Μου τηλεφώνησε σήμερα Δεκαπενταύγουστο κατά τη 1:00 το μεσημέρι, μία νεαρή φίλη, για να μου ευχηθεί για την κόρη μου…
Κυρία Ειρήνη, μου είπε, θέλω να γράψετε για κάτι που συνέβη χθες το βράδυ στην εκκλησία.
Ανεβήκαμε με την κόρη μου και τους γονείς μου αργά, όπως και πολλοί άλλοι.
Ποντιακής καταγωγής η νεαρή φίλη μου και η οικογένειά της, δεν υπήρχε περίπτωση, δεν υπάρχει περίπτωση κάθε χρόνο να μην προσκυνήσουν στη χάρη της τέτοια μέρα…
Περιμέναμε, μου είπε, τουλάχιστον μισή ώρα στην ουρά για να μπούμε μέσα στην εκκλησία.
Είχε πολύ κόσμο και μέσα και έξω από τον ναό…
Στις 11:30 η ώρα βγήκαμε στον αυλόγυρο του ναού…
Άρχισε να βρέχει!
Βροχή όμως δυνατή και αέρας μαζί και η θερμοκρασία εννοείται είχε πέσει αρκετά εκείνη την ώρα…
Κατά τις 12 , καθώς η βροχή δυνάμωνε, χωρίς δεύτερη σκέψη και εμείς και όλος ο κόσμος ξανά μπήκαμε στην εκκλησία για να προστατευτούμε…
Δεν προλάβαμε να μπούμε και η η κυρία που καθαρίζει τον ναό μας έκανε παρατήρηση να μην μπούμε μέσα, γιατί αύριο περιμένουμε τους επίσημους, μας είπε, και πρέπει να είναι καθαρά.
Δεν δώσαμε και τόση σημασία, γιατί έξω έβρεχε και δεν είχαμε και καμία καλύτερη λύση εκείνη τη στιγμή, μέχρι που εμφανίστηκε ένας παπάς.
Βγείτε έξω όλοι σας παρακαλώ, μας είπε, γιατί αύριο περιμένουμε τους επισήμους.
Να! Πάτε στη μικρή εκκλησία!
Μα! είπε κάποιος κύριος.
Έχουμε και μικρά παιδιά, πάτερ!
Έξω βρέχει πολύ και φυσάει… Να πάμε από δω στη μικρή εκκλησία, θα γίνουμε μούσκεμα!
Και η νεαρή φίλη μου που γιορτάζει κι αυτή και η κόρη της σήμερα, του είπε: Πάτερ, εμείς δεν είμαστε ευπρόσδεκτοι στον οίκο του Θεού;
Είμαστε κατώτεροι των επισήμων;
Βρέχει πολύ τι να κάνουμε;
Άρον-άρον μπήκαμε γρήγορα στα αυτοκίνητα και φύγαμε…
Οι προβληματισμοί δικοί σας!
χρόνια πολλά και του χρόνου με υγεία!
Ει. Δα.