Άρθρα Ιστορία Περισσότερο διαβασμένα Τοπικά

Βιογραφίες αρχηγών αντάρτικων σωμάτων Βερμίου / Ένοπλη φάση Μακεδονικού Αγώνα (1905 – 1908) / γράφει ο Στέργιος Αποστόλου

Μελέτη του Στέργιου Σπυρ. Αποστόλου περιλαμβανόμενη στην ύλη της έκδοσης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ. Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΧΟΝΤΡΟΣΟΥΓΚΛΑΣ», έργο κοινής συγγραφικής προσπάθειας των Ναουσαίων ιστορικών ερευνητών – συγγραφέων Στέργιου Σπυρ. Αποστόλου και Εμμανουήλ Στ. Βαλσαμίδη

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΖΑΡΑΚΗΣ (ΑΚΡΙΤΑΣ)

(Υπολοχαγός Πυροβολικού)

Ο Μαζαράκης με στολή Μακεδονομάχου
(https://el.wikipedia.org/wiki/Κωνσταντίνος_Μαζαράκης_Αινιάν)

Γεννήθηκε το 1869 στο Ναύπλιο. Μεγάλωσε στην Αθήνα σε οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο σύχναζαν ονόματα της πνευματικής ζωής της πρωτεύουσας. Απεφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και επί δεκαετία εργάστηκε στη νεοσύστατη τότε Χαρτογραφική Υπηρεσία. Το 1895 μαζί με άλλους αξιωματικούς πρωτοστάτησε στην οργάνωση της ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ της οποίας υπήρξε δραστήριο στέλεχος και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου επί σειράν ετών. Έλαβε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και το έτος 1903 πρωτοστάτησε στην αποστολή των πρώτων Κρητών αγωνιστών στη Καστοριά προς ενίσχυση της εκεί οργάνωσης του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη.

Τον Αύγουστο του 1904 τοποθετείται στο Προξενείο Θεσσαλονίκης ως ένας εκ των βοηθών του Προξένου Λάμπρου Κορομηλά με το ψευδώνυμο Δήμος Στεργιάκης. Κατά το διάστημα της εκεί παραμονής του περιόδευσε σε πολλές περιοχές της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας και έλαβε γνώση εκ του σύνεγγυς της κρατούσας κατάστασης από τις δραστηριότητες των βουλγαρόφωνων κομιτατζήδων και των ρουμανιζόντων Βλάχων. Ακολούθως, αποστέλλεται από τον Λάμπρο Κορομηλά στην Αθήνα για να υποβάλλει στο Υπουργείο Στρατιωτικών και στο Μακεδονικό Κομιτάτο σχέδιο για την οργάνωση και δράση ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία.

Μετά την αποδοχή του εν λόγω σχεδίου, ανατίθεται στον ίδιο η ευθύνη της συγκρότησης και εκπαίδευσης ανταρτικών σωμάτων στο στρατιωτικό κέντρο της Βουλιαγμένης. Τελικά, τίθεται και ο ίδιος επικεφαλής σώματος αποτελούμενου από 35 άνδρες. Αποβιβάζεται με το σώμα του κοντά στον Κορινό και φθάνει στην περιοχή Βερμίου τέλη Απριλίου του 1905 όπου αναλαμβάνει καθήκοντα αρχηγού των ανταρτικών σωμάτων του Διαμερίσματος τούτου, με κέντρο του αγώνα τη Νάουσα. Συγκρούεται την 5η Μαϊου στην  ορεινή περιοχή του Βερμίου Σιουμπανίτσα με καταδιωκτικά αποσπάσματα του τουρκικού στρατού και κατορθώνει να διαφύγει.

