Κούλα Αδαλόγλου “Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος”/ Όταν η οδυνηρή ωριμότητα γίνεται λόγος πυκνός και ευθύβολος
Ένατη ποιητική συλλογή για την Κούλα Αδαλόγλου αυτή που είδε το φως τελευταία από τις Εκδόσεις Μελάνι, με τον τίτλο “Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος”.
Μετά από 40 χρόνια ποιητικής γραφής, με οχτώ συλλογές, με μία συλλογή διηγημάτων στο ενεργητικό της και δύο μελέτες, η Αδαλόγλου συνεχίζει να γράφει με έναν λόγο ωριμότερο από ποτέ.
Η “επιστροφή” είναι ο πυρήνας που γύρω του δένονται κυκλικά τα ποιήματα της συλλογής, με τη λέξη “απόκρημνος” να χαρακτηρίζει τον δρόμο της. Ποια όμως επιστροφή; Για την ποιήτρια; Για όλους εμάς;
Το να αποκωδικοποιείς την ποίηση αναζητώντας τους λογικούς αρμούς της είναι ανώφελο και για κείνην και για σένα. Γιατί έτσι χάνεις τη γοητεία της, αυτό το ιδιαίτερο που τη διακρίνει και που απευθύνεται μόνο σε σένα. Και συ θα το προσλάβεις με τις δικές σου κεραίες, τη δική σου ευαισθησία, αυτό που μπορείς, άλλοτε λίγο και άλλοτε πολύ.
Εκείνο, όμως, που δεν μπορείς να μην θαυμάσεις, είναι ο τρόπος που το ποιητικό υποκείμενο καταγράφει τους δικούς του συναισθηματικούς κραδασμούς και τους μετατρέπει σε λόγο, σε λέξεις. Κι εδώ η ποιήτρια έχει φτάσει στην πλήρη ωριμότητα, αν δει κανείς την πορεία της από το 1982 της πρώτης συλλογής.
Ξεκινώντας από την αγαπημένη της “Οδύσσεια” και τους κεντρικούς της ήρωες, τον Οδυσσέα και την Πηνελόπη, (που και άλλοτε την απασχόλησαν ως ποιητικές φιγούρες), τους χρησιμοποιεί ως γέφυρα για να περάσει στο τώρα και στα δικά της συναισθήματα.
Το σήμερα με την καθημερινότητά του πλέκεται με το χθες, ο μύθος με την πραγματικότητα, εκείνος κι εκείνη:
ΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ
Ι
Η Πηνελόπη συνήθισε να κοιμάται πάλι μαζί του.
Κάποια βράδια όμως ο ύπνος του ταραζόταν από φριχτούς εφιάλτες. […]
ΙΙ
Ο Οδυσσέας ένιωθε τρυφερά.
τις νύχτες της ζέσταινε τα παγωμένα πόδια. […]
ΙΙΙ
[…] Εκείνη την παιδεύει πάντα κάποια απομάκρυνση.
Προσδοκά έναν άλλο νόστο
επί ματαίω;
Εκείνος βέβαια ξέρει
πόσο ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος.
Παρελθόν και παρόν γίνονται ανάγλυφες εικόνες λόγου, που αναδίδουν άλλοτε τη λάμψη του παρελθόντος κι άλλοτε τις πικρές διαπιστώσεις του παρόντος:
ΕΚΒΑΛΛΩ
[…] Έτσι, εμφανίζεται πάλι το παιδί με τα φτερωτά πέδιλα
μου δανείζει λίγη πτήση
και γλιτώνω τη σύγκρουση με την ιλιγγιώδη πεζότητα.
ΑΣΤΕΓΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ
Άστεγη προσαρμογή
σε σεργιανάω σε παγκάκια της οδού με τα πάρκα
τα βράδια τρυπώνω σε παραμύθια της καλοσύνης
όμως δεν βλέπω να με στεγάζουν τα πενιχρά μου κέρματα.
Πιάνω γνωριμία με τους απόκληρους της Φάλκον
απόκληρη κι εγώ μιας προσαρμοστικότητας.
Θα ταξιδεύω πάντα με έκτακτο δελτίο θυέλλης.
Ούτε μπρος ούτε πίσω.
Σε μια πορεία απεγνωσμένη
να εκλιπαρώ την τρυφερότητα
να λιμάζω τις επετείους.
Είναι και που κάθε βράδυ βγάζω έξω την καρδιά μου
την κοιτώ γεμάτη ουλές και φυσαλίδες
δεν έχω στάλα αντίδοτο.
Αλλά κι εκεί που η απόσταση χωρίζει και ενώνει δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας ποθητής επιστροφής, έρχονται οι λέξεις και χωρίζουν και ενώνουν κι αυτές, αυτές του μακρινού Βορρά κι αυτές του ηλιόλουστου Νότου. Αποδέκτης της πιο μεγάλης τρυφερότητας η μικρή Νεφέλη:
ΕΣΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ
Γυρεύεις λέξεις.
Δεν ξέρω να σου δώσω.
Εσύ αρθρώνεις ήλιους και ντροπαλά χαμομήλια
γαλάζιες καμπανούλες, ρόδινες καλημέρες.
Πρέπει να μάθεις λέξεις της ομίχλης και της βροχής.
Κι εσύ ονειρεύεσαι να γίνεις γοργόνα.
Αλλού η ραγισματιά του χρόνου στα πράγματα και στους ανθρώπους γεννά την ελπίδα μιας άλλης αναγέννησης, μέσα από τα μικρά χέρια της νιότης που αγκαλιάζει την ωριμότητα τρυφερά:
ΒΛΑΣΤΟΙ
Έχω μια ραγισματιά,
είπε η πορσελάνινη τσαγιέρα,
βαθαίνει με τον καιρό,
μην κοιτάτε που δεν φαίνεται,
κι άλλες αθέατες μικρές ρωγμές,
ό,τι δεν φαίνεται έχει μεγάλη πιθανότητα να υπάρχει.
Όμως αυτή με τα μικρά της χέρια
φυτεύει στη ραγισμένη τσαγιέρα βολβούς
βγάζουν βλαστούς
ίσως μια μέρα στερεώσει μέσα μου λουλούδια
να λάμψω πάλι με μιαν άλλη ομορφιά.
Ο λόγος της Αδαλόγλου, πυκνός και ουσιαστικός, με διάθεση όχι αδιάφορης για τον αναγνώστη ομφαλοσκόπησης, στην οποία επιδίδονται πολλοί ποιητές σήμερα, αλλά με διάθεση κατάδυσης στο εγώ της και στον καταλυτικό χρόνο, που έχει τους δικούς του νόμους, καταγράφει εικόνες και συναισθήματα υπαρκτά, όχι πλαστά, διαπιστώνοντας στοχαστικά:
[…] Το ποίημα δεν γράφεται με παρελθόντα πόνο […]