Λογοτεχνία Πολιτισμός

Γλυκερία Γκρέκου “Ο πυρετός του Αυγούστου”

Εγώ, ήμουν ένα παιδί που δεν αρρώσταινε ποτέ. Έντεκα μήνες, μα με βροχές, αέρηδες, χιόνια και χαμηλές θερμοκρασίες- κι από τέτοια άλλο τίποτα εκεί στην ορεινή κώμη, απέναντι του Ολύμπου-  δεν με άγγιζε τίποτα.

Κυκλοφορούσα χειμώνα καιρό με ένα πουλόβερ μονάχα, κυλιόμουνα στα χιόνια με ένα νάυλον παντελόνι, μούσκευαν τα πόδια μου, καθώς έλιωναν, αρνιόμουνα πεισματικά να φορέσω τα μπουφάν και τα διάφορα ρούχα που λάμβανα, ως δώρο κάθε Αύγουστο.

«Κοίτα τι σου φέραμε, να, καμιά δεν θα έχει τέτοια ρούχα σαν τα δικά σου», έλεγε η μάνα μου, σαν έφτανε αρχές Αυγούστου από το Μόναχο.

Και παιχνίδια, κάτι παιχνίδια που τα ζήλευαν οι φιλενάδες μου, αυτές έπαιζαν με κάτι κούκλες πάνινες, ή το πολύ πολύ κάποιες πλαστικές, φτηνές, που δεν γύριζαν το κεφάλι τους, που δεν κουνούσαν χέρια, πόδια, που τα ρούχα τους ήταν σαν κολλημένα πάνω στο πλαστικό κορμάκι.

Οι δικές μου κούκλες, είχαν μαλλιά που έμοιαζαν αληθινά, είχαν αλλαξιές φουστανάκια, γύρναγαν το κεφάλι , ανοιγόκλειναν τα μάτια, ήταν σε μέγεθος σαν μωρά. Μα εγώ δεν τις έπαιζα καθόλου, όταν τις άφηνε στην αγκαλιά μου η μάνα, έλεγα ένα ψιθυριστό ευχαριστώ και τις παράταγα στην άκρη. Και σαν αναχωρούσαν για τη Γερμανία, κούρευα γουλί τα μαλλιά τους.

Μια φορά, θυμάμαι μου είχαν φέρει δυο συσκευές τηλεφώνου, με ένα καλώδιο να τις συνδέει, όμοιες με αληθινά τηλέφωνα. Μπορούσες να μιλήσεις από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Αυτό το παιχνίδι μου άρεσε. Όταν τέλειωνε η άδεια του Αυγούστου και επέστρεφαν στο Μόναχο, το έβγαζα από το κουτί και μιλούσα θαρρείς μαζί τους. Και τι δεν έλεγα, στο μοναχικό παιχνίδι. Μια μέρα ήρθε η γιαγιά, η γιαγιά με μεγάλωνε, όπως ίσως καταλάβατε και μου τράβηξε την κοτσίδα.

«Δε ντρέπεσαι να μιλάς έτσι στη μάνα σου, ευτυχώς που δεν σε ακούει, για σας ξενιτεύτηκαν, για να ζήσετε εσείς καλύτερα!», είπε και σκούπισε τα μάτια της με την άκρη της ποδιάς, δώρο κι αυτή από τη Γερμανία.

«Εμείς; Ποιοι  εμείς; Αυτόν γιατί τον πήραν μαζί τους, εμένα γιατί με άφησαν εδώ, τον μισώ κι αυτόν!», απάντησα κλαίγοντας με αναφιλητά, κι αναφερόμουν στον μεγαλύτερο αδερφό μου, που από την αρχή ζούσε μαζί τους.

Ψέματα δεν θα πω, η γιαγιά, ο παππούς, η θεία, σαν παιδί τους με είχαν. Αλλά δεν ήμουν παιδί τους, δεν ήταν η μάνα μου κι ο πατέρας.

Αυτούς τους έβλεπα μόνο τα καλοκαίρια. Τότε τα ταξίδια δεν είναι όπως τώρα, που παίρνεις ένα αεροπλάνο για λίγες μέρες και πετάγεσαι, όπου τραβάει η ψυχή σου. Τότε, τη δεκαετία του ‘ 70, ήταν αλλιώς τα πράγματα.

