Γιώργης Έξαρχος: Βιβλιοφιλικά σημειώματα (11) / «Ρήγας Βελεστινλής» / Μετά από προδοσία συνελήφθη στις 17.12.1797 στην Τεργέστη
Τούτος ο καημός, για αναζήτηση των «γραπτών στοιχείων» που μιλούν και μαρτυρούν για τη ζωή και το έργο του Ρήγα Βελεστινλή, δεν αποτέλεσε μόνο την αρχή της συστηματικής ενασχόλησής μου με ό,τι σχετίζεται με τον μέγιστο βάρδο της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας των Νεοελλήνων, αλλά υπήρξε και η «αιτία» έκδοσης έξι βιβλίων μου σχετικών με τον μεγάλο ποιητή και επαναστάτη, αλλά και η αιτία συγγραφής δεκάδων άρθρων μου σε έντυπα και ηλεκτρονικούς ιστότοπους για τον «Οικουμενικό Ρήγα»
Στις 17 Δεκεμβρίου 1797, ο Ρήγας συλλαμβάνεται στην Τεργέστη από την αστυνομία της Αυστρίας, μετά από προδοσία του από τον εκ Κοζάνης έμπορο και μυημένο στην «εταιρεία των φίλων» που είχε ιδρύσει ο Ρήγας, Δημήτριο Οικονόμο, και από αυτήν την ημερομηνία και μέχρι στις 13 Ιούνη 1798, ημέρα κατά την οποία ο βάρδος εκτελείται «μπαμπέσικα» στο Βελιγράδι, … ανηφορίζει τον Γολγοθά με τους πιστούς του συνεργάτες και συντρόφους, ανακρινόμενος και βασανιζόμενος, αλλά αφήνοντας ως καλός σπορέας… καλή σπορά, που έδωσε καρπούς με την Επανάσταση του 1821.
Με την χαρά ότι πρόσφατ μόλις «ανακάλυψα» και άλλες αθησαύριστες πηγές και κείμενα για τον Ρήγα Βελεστινλή (να ένα από τα μέγιστα καλά του διαδικτύου), τα οποία θα αποτελέσουν την ύλη ενός ακόμα τόμου, για τον αξεπέραστο δημοκράτη και επαναστάτη, είπα να «φιλέψω» τους αναγνώστες της Φαρέτρας με ένα σπουδαίο κείμενο της ελληνίστριας Georgeta Filitti, Ο Ρήγας μεταξύ θρύλου και πργματικότητας, το οποίο περιέχεται σε συλλογικό τόμο με τίτλο «Οι Ρουμάνοι για τον Ρήγα. Ιστορικές αναφορές», Editura OMONIA, Βουκουρέστι 2007.
Το εκδοτικό «Ομόνοια», στο Βουκουρέστι, υπάρχει πάνω από 30 έτη, και εκδίδει έργα ελλήνων συγγραφέων (πεζογράφων και ποιητών, αλλά και ιστορικά έργα) και έργα που σχετίζονται με την Ελλάδα και τους Έλληνες, ώστε να τους καταστήσει όσο γίνεται περισσότερο γνωστούς στους κατοίκους της νυν Ρουμανίας. Το εκδοτικό «Ομόνοια» διευθύνεται από την σπουδαία ελληνίστρια Έλενα Λάζαρ, την οποία είχα την τιμή και την χαρά να γνωρίσω το 1980, όταν έκανα τις διδακτορικές σπουδές μου στο Βουκουρέστι (1976-1980). Η όλη της προσφορά στον οικουμενικό ελληνισμό είναι ανεκτίμητη, και να είναι πάντοτε καλά, για όσα προσφέρει στους συμπολίτες της και στους «σκεφτόμενους ελληνικά».
Η Τζεορτζέτα Φιλίττη, νύφη στους «ελληνογενείς» Φιλίττη της Ρουμανίας, ανήκει στους έξοχους ελληνιστές, και η ιστορική της γραφή είναι ουσιώδης, και πάντα με διάθεση αποκάλυψης της πλήρους αλήθειας, στα θέματα που πραγματεύεται. Αυτό αποπειράται να κάνει και στο κείμενό της για τον Ρήγα, που περιέχεται στον συλλογικό τόμο που παρουσιάζεται στο παρόν Βιβλιοφιλικά 11.
Και αναμφίβολα δίνει χαρά το γεγονός που υπάρχουν σύγχρονοι ελληνιστές στην γείτονα χώρα (υπάρχουν ασφαλώς και άλλοι), αλλά προκαλείται και η απορία: Έλληνες «ρουμανιστές» (κατά το ξένοι «ελληνιστές») υπάρχουν, που να μελετούν σήμερα ιστορικά, πνευματικά, λογοτεχνικά κ.λπ. έργα ανθρώπων των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών κ.λπ. της γειτονικής χώρας, της οποίας ο πληθυσμός στα χρόνια του Ρήγα, σε ποσοστό 85%, κατά πολλές γραπτές πηγές μιλούσε Ελληνικά ή ήταν Έλληνες («Γραικοί» και «Γραικοβλάχοι»); Λυπούμαι, που το λέγω, αλλά δεν γνωρίζω κάποιο τέτοιο ελληνικό όνομα «ρουμανιστή», εκτός και αν έχει διαλάθει της προσοχής μου… οπότε, συγγνώμην!
Το κείμενο αυτό της Τζ. Φιλίττη το έχω περιλάβει ολόκληρο στο έργο μου Ρήγας Βελεστινλής. Ο βάρδος της Ελληνικής Ελευθερίας και Δημοκρατίας, Εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2017, με δεκάδες διευκρινιστικές υποσημειώσεις, που το καθιστούν «λειτουργικό» για τον Έλληνα αναγνώστη.
Αυτό που οφείλω να επισημάνω είναι ότι τα όσα καταθέτει η Τζ. Φιλίττη, τα… αντιγράφουν «σύγχρονοι ρηγολόγοι» εν Ελλάδι (με εταιρείες ή με ακαδημαϊκές ιδιότητες), υιοθετούν τους συλλογισμούς της, ή τους συλλογισμούς των Ρουμάνων συγγραφέων που παρουσιάζει στο κείμενό της, χωρίς οι… αθεόφοβοι να κάνουν κάποια παραπομπή, στην ελληνίστρια και στα όσα επισημαίνει εύλογα στο σημοσίευμάτης. Δεν μιλώ για επιστημονική δεοντολογία…
Βέβαια, η Τζ, Φιλίττη δεν επιδίδεται και σε συστηματικό έλεγχο της εγκυρότητας των όσων έχουν δημοσιευτεί από «έγκυρους ιστορικούς» της πατρίδας της. Οπότε, δικαιολογημένα γράφει κάπου ότι σπουδαίος Ρουμάνος ελληνιστής έχει… ανακαλύψει και φιλία του Ρήγα με τον καθηγητή E. Münch!: «…(προς αυτήν την ταύτιση τείνει και ο ισχυρισμός του καθηγητή E. Münch, φίλου του Ρήγα).»! – Έχω γράψει στην Φαρέτρα (παρακάτω οι σύνδεσμοι) ότι ο Ernst Hermann Joseph Münch (25 Οκτωβρίου 1798 – 9 Ιουνίου 1841), δεν θα μπορούσε να είναι φίλος του Ρήγα, γιατί ο Ρήγας δολοφονήθηκε στις 13 Ιούνη 1798, στο Βελιγράδι, 4,5 μήνες πριν γεννηθεί και δει το φως ο σπουδαίος ελληνιστής καθηγητής Münch! [https://en.wikipedia.org/wiki/Ernst_Hermann_Joseph_M%C3%BCnch] -Αλλά, οι ανοησίες αυτού του είδους γίνονται κυρίαρχες στη χώρα μας, χωρίς κανέναν επιστημονικό αντίλογο, αφού η πλειονότητα των «ειδημόνων» αρκείται στα… έτοιμα!… Γι’ αυτό και δέχονται άκριτα ως έτος γέννησης του Ρήγα αυτό που δήλωσε ο βάρδος στους ανακριτές του, και όχι αυτό που γνώριζε ο «σύντροφός» του Περραιβός, το 1762. Τι να πεις;…
Οι έξι τόμοι για τον Ρήγα, μόνον τέτοια στοιχεία κομίζουν, που η «ρηγολόγοι» του σήμερα, τάχα μου επιδεικτικά θέλουν να αγνοούν, αποσιωπώντας την, και αποκρύβοντας τόσα και τόσα νέα άγνωστα στοιχεία που έχω φέρει στο φως, μεταξύ των οποίων και η «αληθής μορφή» του Βελεστινλή, η «αληθής υπογραφή» του, τα στοιχεία για τον αδελφό του και τις αδελφές του, και τα ανίψια του κ.λπ., στοιχεία που χαλούν τη σούπα των επαγγελματιών της σύγχρονης εθνικοφροσύνης των… τιποτοφρόνων.
ΒΛΕΠΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΦΑΡΕΤΡΑ, ΤΑ ΕΞΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ:
https://faretra.info/2022/06/13/giorgis-exarchos-o-rigas-tis-gnosis-to-archontopoulo/
Ο ΡΗΓΑΣ – ΜΕΤΑΞΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Σπεύδουμε να ισχυριστούμε ότι οι θρύλοι περιέχουν πάντοτε πολλή αλήθεια, ενώ η πραγματικότητα είναι συχνά απατηλή.
Ένας τυχαίος άνθρωπος βλέπει το φως, επιλέγει ένα επάγγελμα, δημιουργεί μια οικογένεια και εξαφανίζεται, δηλαδή με άλλα λόγια, παραμένει ένας κρίκος σε μια βιολογική αλυσίδα. Όποιος όμως βλέπει την εποχή του με κριτικό μάτι και προσπαθεί να επιφέρει σε αυτήν τροποποιήσεις, οι οποίες μπορούν να ευνοήσουν την πρόοδο (ενίοτε με τη θυσία της ζωής του) αποκτά τη διάσταση του εξαιρετικού ανθρώπου, του ενδεχόμενου σωτήρα, προς τον οποίο η κοινωνία αποτείνει αιώνιο φόρο ευγνωμοσύνης. Η πάροδος του χρόνου δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να προσθέτει νέα στοιχεία εκτίμησης και να ενδυναμώνει τον θρύλο του εκλιπόντος.
Ο Ρήγας αποτελεί χαρακτηριστικό σχετικό παράδειγμα.
Η βιογραφία του μπορεί να συνοψιστεί σε μια μοναδική σελίδα εγκυκλοπαίδειας, ενώ σε ένα συγκεκριμένο επεισόδιο της ζωής του μπορούν να αφιερωθούν σελίδες ολόκληρες. Αυτό είναι ευνόητο, διότι όλα όσα συσχετίζονται με τον μεγάλο Έλληνα πατριώτη συνεχίζουν να προκαλούν ενδιαφέρον και θαυμασμό. Από τις αρχές του ΙΘ´ αιώνα μέχρι σήμερα δεκάδες συγγραφείς έχουν σκιαγραφήσει, με περισσότερη ή λιγότερη επιδεξιότητα, την πολύπλευρη προσωπικότητά του, με την ανακάλυψη πρωτότυπων έργων του, άλλα ταυτόχρονα έχουν θέσει σε κυκλοφορία πολλά μυθεύματα. Δυστυχώς τα τελευταία έχουν μακρά διάρκεια.
Αλλά ποιος ήταν ο Ρήγας;
Ήταν ένας Θεσσαλός που γεννήθηκε στο Βελεστίνο (την αρχαία πόλη Φερές) το 1757 και θανατώθηκε στο Βελιγράδι το 1798. Σπούδασε πρώτα στη Ζαγορά και μετά στην Κωνσταντινούπολη, όπου εισήλθε στον κύκλο των Υψηλάντηδων. Κάποια στιγμή ήλθε στην Βλαχία όπου διετέλεσε ηγεμονικός υπάλληλος και βοηθός ενός Έλληνα σερδάρη – Αυστριακού βαρόνου. Είχε γαιοκτησίες και συνέγραψε εδώ ολόκληρο το πολιτικό, ποιητικό, δραματικό, μεταφραστικό και χαρτογραφικό έργο του. Πήγε μετά στη Βιέννη για να τυπώσει τα συγγράμματά του. Είχε την πρόθεση να επιστρέψει στην Ελλάδα, μα ύστερα από προδοσία συνελήφθη στην Τεργέστη από τις Αυστριακές αρχές, ανακρίθηκε και παραδόθηκε στον πασά του Βελιγραδίου, ο οποίος διέταξε τη δολοφονία του.
Εδώ και πάνω από διακόσια χρόνια αυτός ο καμβάς συμπληρώνεται από τα δεδομένα που περιέχει το έργο του, από τις μαρτυρίες των οικείων του ή από τις ερμηνείες των ιστορικών. Η συνεισφορά των Ελλήνων στην αποκατάσταση της προσωπικότητας του Ρήγα και της ευρωπαϊκής της διάστασης είναι αναμφισβήτητη. Μπορεί να την αντιληφθεί κανείς με ευκολία χάρη στη σχολιασμένη βιβλιογραφία που συνοδεύει κάθε κείμενο το οποίο έχει συμπεριληφθεί στις επόμενες σελίδες.
Το γεγονός ότι τα άπαντα αυτού του οραματιστή έχουν γραφτεί επί ρουμανικού εδάφους, όπου ο Ρήγας είχε και διοικητικές υποχρεώσεις, έχει προκαλέσει το μόνιμο ενδιαφέρον και των Ρουμάνων ιστορικών.
Ο παρών τόμος [Românii despre Rigas–Repere Istoriografice, București 2007, σσ. 464] συμπεριλαμβάνει τις μελέτες που αφιερώθηκαν σε αυτόν μεταξύ του 1883 και του 2001 και τυπώθηκαν στο Βουκουρέστι και στο Ιάσιο. Ο αναγνώστης πρέπει επίσης να έχει υπόψη το γεγονός ότι το όνομα του Ρήγα δίνει το παρόν του σε όλες τις γενικές ιστορικές πραγματείες ως παράγοντας πνευματικής τόνωσης της ρουμάνικης κοινωνίας στα τέλη του ΙΗ´ και στις αρχές του επόμενου αιώνα.
Η ανασκόπηση όλων των ρουμανικών απόψεων σχετικά με το βίο και το έργο του Ρήγα Βελεστινλή μάς επιτρέπει και μια αποτίμηση της σχετικής ρουμάνικης ιστοριογραφίας: από την αφήγηση χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα για τον έλεγχο των πληροφοριών, την ανακάλυψη νέων εγγράφων και τη διόρθωση των σφαλμάτων μέχρι την ακριβή ανάλυση των κειμένων του. Αυτή η τελευταία πράξη διαγράφει καλύτερα την προσωπικότητα του Ρήγα, ο οποίος από γραμματέας στην Ηγεμονική Αυλή μεταμορφώνεται σε εξαιρετικό παρατηρητή, έξοχης εκφραστικότητας, της Φαναριώτικης κοινωνίας.
Το πλαίσιο όπου δρα ο Ρήγας και ειδικά ο ρόλος για τον οποίο προόριζε η Γαλλική επανάσταση την πρωτεύουσα της Βλαχίας παρουσιάζονται με ενθουσιασμό το 1891 από τον G. Ionnescu– Gion. Σπουδαίος ιστορικός του Βουκουρεστίου και φλογερός γαλλόφιλος, όπως ήταν εκείνη την εποχή πολυάριθμοι Ρουμάνοι της πνευματικής ελίτ, ο Gion εξετάζει όλα τα πολιτικά διαβήματα του Ρήγα στο φως των οδηγιών που έχει λάβει από το Διευθυντήριο των Παρισιού. Όπως στην Τρανσυλβανία λειτούργησε η Φιλοσοφική Εταιρεία, έτσι και στο Βουκουρέστι ως υποκατάστημά της θα ιδρυόταν ένας καλά διαρθρωμένος οργανισμός, η Φιλική Εταιρεία, με επικεφαλής τον Ρήγα. Ως κέντρο του επαναστατικού κινήματος, το οποίο επρόκειτο να προκαλέσει την εξέγερση των Ούγγρων, των Πολωνών, των Σέρβων, των Βουλγάρων και, βεβαίως, των Ρουμάνων, το Βουκουρέστι παρέμενε το κατ’ εξοχήν κέντρο πνευματικής καλλιέργειας μα και επέκτασης του Ελληνισμού. Άνθρωποι της δράσης και του πνεύματος από τη Θεσσαλία, τα νησιά του Αιγαίου, την Αλβανία, τη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Μικρά Ασία έβρισκαν εδώ το ιδανικό βήμα έκφρασης των ιδεών τους. Ανάμεσά τους ο Ρήγας παραμένει το λαμπρότερο παράδειγμα.
Πλαισιωμένος από γιατρούς, καθηγητές, δασκάλους, ιερείς, φοιτητές όλων των εθνοτήτων, αυτός ο νέος των 25 ετών –ο Gion είναι της άποψης ότι ο «Βελεστινλής Μακεδών» [«macedoneanul velestinliu» = «ο Βλάχος Βελεστινλής»] είχε γεννηθεί το 1766– διηύθυνε ένα αληθινό δίκτυο γαλλικής προπαγάνδας. Η συνδετική πόλη μεταξύ της πατρίδας της επανάστασης και του Βουκουρεστίου ήταν η Βιέννη. Ο ίδιος ο Gion τού αποδίδει ταξίδια στην Ιταλία, στη Γαλλία και στη Γερμανία, καθώς και τη γνώση των γλωσσών των χωρών που επισκέπτεται, καθώς επίσης και των τούρκικων και βεβαίως των ρουμάνικων.
Η περιγραφή του Βουκουρεστίου γίνεται σαγηνευτική: καφενεία που βογκούν από επαναστάτες, δρόμοι στους οποίους αντηχούν τα άσματα του Ρήγα (Η Μασσαλιώτιδα, ο Ύμνος), κρυφές γωνιές όπου νέοι γονυπετείς με εικόνες στο χέρι ορκίζονται να θυσιαστούν για την απελευθέρωση των χριστιανών από τον Οθωμανικό ζυγό. Οι μεγαλοπρεπείς πομπές των Γάλλων προξένων, όπως ο Carra Saint-Cyr ή ο Flury, η υποδοχή στην αυλή των ηγεμόνων, την εθιμοτυπία της οποίας δημιουργούν οι ίδιοι, η θορυβώδης παρουσία των εμπόρων Hortolan ή Pellet – είναι υπερήφανοι να δηλώσουν “sans – cullotes” στις όχθες του ποταμού Dâmboviţa–, τα πάντα δείχνουν στον Gion την παντοδυναμία της Γαλλίας και την ολοκληρωτική προσχώρηση των Ρουμάνων στις ιδέες που πλάθονται εκεί, ακόμα και με την περίεργη και βδελυρή στους οπαδούς της παραδοσιοκρατίας μορφής της – της Τρομοκρατίας.
Σε αυτό το κλίμα άκρατης γαλλοφιλίας, ο Gion παρουσιάζει το επαναστατικό έργο του Ρήγα, το οποίο γράφτηκε στο Βουκουρέστι, τυπώθηκε στη Βιέννη και επέστρεψε στη ρουμανική πρωτεύουσα μέσα στα ταγάρια των πραματευτάδων. Η προσχώρηση στην παράταξη του Ναπολέοντα τού φαινόταν φυσική, αφ’ ενός επειδή οι Έλληνες θεωρούσαν τον στρατηγό και μέλλοντα αυτοκράτορα «έναν πληβείο», έναν δικό τους Μανιάτη, που είχε μεταναστεύσει στην Κορσική, και αφ’ ετέρου επειδή φαινόταν να έχει το ίδιο όραμα, την απελευθέρωση των χριστιανών. Αυτό, κατά το Gion καθιστά πιθανή και μια συνάντηση μεταξύ Ναπολέοντα και Ρήγα στη Βενετία, της οποίας τα ίχνη έχουν πλήρως εξαφανιστεί. Εξίσου ατεκμηρίωτη είναι και η πεποίθηση του Gion ότι τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, όταν έμαθαν τη σύλληψη του Ρήγα, ήθελαν να επιτεθούν εναντίον του κάστρου του Βελιγραδίου, όπου αυτός εκρατείτο. «Όταν το Παρίσι φτερνίζεται, το Βουκουρέστι έχει συνάχι», συμπεραίνει, πεπεισμένος ότι ο Ρήγας αποτελούσε το άτυχο όργανο των Γάλλων στον Κάτω Δούναβη.
Μετά από έναν αιώνα και περισσότερο, το έτος 2000, ο Andrei Pippidi δημιουργεί έναν εκφραστικό πίνακα της ρουμάνικης κοινωνίας στα τέλη του ΙΗ´ αιώνα, μαζί με τις επιδράσεις που ασκούνται πάνω της, καθώς και τους συγκεκριμένους τρόπους έκφρασης εκείνων, οι οποίοι, όπως ο Ρήγας, ήθελαν να αλλάξουν το υπάρχον καθεστώς. Συνοπτικά, η επαναστατική γαλλική ιδεολογία διεισδύει στον ρουμανικό χώρο με πολλαπλούς τρόπους: με τον τύπο (πραγματοποιούνται συνδρομές στο περιοδικό “Mercure de France” – όπου μεταξύ άλλων είχε δημοσιευτεί το 1746 το Σύνταγμα του Φαναριώτη ηγεμόνα Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου, το οποίο ανήγγειλε την κατάργηση της δουλείας και στο “Journal des savants”, με τους γραμματείς, τους διδασκάλους, τους ανταποκριτές (ήγουν κατασκόπους) των Φαναριωτών ηγεμόνων στη Δύση. Η εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας γίνεται με πάθος, καθώς αποτελούσε δείγμα κοινωνικής αναβάθμισης. Στις βιβλιοθήκες των αρχόντων ο Voltaire, ο Rousseau, και ο Florian κατείχαν μια μόνιμη θέση.
Αλλά ο Andrei Pippidi δεν εξιδανικεύει την κατάσταση. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που εκδηλώνεται στο επίπεδο των κυρίαρχων τάξεων, των ελίτ, οι οποίες παραμένουν με τη σειρά τους αιχμάλωτες των πολιτικών διαταγών, αφού η καχυποψία των ηγεμόνων δεν επιτρέπει την αλληλογραφία με το εξωτερικό, την ανεξέλεγκτη εισαγωγή βιβλίων (όταν ο Μακρίδης Πούλιος στέλνει στο Βουκουρέστι ένα Εγχειρίδιο του Πολίτη, οι αρχές το κατάσχουν) και τις σπουδές στο εξωτερικό. Ένα απλό ταξίδι στα λουτρά μετατρέπεται σε ένα αληθινό συμβάν και πρέπει να εισακούσουμε ότι ο ευτυχής οδοιπόρος (συγκεκριμένα ο Barbu Ştirbei) θα είχε υψηλές γνωριμίες και θα έδινε αρκετές εγγυήσεις στον ηγεμόνα, ώστε να τον αφήσει να φύγει από τη χώρα.
Εκτός από αυτή την αφρόκρεμα, η οποία δείχνει πνευματική κινητικότητα και, γιατί να μην το ομολογήσουμε, έντονη επιθυμία μίμησης, στο άλλο μέρος παραμένει η παραδοσιακή Βλαχία. Αν παραλείψουμε το πλειοψηφικό στρώμα των αγροτών, το οποίο έρχεται ελάχιστα, και εντελώς σποραδικά, σε επαφή με τον ξένο κόσμο, μόνο ο προοδευτικός πληθυσμός –τεχνίτες και έμποροι– εκδηλώνει τη στάση του. Αλλά αυτοί, παρατηρεί ο Pippidi, είναι καχύποπτοι απέναντι στην επανάσταση, η οποία σημαίνει, πρώτα από όλα ειδωλολατρία, άρνηση του Θεού, νέες εορτές, το γάμο των Καθολικών ιερέων, ένα ακατανόητο δημοκρατικό ημερολόγιο.
Η ομάδα που σχετίζεται γύρω από τον Ρήγα περιέχει ηχηρά ονόματα αρχόντων: Grigore Brâncoveanu, Iordache Golescu, Ion Slӑtineanu, Dimitrie Strurdza (αυτός έχει αντιγράψει τη μετάφραση που ο Ρήγας έκανε στα Ολύμπια του Metastasio). Επίσης ο αρμάσης Anastasiu, καθηγητές, οι γιατροί (ο Λάμπρος Φωτιάδης, ο Πολυζώης Κοντός, ο Θεοδόσιος) και, βέβαια, Γάλλοι που είχαν ποικίλους ρόλους στον τόπο μας (ο έμπορος Hortolan, ο διπλωματικός πράκτορας Gaudin). Δεν πρόκειται για μια συνομωσία, αλλά για μια ομάδα ανθρώπων με κοινές βλέψεις. Αυτός που απηχεί καλύτερα τις σκέψεις τους, δίνοντας σε αυτές μια προγραμματική μορφή είναι ο Ρήγας. Ο ήρωάς τους –τον θεωρούν ως «τον σωτήρα του κόσμου»–, είναι ο Ναπολέοντας. Το αποδεικνύει και η υποθετική αλληλογραφία του ήρωά μας με τον Γάλλο ηγέτη.
Ο αναγνώστης γνωρίζει το περιβάλλον στο οποίο τελειοποιείται η προσωπικότητα του Ρήγα και χάρη στη μελέτη που ο Alexandru Elian αφιέρωσε σε ένα ενδιαφέρον πρόσωπο της εποχής, τον Δημήτριο Τουρναβίτη, έναν επιτήδειο, επίμονο, και αυτοδημιούργητο άνθρωπο. Ευνοούμενος του Νικολάου Μαυρογένη, ο οποίος τον διόρισε καϊμακάμη με πολλαπλές υποχρεώσεις, ο Τουρναβίτης έγινε απαραίτητος και για τους επόμενους Φαναριώτες ηγεμόνες: τον Μιχαήλ Σούτσο, τον Αλέξανδρο Μουρούζη και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Χάρη στις σχέσεις του με τον αιώνιο στασιαστή Παζβάντογλου τού ανατίθενται και διπλωματικές αποστολές. Σύντομα όμως οι μηχανορραφείς του Κωνσταντίνου Χαντζερλή στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και το ενδιαφέρον της συζύγου του για την περιουσία του Τουρναβίτη, τον οδηγούν στο θάνατο: κατηγορείται για προδοσία και σκοτώνεται με αγριότητα από ανθρώπους του σουλτάνου.
Κατά την διάρκεια της ανάκρισης του στη Βιέννη το 1798 ο Ρήγας θα αναφέρει τον Δημήτριο Τουρναβίτη ανάμεσα στους φίλους του. Αν όντως συγκαταλεγόταν μεταξύ εκείνων που παραλάμβαναν τα τυπωμένα στη Βιέννη συγγράμματα και μετά τα μοίραζαν, είναι δύσκολο να το πει κανείς. Οπωσδήποτε είχε έναν αδελφό στην Τεργέστη, πόλη με την οποία ο Ρήγας διατηρούσε άριστες σχέσεις. Μεταξύ άλλων, εκεί έστειλε και τα κιβώτια με το συνωμοτικό υλικό που επρόκειτο να προκαλέσει τον χαμό του, ύστερα από προδοσία.
Ο ίδιος ο Al. Elian αναλύει το 1962 τη διάδοση των πολιτικών χειρόγραφων του Ρήγα στη Μολδαβία, ως ευκαιρία για την παρουσίαση των Ελλήνων που ζούσαν σε εκείνη την επαρχία στις αρχές του ΙΘ´ αιώνα. Το 1805 ιδρύεται στο Ιάσιο υπό την προστασία των ιεραρχών Βενιαμίν Κωστάκη και Gherasim Clipa το Αδελφάτον με φανερούς πολιτικούς στόχους. Την ίδια εποχή ο Νικόλαος Πάγκαλος συγκροτεί το στρατιωτικό σώμα των Ρουμάνων και Ελλήνων εθελοντών στην υπηρεσία των Ρώσων. Όσοι προσχωρούν σε αυτή την οργάνωση εμποτίζονται από επαναστατικό πνεύμα διαβάζοντας το Σύνταγμα του Ρήγα, το εμπνευσμένο από γαλλικά κείμενα, τα οποία είχαν διασκευαστεί ή παρέμειναν σε φάση σχεδίου. Παρ’ όλο που Ελληνικό κράτος δεν υπήρχε ακόμα, το Σύνταγμα αποτελούσε ένα μελλοντικό εργαλείο για τη λειτουργία της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία επρόκειτο να συμπεριλάβει όλους τους ομοεθνείς από την Μικρά Ασία μέχρι τα νησιά του Αιγαίου και τη Βλαχία. Την απόδειξη ότι το κείμενό του κατέστη γνωστό στη Μολδαβία το παρέχει η ανάμεικτη ανθολογία του Νικόλαου Βαρβαρίγου (1807), καθώς και το αντίτυπο που αντέγραψε ο Δημήτριος Αναγνώστης το 1809 και το οποίο παρέμεινε για κάμποσο καιρό στα χέρια του ποιητή Mihai Eminescu.
Τέλος, με σκοπό την κατανόηση της ατμόσφαιρας που κυριαρχούσε στις Ηγεμονίες προς το τέλος της Φαναριωτικής Εποχής και απήχησης που είχε το έργο του Ρήγα σε αυτό το περιβάλλον, ο Νίκος Γκαϊδατζής θίγει το θέμα της διάδοσης της Ελληνικής Μασσαλιώτιδας. Ο Ιασιώτης ερευνητής, ο οποίος κατατάσσεται μεταξύ των Ρουμάνων μελετητών του Ρήγα, αφού σπούδασε και εργάστηκε για χρόνια στην πρωτεύουσα της Μολδαβίας, επισημαίνει ότι η παραγωγή ελληνικού βιβλίου ήταν τεράστια την εποχή εκείνη. Το αποδεικνύει ο Κατάλογος με Συμπλήρωμα που συνέταξε το 1958 ο Marcel Richard. Ο Γκαϊδατζής είχε την τύχη να ανακαλύψει την Συλλογή τραγουδιών που είχε συγκεντρώσει το 1813, ο Νικηφόρος ο Χιώτης, υπηρέτης της Μονής Golia, η οποία φυλάσσεται στη συλλογή χειρόγραφων «Βενιαμίν Κωστάκης» του Ιασίου. Εκεί βρίσκονται αραβικά, τουρκικά, γαλλικά, και ιταλικά τραγούδια. Μερικά αναπολούν ιστορικά συμβάντα (Οι τελευταίες ημέρες του σουλτάνου Σελήμ Γ´), ενώ άλλα φαίνονται σιβυλλικά άσματα (Το τραγούδι ενός μουσικού στον τόνο rast). Τα έργα του Ρήγα κυκλοφόρησαν εκτεταμένως μετά τον θάνατό του. Σε αυτά έγιναν διασκευές, κάποιοι στίχοι έχουν αφαιρεθεί, άλλοι έχουν προστεθεί, και ακόμα έχουν εμπνεύσει άλλους λογοτέχνες, αφού διασκευάστηκαν ή έγιναν παραλλαγές τους, στις οποίες με δυσκολία αναγνωρίζεται ο συγγραφέας. Πάντως αυτά τα τραγούδια βρίσκονταν στο στόμα των ανθρώπων του Πάγκαλου το 1807, ενώ ο Ιασιώτης φοιτητής Γεώργιος Γαζιώτης ο Δελβινακιώτης τα ερμηνεύει το 1815. Επιπλέον, ο Γκαϊδατζής ισχυρίζεται ότι συχνά ο Ρήγας ταίριαζε ανώνυμους φιλελληνικούς στίχους σε μελωδίες του συρμού. Έτσι ήταν το Δεύτε παίδες των Ελλήνων που τραγουδιούνταν στη μουσική του Allons, enfants de la patrie. Ο ψάλτης Νικηφόρος συμπεριέλαβε αυτό το τραγούδι στη συλλογή του, αντιγράφοντάς το, όπως το είχε ακούσει.
Αν ο Ρήγας ήταν απλώς περαστικός από τη Βλαχία, οι Ρουμάνοι θα αντιμετώπιζαν επιφυλακτικά αυτόν τον ξένο. Ευτυχώς τα πράγματα ήταν διαφορετικά: πολλά από τα έργα του αφορούν και τους Ρουμάνους. Γι’ αυτό, ανεπαίσθητα, το όνομα του Ρήγα καταλήγει να εμφανιστεί σε όλα τα ιστορικά κεφάλαια τα σχετικά με το ΙΗ´ αιώνα, τα οποία, επιπλέον, συζητιούνται, μεταφράζονται, και ερμηνεύονται –συχνά παρεξηγούνται–, έτσι ώστε να γεννήσουν μια αληθινή σχολή ανάλυσής τους. Αναμφίβολα, οι προσεγγίσεις ήταν άνισες, μερικές έφεραν στο φως ουσιώδη έγγραφα για τη σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Ρήγα, ενώ άλλες επαναλάμβαναν, ενίοτε χωρίς διάκριση, τα λεγόμενα των προηγούμενων.
Ο πρώτος που το 1883 αναλύει το έργο του Ρήγα είναι ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος Καλλίμαχος. Πρόκειται για τον Χάρτη της Μολδαβίας τυπωμένο στη Βιέννη το 1797, τον οποίο ο Καλλίμαχος μελέτησε χάρη σε ένα χαμένο σήμερα αντίτυπο της συλλογής του Alexandru Pencovici που τον θεωρούσε ανατύπωση του χάρτη που ο Dimitrie Cantermir είχε προσαρτήσει στην Περιγραφή του της Μολδαβίας. Ένα σχετικό επιχείρημα γι’ αυτό αποτελούσαν οι λεζάντες οι γραμμένες με Ελληνικούς χαρακτήρες, αλλά με Ρουμάνικη προφορά.
Στο σχολιασμό του χάρτη ο Καλλίμαχος προσθέτει βιογραφικά στοιχεία από τα οποία δεν απουσιάζει η φαντασία. Μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι ο Ρήγας γεννήθηκε το 1753 και ότι έζησε 32 χρόνια στη Βλαχία. Σημειώνει ότι ήξερε τούρκικα και γερμανικά, ήταν μουσικός, γεωγράφος, και χημικός (δίδασκε στην Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου τη φυσική και τη χημεία το 1795-1796). Αλλά το επεισόδιο στο οποίο ο Καλλίμαχος επιμένει με φανερή ευαρέσκεια είναι η σχέση του Ρήγα με τον ηγεμόνα Μαυρογένη, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «φίλος και ευεργέτης του». Το 1796, γράφει ο Καλλίμαχος, ο Ρήγας έφυγε για τη Βιέννη, όπου ίδρυσε μια «μυστική εταιρεία», και ως «γνήσιος Τυρταίος του νεότερου Ελληνικού βιβλίου» τύπωσε βιβλία και μια ελληνόγλωσση εφημερίδα. Ο ίδιος υπενθυμίζει στους Ρουμάνους αναγνώστες ότι ο Ιωάννης Ζαμπέλιος συνέγραψε το δράμα Ρήγας και το αφιέρωσε στον ήρωα.
Με τον μοναδικό του τρόπο να χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο ή μια κατάσταση, ο Nicole Iorga παρουσιάζει το 1901 τον Ρήγα σε μια σειρά Ξένων Φιλοξενούμενων των Ηγεμονικών κατά τον ΙΗ´ αιώνα. Πρόκειται για μια εποχή, την οποία, σε αντίθεση με τους περισσότερους Ρουμάνους ιστορικούς, που επείγονται να ρίξουν το ανάθεμα εναντίον των Φαναριωτών, ο Iorga περιγράφει αντικειμενικά, λεπτομερώς και με απαράμιλλη τεκμηρίωση στην επιχειρηματολογία του. Εκτός από τις δεκάδες μελέτες και συλλογές εγγράφων, ο Iorga αφιέρωσε στον φαναριώτικο αιώνα δύο τόμους, τον Ζ´ και τον Η´ της Ιστορίας των Ρουμάνων, οι οποίοι φέρνουν τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Οι Μεταρρυθμιστές» και «Οι Επαναστάτες». Κατά τη διάρκεια της διοίκησης αυτών των χριστιανών υπαλλήλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που γίνονταν ηγεμόνες, αναλαμβάνοντας την εξουσία των Ρουμανικών κρατών, των οποίων ηγούνταν μέχρι πρόσφατα βοεβόδες, όπως ο Dimitrie Cantemir και ο Constantin Brâncoveanu, συνέβησαν ορισμένα γεγονότα με κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις που διήρκεσαν ως τον ΙΘ´ αιώνα. Μεταξύ αυτών ήταν η έλευση πολλών ξένων καθηγητών, γιατρών, εμπόρων και τεχνικών – ειδικά από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Ανατολή – οι οποίοι ρίζωσαν στις φιλόξενες πόλεις του Κάτω Δούναβη. Όπως για έναν καιρό τα Ιωάννινα θεωρούνταν δεύτερη Αθήνα, έτσι και τώρα οι Ηγεμονικές Ακαδημίες του Βουκουρεστίου και του Ιασίου αποκτούν τη φήμη φυτωρίων εμπειρογνωμόνων, πολιτιστικών εστιών ευρωπαϊκής εμβέλειας. Τα ίχνη του εντοπίζονται στις απροσδόκητες αρχειακές συλλογές. Έτσι ο Nicolae Iorga ανακάλυψε στο αρχείο της καθολικής ενορίας Ιασίου μαρτυρίες για τον Ρήγα, αυτόν τον «εξευρωπαϊσμένο Ανατολίτη», «τον διαδίδοντα καινοτομίες», τον οποίο οι Έλληνες θεωρούσαν «ιδεαλιστή, οραματιστή, μάρτυρα». Σκύβοντας πάνω από την βιογραφία του Ρήγα με τα πενιχρά στοιχεία, ο Iorga την χαρακτηρίζει μάλλον θρύλο παρά ιστορική πραγματικότητα. Πρόκειται μάλλον για μια διαπλοκή «εμφατικών αφηγήσεων» των συναγωνιστών ή των φίλων του. Η καταγραφή των πληροφοριών είναι αμφιλεγόμενη: γεννήθηκε σε μια αβέβαιη χρονολογία, στάλθηκε να σπουδάσει στη Ζαγορά, αφού οι Τούρκοι είχαν δολοφονήσει τους γονείς του. Μέχρι ναν μπει στην υπηρεσία του Αλέξανδρου Υψηλάντη, η μόρφωσή του παραμένει εκείνη του αυτοδίδακτου. Γίνεται γραμματέας του Grigore Brâncoveanu, μετά υποστηρίζεται από το Νικόλαο Μαυρογένη, ο οποίος τον διορίζει στρατιωτικό διοικητή στην περιοχή της Ολτένιας. Προφανώς, θα είχε απελευθερώσει τον Παζβάντογλου σε μια ενέδρα- εξ ου και η φιλία και οι προσπάθειες του τελευταίου να τον απελευθερώσει από την αιχμαλωσία του πασά Βελιγραδίου. Σε καιρούς «παροξυσμού του επαναστατικού πνεύματος» ο Ρήγας γράφει, μεταφράζει, διασκευάζει, συντάσσει χάρτες, συνθέτει στίχους. Τα έργα του που προέρχονται από τη γραφίδα του και εκδίδονται στη Βιέννη είναι μια πραγματεία Φυσικής (μετάφραση από τα γερμανικά), το Σχολείον των ντελικάτων εραστών (κατά του Restif de la Brettone), ο Νέος Ανάχαρσις (κατά του Barthélemy), το δράμα Ολύμπια (μετάφραση του Metastasio), η Χάρτα της Ελλάδος. Το 1791 συνέβη ένα επεισόδιο που μέχρι το 1964 παρέμεινε αξεκαθάριστο για την ιστοριογραφία μας. Ο Ρήγας συνόδευσε στη Βιέννη ως γραμματέας τον σερδάρη Χριστόφορο Κιρλιάν, βαρόνο του Langenfelid, διότι, όπως διαπιστώνει χαιρέκακα ο Iorga, «ήξερε γαλλικά, γερμανικά ή σχεδόν ήξερε», αλλά συγκρούστηκε με αυτόν εξαιτίας της μη πληρωμής του μισθού του. Ενώπιον του ηγεμόνα και των αυτοκρατορικών αρχών στις οποίες υπαγόταν ο απατεώνας με τον τίτλο ευγενείας, τον υπεράσπισε ο ηγεμονικός γραμματέας Παναγιώτης Κορδικάς. Ο Iorga αναρωτιέται πως υποβιβάστηκε ο Ρήγας από τη θέση του γραμματέα του Grigore Brâncoveanu και του ηγεμόνα Μαυρογένη σε εκείνη του υπαλλήλου του Κιρλιάν. Ο ίδιος παρέχει και άλλες πληροφορίες για τη ζωή αυτού «του φιλοξενούμενου». Θα είχε μάθει, ισχυρίζεται, τα αραβικά με τον Δημήτριο Καταρτζή στο Ιάσιο. Το 1794 ήταν δικηγόρος σε μια υπόθεση στον μαχαλά Popescului και ένα χρόνο αργότερα επιτηρητής πανώλους στους μαχαλάδες Biserica Albӑ και Bӑrbӑtescu. Όσον αφορά τη θέση του γραμματέα του Μιχαήλ Βόδα Σούτσου, ο Iorga έχει σοβαρές αμφιβολίες για το θέμα, οπότε δυσαρεστημένος από τα λιγοστά δεδομένα παρατηρεί ότι «συνεχώς καταλήγει κανείς σε λογικές ή χρονολογικές απορίες».
Κατά τις επόμενες αναζητήσεις εγγράφων που συχνά τις ανακάλυπτε σε άθλιες συνθήκες αποθήκευσης, ο Iorga βρήκε σε μια ανάμεικτη συλλογή της Βιβλιοθήκης της Ρουμάνικης Ακαδημίας ένα ντοκουμέντο που αποκαλύπτει μερικά πράγματα για την προσωπική ζωή του Ρήγα. Πρόκειται για τη διακόρευση μιας θεραπαινίδας, της Bӑlaşa εκ Κραγιόβας [κόρη] του Niţu και της Stanca, η οποία υπηρετούσε τη μητέρα του. Η πράξη τιμωρήθηκε από το εκκλησιαστικό δικαστήριο με χρηματικό πρόστιμο 20 τάλιρων. Κατά την εποχή εκείνη, το έλασσον αυτό πλημμέλημα –σύμφωνα με το ποσό που αναγκάστηκε να πληρώσει–, πρέπει να ήταν σύνηθες, αφού είχε και μια καθιερωμένη ρουμανική ονομασία –slujnicӑrie (διακόρευση θεραπαινίδας).
Το 1914 ο Iorga επέστρεψε στο έργο του Ρήγα, και, μην αποκλείοντας το ενδεχόμενο να ήταν Βλάχος, καταπιάστηκε με τον χάρτη της Βλαχίας, που του είχε αποδοθεί. Αφού συνέταξε ένα ιστορικό της χαρτογραφίας του Ρουμανικού χώρου έως το 1765, ο Iorga συμπέρανε ότι ο χάρτης είχε συνταχθεί το 1780 από τον Ιώσηπο Μοισιόδακα, καθηγητή των υιών του ηγεμόνα Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ο Ρήγας θα τον είχε δώσει απλώς στη δημοσιότητα. Το κυριότερο επιχείρημά του προήλθε από την αντιπαραβολή του χάρτη της Βλαχίας και εκείνου της Μολδαβίας. Αμφότεροι παρουσιάζουν τα στόμια του Δουνάβεως, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Συνεπώς ο συγγραφέας δεν μπορεί να είναι ο ίδιος. Μετά, στη Χάρτα της Ελλάδος η Cernavodӑ αναφέρεται ως τόπος καταγωγής του Μοισιόδακος.
Η συζήτηση σχετικά με τους δύο χάρτες αξίζει να επαναληφθεί από τους ειδήμονες της ιστορικής χαρτογραφίας, επειδή, καθώς είδαμε, ούτε ο χάρτης της Μολδαβίας δεν φαίνεται να ανήκει στον Ρήγα. Πρέπει να παρατηρήσουμε επίσης ότι κατά τη διάρκεια των 12 ετών που πέρασε η Βλαχία είχε διάφορα επαγγελματικά καθήκοντα ασύμβατα με την άοκνη εργασία που απαιτούσε η τόσο λεπτομερής και περίπλοκη σύνταξη χαρτών, ο πλούτος και η ακρίβεια των οποίων τούς καθιστούν χρήσιμους ακόμα και σήμερα.
Η πνευματική κληρονομία του Ρήγα παραμένει συναρπαστική, όπως και το ίδιο το έργο του επαναστάτη. Και ο Emil Vîrtosu πλησιάζει τον αμφιλεγόμενο Έλληνα που έζησε στη Ρουμανία, δημοσιοποιώντας το 1946 ουσιώδη έγγραφα των Ρουμανικών αρχείων. Ταυτόχρονα αμφισβητεί όσους ισχυρισμούς στη βιογραφία του Ρήγα δεν υποστηρίζονται από αξιόπιστες μαρτυρίες. Πρώτα αρνείται την ιδιότητά του ως γραμματέα του Grigore Brâncoveanu ή του Μιχαήλ Βόδα Σούτσου, διότι δεν υφίστανται σχετικά τεκμήρια. Επίσης, δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια η στιγμή της έλευσής του στη Βλαχία. Σχετικά με τον «Έλληνα πατριώτη» βαρόνο Κιρλιάν, ο Vîrtosu διευκρινίζει ότι το 1814 ζούσε στη Βιέννη, όπου συναντήθηκε με τον Tudor Vladimirescu, ο οποίος είχε πάει εκεί για να ρυθμίσει κάποιες υποθέσεις του Nicolae Glogoveanu.
O Vîrtosu συζητεί, δημοσιεύοντας εκτενώς Ρουμανικά εσωτερικά έγγραφα, την ιδιότητα του Ρήγα ιδιοκτήτη (ή ενοικιαστή) των τσιφλικιών Cӑlӑreţii και Vida του νομού Vlaşca ή κατοίκου μιας οδού μπροστά από την εκκλησία Άγιος Δημήτριος της Ορκωμοσίας του Βουκουρεστίου. Επίσης, προσπαθεί να καθορίσει την ταυτότητα του Κωστή, υπότροπου δεσμώτη, που είχε φωλιάσει στο σπίτι του γραμματέα «για ένα κομμάτι ψωμί και για κάποια ρούχα». Ο Ρήγας αποδεικνύεται πάντα διαλλακτικός με αυτόν τον κακοήθη, εξαλείφοντας τα χρέη του και παραβλέποντας ακόμα και την κλοπή που είχε διαπράξει από την περιουσία του το 1796. Ο Vîrtosu διερωτάται αν ο Κωστής δεν είναι το ίδιο άτομο με τον αδελφό του Ρήγα καταχρεωμένο το 1792 στον Stoian Cazangiu. Δυο έγγραφα μνημονεύουν μια γριά στο σπίτι του (η αρχική υποχρέωση της καημένης της προαναφερθείσας παρθένου Bӑlaşa ήταν ακριβώς η περιποίησή της), έτσι ώστε ο Vӑrtosu πιστεύει ότι αυτή θα μπορούσε να ήταν η μητέρα του Ρήγα. Με περίεργο τρόπο, χωρίς να αντιληφθεί ότι το κομμάτι ψωμί αφορούσε τον Κωστή τον κλεφταρά, ο ιστορικός αποδίδει τη χριστιανική πράξη στο λογαριασμό της μάνας – δίχως να συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι ένας αγαπών υιός δε θα συντηρούσε τη μητέρα του, προσλαμβάνοντας μια υπηρέτρια, μόνο για ένα κομμάτι ψωμί…
Τέλος, ο E. Vîrtosu διέδωσε τους ισχυρισμούς του Gr. H. Grandea, ο οποίος δημοσίευσε το 1868 στην Albina Pindului (Μέλισσα του Πίνδου) που εκδιδόταν στο Βουκουρέστι, τον Θούριο του Ρήγα. Ο Grandea είναι πιθανόν να επιθυμούσε και η δική του οικογένεια να συμμετάσχει στη δόξα του Έλληνα επαναστάτη και γι’ αυτόν τον λόγο έγραψε ότι «κινδυνεύοντας να παραδοθεί στους Τούρκους από κάποιους Φαναριώτες άρχοντες στο Βουκουρέστι» ο Ρήγας κρύφτηκε στην Ceptura, σε έναν αμπελώνα του Grandea και μετά έφυγε για την Αυστρία. Ο ίδιος ο Grandea είχε διαδώσει την ιστορία ενός χειρόγραφου του Ρήγα από την Μονή Cernica, Η στρατηγική γεωγραφία της Κωνσταντινουπόλεως. Θα το είχε ζητήσει προς έρευνα και μετά χάθηκε, όπως διαπιστώνει ο Ν. Καμαριανός το 1982.
Οι μελέτες που έχουν παρουσιαστεί μέχρι εδώ παραμένουν τυχαίες προσεγγίσεις, διότι κανείς από τους προαναφερθέντες ερευνητές δεν επιδίωξε να προχωρήσει την έρευνά του σε βάθος τόσο σχετικά με τον βίο, όσο και με το έργο του Ρήγα. Αυτή δεν είναι όμως η περίπτωση του Νέστορα Καμαριανού. Μεταξύ του 1938 και του 1982, ο Καμαριανός ερεύνησε με υπομονή, με προσοχή, ακόμα και με πάθος μερικές φορές, όλα όσα σχετίζονται με τον Έλληνα επαναστάτη. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά επειδή, ευρισκόμενος σε συνεχή διάλογο με την ελληνική ιστορική παραγωγή, αλλά χρησιμοποιώντας και όλα τα υλικά που του παρείχαν οι Ρουμάνοι ιστορικοί, διαλεύκανε πολλές πτυχές, αμφισβήτησε τους κοινούς τόπους – εν συντομία πρόβαλε μια πολύ πιο αξιόπιστη εικόνα της προσωπικότητας του Ρήγα.
Έτσι, για το έτος γεννήσεως 1757 που είχαν αμφισβητήσει μερικοί ιστορικοί, ο Καμαριανός προσφέρει το τεκμήριο της γερμανικής εφημερίδας, “Zeitung der Elegante Welt” της 6-ης Μαίου 1824. Αν όμως το ονοματεπώνυμο του πατέρα, Αντώνης Κυριαζής, έγινε γνωστό, το επάγγελμα του παραμένει αβέβαιο. Να ήταν άραγε ένας πλούσιος αυτόχθων; Να ήταν ιερέας; Αποφοίτησε από το σχολείο στη Ζαγο ρά260 ή στα Αμπελάκια261; Έφυγε για την Κωνσταντινούπολη με σκοπό να σπουδάσει ή να εμπορευτεί; Προς το παρόν αυτά τα θέμα τα παραμένουν εκκρεμή. Στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε φίλος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, με τον οποίο ανέβηκε στη Βλαχία. Μερικοί μελετητές έχουν ισχυριστεί ότι έφτασε εκεί στην ηλικία 10 ετών και φοίτησε στην Ηγεμονική Ακαδημία, μολονότι δεν υπάρχουν αποδείξεις του περάσματός του από εκεί ως σπουδαστή. Άλλοι ισχυρίζονται ότι αυτό έγινε το 1790. Τέλος, έχει υποστηριχθεί ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον σύστησε στον Μαυρογένη το 1786. Το 1785 οι κάτοικοι της οδού Arhimandritullui επισκεύασαν μια γέφυρα. Μεταξύ τους συγκαταλέγεται και ο Κώστας, ο αδελφός του Ρήγα. Ο Καμαριανός θεωρεί αυτό το έτος ως χρονολογία έλευσης της οικογένειάς του στη Βλαχία. Επιπλέον, τότε εμφανίζεται στο Βουκουρέστι και κάποιος Ρήγας Καπετάνιος, που μπορεί να είναι απλώς μια συνωνυμία – μας προειδοποιεί με επιφυλακτικότητα.
Οι σχέσεις του Ρήγα με τον Μαυρογένη άρχισαν με τον διορισμό τού τελευταίου στο θρόνο της Μολδαβίας; Σε ποιο τομέα συνεργάστηκε ο Έλληνας επαναστάτης με τον δούλο των Τούρκων; Ο Καμαριανός αμφισβητεί την πεποίθηση πολλών ιστορικών ότι ο Ρήγας ήταν καϊμακάμης στην Κραγιόβα, επειδή το όνομά του δεν απαντάται στους καταλόγους που είχε συντάξει με ακρίβεια ο I.C. Filitti. Επιπρόσθετα, μετά το θάνατο του δήθεν ευεργέτη του, ο Ρήγας δεν καταδιώχτηκε, όπως συνέβη με τον προαναφερθέντα Δημήτριο Τουρναβίτη. Επιπλέον, έφυγε ανενόχλητος με το σερδάρη Κιρλιάν στη Βιέννη. Μέχρι εδώ το μείγμα πραγματικότητας και μυθοπλασίας οφείλεται στον φίλο του Περραιβό, ο οποίος στη βιογραφία που του αφιέρωσε το 1860 επινόησε και τη φιλία με τον Παζβάντογλου.
Ο Καμαριανός απορρίπτει κατηγορηματικά την ιδιότητα του Ρήγα ως γραμματέα ή καϊμακάμη επί ηγεμονίας του Μαυρογένη, πρώτα από όλα για πατριωτικούς λόγους. Πώς θα μπορούσε ο Ρήγας να υπηρετήσει έναν δηλωμένο εχθρό των χριστιανών, ένα δουλοπρεπές όργανο των Τούρκων, όπως αποδείχθηκε ο Μαυρογένης; Επιπλέον, δεν εξεδήλωσε και πολλή εύνοια απέναντι στον γραμματέα τού 1788 όταν διέταξε τους διοικητές του νομού Vlaşca να του πουλήσουν κάμποσα γουρούνια και να στείλουν τα χρήματα στην Ηγεμονική Αυλή.
Ως προς τις σχέσεις του Ρήγα με την οικογένεια Brâncoveanu, ο Καμαριανός κάνει μια παρατήρηση κοινής λογικής: δεν μπορούσε να είναι γραμματέας του Γρηγόρη, επειδή κατά τη χρονολογία της συνεργασίας ο Γρηγόρης ήταν μόνο 17 χρονών. Πρόκειται μάλλον για τον Νικόλαο, τον θείο του Γρηγόρη (προς αυτήν την ταύτιση τείνει και ο ισχυρισμός του καθηγητή E. Münch, φίλου του Ρήγα).
Όσο μας αφορά, προσπαθώντας να βρούμε το ορθό μέτρο, θεωρούμε πιθανό ο Ρήγας να έχει υπηρετήσει και τον οίκο Brâncoveanu και τον Μαυρογένη ως γραμματικός –έτσι κατέστη γνωστός κατά την εποχή– μαζί με άλλους γραμματείς, με ή χωρίς την ηγεμονική εύνοια. Σε αυτό συνηγορούν οι γραφολογικές έρευνες των τελευταίων χρόνων, που αποβλέπουν στην ταύτιση των σελίδων που είχε συντάξει ο Ρήγας στα ηγεμονικά βιβλία, καθώς και μερικά θεατρικά έργα τα οποία μπορούν να του αποδοθούν με όλο και περισσότερη βεβαιότητα, ως απόδειξη ότι ζούσε στον κύκλο του Μαυρογένη. Πολλοί πρόδρομοι του Ν. Καμαριανού ήταν της γνώμης ότι ο Ρήγας είχε διδάξει στην Ηγεμονική Ακαδημία το 1783 και το 1791 (ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος Καλλίμαχος, ο V.A. Urechia, ο E. Münch, η Ariadna Camariano–Cioran). Ο ίδιος απορρίπτει αυτό το ενδεχόμενο, επειδή ο Ρήγας δεν είχε ανώτερες σπουδές και δε μπορούσε να σταθεί δίπλα στον Ν. Καυσοκαλυβίτη ή στον Γρ. Κωνσταντά. Μπορούσε να είναι μόνο επιτηρητής σπουδών, παιδαγωγός.
Οι σύγχρονοι έχουν αποδώσει στον Ρήγα την ίδρυση στο Βουκουρέστι της Φιλικής Εταιρείας ή την ανάληψη της ηγεσίας της όταν έφτασε εδώ. Θα επρόκειτο για μια οργάνωση με υποκαταστήματα στην Κωνσταντινούπολη, Τεργέστη, Ιωάννινα, Πάτρα, Ιάσιο, Βουδαπέστη και Βιέννη. Ακόμα και οι Γάλλοι A. Ubicini και N. Carrel υποστηρίζουν ότι θα είχε ιδρύσει μια οικουμενική εταιρεία στην οποία είχαν προσχωρήσει και μπέηδες και αγάδες δυσαρεστημένοι από τη διοίκηση του σουλτάνου. Αυτό μάλλον είναι αναληθές, πρόκειται για εσφαλμένες ερμηνείες. Ο Π. Ενεπεκίδης από τη Βιέννη δέχεται μόνο την ύπαρξη στο Βουκουρέστι μιας στοάς τεκτόνων, στην οποία ο Ρήγας θα ήταν μέλος. Ο Καμαριανός, με ενδοιασμούς, περιορίζει ακόμα περισσότερο τις διαστάσεις αυτής της παράνομης οργάνωσης, θεωρεί ότι όσα γίνανε ήταν απλές ρητορικές συζητήσεις, ίσως να αποτελούσαν εκπόνηση πολιτικών σχεδίων για το μέλλον του βαλκανικού χώρου.
Ο Καμαριανός θέτει και ένα άλλο ρητορικό ερώτημα σχετικά με τη θέση γραμματέα στον Μιχαήλ Σούτσο που κατέλαβε ο Ρήγας, καθώς και με εκείνη του δραγουμάνου στο Γαλλικό Προξενείο του Βουκουρεστίου. Παρ’ όλο που η πλειονότητα των ιστορικών υποστηρίζουν την πρώτη ιδιότητα, ο Καμαριανός την αμφισβητεί: όταν ο ηγεμονικός γραμματέας Παν. Κοδρικάς τον υπερασπίστηκε στη διαμάχη του με τον Κιρλιάν, τον ονομάζει «έναν κάποιο Ρήγα». Αν ήταν ηγεμονικός λειτουργός, αυτή η προσωνυμία θα ήταν αδύνατη. Το ίδιο συμβαίνει και με την περίπτωση του βόδα που τον έστειλε στο Επταμελές Δικαστήριο, ύστερα από την κατάδοση του Stoian Cazangiu.
Μας φαίνεται πάντως παράξενο το γεγονός ότι κανένας ιστορικός δεν παραδέχεται ότι πέρα από τις επαναστατικές και ποιητικές του αρετές, ο Ρήγας μπορούσε να είναι ένας ασήμαντος λειτουργός, ένας γραφέας της ηγεμονικής καγκελαρίας.
Ως προς τη θέση διερμηνέα των ετών 1795-1797, ο Καμαριανός την περιορίζει στη στενή φιλία του με τον Γάλλο απεσταλμένο Gaudin. Επίσης, απορρίπτει τους ισχυρισμούς μιας γαλλικής εφημερίδας, τους ειλημμένους ειδικά από τους Έλληνες ιστορικούς, οι οποίοι το 1798 τον θεωρούσαν μεγαλέμπορο. Η απλή κυριότητα του τσιφλικιού Cӑlӑreţii του νομού Vlaşca και η εκμετάλλευσή του δεν μπορούσαν να κατατάξουν αυτοδίκαια τον Ρήγα στους μεγάλους εμπόρους της εποχής.
Ένα επεισόδιο που παρέμεινε μυστηριώδες για αρκετό χρόνο ήταν εκείνο των σχέσεων του Ρήγα με τον Κιρλιάν, βαρόνο του Langenfeld. Ο ασυνήθιστος τίτλος αυστριακής ευγένειας, τα διστακτικά γαλλικά του Ρήγα όταν τον καταγγέλλει για την πληρωμή του μισθού –μόνον αυτά τα στοιχεία αναφέρονταν από την Ρουμανική και Ελληνική ιστοριογραφία μέχρι το 1981–, προξενούν απορίες.
Με βάση έγγραφα του αρχείου του οίκου Κ.Κ. στο Βουκουρέστι, που είχε επιμέρους ανακαλύψει ο Iorga, ο Καμαριανός προσδιορίζει με ακρίβεια το διάστημα και την φύση της συνεργασίας μεταξύ των δύο. Το βασικό κομμάτι παραμένει το κατάστιχο των εξόδων με την ευκαιρία του ταξιδίου στη Βιέννη (1-η Ιουνίου 1790 – Ιανουαρίου 1791) που τήρησε ο Ρήγας (στα ελληνικά και ρουμάνικα). Ο Κιρλιάν αρνείται να εξοφλήσει τον μισθό του γραμματέα του και όταν η διαφορά καταλήγει ενώπιον της δικαιοσύνης ο Ρήγας κηρύσσεται χρεώστης με τη συμμετοχή τού ηγεμόνα της Βλαχίας Μ. Σούτσου και του οίκου Κ.Κ. στο Βουκουρέστι. Από μια επιστολή του (1794) προς τον πράκτορα Κ.Κ. Markelius διαπιστώνει κανείς ότι ο σερδάρης, του οποίου η χρηματική πηγή –αυτήν που έμελλε να πληρώσει και τον γραμματέα– ήταν οι αποζημιώσεις που προσέφεραν οι αυτοκρατορικές αρχές για την τροφοδότηση των στρατευμάτων κατά τη διάρκεια του περασμένου πολέμου, που του είχε ζητήσει να του φουσκώσει τους λογαριασμούς, γιατί ήταν «ο καιρός του πλουτισμού». Με αυτή την έννοια ο Ρήγας είχε κρατήσει διπλά κατάστιχα. Η ελπίδα του να λάβει με αυτόν τον τρόπο τα χρηματικά του δικαιώματα επρόκειτο να διαψευσθεί, όπως αποδεικνύουν τα έγγραφα που ανακάλυψε ο Καμαριανός.
Ανεξήγητα, ο Κιρλιάν έχει διεγείρει το ενδιαφέρον των Ρουμάνων ιστορικών, οι οποίοι έχουν υπερβάλει τα προσόντα του. Έτσι ο Andrei Oţetea νομίζει ότι αυτός έχει μυήσει τον Tudor Vladimirescu στα μυστικά της Εταιρείας του Ρήγα, λησμονώντας ότι από τον θάνατο του τελευταίου (1798) μέχρι και το 1814 δεν ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο.
Σχετικά με τη λογοτεχνική και επιστημονική δημιουργία του επαναστάτη, ο Καμαριανός κάνει κάποιες ενδιαφέρουσες διευκρινίσεις. Συμφωνεί με την άποψη του Λ. Βρανούση πως η λογοτεχνική παραγωγή που ο Ρήγας είχε συγγράψει στο Βουκουρέστι και τυπώσει στη Βιέννη δεν είχε καθαρά επαναστατικό περιεχόμενο, αλλά απλώς έκανε «να πάλλονται οι χορδές των Ελλήνων πατριωτών της επο χής». Επίσης, οι δημοσιεύσεις του είναι ταυτόχρονες με εκείνες του Αθανάσιου Ψαλίδα288, ενώ αμφότεροι εμπνέονται από τη σύγχρονη ελληνική λαογραφία. Μερικά ποιήματα και των δύο περιλαμβάνονται στην Ανθολογία που εξέδωσε ο Ζήσης Δαούτης στη Βιέννη το 1818. Επιπρόσθετα, μία από τι μεταφράσεις της τριλογίας που αποδίδονται στον Ρήγα (τα Ολύμπια του Metastasio, La bergére des Alpes του Marmontel, και Le premier matelot του Gessner), η τελευταία υπογράφεται όντως από τον Αντώνιο Κορωνιό. Συλληφθείς μαζί με τον Ρήγα, αυτός θα υποστηρίξει κατά την ανάκριση ότι τα υπόλοιπα δύο έργα ανήκουν στον Βελεστινλή. Ο Καμαριανός αναφέρει μια ελληνική παραλλαγή των Ολυμπίων, η οποία τυπώθηκε στη Μόσχα το 1820.
Ως προς το Voyage du jeune Anacharsis en Gréce του Barthélemy, από το οποίο ο Α. Δασκαλάκης είχε υποστηρίξει ότι διασώθηκε μόνο η μετάφραση του Δ´ τόμου (σε συνεργασία με το Γ. Βενδότη), ενώ οι τρεις άλλοι τόμοι έχουν κατασχεθεί από την αυστριακή αστυνομία, ο Ν. Καμαριανός εντοπίζει τον Α´ τόμο μεταφρασμένο από το Γ. Σακελλάριο ΠΟΙΗΜΑΤΙΑ και τυπωμένο από τον Μαρκίδη Πούλιο.
Σχετικά με τους χάρτες που είχε εκδώσει ο Ρήγας, ο Καμαριανός καταθέτει το μέχρι τότε αγνοημένο τεκμήριο του ιστορικού J.C.V. Engel, συγγραφέα της διαβόητης Geschichte des Ungarischen Reichs und seiner Nebenläder, Halle, 4 τόμοι, 1798-1804 που ισχυρίζεται ότι έχει γνωρίσει καλά τον Ρήγα ως διακεκριμένο φιλόλογο, καλό γνώστη γαλλικών, ιταλικών και γερμανικών. Ο Engel υπογράμμισε ότι ο Ρήγας είχε περιηγηθεί επί 6 χρόνια τον ελληνικό χώρο υπό οθωμανική κυριαρχία για να ενημερωθεί ενόψει της σύνταξης του χάρτη της Ελλάδος. Είχε την πρόθεση να εκδώσει 24 χάρτες – από τους οποίους έναν της Βουλγαρίας και των Ιλλυρικών Χωρών. Ο Engel είχε προσφερθεί να τους μεταφράσει στα γερμανικά και να τους εκδώσει. Ο Καμαριανός δεν αμφισβητεί τα λεγόμενά του, αλλά παραθέτει αποσπάσματα από τους χάρτες, ως απόδειξη της εκτενούς τεκμηρίωσης του Ρήγα, διατεινόμενος ταυτόχρονα ότι αγνοεί πότε αυτή πραγματοποιήθηκε. Επίσης, αναφέρει ότι από την χάρτα της Ελλάδος που αποτελείται από 12 φύλλα, τυπωμένη και έγχρωμα, η Ρουμανική Ακαδημία κατέχει ένα αντίτυπο. Υπενθυμίζει ακόμα ότι ο Θ.Α. Πασχαλίδης την έχει επανεκδώσει στο Βουκουρέστι σε δύο σχήματα, μια ακριβή αναπαραγωγή και μια άλλη με επιχρυσωμένες εικόνες, από τις οποίες μερικές σώζονται επίσης στις αποθήκες της Βιβλιοθήκης της Ρουμάνικης Ακαδημίας.
Ο Καμαριανός δίνει άλλο ένα πρωτότυπο στοιχείο: διευκρινίζει ότι το τυπογραφείο όπου το 1797 δημοσιεύτηκε στη Βιέννη ο Χάρτης της Μολδαβίας ήταν εκείνο των αδελφών Πούλιων. Το 1957 έδωσε και μία άλλη άγνωστη πληροφορία: αυτός ο χάρτης γνώρισε και μια δεύτερη έκδοση το 1804, με την παράλειψη του ονόματος του συγγραφέα (καθώς και της προσωπογραφίας του Αλέξανδρου Υψηλάντη, η οποία έχει αντικατασταθεί με τα μέρη της Μολδαβίας έως το Σερέτη). Ο Ν. Καμαριανός δικαιολογεί αυτούς τους ακρωτηριασμούς εξαιτίας της δυσφήμησης που είχε υποστεί μέχρι τότε το όνομα του Ρήγα –παρ’ όλο που η προφορική κυκλοφορία των έργων του αποδεικνύει το αντίθετο– και από το γεγονός ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δεν ηγεμόνευε πια, αλλά βρισκόταν «στη φιλόξενη γη της Ρωσίας».
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι αυτό συνέβαινε όχι μόνο εξαιτίας του φόβου διαιώνισης του ονόματος του Ρήγα, αλλά και από τη συνήθεια της εποχής η οποία επέβαλε πολλές φορές την ανώνυμη έκδοση των έργων. Τέτοιες «πράξεις κανιβαλισμού» ήταν συχνές. Αν πιστέψουμε στον προαναφερθέντα Αλ. Παπαδόπουλο Καλλίμαχο, ο Ρήγας έλαβε το χάρτη της Μολδαβίας από τον Cantemir και εκείνον της Βλαχίας –κατά το N. Iorga– από τον Μοισιόδακα. Ως προς τον Υψηλάντη, αυτός βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και εξαιτίας της αυτομολίας του υιού του Κωνσταντίνου στους Ρώσους θανατώθηκε τον Ιανουάριο του 1807 από τους Τούρκους.
Ο Καμαριανός αναφέρει και την προσωπογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου χαραγμένη σε 1200 αντίγραφα, από τα οποία μόνο δύο είναι γνωστά. Ο ίδιος επισημαίνει ένα άλλο, έγχρωμο, το οποίο φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας [της Ρουμανίας].
Αποφεύγοντας τα κατηγορηματικά συμπεράσματα, ο Καμαριανός παρατηρεί συνετά ότι δεν ξέρουμε τίποτα για τον τρόπο με τον οποίο ο Ρήγας έχει συντάξει τους χάρτες του – λεπτουργική εργασία, μακροχρόνιες έρευνες που δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητες από τους γύρω του. Ολόκληρη η λογοτεχνική και χαρτογραφική παραγωγή του υλοποιήθηκε στη Βιέννη χάρη στην οικονομική βοήθεια που του πρόσφερε η εκεί ελληνική κοινότητα (έμποροι, λογοτέχνες κτλ.). Τα εκατοντάδες αντίτυπα που απεστάλησαν στο Βουκουρέστι αποδεικνύουν, αναμφίβολα, την ύπαρξη ενός άκρως αποτελεσματικού εμπιστευτικού δικτύου. Καθώς παρατηρεί ο ίδιος ο Ν. Καμαριανός, εξαιτίας της φύσεώς τους όλα αυτά τα μυστικά οικοδομήματα έχουν πάρει, μετά τον εξαφανισμό, πάντα τα απόρρητα μαζί.
Το ποιητικό έργο του Ρήγα, το οποίο γνώρισε την ευρύτερη διάδοση, σε χώρο και σε χρόνο και τραγουδιούνταν πάνω στη μελωδία τής Carmagnole, παντού όπου υπήρχαν ελληνικές κοινότητες, από τους επαναστάτες του 1821 μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (στα χαρτάκια της Ελλάδας), είναι ο Θούριος. Μια είδηση της Trompeta Carpaţilor (Σάλπιγγα των Καρπαθίων) του 1870 αποκαλύπτει τον τόπο σύνθεσης του ύμνου: ένα σπίτι στο στενό που κατεβαίνει από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου της Ορκωμοσίας προς τον ποταμό Dâmboviţa (σήμερα οδός I.C. Filitti). Όπως είδαμε, αυτή η διεύθυνση αναφέρεται και αλλού, σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του Ρήγα.
Ο Θούριος τυπώθηκε στη Βιέννη το 1797, αλλά γνώρισε και πολυάριθμα αντίγραφα γραμμένα με το χέρι (ένα του 1809 σε έναν ανάμεικτο κώδικα της Βιβλιοθήκης της Ρουμάνικης Ακαδημίας οφείλεται στο Δ. Αναγνώστη και εντοπίστηκε από τον Al. Elian). Ο Ν. Καμαριανός πιστεύει ότι πρόκειται για αντίγραφο που έγινε με βάση ένα από τα 200 αντίτυπα που απέστειλε ο Ρήγας στη Βλαχία και το οποίο δεν κατασχέθηκε. Ένα χρόνο αργότερα, ο Περραιβός, στενός φίλος του Ρήγα, τον τύπωσε στην Κέρκυρα. Τότε τον δημοσίευσαν σε μετάφραση, μαζί με το Σύνταγμα, και οι Ρώσοι, αλλά υπό τον τίτλο Veliko povelenie (Πρώτη φωνή). Ο Καμαριανός εικάζει ότι οι Ρώσοι είχαν μπροστά τους το χειρόγραφο. Μια προσταγή μεγάλη που ανήκε στον Ρήγα, ενώ η επικεφαλίδα Θούριος οφείλεται στον Περραιβό. Οι περιπέτειες του κειμένου είναι φανερές, αλλά αυτό παρέμεινε, ακόμα και με τις ποικίλες ερμηνείες των γραφέων, τις προσθέσεις και τις αφαιρέσεις, ένα σύμβολο του αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία.
Οι Ρουμάνοι ήταν πολύ ευαίσθητοι στην έκκληση για τη διάδοσή του. Το 1868 ο Gr. H. Grandea τον μεταφράζει στην Albina Pindului (Μέλισσα του Πίνδου), σε ανεπεξέργαστη μορφή (η μετάφραση αναπαράγεται σε αυτόν τον τόμο στο κείμενο του Emil Vîrtosu). Το 1980 δημοσιεύτηκε στα ρουμανικά σε έμμετρη διασκευή, η οποία οφείλεται στον ποιητή Ion Brad.
***
[Στο ρουμάνικο κείμενο καταχωρίζεται ο Θούριος, από την έκδοση του έργου Rigas, un patriot grec din Principate, Bucuresti, Ed. Eminescu, 1980, του Λ. Βρανούση, το οποίο όμως απουσιάζει από την ελληνική μετάφραση του Tudor Dinu.]
***
Το πλήθος των επεισοδίων με το οποίο ασχολήθηκε ο Ν. Καμαριανός αποτέλεσε μια ευπρόσδεκτη αναθεώρηση της χαρισματικής προσωπικότητας του Ρήγα.
Το 1973 η Cornelia Papacostea Danielopol, βαδίζοντας στα ίχνη των περισσότερων Ρουμάνων και Ελλήνων μελετητών, επανέρχεται στο θέμα της μετάφρασης του Σχολείου των ντελικάτων εραστών. Με άλλα λόγια αναρωτιέται αν πρόκειται για «ένα νεανικό αμάρτημα» του ποιητή, όπως έτειναν να πιστέψουν πολλοί ερευνητές ή ήταν ένας τρόπος διάδοσης των «μειζόνων ιδεών» της εποχής. Μακριά από το να είναι μια δουλοπρεπής μετάφραση του έργου του Restif de la Bretonne, το κείμενο έχει πολυάριθμες προσθέσεις που λες και αναδημιουργεί τον φαναριωτικό κόσμο των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Επιπλέον, αυτό αποτέλεσε ένα άμεσο πρότυπο μίμησης. O G. Peşacov το 1812-1815 και ο Ion Beldiman το 1818 το αποδίδουν στα ρουμανικά, ενώ ο Iordache Slӑtineanu, μεταφράζοντας τον Florian, παρεμβάλλει στο κείμενο χωρία από το Σχολείο των εραστών – πολύ διαδεδομένος τρόπος την εποχή εκείνη.
Η Alexandra Anastasiu–Popa σχολιάζει το Σύνταγμα του Ρήγα από τη σκοπιά των ομοεθνών προς τους οποίους απευθυνόταν. Εκείνη την εποχή, οι Έλληνες ήταν οι πιο δεκτικοί στη γαλλική επαναστατική ιδεολογία ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς και το απέδειξαν πρώτοι το 1830 με τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους τους. Το Σύνταγμα είναι λοιπόν μια μερική διασκευή του γαλλικού του 1793 και ταυτόχρονα μια προγραμματική πράξη σχετικά με το μελλοντικό δημοκρατικό Ελληνικό κράτος. Ένα είδος πραγματείας συνταγματικού δικαίου παρά υπέρτατος νόμος, όπως επε σήμανε ο Νότης Μπότσαρης. Οι Έλληνες θα επικρατούσαν, αν το κράτος θα ενσωμάτωνε όλα τα καταδυναστευμένα από τους Τούρκους έθνη. Δεν επρόκειτο, λοιπόν, για ένα εθνικό κράτος, ούτε για ένα ομοσπονδιακό, άλλα για ένα διασυνοριακό έλληνο-βαλκανικό. Ο Ρήγας είχε στο νου του το παράδειγμα της αρχαίας Ελλάδας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Επί αυτού είχε μεταμοσχευθεί ο ακραίος γαλλικός φιλελευθερισμός. Η συγγραφέας διαπιστώνει ορθά ότι επρόκειτο απλώς για μια συναρπαστική ουτοπία.
Πεπεισμένος ότι η ιστορία δεν αποτελεί μόνο ένα παραμύθι για το παρελθόν και ότι πρέπει να γίνει γνωστή στους σύγχρονους, επειδή αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να επαναληφθεί, ο Constantin Iordan θίγει το 1998 το θέμα της πνευματικής κληρονομιάς του Ρήγα μέσω κάποιων βασικών εννοιών, οι οποίες θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν και τη σημερινή ύπαρξη των βαλκανικών λαών: αλληλεγγύη, σύμπραξη, δημιουργία μιας μορφωμένης καθεστηκυίας τάξεως, οικουμενικότητα, τήρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας και δικαιωμάτων λόγου, συνεταιρισμού, σχολικής εκπαίδευσης.
Το ίδιο έτος, σε μια εορταστική εκδήλωση οργανωμένη από την UNESCO, η Olga Cicanci επανάλαβε συνοπτικά τα ουσιώδη στοιχεία του βίου και του έργου του Έλληνα επαναστάτη. Η συγγραφέας είναι πεπεισμένη ότι ο Ρήγας ήταν καϊμακάμης στην Κραγιόβα και καθηγητής της Ηγεμονικής Ακαδημίας του Βουκουρεστίου. Τις απορίες σχετικά με την ιδιότητα του Ρήγα ως γαιοκτήμονα στη Vlaşca και στο Teleorman επιδιώκει να τις ξεκαθαρίσει με προσωπικές αρχειακές έρευνες. Σε αυτό το πλαίσιο, η υπομονετική εξέταση του αρχείου της μονής Σταυρουπόλεως, η οποία γειτνίαζε με τις γαίες του Ρήγα, θα φέρει πιθανόν ευπρόσδεκτες διευκρινίσεις. Δυστυχώς τα αρχεία των προαναφερθέντων νομών δεν περιλαμβάνουν έγγραφα προγενέστερα του έτους 1831. Όπως και οι άλλοι Ρουμάνοι μελετητές, η Olga Cicanci προσπαθεί να εντάξει τον Ρήγα σε ένα ρεύμα, σε μια γενικότερη διάθεση, διότι τα διαβήματά του δεν ήταν μεμονωμένα. Την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν σχέδια ομοσπονδίας ή δημοκρατικής οργάνωσης, επαναστατικές κατηχήσεις, αν και σχοινοτενείς, έργα Γάλλων, Σέρβων, Ρώσων, Ρουμάνων, Ελλήνων ή Ούγγρων.
Κανένας Έλληνας ή Ρουμάνος μελετητής δεν θεωρεί ολοκληρωμένες τις έρευνες περί του Ρήγα. Και δεν πρόκειται μόνον για την ανακάλυψη ενός τυπωμένου αντίγραφου ή ενός αντίτυπου του Θουρίου, του Συντάγματος ή της Διακήρυξης, πάντα πιθανή, αλλά για μια νέα προσέγγιση σχετικά με ό,τι πραγματοποίησε ο Ρήγας στη Βλαχία ή αλλού. Αν γενικά πρέπει να συμφωνήσουμε, αναγκασμένοι από το προφανές ότι δεν ήταν ηγεμονικός γραμματέας, δηλαδή ότι δεν ήταν αυλικός του Νικολάου Μαυρογένη ή του Μιχαήλ Σούτσου, το ενδεχόμενο της παρουσίας του στο κέντρο των γεγονότων διακριτικά, αλλά αποτελεσματικά, ως γραμματικός, όταν ήταν ο θεματοφύλακας της μνήμης του καθημερινού βίου με την συστηματική καταχώρισή του, γίνεται όλο και πιο πιθανό.
Οι σχετικές έρευνες της Lia Brand Chisacof είναι πολύ γόνιμες: σε ένα χειρόγραφο που φυλάσσεται στο Σιμπίου και επισημάνθηκε το 1998 από τον Andrei Pippidi, έχει εντοπίσει ένα πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο που ανήκει στον Ρήγα. Πρόκειται για το Σαγανάκι της Τρέλας, έργο του οποίου το κεντρικό πρόσωπο είναι ο Νικόλαος Μαυρογένης. Η γραφολογική και υφολογική ανάλυση συνδυασμένη με τις σκηνικές οδηγίες στη μετάφραση του Σχολείου των ντελικάτων εραστών έχουν οδηγήσει την Lia Brad Chisacof στον καθορισμό της πατρότητας του κειμένου. Ο Ρήγας εμφανίζεται ως χαιρέκακος, συχνά μοχθηρός παρατηρητής (θα εκφράσει πάλι τις καταστρεπτικές του απόψεις σε εκείνο το εγχειρίδιο Φυσικής –αλλά μόνο στη χειρόγραφη, όχι και στην τυπωμένη μορφή του) της ηγεμονίας εκείνου που παρέμεινε στα ρουμάνικα χρονικά «ως σφάλμα της φύσεως». Αλλά πρέπει να έχουμε υπόψη και ένα άλλο γεγονός: με την ακρίβεια της περιγραφής, τη σκιαγράφηση των προσώπων –από τα οποία μερικά μπορούν να ταυτιστούν στον τότε πραγματικό κόσμο– τη χρήση πολύγλωσσων εκφράσεων (ελληνικών, ρουμανικών, τούρκικων) αποδεικνύεται αναμφισβήτητα ότι ο Ρήγας έζησε στην Ηγεμονική Αυλή, γνώρισε τέλεια την ατμόσφαιρά της, την οποία επιδίωξε να μετουσιώσει καλλιτεχνικά σε ένα θεατρικό έργο. Κατά τη γνώμη της συγγραφέως, ο Ρήγας κατατάσσεται μεταξύ των πρώτων δραματογράφων της νεότερης Ελλάδας. Είχε την πρόθεση να συγκεντρώσει ένα σώμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο οποίο τα αρχαία θέματα επρόκειτο να συμβάλλουν στην αφύπνιση της συνείδησης των συγχρόνων του. Η Lia Brad Chisacof επιμένει και σε μια πτυχή της νοοτροπίας των μεταφραστών της εποχής η οποία δεν έχει τονιστεί αρκετά μέχρι σήμερα, συγκεκριμένα στην περιορισμένη πιστότητα προς το πρωτότυπο. Και τα παραδείγματα αφθονούν: από την απλή εισαγωγή στοιχείων τοπικού κωνσταντινουπολίτικου χρώματος στο Σχολείο των ντελικάτων εραστών μέχρι την τροποποίηση του τέλους σε αίσιο στον σαιξπηρικό Hamlet από τον Ion Barac από το Braşov.
Οι έρευνες περί του βίου και του έργου του Ρήγα Φεραίου, τις οποίες έχουν πραγματοποιήσει ειδήμονες του ελληνικού χώρου ή από τη Ρουμανία, τη Γαλλία, την Αυστρία, τη Γερμανία ή τη Ρωσία συμφωνούν στο εξής: ολόκληρο το έργο του έχει γραφτεί στο ρουμανικό έδαφος, όπου ο Ρήγας έζησε για δώδεκα χρόνια. Αυτό το γεγονός εξηγεί και το ενδιαφέρον πολλών Ρουμάνων ιστορικών –επιμέρους νεοελληνιστών– για τον Έλληνα ήρωα. Ταυτόχρονα είναι αναμφίβολο το γεγονός ότι τα ρουμανικά αρχεία στεγάζουν τις περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Ρήγα. Αυτά αποτελούσαν μέχρι τώρα γόνιμο πεδίο έρευνας και έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστέψουμε ότι θα συνεχίσουν να αποτελούν και στο μέλλον, επειδή διαρκώς εμφανίζονται εργαλεία, λίστες, ευρετήρια, κατάλογοι – στις βιβλιοθήκες και στα αρχεία φυλάσσονται ποικίλες, ανάμεικτες ή καταταγμένες με άλλον τίτλο συλλογές, που επιφανειακά δεν συνδέονται με τον Ρήγα. Γι’ αυτό, οι τυχαίες ανακαλύψεις οι οποίες θα οφείλονται στην όσφρηση των ερευνητών δεν μπορούν να αποκλειστούν. Έτσι, 250 χρόνια μετά το θάνατό του [1798], ο Ρήγας Φεραίος συνεχίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, παραμένοντας ένα ευγενές δέλεαρ για όσους ασχολούνται με την ιστορία του βαλκανικού χώρου στο όριο μεταξύ του αιώνα των Φώτων [Διαφωτισμού] και του αιώνα των Εθνικοτήτων [19ου Αιώνα].