Ακολούθως, πραγματοποιεί επίθεση στο χωριό Γκολισιάνη της Νάουσας κατά της ευρισκόμενης εκεί συμμορίας των βουλγαρόφωνων κομιτατζήδων του βοεβόδα Λούκα. Επεξέτεινε τη δράση του μέχρι την περιοχή της Έδεσσας με αρκετές επιτυχίες. Οι τουρκικές αρχές τον χαρακτήρισαν ως επικίνδυνο πρόσωπο, ο δε επιθεωρητής των Μακεδονικών Βιλαετίων Χιλμή Πασάς τον επικήρυξε αντί 1000 τουρκικών λιρών. Κατόπιν τούτου, παρέμεινε μέχρι τον Νοέμβριο του 1905 στην περιοχή Βερμίου οπότε, μετά από διαταγή του Προξενείου Θεσσαλονίκης, επέστρεψε στην Ελλάδα. Τη θέση του Μαζαράκη κατέλαβε ο Υπολοχαγός Πεζικού Γεώργιος Κατεχάκης (Ρούβας – Θεόφιλος).

Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ανέλαβε και πάλι καθήκοντα οργανωτή και εκπαιδευτή ανταρτικών σωμάτων προοριζόμενων για δράση στη Μακεδονία. Έλαβε μέρους στους Βαλκανικούς πολέμους το 1912 και 1913 επικεφαλής τμημάτων συγκροτημένων από παλιούς εθελοντές του Μακεδονικού Αγώνα. Το 1916 υπήρξε ένας από τους κυριότερους παράγοντες του κινήματος της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη. Το 1917 τοποθετήθηκε Διευθυντής της Διεύθυνσης Πυροβολικού στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Το 1918 υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική Πρεσβεία της Βέρνης.

Υποστράτηγος το 1919, ανέλαβε καθήκοντα Διοικητή της Μεραρχίας Ξάνθης. Μετά τον Νοέμβριο του 1920 απομακρύνθηκε από το στράτευμα. Ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία το 1922 και ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Ανακριτικής Επιτροπής των Μικρασιατικών επιχειρήσεων, για να φυλακιστεί αργότερα και να αποφυλακιστεί το 1926 με το βαθμό του Αντιστρατήγου. Το 1934 έλαβε μέρος στις εθνικές εκλογές και εξελέγη βουλευτής του νομού Πέλλας. Κατά την περίοδο της κατοχής της χώρας από τα στρατεύματα του Άξονα συνέταξε πολλά υπομνήματα για την κατάσταση στη Μακεδονία και τις εθνικές διεκδικήσεις και τα έθεσε υπ’ όψιν της ελληνικής κυβέρνησης του Καϊρου. Απεβίωσε το 1949.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΕΧΑΚΗΣ  (ΡΟΥΒΑΣ – ΘΕΟΦΙΛΟΣ)

(Υπολοχαγός Πεζικού)

 Γεννήθηκε το 1881 στην Πόμπια Ηρακλείου. Ήταν γιος του οπλαρχηγού Απόστολου Κατεχάκη (Καπετάν Αναγνώστης), ο οποίος είχε λάβει μέρος στην επανάσταση της Κρήτης του 1866 -1869 σαν αρχηγός της επαρχίας του. Ο Γεώργιος Κατεχάκης απεφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1902. Το 1904, με απόφαση του Μακεδονικού Κομιτάτου ορίζεται αρχικά ως Αρχηγός και ακολούθως ως Υπαρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα στο Βιλαέτι Μοναστηρίου. Επικεφαλής σώματος 25 ανδρών περνάει την ελληνοτουρκική μεθόριο την 1η Νοεμβρίου 1904 και συναντάται στο Κωσταράζι με το σώμα του Οπλαρχηγού Ευθυμίου Καούδη.

Γεώργιος Κατεχάκης
(Https://www.pemptousia.gr/2021/11/georgios-katechakis-o-diadochos-tou-pavlou-mela/)

Με το ψευδώνυμο Ρούβας και από κοινού με τα σώματα των οπλαρχηγών Καούδη, Βρανά και Πούλακα πραγματοποιεί την 12η Νοεμβρίου 1904 επίθεση αντιποίνων κατά του εξαρχικού χωριού Ζέλενιτς (Σκλείθρο) και εξοντώνει μεγάλο αριθμό των κατοίκων του που μετείχαν σε γαμήλια τελετή. Ακολούθως, τη νύχτα της 29ης προς 30ή Νοεμβρίου 1904 έρχεται σε σύγκρουση στο Ζέλοβο (Ανταρτικό) με τα σώματα των αρχικομητατζήδων Κορσάκωφ και Μήτρο Βλάχο. Ο Κατεχάκης επιστρέφει στην Αθήνα για επείγον θέμα υγείας. Μέσα Απριλίου του 1905 επανέρχεται επικεφαλής σώματος αποτελούμενου από 45 άνδρες. Σε σύμπραξη με άλλα σώματα συμπλέκεται την 21η Απριλίου 1905 με τμήματα τουρκικού στρατού στο όρος Μουρίκι.

Τα τελευταία υποχωρούν άτακτα με βαριές απώλειες. Την 27η του ιδίου μηνός διατάσσεται να επανέλθει στην Ελλάδα προς ανασυγκρότηση του σώματός του. Τον Νοέμβριο του 1905 αντικαθιστά τον Κωνσταντίνο Μαζαράκη στα καθήκοντα του Διοικητή του Αρχηγείου Βερμίου. Εγκαθίσταται στη Νάουσα ως μηχανικός με το ψευδώνυμο Γεώργιος Αποστόλου και αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κέντρου Μακεδονικού Αγώνα της περιοχής, που είχε την έδρα του στην πόλη αυτή. Στην εμπιστευτική αλληλογραφία του με το προξενείο Θεσσαλονίκης υπογράφει με το ψευδώνυμο Θεόφιλος.

Την 11η Απριλίου 1906, ενώ είχε μεταβεί με τα υπ’ αυτόν σώματα στην ημιορεινή περιοχή Χοντροσούγκλα (νότια και σε μικρή απόσταση από τη Νάουσα) προς συνάντηση του σώματος Μπενή-Ψάλτη, ύστερα από κατάδοση των κινήσεών του από ρουμανίζοντες Βλάχους της περιοχής, συγκρούστηκε με καταδιωκτικά αποσπάσματα του τουρκικού στρατού, με αποτέλεσμα στη μάχη αυτή να βρουν το θάνατο 13 αντάρτες και να τραυματιστούν 6. Μεταξύ των τελευταίων συμπεριλαμβάνονταν και ο ίδιος με σοβαρό τραύμα στον ώμο. Λόγω του τραύματός του, με διαταγή του Μακεδονικού Κομιτάτου επιστρέφει στην Ελλάδα την 25η Ιουλίου 1906.

Αντικαταστάτης του ορίστηκε προσωρινά ο Ανθυπολοχαγός Πεζικού Νικόλαος Ρόκας (Κολιός), ο οποίος μετατέθηκε στη Νάουσα από τον  Όλυμπο όπου δρούσε. Το 1908 αποστέλλεται στην Κρήτη μαζί με άλλους αξιωματικούς για την οργάνωση της Κρητικής Πολιτοφυλακής. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 με το βαθμό του Λοχαγού. Το 1916 προσχώρησε στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης με το βαθμό του Ταγματάρχη. Διετέλεσε προσωπάρχης του Υπουργείου Στρατιωτικών στη Θεσσαλονίκη. Ως Επιτελάρχης του Στρατού της Εθνικής Αμύνης μετείχε στις επιχειρήσεις του συμμαχικού Μετώπου στη Μακεδονία.

Κατά την περίοδο 1918-1920 διετέλεσε αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Κωνσταντινούπολη. Το 1920 αποστρατεύτηκε με το βαθμό του Αντιστρατήγου. Μετά την αποστρατεία του αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική και το 1922 διετέλεσε Γενικός Διοικητής Θράκης και Ύπατος Αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη. Το 1923 εκλέγεται βουλευτής Ηρακλείου. Το 1924 αναλαμβάνει καθήκοντα Υπουργού Στρατιωτικών. Το 1928 τοποθετείται ως Γενικός Διοικητής Κρήτης. Απεβίωσε στο Ηράκλειο το 1938.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΡΟΚΑΣ  (ΚΟΛΙΟΣ)

(Ανθυπολοχαγός Πεζικού)

 Στη θέση του Γεωργίου Κατεχάκη ο οποίος επέστρεψε  στην Ελλάδα την 25η Ιουλίου 1906 τοποθετείται ο Ανθυπολοχαγός Πεζικού Νικόλαος Ρόκας. Ήδη, από τον Οκτώβριο του 1905 ο Ρόκας είχε συγκροτήσει σώμα αποτελούμενο από 20 άνδρες το οποίο δρούσε σε ολόκληρη την περιφέρεια Ολύμπου – Πιερίας μέχρι και αυτήν της Βέροιας – Ρουμλουκίου. Η αποστολή του συνίστατο στην οργάνωση των ελληνόφωνων χωριών και την επαναφορά στον Ελληνισμό των παρασυρθέντων από τη ρουμανική προπαγάνδα κατοίκων.

Όπως συμπεραίνεται, η μεταγωγή από τον Όλυμπο και η τοποθέτηση του Ρόκα στη διοίκηση του Κέντρου Νάουσας ήταν προσωρινή, γιατί παρέμεινε σ’ αυτήν ολιγότερο από 2 μήνες, εν αναμονή της άφιξης του Ανθυπολοχαγού Πεζικού Σαράντου Αγαπηνού (Άγρας), ο οποίος επρόκειτο να αναλάβει τη διοίκηση του προαναφερόμενου Κέντρου. Με την άφιξη του Άγρα και του σώματός του στη λίμνη των Γιαννιτσών το Σεπτέμβριο του 1906, ο Ρόκας έφυγε από τη Νάουσα επιστρέφοντας στη βάση του. Αργότερα, έλαβε μέρους στους Βαλκανικούς πολέμου των ετών 1912-1913, στον Πρώτο παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αποστρατεύτηκε το έτος 1923 με το βαθμό του Υποστρατήγου. Κατά την περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία. Απεβίωσε το 1947.

ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΑΓΑΠΗΝΟΣ  (ΑΓΡΑΣ)      

(Ανθυπολοχαγός Πεζικού)

Το Προξενείο Θεσσαλονίκης είχε αποφασίσει την προσωρινή μεταφορά και εγκατάσταση της διοίκησης του Κέντρου Νάουσας στη Λίμνη των Γιαννιτσών. Οι λόγοι οι οποίοι υπαγόρευσαν τη λήψη αυτής της απόφασης ήταν ότι το Κέντρο τούτο είχε καταστεί γνωστό στις τουρκικές αρχές με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η ομαλή λειτουργία του λόγω της στενής παρακολούθησης των μελών του. Ο Ανθυπολοχαγός Σαράντος Αγαπηνός (Άγρας), που επρόκειτο να αντικαταστήσει τον Ανθυπολοχαγό Νικόλαο Ρόκα, γεννήθηκε στους Γαργαλιάνους Φιλιατρών το 1881. Απεφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1901.

Σαράντος Αγαπηνός (Άγρας)                                (https://el-gr.facebook.com/tellos.agras/)

Τον Σεπτέμβριο του 1906 καταφθάνει με το 20μελές σώμα του στην περιοχή Βερμίου και κατόπιν εντολής κατευθύνεται προς τη Λίμνη των Γιαννιτσών για την ανάληψη της διοίκησης του Κέντρου Νάουσας που είχε μεταφερθεί εκεί. Αναλαμβάνει αμέσως δράση κατά των εγκατεστημένων στη λίμνη διαφόρων βουλγαρικών συμμοριών. Την 14η Νοεμβρίου 1906 τραυματίζεται σε συμπλοκή με τους κομιτατζήδες και αποχωρεί για θεραπεία στη Θεσσαλονίκη. Επανέρχεται πολύ σύντομα και αναλαμβάνει εκ νέου δράση. Ο χειμώνας του 1906-1907 στη λίμνη υπήρξε εξαιρετικά δριμύς, η δε διαβίωση των εγκατεστημένων σ’ αυτήν ανταρτικών σωμάτων αρκετά επίπονη.

Ο Αγαπηνός, μάλιστα, είχε προσβληθεί και από ελώδεις πυρετούς. Κατόπιν τούτου διατάσσεται περί τα τέλη Φεβρουαρίου 1907 να εγκαταλείψει τη λίμνη και να εγκατασταθεί μέσα στη Νάουσα, αφ’ ενός μεν για να θεραπευθεί από τα τραύματα και τον πυρετό από τα οποία έπασχε, αφ’ ετέρου δε για να ασκήσει εκ του πλησίον τα καθήκοντά του στη διοίκηση του Κέντρου Νάουσας, το οποίο, εντωμεταξύ, είχε επανέλθει στην πόλη αυτή. Λόγω, όμως, της  επισφαλούς κατάστασης της υγείας του, το Προξενείο Θεσσαλονίκης είχε ήδη αποφασίσει την αντικατάσταση του Αγαπηνού με τον Λοχαγό Πεζικού Νικόλαο Δουμπιώτη, ο οποίος περί τα μέσα Μαϊου 1907 είχε αναχωρήσει από την Αθήνα με το σώμα του για τη Νάουσα.

Εντωμεταξύ, ο Αγαπηνός, μέσω του Ναουσαίου βιομήχανου Ζαφειρίου Λόγγου ο οποίος προσφέρθηκε να τον διευκολύνει, επιχείρησε να συναντηθεί με τους αρχικομιτατζήδες Γκιόργκι Κασάπτσε ή Χασάπτσε και Γιοβάν Ζλατάν για ανάληψη κοινής δράσης κατά των Τούρκων. Μάλιστα, ο Γιοβάν Ζλατάν, που προϋπήρξε υπάλληλος του Λόγγου στο εργοστάσιό του, τελευταία είχε δείξει διαθέσεις προσχώρησής του στα ελληνικά ανταρτικά σώματα.

Όμως, κατά τη συνάντηση αυτή η οποία πραγματοποιήθηκε την 3η Ιουνίου 1907 στη θέση Γκαβράν Κάμεν (Βράχος Κοράκων), 18 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Νάουσας, συνελήφθησαν δόλια και κρατήθηκαν αιχμάλωτοι ο ίδιος και ο ακόλουθός του Αντώνιος Μίγκας, ενώ ο Λόγγος και οι λοιποί συνοδοί του αφέθηκαν ελεύθεροι. Μετά από περιφορά και συνεχή διασυρμό των Αγαπηνού και Μίγκα στα βουλγαρόφωνα χωριά του Βερμίου, απαγχονίστηκαν αμφότεροι την 7η Ιουνίου 1907. Περισσότερες λεπτομέρειες για την αιχμαλωσία και τον απαγχονισμό των τελευταίων παραθέτω  στο κυρίως κείμενο.

Από τα ανωτέρω συμπεραίνεται, ότι ο Αγαπηνός, ιδεολόγος και οραματιστής της Βαλκανικής συνεργασίας, σαν ένας νέος Ρήγας Φερραίος, θέλησε να συμπράξει με τα σώματα των βουλγαρόφωνων κομιτατζήδων σε κοινές πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων, χωρίς εκ των προτέρων να έχει την απόλυτη συγκατάθεση του Προξενείου Θεσσαλονίκης επί του θέματος τούτου. Το τίμημα υπήρξε βαρύ. Το πλήρωσε με την ίδια τη ζωή του.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΟΥΜΠΙΩΤΗΣ  (ΑΜΥΝΤΑΣ)

