Άρθρα Κόσμος

“Ο πρωτολαϊκιστής που έκανε κανονικότητα την Ακροδεξιά” / γράφει ο Χρίστος Καλουντζόγλου

Καβαλιέρε στα ιταλικά σημαίνει «ιππότης». Και ως ιππότης εισέβαλε στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας, το 1994, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, με ένα ποδοσφαιρικό σύνθημα, το «Forza Italia», διαμορφώνοντας μια νέα γενιά στην πολιτική σκηνή. Το ίδιο δυναμικά είχε εισβάλει στον χώρο των επιχειρήσεων το 1962, όταν ίδρυσε την κατασκευαστική εταιρεία Edilnord, με άγνωστης προέλευσης κεφάλαια. Αλλά το «πόθεν έσχες» είχε ξεχαστεί όταν έσωσε τη Μίλαν από τη χρεοκοπία, το 1986, για να την οδηγήσει στην κορυφή.

Η εικόνα του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία, που παραπέμπει στο αμερικανικό όνειρο, ο οποίος γίνεται δημοφιλής στα γήπεδα για να κυριεύσει στη συνέχεια την πολιτική σκηνή, ήταν πολύ ελκυστική σε μια κοινωνία που είχε ζήσει την κατάρρευση του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου μέσα στα σκάνδαλα και βυθιζόταν στον φόβο και την απογοήτευση. Αυτό ακριβώς ήταν το γόνιμο έδαφος για να «ανθήσει» ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ως πολιτικός.

Δεν υποσχέθηκε τίποτα στους Ιταλούς, αλλά το εκλογικό σώμα ήθελε να ακούσει κάποιον που εμφανιζόταν ως η φωνή του λαού απέναντι σε μια διεφθαρμένη ελίτ. Και το έκανε με την ευκολία του λαϊκισμού, αντί του πολιτικού λόγου, που όμως περνούσε με τη στήριξη ενός παντοδύναμου μιντιακού συστήματος. Τελικά οι Ιταλοί είχαν ανάγκη για κάποιον ηγέτη που τοποθετούσε υψηλά στο αξιακό σύστημα την εξουσία και το χρήμα και πολύ χαμηλά θέματα δημοκρατίας, δικαιοσύνης και ηθικής. Η ίδια η ιταλική κοινωνία ανέδειξε τον ηγέτη που ήθελε.

Τον αποκάλεσαν κλόουν της πολιτικής, γελωτοποιό, σόουμαν, τον θυμούνται περισσότερο ως διοργανωτή των περίφημων πάρτι bunga-bunga, ως δημιούργημα της τηλεόρασης. Ο ίδιος αποκαλούσε εαυτόν «Ιησού Χριστό της πολιτικής». Κι αν απέτυχε να οδηγήσει ως «Ιησούς Χριστός» τη χώρα του στη λύτρωση από τους φόβους της, σίγουρα κατάφερε να τους πείσει ως «Μωυσής» ότι θα τους οδηγούσε στη Γη της Επαγγελίας.

«Ήταν το σύμβολο μίας νέας ιστορικής φάσης για την Ιταλία, όπου η πολιτική δεν χαρασσόταν πλέον από τα κόμματα, αλλά από ισχυρές προσωπικότητες» λέει ο Τζιοβάνι Ορσίνα, διευθυντής της Σχολής Διακυβέρνησης της Ρώμης. «Είναι το προϊόν της χρυσής εποχής της ιταλικής εμπορικής τηλεόρασης», προσθέτει, μιλώντας στο Al Jazeera, για να επισημάνει: «Εκφράστηκαν πολλές ανησυχίες επειδή τα διεθνή ΜΜΕ αναφέρονταν στους πολιτικούς μας με τον χαρακτηρισμό κλόουν. Αλλά η αλήθεια είναι ότι εμείς οι ίδιοι φτιάξαμε αυτό το σενάριο».

● Γιατί λοιπόν η Ιταλία έφτιαξε αυτή την εικόνα των πολιτικών – κλόουν;

● Ήθελαν οι Ιταλοί να ζήσουν στο επίπεδο της πολιτικής τη λάμψη της ποδοσφαιρικής Μίλαν;

● Ή μήπως είχαν ανάγκη τον δικό τους γητευτή;

Η προηγούμενη φορά που οι Ιταλοί είχαν γοητευτεί τόσο πολύ από έναν ηγέτη ήταν με τον Μπενίτο Μουσολίνι.

Ο Μπερλουσκόνι εξελέγη τρεις φορές πρωθυπουργός, έμεινε στο πρωθυπουργικό μέγαρο συνολικά εννέα χρόνια, περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον μετά τον φασίστα δικτάτορα Μουσολίνι. Δικάστηκε για φοροδιαφυγή, για δωροδοκία, για σεξουαλικές σχέσεις με μιαν ανήλικη. Αλλά μόνο μία φορά καταδικάστηκε, το 2012 για φοροδιαφυγή. Εξάλλου και ο (επίσης διάσημος Ιταλός) μαφιόζος Αλ Καπόνε μόνο για φοροδιαφυγή καταδικάστηκε, κι ας ήταν ο αρχινονός της αμερικανικής μαφίας.

Η κληρονομιά του

Ο Μπέπε Σεβερτζίνι, αρθρογράφος και συγγραφέας ενός βιβλίου για το φαινόμενο Μπερλουσκόνι, τον χαρακτηρίζει ως «πρωτολαϊκιστή» και του αναγνωρίζει ότι άνοιξε τον δρόμο για μια σειρά ηγετών όπως ο Ούγγρος Βίκτορ Όρμπαν, ο Βρετανός Μπόρις Τζόνσον και ο τέως Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.

«Ο Μπερλουσκόνι ήταν στην πραγματικότητα λιγότερο αλαζόνας και λιγότερο αντιπαθητικός, αλλά εκείνος τα άρχισε όλα» λέει στο CNN ο Σεβερτζίνι. Εξηγεί δε ότι «η κληρονομιά του Μπερλουσκόνι ήταν ότι μπορούσε να διαβάσει τις αδυναμίες και τους πειρασμούς ενός έθνους. Ήταν πραγματικά μοναδικός σε αυτό. Μας απάλλαξε από τις αμαρτίες μας, μας αθώωσε πριν καν διαπράξουμε αυτές τις αμαρτίες και δεν ήταν ηγέτης, αλλά οπαδός».

Όταν τα οικονομικά προβλήματα της Ιταλίας ήταν αδύνατο πλέον να κρυφτούν κάτω από το χαλί, οι άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες άρχισαν να πιέζουν για τη λήψη μέτρων και τότε φάνηκε η ανικανότητα του Μπερλουσκόνι να διαχειριστεί την οικονομική κρίση, αλλά και η έλλειψη ηθικού βάρους για να πείσει την κοινωνία ότι έπρεπε να επιβληθούν περισσότεροι φόροι.

Αλλά ο ίδιος έλεγε σε συνάντηση με υποστηρικτές του, το 2006, ότι ήταν «ο καλύτερος πολιτικός ηγέτης στην Ευρώπη και στον κόσμο».

Ο Μπερλουσκόνι, λέει ο Σεβερτζίνι, ήξερε πολύ καλά ότι οι Ιταλοί συμπαθούσαν πάντα την ιδέα του «il signore», του πανίσχυρου αφέντη. «Επίσης είχε αντίληψη για το πώς μπορείς να χρησιμοποιείς τη θρησκεία και τον θεό, όπως και έκανε. Ήξερε επίσης ότι οι γυναίκες και η σεξουαλική έλξη είναι ένα πανίσχυρο καύσιμο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην πολιτική, όπως και έκανε».

Οι Ιταλοί δεν έδειξαν να ενοχλούνται από τα περίφημα bunga – bunga πάρτι, τις σχέσεις του με πολλές και διάφορες γυναίκες και τις παράλληλες αναφορές του στον θεό. Η εκλογική βάση του ήταν οι παραδοσιακά καθολικές οικογένειες, που του συγχωρούσαν τα πάντα. Οι αντίπαλοί του έλεγαν πως ήταν «ένας πλέι-μπόι υπεράνω υποψίας». Αλλά για την πλειονότητα των Ιταλών αυτό δεν ήταν πρόβλημα.

