Βέροια – ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης: “Ο δάσκαλος μουσικής Μαρίνος Βασιλειάδης” & “Μαίρη και Γιάννης Ναζλίδης” / γράφει η Σόνια Θεοδωρίδου
Σόνια Θεοδωρίδου
Υπάρχουν άνθρωποι που χωρίς να το γνωρίζουν γίνονται καταφύγιο, φάρος, παράδειγμα προς μίμηση και κυρίως υπόδειγμα παιδαγωγού. Αυτός υπήρξε στα παιδικά μου χρόνια ο δάσκαλος μουσικής Μαρίνος Βασιλειάδης.
Παράδοση της οικογένειάς μου ήταν τα παιδιά να μαθαίνουν κάποιο όργανο. Την έφαγα τη μάνα μου να με γράψει στο ωδείο, όπου ήδη φοιτούσαν στην τάξη του ακορντεόν τα μεγαλύτερα ξαδέρφια μου. Το ωδείο ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μου (τώρα είναι ένα καμένο ερείπιο). Ένα υπέροχο στα μάτια μου κτήριο, ψηλοτάβανο, με μεγάλες αίθουσες και ξύλινα πατώματα. Κάθε απομεσήμερο πήγαινα και καθόμουν απέξω περιμένοντας ν’ ανοίξει.
Ο κύριος Μαρίνος ερχόταν, και μόλις τον έβλεπα, τιναζόμουν επάνω. Μου τσιμπούσε χαϊδευτικά το μάγουλο και πάντα έλεγε: «Τι κάνεις εδώ τόσο νωρίς;» όμως παράλληλα άνοιγε διάπλατα την πόρτα και με έπαιρνε επάνω μαζί του. Το μάθημά του περιελάμβανε νότες, συμβουλές και ενθάρρυνση. Προσάρμοζε τα λουριά του ακορντεόν ορθά επάνω μου λέγοντας: «Τι καλό θα μας παίξεις σήμερα;…» Με παρότρυνε να αυτοσχεδιάζω, να μην είμαι κολλημένη στην παρτιτούρα, πράγμα που μελλοντικά με βοήθησε τρομερά στη μουσική μου εξέλιξη. Με άφηνε να παραμένω στον χώρο του ωδείου όσο ήθελα και να παρακολουθώ τις άλλες τάξεις. Με γλίτωνε από τα χέρια της μάνας μου όταν αργούσα να γυρίσω σπίτι.
Είχε μία γλύκα και καλοσύνη ο κύριος Βασιλειάδης σπάνια. Πάνω από όλα ήταν αυτός που διέκρινε τη φλόγα που μ’ έκαιγε για τη μουσική και με συμβούλευε να ακολουθήσω αυτό που αγαπώ. «Παιδί μου, έχεις ταλέντο, προχώρα και μη φοβάσαι». Δεν τον ξέχασα ποτέ. Ήταν τα πιο γλυκά λόγια, ήταν η καλοσύνη και η σωστή παιδαγωγική προσέγγιση αυτού του ταπεινού ανθρώπου που με συνόδευσαν και συνοδεύουν μέχρι σήμερα τη ζωή μου. Του είμαι πολύ ευγνώμων και νιώθω τυχερή που βρέθηκα κοντά του.
Μαίρη και Γιάννης Ναζλίδης
Ναι, θα ήθελα να γράψω για κάποιους που είναι εν ζωή, που ξεχωρίζουν για τη στάση τους στη ζωή, που η φιλοξενία τους σε σκλαβώνει, που το γούστο και η καλλιέργειά τους σε κάνει να θες να ταξιδέψεις από Αθήνα, για να περάσεις μερικές ώρες γλυκές μαζί τους.
Είναι μια ζεστή αγκαλιά, είναι το αυτονόητο της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, είναι η ελληνική ψυχή που περιγράφεται χωρίς λόγια. Είναι εκεί για σένα χωρίς πολλά λόγια, είναι φίλοι και ας μην τους βλέπεις κάθε μέρα. Ένα ζευγάρι που πέρασε πολλά και άντεξε.
Δύο ιδεαλιστές που δεν ακολούθησαν τη νόρμα, αλλά διάλεξαν να φυτρώσουν σαν κατακόκκινες άγριες παπαρούνες στον κάμπο της Βέροιας, για να μας θυμίζουν το πόσο ελεύθερα μπορεί να ζήσει κανείς.
Είναι αυτοί που μέσα στην ψευτιά του δήθεν πρέπει παράγουν ουσιαστικά πολιτισμό και επιμένουν να παραμένουν Άνθρωποι μέσα στο πολιτιστικό, κοινωνικό και πολιτικό σκοτάδι.
Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα