“Πουλύ του πλήθους κι πουλύ του πάθους! Καλιέ, πόσ’ ιστεμμέν’!!” / γράφει η γκουστιρίτσα
Μαναχιά μ’ κι αφ ιαφτού μ’
χρίσκα δημουσιουγραφίνα!
Ιλληνίδα, κο, είμι!
Να μη φκιάσου ιγώ κουμπίνα;
Μαύρ’ μαυρίλα πλάκουσιν
του ιλληνικό του έθνους
π’ απόθανιν ι βασιλιέας
είντου βαρύ του πένθους!
Ουρές τα πλήθ’ φκιάνουνι
διά του φέριτρου του τέους!
Άχου, θαρρώ ι δόλια
είν’ ακόμ’ πιριζητητέους!
Του ήπια όλου του πουτήρ’
απ’ τα χαράματα ως του μισμέρ’
μαζί μι χουντικούς κι θειές
που γύρβαν τ’ βασιλιά τ ασκέρ’!
“Αθάνατους! Αθάνατους!”
Κο, μ έφαγαν τα αυτιά!
Καλιέ, σπρώχνουνταν ι κόσμους!
Πώς είν’ ζ Τράπιζα η ουρά;
“Αφήστι μι, Αφήστι μι
να έμπου στου παρικκλήσ’!”
χτυπιούνταν όξου μια ξανθιά
λιές κι τ’ τζίμπσι του μιλίσ’!
Καλιέ όσνοι μ’ έγλιπαν, σι λιέγου
μι τν κάμιρα στου χέρ’
ιπόζαραν καμαρουτά
να τς λουιάσουν οι ζπιθέρ’!
Άντι κι τνάζιτ’ παναθιό μ’
μια χουντρή ακαριαία!
Γύρβι να βγεί στα μίντια
μι τν βασιλική σημαία!
Κο, τν είχιν κουκουλούτα
για να τν δγιουν οι ιστιμμέν’
που ιξιτίας τ’ προυτουκόλλου
ήρθανι αλφαδιασμέν’!
Άγγλ’, Γάλ’, Πουρτουγάλ’
κατ’ Μητρόπουλ’, κο, παν’
Βασιλείς κι Παντουκράτουρις
μι του Μιρσιντές του βαν!
Τι ι Κάρουλους Γουστάβους
τι του Λουξιμβούργου ι Δουξ
μι τα λουστρίνια τα παπούτσια!
Λιες κι τς πέρασαν μι λουξ!
Μάνα μ’, μόλις φάνκαν οι Μανιάτις
μι τς παραδουσιακές στουλιές!
Χιρνούν κι τα ιμβατήρια
Κο, ζούμι ιστουρικές στιγμές!
Πω, πω, πω, πω!
Να, η σουρός του τέους βασιλιά!
Κλιαίει, κο, ι Μπουγδάνους
αγκαζιέ μι τουν Αντών’ του Σαμαρά!
Ααχ, πώς να κρύψνι του λιγμό
που ‘χνι μέσα στου λιμό;
Ιτούτ’ μι τουν τιθνιώτα
έχνι γόρδιου δισμό!
……………………………….
Πουλλά είδα κι θαύμασα
σι τούτ’ την κηδεία!
Μα πιο πουλύ απόρσα
με τ’ κόσμ’ τ’ βλακεία!
Η Γκουστιρίτσα
( Τα σκίτσα είναι του Δημήτρη Χαντζόπουλου)