλπεις, στα σύνορα με τη Σλοβενία. Ανακλήθηκε από τη θέση του τον Δεκέμβριο του 1915, κατηγορήθηκε γι’ αυτό και, τελικά, τον Μάρτιο του 1918, αθωώθηκε, ο δε τύπος της εποχής κάλυψε εκτενώς και σε συνέχειες το όλο θέμα.
Τα ημερολόγιά του της περιόδου των πολέμων 1916-1918 έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για την κατανόηση της διάθεσης ενός ευφυούς αριστοκράτη που βρισκόταν σε συνεχή αντίθεση με τον εαυτό του, απορρίπτοντας τη βία ως ηλίθια (Diary, 7 Ιανουαρίου 1916), που οδηγεί σε λιποταξίες, αυτοτραυματισμούς των στρατιωτών, απροθυμίες, αρνήσεις, αποδράσεις και συχνά σε εγκρινόμενες στρατιωτικές εκτελέσεις. Insignificanti, nel diario, le osservazioni sulle vicende di Russia, sia quelle del marzo, sia quelle dell’ottobre, anche se esse non mancano di stimolare osservazioni su ciò che potrebbe accadere in Italia, e che pare avverarsi con Caporetto.Il 4 novΣτα ημερολόγια υπάρχουν και ασήμαντες παρατηρήσεις, σχετικά με τα γεγονότα στη Ρωσία, τα δύο του Μαρτίου και εκείνο του Οκτωβρίου (Οκτωβριανή Επανάσταση) του 1917, χωρίς να παραλείπει να ενθαρρύνει με σχετικά σχόλια το τι θα μπορούσε να συμβεί στην Ιταλία. Το 1918 πήρε τον διορισμό του Επιτρόπου της ιταλικής γλώσσας και του πολιτισμού στο Νότιο ΤιρόλοIl 14 era a Trento e di lì iniziò, nell’organismo presieduto da Ettore Tolomei, una difficile opera di “italianizzazione”, che trovava resistenza non solo in Alto Adige, ma nella stessa Trento.Gli anni del dopoguerra lo trovarono alle prese, oltre che con la preoccupazione per la “probabile” rivoluzione socialista, con due fatti privati importanti: essi, sommati al persistente malanimo degli Iesini nei suoi confronti, lo preoccuparono non poco..
Τα μεταπολεμικά χρόνια τον βρήκαν στον αγώνα –με μια ανησυχία– για «πιθανή» σοσιαλιστική επανάσταση, με δύο μεγάλα γεγονότα που του συνέβησαν: η παρατεταμένη αρνητική στάση προς το πρόσωπό του των συμπατριωτών του στο Jesi και η γέννηση παιδιών από τον νέο γάμο του με τη Silvia Grilli (νυμφεύτηκε στις 25 Ιουνίου 1919), γεγονότα που του προκάλεσαν οικονομική ζημία. Ma la passione politica restava forte, e così il C.Αλλά το πάθος για την πολιτική παρέμεινε ισχυρό και ως εκ τούτου βρήκε έναν τρόπο να συνεχίσει να ασχολείται με λεπτομέρειες της καθημερινότητας και με τα γεγονότα που σημάδεψαν το τέλος του φιλελεύθερου κράτους στην Ιταλία, με άνοδο των μαζών και με πολεμικές που σάρωσαν μύθους και δημιούργησαν συντρίμμια στις αρχές του 20ού αιώνα. Όλα αυτά καταγράφονται στα Ημερολόγιά τουI tentativi e le imprese dannunziane in Adriatico lo attrassero molto e gli suggerirono di chiedere di partecipareRestò a casa, ma il Diario registra gli avvenimenti con rinnovato calore e con l’esaltazione del “poeta-soldato” dei quale ora ammira l’opera “eletta”, schiacciata poi da Giolitti, “auspicanti i rinunzisti ei socialisti” ( Diario , 14 ottobre, 14-20 dicembre, 30 dicembre 1920).Superate le prime incertezze per il “pittoresco” fascismo, del quale non poteva condividere la volgarità, il C.. Πέρασε κατόπιν στον αβέβαιο «γραφικό» φασισμό, αλλά επειδή δεν μπορούσε να μοιραστεί την χυδαιότητα, και όντας εναντίον των αδύναμων κυβερνήσεων, μπήκε στους κόλπους των σοσιαλιστών. Απέναντι στον φασισμό κράτησε διττή στάση: Πρώτα (το 1927) έδειξε ενδιαφέρον για τις οργανώσεις της νεολαίας, τα παιδιά, τη μητρότητα, τη φιλολαϊκή πολιτική, απορρίπτοντας κάθε μορφή βίας. Μετά (το 1929-1930) ενοχλήθηκε και απέρριψε την συνδιαλλαγή Κράτους και Εκκλησίας και τη δημιουργία της «τάξης των ευγενών φασιστών»Quando si attuò il regime, il C.mantenne nei confronti del fascismo un atteggiamento duplice: mentre ne approvava l’interesse per le organizzazioni giovanili, l’infanzia, la maternità, la politica demografica, continuò a respingerne la violenza che, come scriveva a Federzoni, “denatura… la bellezza dei fenomeno” ( ibid ., 6 nov. 1927).Questa infatti, dal delitto Matteotti alle inutili durezze della riconquista della Libia, alla restaurazione della pena di morte, gli apparve del tutto inutile e scioccaNel 1929 si adirò per la creazione della “nobiltà fascista” e per la Conciliazione, che secondo lui siglava “in modo inatteso il carnevale” ( ibid ., 12-13 febbr. 1929), nel quale “Stato e Chiesa son pappa e bumba” ( ibid ., 17 ott. 1930).Ebbe una leggera ripresa di simpatia per il fascismo nel corso della campagna di Etiopia, ma nel 1939, quando Hitler stava per invadere la Polonia, scriveva: “malgrado l’attuale politica germanofila dell’Italia, faccio voti per la Polonia” ( ibid ., 3 ag. 1939).. Ανακάμφθηκε η συμπάθειά του για τον φασισμό κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Αιθιοπία, αλλά το 1939, όταν ο Χίτλερ ήταν έτοιμος να εισβάλει στην Πολωνία, έγραψε: «Παρά την τρέχουσα φιλογερμανική ιταλική πολιτική, ψηφίζω υπέρ της Πολωνίας» (1939).Trascorse gli ultimi anni in serena lucidità, riordinando memorie e pubblicazioni, ricopiando e aggiustando i diari, continuando a occuparsi di araldica (membro della Consulta araldica dal 1921 al 1930, era dal 1929 presidente, a vita del Collegio araldico di Roma).
Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής με γαλήνια διαύγεια, αναδιατάσσοντας τις αναμνήσεις και τις δημοσιεύσεις με αντιγραφή και προσαρμογή των ημερολογίων του και συνεχίζοντας να ασχολείται με την εραλδική (μέλος του θυρεού το 1921 έως το 1930 και πρόεδρος από το 1929 στο Κολλέγιο των Όπλων της Ρώμης). Μετακόμισε στη Ρώμη όπου και πέθανε στις 30 Μαρτίου 1941.Socio onorario della Deputazione di storia patria per le Marche, partecipò alle riunioni e scrisse risultati di una ricerca sugli Attoni ( gens longobarda, dalla quale deriverebbero i Colocci). Το συγγραφικό έργο του είναι πολύτομο, ανέρχεται σε πολλές δεκάδες βιβλία και άρθρα, μονογραφίες, πραγματείες, ημερολόγια, λογοτεχνικά κείμενα, εθνολογικές μελέτες και ανθρωπολογικές έρευνες, ιστορικές εργασίες κ.λπ. Πολλά έργα του είναι αδημοσίευτα και διαφυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη Colocci του Jesi. (S. Anselmi).Nell’ordine: Diario , 1871 – 1941 : cinquantuno quaderni, con inizio dal 1871, più un album nel quale sono annotate le vicende personali del periodo 1855-1870, scritto in epoca imprecisata; i primi cinque quaderni (1871-1889) sembrano essere stati rifatti, data la maggiore esattezza, anche grafica, con la quale si presentano rispetto ai diari veri e propri: oppure anche essi, come l’album relativo ai primi quindici anni di vita, sono stati redatti dopo che era cominciata la annotazione di fatti nei quaderni numerati dal n.Si batté perché le Marche conservassero questo nome e non assumessero quello di Piceno, come si proponeva; ottenne fosse affissa a Cancelli di Fabriano una lapide a ricordo di un “placito” che vi sarebbe stato tenuto nell’801 da Pipino re d’ItaTrasferitosi a Roma, vi morì il 30 marzo 1941.Opere: Le opere inedite del C. Galvani.[http://www. treccani.it/enciclopedia/adriano-colocci_(Dizionario-Biografico)/]
————–
[1] Βλ. Γιώργης Έξαρχος, Αυτοί είναι οι Τσιγγάνοι, Ιστορία – Γλώσσα – Λαογραφία – Πολιτισμός, Γαβριηλίδης, Αθήνα 1996, 2Νεφέλη, Αθήνα 2007, με πλούσια βιβλιογραφία. Ιδίου, Μικρό Λεξικό της Τσιγγάνικης Γλώσσας (Ρομανί), Μέδουσα, Αθήνα 2001. Donald Kenrick, Historical Dictionary of the Gypsies (Romanies), Second Edition, The Scarecrow Press, Inc., Lanham, Maryland, Toronto, Plymouth, UK, 2007 [http://api.ning.com/files/ smjp1s*x89K-AlNDTQqHS4cGXydhM95OjktFMhNW63fllEIdTrQ9aP-sd5hUCTxrdyiIthUbtYW1OC-Q WIeXfHQsXcCP-BK/HistoricalDictionaryoftheGypsies.pdf]. Ευάγγελος Μαρσέλος Εκπαιδευτικό γλωσσάρι–Ελληνορομανή, Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Τσιγγανοπαίδων Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, χ.χ. [http://repository.edulll.gr/edulll/retrieve/2202/687]
[2] Antonio Vigilante (27-2-2009), La storia dei Rom: una cronologia essenziale (http://www. microstorie.net/microstorie/index.php?id=12). Λεπτομέρειες: Γ. Έξαρχος, Αυτοί είναι οι Τσιγγάνοι, Ιστορία – Γλώσσα – Λαογραφία – Πολιτισμός, Γαβριηλίδης, Αθήνα 1996, 2Νεφέ-λη, Αθήνα 2007, με πλούσια βιβλιογραφία. Επίσης: Donald Kenrick, Historical Dictionary of the Gypsies (Romanies), Second Edition, The Scarecrow Press, Inc., Lanham, Maryland, Toronto, Plymouth, UK, 2007 [http://api.ning.com/files/smjp1s*x89K-AlNDTQqHS4cGXy dhM95OjktFMhNW63fllEIdTrQ9aP-sd5hUCTxrdyiIthUbtYW1OC-QWIeXfHQsXcCPBK/ HistoricalDictio naryoftheGypsies.pdf]
[3] Οι πηροφορίες προέρχονται από: α) A. Santino Spinelli, Baro Romano Drom, Meltemi, Roma 2003. β) L. Piasere, I Rom e l’Europa, Laterza, Roma-Bari 2004. γ) A. Mannoia, Zingari, che strano popolo!, Edizioni XL, Roma 2007.