Λογοτεχνία Πολιτισμός

Γιώργος Σιώμος “Καραπατάκι”

 

Χιόνια, ακόμα ρίχνει, έλατα, οξιές, κάπες, μπότες, ρούχα μάλλινα χοντρά, βρύσες πέτρινες, κρύσταλλα κρέμονται στις στέγες, άλογα, μουλάρια,   τσομπάνηδες, σκυλιά, κοπάδια.  Περπατάει μέσα στη νύχτα. Το χιόνι ως το γόνατο. Περνάει ξυστά από ένα μαντρί την ώρα που ο τσομπάνος σφαλνάει τις πόρτες για να φύγει. Τον παρατηρεί που φεύγει. Τον ακολουθεί. Μακριά ένα φως. Ακούγονται κλαρίνα. Πλησιάζει. Κοιτάζει από το παράθυρο. Στη μέση μια σόμπα από σιδερένιο βαρέλι καίει, το κρασί ρέει στα ποτήρια από τις κανάτες. Κατάκοπος ο τσομπάνος έκλεισε το κοπάδι στο μαντρί, άκουσε το κλαρίνο και ήρθε να πιει ένα ποτήρι και να ρίξει μια στροφή πριν πάει για ύπνο. Παίξε το Καραπατάκι, είπε στον μουσικό. Κούνησε το κεφάλι του εκείνος κι έσταζαν σταγόνες από τη χοάνη του κλαρίνου.

Ήχος βαρύς, τραχύς, αρρενωπός. Ξυπνάει μέσα του τον πρώτο άνθρωπο, τον πρωτόγονο, τον  πάππο, τον προπάππο του τον τσομπάνο. Κυκλοφορεί στο αίμα  και στα κύτταρά του. Ζητάει να σηκωθεί να ζήσει ακόμα μια φορά. Να χορέψει ένα Καραπατάκι.

Κρεμάει την κάπα. Στα μουστάκια και στα ματοτσίνορα λιώνουν τα χιόνια. Κάποιος σηκώνεται και τον κρατάει. Ξέρει πως είναι ο χορός του. Προβάλει το ζερβί πόδι μπροστά, τεράστιο, όπως ο τσολιάς στον Άγνωστο Στρατιώτη, όταν κάνει ένα μικρό διάλειμμα για να ξεμουδιάσει. Βαρύς και χοντροκόκαλος παίρνει μια στροφή αργή γύρω από τον εαυτό του, οπ κι ένα κάθισμα βαθύ. Στον τόπο, όλος ο χορός στον τόπο. Μια το ένα πόδι πάνω , μια το άλλο. Απλά, λιτά, δωρικά. Χωρίς καλλιέπειες που στρογγυλεύουν τις γωνίες του χορού κι όπως ο σκοπός δεν έχει λόγια για να αποσπάσουν την προσοχή του, αφήνεται ολόκληρος στον αργό, βαρύ ρυθμό του απερίσπαστος.

Τέλειωσε ο σκοπός κι ο πάππος, ο προπάππος, ο πρωτόγονος, ο πρώτος άντρας ξεκρέμασε την κάπα απ’ το καρφί, τη φόρεσε, άνοιξε την πόρτα  και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

 

Γιώργος Σιώμος 10/1/2023

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