Στη φάκα της φτώχειας πάνω από 2.000.000 ανήλικοι στη Γερμανία
Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στο 24% του συνόλου των παιδιών και εφήβων της Γερμανίας και θεωρείται υψηλό ακόμη και για τα δεδομένα της Ε.Ε.
Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στο 24% του συνόλου των παιδιών και εφήβων της Γερμανίας και θεωρείται υψηλό ακόμη και για τα δεδομένα της Ε.Ε, όπου το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας των ανηλίκων καταγράφουν σήμερα η Ρουμανία (41,5%) και η Βουλγαρία (33,9%).
Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά εμφανίζουν η Σλοβενία (10,3%), η Τσεχία (13,4%) και η Δανία (13,8%).
Συνολικά ο αριθμός των παιδιών που κινδυνεύουν από τη φτώχεια έχει αυξηθεί στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
«Η φτώχεια είναι επικίνδυνη για την υγεία, οδηγεί σε κοινωνικό αποκλεισμό και περιορίζει τις δυνατότητες του παιδιού να αποκτήσει την κατάλληλη εκπαίδευση», δηλώνει στην εφημερίδα Rheinische Post η Μιχαέλα Ένγκελμαϊερ, πρόεδρος του Κοινωνικού Συνδέσμου της Γερμανίας (SoVD).
Η ίδια θεωρεί ότι πρέπει να αυξηθεί η φορολογία στους «έχοντες και κατέχοντες», προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. «Χρειαζόμαστε έναν φόρο κληρονομιάς, έναν φόρο περιουσίας, καθώς και μία αναπροσαρμογή του φορολογικού συντελεστή για τα υψηλότερα εισοδήματα» λέει.
Σε σχετικό ρεπορτάζ της Ντόιτσε Βέλλε, επισημαίνεται ότι η «φτώχεια» είναι σχετικό μέγεθος και δεν ορίζεται παντού με τα ίδια εισοδηματικά κριτήρια σε απόλυτο μέγεθος. Κατά τα γενικώς αποδεκτά κριτήρια της Στατιστικής Υπηρεσίας, από τη φτώχεια κινδυνεύει όποιος διαθέτει λιγότερο από το 60% του μέσου εισοδήματος στη χώρα που ζει, όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση τα τοπικά δεδομένα.
Για τη Γερμανία αυτό το ποσό ανέρχεται σε 1.250 ευρώ (καθαρά) για έναν ενήλικα που ζει μόνος του και σε 2.625 ευρώ για δύο ενήλικες με δύο παιδιά. Το ποσό αυτό δεν φαίνεται ευκαταφρόνητο, αλλά προσαρμόζεται και στο υψηλότερο κόστος ζωής στη Γερμανία (ενοίκια, υπηρεσίες, μεταφορές κ.α.) σε σχέση με άλλες χώρες.
Μία πιο αναλυτική παρατήρηση των στατιστικών στοιχείων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η φτώχεια των ανηλίκων αποτελεί συνάρτηση (και) του μορφωτικού επιπέδου των γονέων. Σε νοικοκυριά, στα οποία οι γονείς εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα επαγγελματικής κατάρτισης, ο μέσος όρος των παιδιών που ζουν στο όριο της φτώχειας εκτοξεύεται στο 38%. Αντιθέτως, σε νοικοκυριά στα οποία οι γονείς ολοκλήρωσαν την τριτοβάθμια εκπαίδευση ή διαθέτουν μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών, το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 6,7%.