Άρθρα Κοινωνία Κόσμος Οικονομία

“Από την τραπεζική στην κοινωνική πίστη” / γράφει ο Δημήτρης Αθανασιάδης

«Il n’y a que les Suisses dont j’aurais du mal à raconter quoi que ce soit : ils sont heureux dans leurs montagnes à élever des vaches et des comptes en banque» (Jean d’Ormesson)

 (Δεν υπάρχουν παρά μόνο οι Ελβετοί για τους οποίους θα δυσκολευόμουν να πω οτιδήποτε: είναι χαρούμενοι στα βουνά τους εκτρέφοντας αγελάδες και τραπεζικούς λογαριασμούς)

Ποιός, λοιπόν, στέρησε τον ποιμενικό ρομαντισμό της τραπεζοτροφίας, κάτι σαν ένα «madrigale bancaire» (τραπεζικό μαδριγάλι)  από τους Ελβετούς, που τόσο παραστατικά τους αποδίδει ο Γάλλος συγγραφέας  Jean d’Ormesson;

Μα, βέβαια, η αλητεία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.

Με ενδιαφέρον παρατηρούμε τις τελευταίες μέρες την κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού σε ένα ντόμινο τραπεζικών πτωχεύσεων που μέσα στην παραζάλη της σωτηρίας τους δεν έχουν την αξιοπρέπεια να κρατήσουν ούτε τα προσχήματα μιας προσποιητής άρνησης των μαρξιστικών σωσιβίων που ρίχνουν τα κράτη, κρατικοποιώντας και, στην ουσία, κοινωνικοποιώντας σε βάρος των πολιτών της ζημίες τους, τη στιγμή που οι ίδιες οι τράπεζες θεωρούν προνόμιό τους την καταδολίευση και καταλήστευση των κερδών σε μια πρωτοφανή χρηματοπιστωτική αλητεία που αφήνιασε στην Ευρώπη μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 και το πέρασμα από τον υπαρκτό σοσιαλισμό στον ανύπαρκτο καπιταλισμό.

Αυτό που χαρακτηρίζω ως «ανύπαρκτο καπιταλισμό» είναι ένας καπιταλισμός πολιτικού αμοραλισμού και κοινωνικής αγυρτείας, χωρίς μέσα παραγωγής, που νόμισε ότι πέρασε τον κάβο της κριτικής της εκμετάλλευσης και των μορφών της κυριαρχίας του παραδοσιακού καπιταλισμού και δημιούργησε ένα είδωλο – τέρας με τη μετατροπή ενός θεσμικού εργαλείου – μέσου ανταλλαγής, του χρήματος, σε εμπόρευμα χωρίς χρηστική αξία, γεγονός που επισήμανε από το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα ο Αυστριακός οικονομολόγος Joseph Alois Schumpeter, που διαχώρισε την οπισθοδρομική αντίληψη, η οποία συνέχεε το χρήμα με τη φυσική κυκλοφορία των αντικειμένων και θεώρησε ότι δεν ταυτίζεται η κοινωνική λογιστική μονάδα με τη λογιστική μονάδα του χρήματος, η οποία λογιστική μονάδα του χρήματος δε συνάγεται από τον κόσμο των εμπορευμάτων, αλλά καθορίζεται αυθαίρετα από μια εξωτερική αρχή στο σύστημα της αγοράς.

Αν αφήσουμε έξω από το κοινωνικό περιβάλλον το χρήμα και θεωρήσουμε την κοινωνική συνοχή ως μια σοσιαλιστική μυθοπλασία, σύμφωνα με τους όρους του χρηματοπιστωτικού καπιταλιστικού τυχοδιωκτισμού, επανέρχεται το ερώτημα: τι θα συμβεί αν αφήσουμε τη σοσιαλιστική μυθοπλασία;

Η απάντηση είναι πιο απλή: Αυτό που συμβαίνει σήμερα. Δεν υπάρχει, πλέον, μια άλλη κεντρική διαδικασία που να κάνει δυνατή, a priori, την επίτευξη μιας γενικής ισορροπίας.

Σε τελευταία ανάλυση, ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει μόνος του, όπως φαντασιώθηκε, χωρίς την κοινωνία, ενώ η κοινωνία μπορεί να ζήσει ευτυχισμένα χωρίς τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό και μετά την κατάρρευση της τραπεζικής πίστης με το πέρασμα στη σταθερή αξία της κοινωνικής πίστης.

Βέβαια, σκοπός του σημερινού σημειώματός μου δεν είναι μια προσέγγιση οικονομικής και φιλοσοφικής ανάλυσης του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, αλλά κάποιες απλές παρατηρήσεις για τη φαντασμαγορική φούσκα του που έσκασε στα χέρια της παιδικής χαράς του νεοφιλελευθερισμού και κατάφερε να αφήσει την κατ’ εξοχήν χώρα της τραπεζικής πίστης, την Ελβετία, χωρίς τραπεζική πίστη, μόνο, με τον ρομαντισμό της σοκολατοποιΐας και της ωρολογοποιΐας.

Πώς κατέρρευσε, λοιπόν, αυτή η ιστορική τραπεζική πίστη;

Πάρα πολύ απλά, από την τυχοδιωκτική ιμπεριαλιστική αντίληψη του υπερατλαντικού χωροφύλακα που, βασισμένος στα ξύλινα πόδια ενός πληθωριστικού νομίσματος, του δολαρίου, που η αξία της υπερπαραγωγής του είναι μεγαλύτερη από τη συναλλακτική αξία του, θεώρησε ότι μπορεί να ηγεμονεύσει με αυτό, πχ μοιράζοντας από εδώ και από εκεί «κυρώσεις» με τραπεζικές συνέπειες σε όποιους δεν υποτάχθηκαν στα κυριαρχικά γεωπολιτικά παίγνιά του.

Είναι χαρακτηριστικό και όχι τυχαίο ότι, λίγο πριν την κατάρρευση της Gredit Suisse, η Ελβετία αρνήθηκε στην Ισπανία την αποστολή όπλων ελβετικής παραγωγής στην Ουκρανία για να μην παραβιάσει την ουδετερότητά της ή ότι αρνήθηκε την κατάσχεση των ρωσικών συμφερόντων τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων ύψους 160, περίπου, δισεκατομμυρίων δολαρίων υπέρ της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας για να μην παραβιάσει το Σύνταγμά της που είναι δομημένο στις αρχές της τραπεζικής εχεμύθειας και του τραπεζικού απορρήτου, αρχές που αποτελούν ψιλά γράμματα στα αυταρχικά καθεστώτα του νεοφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, κλπ, κλπ, όπως η συσσώρευση χρυσού ρωσικών συμφερόντων στις ελβετικές τράπεζες.

Βέβαια, δεν είναι μόνο ο διεθνής χωροφύλακας, αλλά και ο κάθε τοπικός, εθνικός ή διεθνικός δημοκρατικοδικτατορίσκος του νεοφιλελευθερισμού που, με διάφορα προσχήματα, χρησιμοποιεί το τραπεζικό σύστημα για την καταστολή και τον έλεγχο των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Έτσι, το τραπεζικό σύστημα, σήμερα, ως μονοπωλιακός θεσμός – κάτεργο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού συμβολίζει τη χρεοκοπία των πολιτισμών μας, κατά τον Γάλλο μυθιστοριογράφο Gilles Legardinier, αφού τόσο οι πελάτες του, όσο και το προσωπικό του είναι δυσαρεστημένοι, αλλά όλοι πηγαίνουν εκεί, γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή («Les banques symbolisent la faillite de nos civilisations. Les clients et le personnel sont tous aussi malheureux d’y venir, mais personne n’a le choix»).

Γιατί οι τράπεζες δεν είναι πια αμιγώς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά ιδρύματα χρηματοπιστωτικής καταστολής και άσκησης ατομικής και συλλογικής βίας.

Τελικά, με θλίψη μου διαπιστώνω ότι η μόνη πίστωση που λειτουργεί αλάνθαστα σαν ελβετικό ρολόι με την καθημερινή παραγωγή ανόητων ανδρείκελων του νεοφιλελευθερισμού είναι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του  Martin Luther King, η πίστωση της αγοράς του πνευματικού θανάτου («A nation that produces stupid men every day buys its own spiritual death on credit»).

ΥΓ

Τώρα πια, μπορώ να αποδεχτώ την ένταξή μου στην Ενωμένη Ευρώπη.

Στην Ευρώπη των λαών που μας ενέταξε με την ιστορική ομιλία του στους Γάλλους απεργούς στην Πλατεία της Βαστίλλης ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, με τη συγκλονιστική ομιλία που άρχιζε με την προσφώνησή του «Chers amis, chers camarades».

Για μένα η είσοδός μας στην Ευρώπη αρχίζει τις 23 Μαρτίου του 2023 από την Πλατεία της Βαστίλλης και κάθε προηγούμενη αποτελεί ιστορική πλάνη και κωμωδία της άρχουσας τάξης που δε μας αφορά.

Πριν ένα τέταρτο, περίπου, του αιώνα είχα γράψει στο εισαγωγικό μέρος του κεφαλαίου για τη σύγχρονη μουσική στο δίτομο βιβλίο μου «Ιστορία της Μουσικής»:

«Τα κράτη που αποτελούσαν μηχανισμούς άσκησης της εξουσίας των ισχυρών τάξεων στα όρια του εθνικού χώρου μεταμορφώθηκαν σε συνιστώσες μιας οικουμενικής οικονομικής συνείδησης που σε πρώτη φάση συσπείρωσε και γιγάντωσε τα συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών τάξεων. Πραγματοποίησε, όμως, και ομογενοποίησε και τη βάση της εκμετάλλευσης, της οποίας δεν έχει, ακόμα, αφυπνιστεί η οικουμενική ταξική συνείδηση».

Η αφύπνιση, λοιπόν, αυτής της οικουμενικής ταξικής συνείδησης έγινε από τον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ και, τώρα, όταν θα περνάω την Πλατεία της Βαστίλλης, ύστερα από τη rue Saint-Antoine, για τις συχνές επισκέψεις μου στην Opéra National de Paris ή για να πάρω τη γραμμή 5 του metro σε μια συνηθισμένη διαδρομή μου από τη Place de Bastille στη Porte de Pantin θα έχω να τιμώ, πέρα από τη μουσική πρωτοπορία και αυτή την κοινωνική και ταξική πρωτοπορία: την ένταξη της εργατικής τάξης στην Ενωμένη Ευρώπη των λαών.

banner-article

Ροη ειδήσεων