Λογοτεχνία Περισσότερο διαβασμένα Πολιτισμός

Αποκριές στην Αθήνα του 1910: Κωνσταντίνος Χρηστομάνος “Η κερένια κούκλα”

“Τι κακό που γινότανε στην οδό Σταδίου! Τι οχλοβοή! Τι συρφετός!

Τα τραμ είχανε σταματήσει. Μέσα σε σύννεφα από σκόνη περνούσαν τα λαντώ αργά, το ‘να πίσω από τ’ άλλο, γεμάτα ντόμινα μαύρα και τριανταφυλλιά και γαλάζια και κόκκινα και κίτρινα και πράσινα με δαντέλες μαύρες, μ’ άσπρα γάντια και κάτι μακριές χρωματιστές κορδέλες κρεμαστές πίσωθε. Φωνές μασκαράδικες. Στραγάλια. Μπουκετάκια. Ρουκέτες από σερπαντέν και βροχή το κομφετί. “Εδώ ο χαρτοπόλεμος! Χαρτί και πόλεμος!” Τρόμπες: “ουγού-ου-ου-ου!!!”.
Τα πεζοδρόμια παστά από τον κοσμάκη που έσερνε πατείς με πατώ σε τα πόδια του μες τον άμμο μια πιθαμή κι απάνω στα μαύρα ανθρώπινα κύματα: τα τουρλωτά καπέλα των γυναικώνε σα μαούνες φορτωμένες! όλα αυτά βουτημένα στ’ αλεύρι, τυλιγμένα σ’ ένα σταχτοκίτρινο πέπλο βαρύ και πνιγερό…

Να κι ο Θεοδοσίου! Ου, σαχλαμάρα – Μπράβο! μπράβο! του φωνάζουν άλλοι και δώσ’ του παλαμάκια από πέρα, όλο το δρόμο που ‘ρχόταν… απάνω σ’ ένα γάιδαρο τ’ ανάποδα, με του γαϊδάρου την ουρά ανασηκωτή στα χέρια αντίς για γκέμια.. κι έκοβε μ’ ένα ψαλίδι τρίχες από την ουρά και τις μοίραζε στον κόσμο!… Απ’ την ουρά κρεμότανε μια επιγραφή: ΕΘΝΙΚΩΝ ΤΑΜΥΟΝ. Πλάι στο γαϊδουροκαβαλλάρη έτρεχ’ ένας μουντζουρωμένος παλιάτσος και του ‘δινε χαρτάκια από ένα πανέρι που ‘γραφε απ’ έξω ΜΠΗΛΙΕΤΑΚΕΙΑ. Ο γάιδαρος είχε στο κεφάλι μια σημαία γαλανόλευκη με κόκκινα γράμματα: ΔΟΛΙΑ ΠΑΤΡΥΣ. Και στου ίδιου του Θεοδοσίου το φέσι ήταν κολλημένο ένα χαρτί που έλεγε ΣΙΝΝΑΛΑΓΟΙ… Και σφυρίγματα, τρόμπες, χάχανα, τροκάνια, χαρτοπόλεμος, στραγαλιές κατάμουτρα και μαγκαρία και μαρίδα από πίσω ατέλειωτη…

Και να πάλι αμάξια με τα αιώνια ντόμινα που έξαφνα σηκώνοντ’ ορθά και ρίχνουνε με λύσσα κατά κάποιο παράθυρο στραγάλια, μπουκέτα, ό,τι τους τύχει στο χέρι. Στ’ αναμεταξύ “Μακεδόνες” πεζοί, μισόγυμνοι μες τα χρυσόχαρτα, και “γαμπροί” και “νύφες” που φορούν το σεντόνι του νυφικού τους κρεβατιού για πέπλο και μπουλούκια-μπουλούκια παλιάτσοι με κουδουνάκια… κι ιππότες από όπερες με ισπανικά και πριμαντόνες με πορτοκαλιά κοντοφούστανα και μάγουλα βαμμένα σαν αυγά του πάσχα και με κατσαρά από ροκανίδα… και κάτι διάβολοι κοκκινοφορεμένοι με τις ουρές τους αλαμπρατσέττα…
… Και πάλι φωνές “Χα! χα! χα! χα!” και τρόμπες και ρουκάνες και σφυρίγματα και “χαρτί και πόλεμος! εδώ ο χαρτοπόλεμος!” και παλαμάκια… Κι έξαφνα: “Να! το Κομιτάτο! Έρχονται, έρχονται! Το Κομιτάτο!…”.
… Σ’ ατέλειωτη σειρά περνούσαν τ’ αμάξια στολισμένα με λουλούδια ψεύτικα κι άλλα μ’ αληθινά, με κορδέλες πολύχρωμες που κυματίζανε στα κεφάλια των αλόγων, στις ουρές τους, στις ρόδες… άρματα ντυμένα με χασέδες και κόκκινο λαδόπανο, φορτωμένα θεούς του Ολύμπου: Ήρες, Αθηνές με κάτι δόρατα και Αφροδίτες με χοντρά μπράτσα τριχωτά και με κάτι μόρτηδες Ερμήδες και Ήφαιστους και Γανυμιδηδες, σα να πηγαίνανε με τη σούστα στις Τζιτζιφιές για μπάνιο…
….. Να και μια παρέα ποδήλατα με χρωματιστά χαρτένια τρίγωνα στις ρόδες… Και πάλις άμαξες: ωχ, μια ντιστυγκέδικη γεμάτη μαρκησίες και καβαλλιέρους με μπερούκες άσπρες που πετούσαν ματσάκια μενεξέδες.. Και στ’ αναμεταξύ πάλι κάτι μουντζουρωμένοι με λουλάκι και ώχρα, ντυμένοι με προβιές και με κέρατα από σφαχτά στο κεφάλι (Μπρρ! τι αηδία!)