Κάθε μήνα έφερνε ο ταχυδρόμος ένα γράμμα, ξεκινούσε πάντα με το : Αγαπητοί γονείς πώς είστε; Κάτι άλλα αδιάφορα, τα ίδια και τα ίδια κάθε φορά, μέσα είχε και γερμανικά μάρκα, φτου, έφτυνε στα δάχτυλα ο παππούς, τα φυλλομετρούσε, τα έβαζε στο μπαούλο, και τον άλλο μήνα πάλι το ίδιο σκηνικό.

Τον Αύγουστο όμως άλλαζαν όλα για μένα. Με το που κατέφταναν, από τις πρώτες κιόλας ώρες, δεν ένιωθα καλά. Με την πρώτη αγκαλιά- ακόμα έχω στα ρουθούνια μου το άρωμα της Tosca  4711- μου γύρναγε το στομάχι ανάποδα, έτρεχα στο μπάνιο και ξέρναγα κρυφά. Και καθώς η μάνα μοίραζε τα δώρα, να μια μεγάλη Nivea κι ένα λουλουδάτο φουστάνι για τη θεία, να κάλτσες για τον παππού, ποδιές κουζίνας και μια ζακέτα για τη γιαγιά, παιχνίδια για μένα και πάντα κάποια ρούχα, εκείνη την στιγμή κάτι συνέβαινε εντός μου και ένιωθα να πονάει ο λαιμός, το κεφάλι, το κορμί μου ολάκερο. Την επόμενη μέρα εμφανιζόταν και ο πυρετός. Έπιανα το κρεβάτι κατακαλόκαιρα, ερχόταν ο αγροτικός γιατρός, «τα λαιμά της είναι κόκκινα» έλεγε, και με πλάκωναν σε μια αντιβίωση, παιδικές ασπιρίνες, κομπρέσες δροσερές. Έπεφτε λίγο ο πυρετός, χαίρονταν οι γονείς μου, βγαίναμε στο ζαχαροπλαστείο για την γνωστή πουτίγκα, ο αδερφός μου, μάταια προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα μαζί μου, ύστερα βαριότανε και έφευγε να παίξει με τα αγόρια της γειτονιάς.

Σαν επιστρέφαμε στο σπίτι, έπιανα πάλι το κρεβάτι, με έπιανε ρίγος, η μαμά με αγκάλιαζε και ο πυρετός ανέβαινε στα ύψη.

«Μα, γιατί, γιατί;», αναρωτιόταν κοιτάζοντας τον πατέρα, εκείνος άναβε τσιγάρο, ένα μπλε κουτί ήταν με ένα καραβάκι, έπινε τσίπουρο με τον παππού, η γιαγιά μαγείρευε, να πίτες, να γεμιστά, μελιτζάνες τηγανητές, στο τέλος άνοιγαν κι ένα καρπούζι. Όλοι το φχαριστιόταν, σε αντίθεση με μένα που το τέλος του μήνα με έβρισκε πάντα κάποια κιλά μείον.

Μετά, κοντά στα είκοσι, επέστρεψαν οι γονείς μου από τη Γερμανία, ο αδερφός μου έμεινε εκεί, έκανε οικογένεια, ζει καλά, κάθε καλοκαίρι έρχεται στην Ελλάδα, οι γονείς μου μεγάλωσαν πια, ώρες ώρες τους λυπάμαι, τους βοηθάω στα τρέχοντα θέματα που προκύπτουν, αλλά ακόμα δεν μπορώ να τους αγκαλιάσω. Η μνήμη θαρρείς ποτίστηκε με το άρωμα εκείνης της κολόνιας, το αντίο στα γερμανικά , κάθε είκοσι Αυγούστου: Auf wiedersehen, έρχεται για να μου ξυπνήσει τον θυμό, ανάμεικτο με τη θλίψη του αποχωρισμού. Ευτυχώς, αφότου έκανα δική μου οικογένεια, εξαφανίστηκαν οι πυρετοί του Αυγούστου.

Μόνο πέρσι έκανα έναν πυρετάκο, δύο μέρες, πήγα να τρομάξω, όχι πάλι, είπα, αλλά εν τέλει ήταν από τον κόβιντ.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