(Λοχαγός Πεζικού)

Γεννήθηκε στην Αταλάντη το 1866. Προέρχονταν από ιστορική οικογένεια του χωριού Δουμπιά της Χαλκιδικής (εξ ου και το επώνυμό του) η οποία είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανάσταση του 1821. Κατατάχτηκε στο στρατό και έλαβε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Το έτος 1905, φέροντας το βαθμό του Λοχαγού, έλαβε διαταγή να συγκροτήσει ισχυρό σώμα ανταρτών και να αναχωρήσει για τη Μακεδονία, προκειμένου να αντικαταστήσει τον Ανθυπολοχαγό Πεζικού Σαράντο Αγαπηνό (Άγρας) στο Αρχηγείο Βερμίου.

Νικόλαος Δουμπιώτης (Αμύντας)
(https://el.wikipedia.org/wiki/ Νικόλαος_Δουμπιώτης)

Περί τα μέσα Μάϊου του 1907, ο Δουμπιώτης επικεφαλής του σώματός του που αποτελούνταν από 75 άνδρες, αναχώρησε από την Αθήνα για τη Μακεδονία. Έφτασε στην περιοχή της Νάουσας την 4η Ιουνίου, ακριβώς την επομένη της αιχμαλωσίας του Αγαπηνού και του ακολούθου του Αντωνίου Μίγκα από τους επικεφαλής βουλγαρόφωνων συμμοριών Γκιόργκι Κασάπτσε και Γιοβάν Ζλατάν. Με την ανάληψη των νέων καθηκόντων του ο Δουμπιώτης χώρισε το σώμα του σε 5 τμήματα και τα απέστειλε σε διάφορες περιοχές του Βερμίου για να δράσουν κατά των συμμοριών των βουλγαρόφωνων κομιτατζήδων και των ρουμανιζόντων Βλάχων.

Ένα από τα τμήματά του συγκρούστηκε την 30ή Ιουνίου 1907 στα ορεινά του Βερμίου με τη συμμορία του διαβόητου αρχικομιτατζή Κασάπτσε, ο οποίος κατά τη διάρκεια της μάχης χτυπήθηκε από σφαίρα και κατέπεσε νεκρός. Τούτο θεωρήθηκε σημαντική επιτυχία των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων η οποία αναπτέρωσε το ηθικό των ελληνόφωνων χωριών της περιοχής.

Την 29η Αυγούστου 1907, άλλο τμήμα του Δουμπιώτη σε σύγκρουσή του με βουλγαρόφωνη συμμορία πέτυχε να σκοτώσει τον αρχηγό της Μανάφη. Η προσοχή του Δουμπιώτη στράφηκε κυρίως στην προπαγάνδα και δράση των ρουμανιζόντων Βλάχων του Βερμίου. Συνέλαβε και κράτησε αιχμαλώτους πολλούς σημαίνοντες Βλάχους κεχαγιάδες για υπόθαλψη των συμμοριών των ρουμανιζόντων Βλάχων και άλλων. Παρέμεινε στη Νάουσα μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου του 1907, οπότε το σώμα του αντικαταστάθηκε από το εικοσαμελές σώμα του Ανθυπασπιστή Πεζικού Νικολάου Τσίπουρα (Τράϊκος).