Κι εξακολουθούσε η σειρά των μασκαράτων που ‘χαν πάρει βραβείο και βαστούσαν το χαρτονάκι με τον αριθμό ψηλά σ’ ένα κοντάρι. “Να κι ο πρώτος! Να κι ο πρώτος αριθμός! Να το πρώτο βραβείο! Μπράβο, μπράβο! Εύγε! Και του χρόνου!”

… Κι απάνω σε δυο ρόδες πέρασε αργά-αργά μια βαρκούλα όλο από άσπρα τριαντάφυλλα, με το πανάκι της ανοικτό, στολισμένο κι αυτό με γιρλάντες από γαλανά λουλούδια… και την τραβούσαν δυο όμορφα ναυτάκια, ζεμένα στο τιμόνι του δίτροχου, και το καθένα κρατούσε στα χέρια του ψηλά από ‘να περιστέρι άσπρο που φτεροκοπούσε… μέσα στη βαρκούλα καθότανε ένα παιδάκι σαν ολόγυμνο, με τρικό ροζ, με φτερούγες στις πλάτες και με μια φαρέτρα γεμάτη βέλη – ο Έρωτας! – και κρατούσε στα χέρια του σα χαλινάρια τις ουρανιές κορδέλες που ‘τανε δεμένα τα περιστέρια. “Α-α-α-α!!!!” έκανε όλος ο κόσμος καθώς περνούσε και δος του χειροκροτήματα…
….Ολωνών τα πρόσωπα γύρω τους και στο δρόμο κάτω, δείχνανε σα σουρωμένα από την ηδονή που ‘χαν αισθανθεί, σα να ‘χαν κρυσταλλώσει απάνω στα χαρακτηριστικά τους τ’ αυλάκια απ’ τα γέλια κι απ’ τη χαρά, που πέρασαν κι έφυγαν, έτοιμα και γι’ άλλη χαρά, μα και για πόνο ακόμα -γιατί τ’ αχνάρια τους δεν παραλλάζουν ολότελα.
… Πω-πω-πω! τι μεγάλα κεφάλια είναι τούτα! γατίσια και σκυλίσια και γουρουνίσια και μούρες πουλιών και καβούκια από σαλιγκάρια με κάτι σωλήνες για κέρατα που ξεπετιούνται μια πήχη έξω και πιτσιλίζουν τον κόσμο με κολόνια… Να κι Αραπάδες και Βλάχισσες με μικρά Ελληνάκια! Να και κάτι λεροφορεμένοι απ’ τη Σιγδίτσα με μεγάλους κουβάδες γεμάτους νερό, φωνάζοντας: “Γάλα καλό-ο-!”

… Κοιτάτε την εκείνη εκεί! – μια κυρία της μόδας με σκούπα για βεντάγια, που σηκώνει τις φούστες την ως τα γόνατα και δείχνει, με χίλια τσαλιμάκια, γάμπες ευζωνικές και αντρίκια χοντροπάπουτσα λαστιχένια με τ’ αυτιά απ’ όξω…

… Και πάλι αμάξια με ντόμινα και σούστες φορτωμένες με μισόγυμνους ανθρώπους τυλιγμένους σε σεντόνια που πηγαίνανε τάχατις στο Φάληρο! – κι ο κόσμος τους φώναζε: “Κρύο! κρύο! μπούζι!” – και πάλιν μάσκες, και κουρελομάνι, και χρώματα, και λουλούδια, και γέλια, και φωνές, και χαχαρίσματα, και σερπαντέν, και σκουντιές και τσιμπιές, και πατήματα κάλων, και κερατηλίκια, και στανιά, και “χαρτί και πόλεμος!” και παλαμάκια που δεν παίρνουν τέλος απ’ την μιάν άκρη του δρόμου ίσαμε την άλλη…
Αχ! τι ζωή! τι χαρά! Τι όμορφα που είναι! Τι όμορφα!
Βράδιασε πια κι άρχισε να πέφτει ο κόσμος… Τα δέντρα του δρόμου, που μόλις έκαναν πως πετούσαν καινούργια φυλλαράκια, ήτανε σαν αλευρωμένα, με τις κορδέλες από τα σερπαντέν μπλεγμένες στα κλαδιά τους – λες κι είχαν τώρα δα σηκωθεί απ’ τον ύπνο με τα μαλλιά τους σα χαρτιά για κατσαρά. Άρχισε να βαραίνει ολόγυρα η λύπη που τη σέρνει πίσω του το κάθε γλέντι, η κάθε δυνατή χαρά..
……………….
*Επιλογή κειμένου από τον Αριστοτέλη Παπαγεωργίου
banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας