Απόγευμα Σαββάτου πήρε φωτιά ο ουρανός
και σώπασαν τα δέντρα.
Είναι οι ψυχές που ανεβοκατεβαίνουν πετώντας χαρούμενες,
μέρες που είναι.
Νοσταλγούν τα γήινα και τα καμώματα των ζώντων που τους βαραίνει η ύλη.
Μπαίνουν στα σπίτια αυτών που αγάπησαν
Στα σπίτια αυτών που ξέχασαν…
Τι όμορφα που είναι τα λαμπερά χρώματα!
Είναι οι ψυχές οι απρόσμενες, παραδοχή της ελπίδας,
πρισματικές σταγόνες, λουσμένες στο φως του ήλιου,
λίγο πριν τη δύση του.
Τη νύχτα θα μπούνε στα σπίτια με τα αναμμένα καντήλια.
Θα γευματίσουν με κόλλυβα στα μνημούρια,
μπροστά στην πέτρα τους,
θα πιουν κρασάκι γλυκό και θα μεθύσουν…
Οι φωτογραφίες τους θα αλλάζουν θέση
Τα μάτια τους θα δούμε να ανοιγοκλείνουν, έντρομοι.
Άλλοτε χαμογελαστοί, άλλοτε με θυμό και θλίψη θα μας κοιτάζουν.
Τη νύχτα νιώθουμε την αύρα τους
Σαν αεράκι δροσερό σε καλοκαιριάτικη μέρα!
Τα ψυχοσάββατα προσμένουν να γλεντήσουν
Να μπούνε στις παρέες μας να γευματίσουν
Κι αν μασκαράδες είμαστε δεν ξεγελιούνται
Γνωρίζουν τα δικά τους!
Κρατιούνται απ’ τους χαρταετούς και γίνονται παιδιά.
Φιλιά μας δίνουν και χαϊδέματα
Σαν μπαίνουνε στα σπίτια, τα ρούχα ψάχνουνε,
μα δεν τα βρίσκουν!
Φωτογραφίες ψάχνουν στα ερμάρια και στους τοίχους,
να θυμηθούν το πρόσωπό τους
Και τότε θλίβονται πολύ κι αναστενάζουν
Κι όνειρα βλέπουμε θλιμμένα.
Να φύγουν θέλουνε… Να μην γνωρίζουν…
Στον κόσμο των ψυχών θα επιστρέψουν.
Στο άπειρο το σύμπαν θα διακτινιστούνε,
σκορπίζοντας στον ουρανό της γης χρώματα πάλι ,
προαναγγέλλοντας την άνοιξη…
Ένας κύκλος αέναος
στο άγνωστο είναι οι ζωές μας.
Ψυχάρια πεταλούδες θα γενούμε,
προσμένοντας τα ψυχοσάββατα
της μνήμης των άλλων, που κάποτε ήμασταν.
Σπονδές αρχαίες θα προσμένουμε
Από χέρια του μέλλοντος
που οι ζωντανοί μονάχα θα γροικούνε…
καλή εβδομάδα με υγεία!
Ει. Δα