Σημειώνω ότι το σώμα του Ανθυπολοχαγού Χαράλαμπου Παπαγακή (Αγραφιώτης) που βρίσκονταν στην περιοχή Ρουμλουκίου, διατάχτηκε την 1η Οκτωβρίου 1907 να αναλάβει δράση στην περιοχή της Νάουσας, πριν ακόμη αναχωρήσει ο Δουμπιώτης από αυτήν. Το 1915 ο Δουμπιώτης παντρεύτηκε τη Μυρτώ, κόρη του ποιητή Γεωργίου Σουρή και απέκτησε το γιό του Ιωάννη που σκοτώθηκε κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Ο Νικόλαος Δουμπιώτης απεβίωσε το 1951.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΙΠΟΥΡΑΣ  (ΤΡΑΪΚΟΣ)

(Ανθυπασπιστής Πεζικού)

Τον Λοχαγό Πεζικού Νικόλαο Δουμπιώτη αντικατέστησε στο Αρχηγείο Βερμίου ο Ανθυπασπιστής Πεζικού Νικόλαος Τσίπουρας (Τράϊκος), ο οποίος έφτασε με το εικοσαμελές σώμα του στη Νάουσα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου 1907 και ανέλαβε τα νέα καθήκοντά του. Υπαρχηγός του σώματός του ήταν ο Επιλοχίας Ιππικού Βασίλειος Ταμβάκης. Την 3η Φεβρουαρίου 1908 το σώμα του Νικολάου Τσίπουρα ενισχυμένο και με τα σώματα των Βασιλείου Σταυρόπουλου (Κόρακας) και Γεωργίου Φραγκάκου (Μαλέας), αμφότεροι Επιλοχίες Πυροβολικοιύ, χτύπησαν το χωριό Τσερκόβιανη (Άγιος Ιωάννης) δυτικά του Τριπόταμου.

Νικολαος Τσίπουρας (Τράϊκος)
(http://panusis.blogspot.com/2021/05/blog-post_96.html)

Οι κάτοικοι αυτού του χωριού ήταν φανατικοί ρουμανίζοντες Βλάχοι. Τα ελληνικά σώματα σκότωσαν 16 από αυτούς και έσφαξαν περισσότερα από 3000 αιγοπρόβατά τους. Ακολούθως, καταδιωκόμενα από τον τουρκικό στρατό, πέρασαν τον Αλιάκμονα και κατέφυγαν στο χωριό Κόκοβα (Πολυδένδρι). Μετά από τρεις ημέρες, τα σώματα των Τσίπουρα και Σταυρόπουλου επέστρεψαν στις βάσεις τους. Τη νύχτα της 7ης προς 8η Μαρτίου 1908 τμήμα του σώματος του Τσίπουρα κυκλώθηκε από τουρκικό στρατό μέσα στη Νάουσα με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας αντάρτης και να τραυματιστεί άλλος ένας.

Έκτοτε και μέχρι τις αρχές Ιουλίου 1908, το σώμα του Τσίπουρα ασχολήθηκε με μικροεπιχειρήσεις στο Βέρμιο και σε άλλες περιοχές. Μετά την Νεοτουρκική Επανάσταση, τη διακήρυξη του Συντάγματος την 11η Ιουλίου 1908 και την παροχή γενικής αμνηστίας ο Τσίπουρας με το σώμα του επανήλθαν στην Ελλάδα, ενώ το σώμα του Ναουσαίου οπλαρχηγού Ιωάννη Σιμανίκα που αποτελούνταν από εντόπιους άνδρες, κατέβηκε από το Βέρμιο και παρέδωσε τον οπλισμό του στις τουρκικές αρχές.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(1)  Γ.Ε.Σ.  Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού: Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΣ ΘΡΑΚΗΝ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. Αθήνα 1979.

(2)  ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΑΙΜΟΥ (ΙΜΧΑ): Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ. Δημοσιεύονται τα απομνημονεύματα των Π. Αργυρόπουλου, Α. Ζάννα, Κ. Μαζαράκη-Αινιάνος, Α. Σουλιώτη-Νικολαϊδη, Ναούμ Σπανού και Βασιλείου Σταυρόπουλου. Θεσσαλονίκη 1984.

(3)  Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος: ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ. (Η ένοπλη φάση 1904-1908). Θεσσαλονίκη 1987.

(4) Γεώργ. Μόδης: Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ ΚΑΙ Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Θεσσαλονίκη 1967.

(5) ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ. Αθήνα. Έκδοση 1964.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