Έφυγες με μισό χέρι για τον αγρό του Βοόζ
να μας στείλεις ένα ψωμί καλοζυμωμένο,
ζεστό, σαν την αγάπη της μάνας
που προσπαθεί να ζεστάνει του βρέφους της
τα χεράκια με την ανάσα της,
με πολύν ήλιο πάνω στη φλούδα,
με πολλά δάκρυα μέσα στην ψίχα του.
Μες στο καράβι που άρχισε να βουλιάζει
σε περιμένουμε και οι τρεις:
Να μας φέρεις πίσω το χέρι σου.
Το χέρι που σφύριζε σαν μαστίγιο στον άνεμο,
απειλώντας τη μοίρα, πλένοντας τις αυλές,
αθροίζοντας σε αριθμούς τα δέματα και τους τόνους
που φέρνανε τα καράβια.
Το χέρι σου που έπιανε το μαστό σου όταν θήλαζες
πλαγιασμένο στο στήθος σου ένα τριαντάφυλλο·
το χέρι σου που έκοβε υφάσματα λύπης
και μπάλωνε με κλωστές από φως
των παιδιών μας τα ρούχα.
Το χέρι σου,
που αγρύπναγε στις προφυλακές κι αντιστέκονταν
σαν ένας ολόκληρος ιερός λόχος.
Τόσο αμίαντο κι ιερό, δεν ξέρω πού να το βάλω,
πού να ‘βρω μέρος καθαρό – μια θήκη θαλασσιά
κομμένη από τον ουρανό ή απ’ της Παναγίας το ιμάτιο.
Στεφανωμένο με πορτοκαλάνθια,
το νιώθω κρεμασμένο μέσα μου
σαν τον Ιησού στο σταυρό
πάνω στην Άγια Τράπεζα
στο εξωκκλήσι του Άι-Γιώργη μας.
………………..
(Η φωτογραφία είναι του σπουδαίου Θεσσαλού φωτογράφου Τάκη Τλούπα)