Ο Κώστας Καρυωτάκης και η πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής
Πολλά έχουν γραφτεί για τον ποιητή της “Πρέβεζας”, που μπορεί αυτό να είναι το πιο γνωστό του ποίημα και το πιο πυκνό σε συναισθήματα και πολιτικές θέσεις, δεν παύει όμως να συνοδεύεται κι από άλλα πολλά , που αναδίδουν παράλληλα συναισθήματα και θέσεις.
Η αυτοκτονία του ποιητή γράφτηκε πως ίσως οφειλόταν στην διάγνωση και τη συνειδητοποίηση των συνεπειών μιας αρχόμενης σύφιλης, που ήταν ο εφιάλτης της εποχής. Σίγουρο, όμως, είναι πως η μελαγχολία που τον καταδιώκει και διαπερνά σε βάθος τα περισσότερα ποιήματά του οφείλεται και στον υπερευαίσθητο χαρακτήρα του και στο πολιτικό σκηνικό μέσα στο οποίο κινείται και τον καταδικάζει σε δυσμενείς μεταθέσεις.
Μελετώντας και μόνο το “Δημόσιοι υπάλληλοι” τα συμπεράσματα για τη δουλειά που κάνει είναι πολύ απλά και ισοπεδωτικά για την πορεία της μελαγχολίας του:
Δημόσιοι υπάλληλοι
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
Ηλεκτρολόγοι θα ‘ναι η πολιτεία
κι ο θάνατος που τους ανανεώνουν.
Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν…» διαβεβαιώνουν.
Και μοναχά η τιμή τούς απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι, οι καημένοι.
Αλλά επιπρόσθετα τη μελαγχολία αυτή την επιτείνουν λόγοι στους οποίους δεν δόθηκε ίσως η απαιτούμενη βαρύτητα, που να την εξηγεί, όπως αυτοί της πολιτικής ατμόσφαιρας που επικρατεί.
Ανήκοντας ο Καρυωτάκης στην αντιβενιζελική παράταξη και εκλεγμένος στο συνδικαλιστικό της όργανο, διώκεται για τις ιδέες του και υφίσταται δυσμενείς επιθέσεις που τον ισοπεδώνουν συναισθηματικά.
Η εποχή είναι πολύ σκληρή, αφού και μόνο οι λέξεις ” Εθνικός Διχασμός” σηματοδοτούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα με τις επιπτώσεις που έχει για τις αντίπαλες παρατάξεις, (δίωξη και δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, για παράδειγμα). Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα ζώντας ο Καρυωτάκης υφίσταται μια επιπλέον συναισθηματική φόρτιση, που τον οδηγεί στη δική του “Πρέβεζα” και στο τέλος, που ο ίδιος δίνει.
Τέλος δύναμης ή αδυναμίας;
Πρέβεζα
Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ’ ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
………………………..
*Οι «Παρενθέσεις» είναι μικρά κείμενα, μικρές πινελιές σε θέματα πολιτισμού ή ζωής, που φωτίζουν γωνιές από μεγαλύτερα θέματα, λειτουργώντας σαν παρ-εν-θέσεις.