Ο Μπερλουσκόνι ενσάρκωσε αυτό που ο Αντόνιο Γκράμσι περιέγραψε ως «γούστο του ιταλικού λαού για την όπερα», με τις συγκεντρώσεις και τις τηλεοπτικές εμφανίσεις του που παρέπεμπαν σε βαριετέ. Πολιτικό περιεχόμενο δεν υπήρχε, ήταν ένα συνονθύλευμα από νεοφιλελεύθερες απόψεις και λαϊκιστικό λόγο.

Ορκιζόταν αιώνια πίστη στην περικοπή φόρων, στην πάταξη της γραφειοκρατίας και στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Σε οτιδήποτε δηλαδή δηλώνει πίστη ένας νεοφιλελεύθερος που σέβεται τον εαυτό του. Και προσφέροντας σόου ο Μπερλουσκόνι γεφύρωσε τις ξεπερασμένες εκ των πραγμάτων απόψεις του νεοφιλελευθερισμού με τον λαϊκισμό.

Από τον μπερλουσκονισμό στον τραμπισμό

Από ένα σημείο και πέρα κανένας δεν εκπλησσόταν ακούγοντας τον Μπερλουσκόνι να λέει ότι ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης πολιτικός Μάρτιν Σουλτς θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του ναζί φρουρού σε πολεμική ταινία, για το ότι αποκαλούσε την καγκελάριο Μέρκελ «αγ@μητη λωρίδα από λαρδί» και χαρακτήρισε τον Μπάρακ Ομπάμα «κομψό, νεαρό και… μαυρισμένο».

Κάποιοι λένε ότι οι παραλληλισμοί με τον Ντόναλντ Τραμπ είναι αναπόφευκτοι: και οι δύο ξεκίνησαν από τον χώρο του real estate, έγιναν σταρ των ΜΜΕ και μεταπήδησαν στην πολιτική. Και οι δύο κατηγορήθηκαν για υπονόμευση των θεσμικών οργάνων στις χώρες τους, για έλεγχο του Τύπου και της Δικαιοσύνης.

Προσέγγισαν την πολιτική χωρίς πολιτικό περιεχόμενο, μόνο με την ευκολία μίας λαϊκιστικής ρητορικής και έπεισαν ότι ήταν η φωνή της αλήθειας απέναντι στο κατεστημένο της διεφθαρμένης ελίτ. Και βέβαια τόσο ο Τραμπ όσο και ο Μπερλουσκόνι κατέλαβαν την πολιτική σκηνή με καταιγιστικό τρόπο, αδιαφορώντας για όλους τους κανόνες της πολιτικής και της ευγένειας, του ορθού πολιτικού λόγου.

Σε όλη του την πολιτική καριέρα ο Μπερλουσκόνι επικρινόταν για τον ασφυκτικό έλεγχο των ΜΜΕ στη χώρα του, αλλά αυτές οι επικρίσεις αφορούσαν μόνο τους πολιτικούς αντιπάλους του. Ο ιταλικός λαός ουδόλως ενδιαφερόταν.

Κι αυτό είναι το κλειδί για όσα ακολούθησαν: ο Μπερλουσκόνι ήταν το κρίσιμο εργαλείο για να επιστρέψει η Ακροδεξιά – σε όλες τις εκφάνσεις της – στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ιταλίας. Έτσι προέκυψαν οι συμμαχίες της αυτονομιστικής και ρατσιστικής Λέγκας του Βορρά με τη νεοφασιστική Εθνική Συμμαχία της Μελόνι, η οποία ξεκίνησε την πολιτική καριέρα της από τη νεολαία του κόμματος του Μπερλουσκόνι.

Αυτό που άφησε τελικά πίσω του είναι ένας λαός που δεν πιστεύει στην πολιτική και γι’ αυτό αποδέχτηκε ως αναπόφευκτη την άνοδο μιας νέας γενιάς ακροδεξιών, ρατσιστών και λαϊκιστών πολιτικών που σήμερα κυβερνούν τη χώρα. Απέναντι σ’ αυτούς ο Μπερλουσκόνι φαντάζει μετριοπαθής.

topontiki.gr

banner-article

Ροη ειδήσεων

τίΠοτα