Ένα παιδί μόλις 11 χρόνων βιάζεται ξανά και ξανά από ένα κύκλωμα παιδεραστίας ελάχιστα χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας. Το θρίλερ έχει όλα τα συστατικά για να κάνει νούμερα και κάθε προδιαγραφή για να σακατέψει τα παιδιά ξανά και ξανά, αφού, εκτός από το κοριτσάκι, στην αρένα του θεάματος μπαίνουν τα αδέλφια του, αλλά και τα ανήλικα παιδιά ενός από τους κατηγορούμενους παιδεραστές. Ο βιασμός που αποκαλύπτεται συνεχίζεται επί της οθόνης, όπου ειδικοί και «ειδικοί» αναπαράγουν λεπτομέρειες της υπόθεσης, κάνουν εικασίες, κατασκευάζουν σενάρια, ενώ «ρεπόρτερ» στρατοπεδεύουν έξω από το σπίτι του.
Ίσως σε δύο μόλις φράσεις που χάθηκαν μέσα στον ορυμαγδό πληροφορίας και «πληροφορίας» που μας κατακλύζει συνοψίζεται η τρομερή ένδεια μιας Πολιτείας που αφήνει τα παιδιά απροστάτευτα ακόμα κι αφού έχουν υποστεί το αδιανόητο. «Συμπληρωματική κατάθεση δίνει τώρα η 12χρονη» – η είδηση έπαιζε ως έκτακτο την Τετάρτη, την ώρα που, σύμφωνα με πληροφορίες, το κοριτσάκι μεταφερόταν στη ΓΑΔΑ.
Την ίδια μέρα, η δικηγόρος της οικογένειάς του, Ασπασία Ταραχοπούλου (ΑΝΤ1) δηλώνει: «Το παιδί είναι σε κακή ψυχολογική κατάσταση, όπως και όλη η οικογένεια που έχει κι άλλα παιδιά. Τα στοιχεία τους έχουν γίνει γνωστά σε όλη τη γειτονιά […] μέχρι πριν από λίγες ώρες, εκτός από μια κοινωνική λειτουργό του δήμου, δεν έχει πάει καμία υπηρεσία για στήριξη του παιδιού ή των αδελφών του».
Την Πέμπτη πια έγινε γνωστό ότι το κοριτσάκι και τα ανήλικα αδέλφια του παραμένουν στο Νοσοκομείο Παίδων, προκειμένου να εξεταστούν από παιδοψυχολόγους και να βρουν –επιτέλους– την απαραίτητη στήριξη.
Εθνικό σχέδιο απόν
Μια μέρα νωρίτερα ο υπουργός Επικρατείας, Ακης Σκέρτσος, ανακοινώνει πως «το εθνικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων που έχει εκπονήσει η κυβέρνηση θα έρθει προς συζήτηση στη Βουλή σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων και αμέσως μετά θα τεθεί σε δημόσια διαβούλευση».
Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης είχε ανακοινωθεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό πέρυσι, στις 24 Νοεμβρίου. Οκτώ μήνες μετά, στις 30 Αυγούστου, διαβάζουμε «μετά την έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο, το ΕΣΔ θα αναρτηθεί στο opengov για δημόσια διαβούλευση». Εκτοτε η τύχη του αγνοούνταν μέχρι που με τραγικό τρόπο ήρθε ξανά στο προσκήνιο. Ωστόσο, και μέχρι να αρχίσει έστω να υλοποιείται εν μέρει, τα παιδιά που πέφτουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης παραμένουν τραγικά μόνα και απροστάτευτα. Δυστυχώς, το 12χρονο κορίτσι που είναι μόνο, όπως η ίδια η δικηγόρος της οικογένειας αναφέρει, δεν είναι το μόνο.
Οι περισσότεροι, ακριβώς επειδή η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών μάς τρομοκρατεί, θέλουμε να πιστεύουμε πως είναι κάτι σπάνιο. Ωστόσο, τα στοιχεία μάς διαψεύδουν. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, περίπου ένα στα πέντε παιδιά πέφτει θύμα κάποιας μορφής σεξουαλικής βίας ή κακοποίησης, ενώ στις έρευνες του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού για την Ελλάδα βρίσκεται πως ένα στα έξι παιδιά θα έχει μία τουλάχιστον εμπειρία σεξουαλικής θυματοποίησης.
Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών παρομοιάζεται με βουβή μάστιγα και οι ειδικοί κάνουν λόγο για την κορυφή μόλις του παγόβουνου που αποκαλύπτεται κάθε φορά που μια τέτοια υπόθεση φτάνει στη δημοσιότητα. Ωστόσο, θα ήταν εξίσου λάθος να συναγάγει κανείς πως «γεμίσαμε παιδοβιαστές», αφού, όπως αναφέρουν οι Νικολαΐδης και Βασιλακοπούλου σε υπό έκδοση επιστημονική δημοσίευσή τους («Ψυχιατροδικαστική Κοινωνική Εργασία», ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις), «οι έρευνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό δείχνουν ότι η σεξουαλική παραβίαση των παιδιών έχει περίπου παρόμοια ποσοστά στις διάφορες κοινωνίες, σε αγροτικές και αστικές περιοχές, και δεν φαίνεται να αλλάζουν αισθητά συν τω χρόνω. Η αίσθηση που δημιουργείται τις τελευταίες δεκαετίες πως “γεμίσαμε παιδόφιλους” δημιουργείται μάλλον επειδή πλέον τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερα θύματα βρίσκουν το θάρρος να μιλήσουν, να καταγγείλουν και έτσι τα κρούσματα γίνονται γνωστά, ενώ σε πιο παραδοσιακές κοινωνίες έπαιρναν το ένοχο μυστικό στον τάφο τους».
Υπερεκτιμήσεις και υποεκτιμήσεις
«Είναι φυσικό τα εγκλήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών να προκαλούν αποτροπιασμό αλλά και τεράστιο φόβο στην κοινή γνώμη. Ωστόσο, επικρατεί η τάση μεμονωμένα περιστατικά να αντιμετωπίζονται σε πανγενικεύουσες “αλήθειες”! Αυτή η τάση οδηγεί σε υπερεκτιμήσεις ή υποεκτιμήσεις παραμέτρων των ζητημάτων που ανακύπτουν κάθε φορά. Εχουμε την τάση να υπερβάλλουμε στιγμιαία και να ξεχνάμε σύντομα. Επιπρόσθετα, επειδή τα συναφή εγκλήματα συντελούνται συνήθως σε “τόπους” και “χώρους” ιδιωτικούς και άρα απαραβίαστους, δεν μπορούμε με βεβαιότητα να επιχειρηματολογήσουμε για την αύξηση ή τη μείωσή τους. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την πραγματική έκταση του φαινομένου. Επιπρόσθετα, σήμερα, η “διαρροή” της εγκληματικότητας στο διαδίκτυο, σε έναν εν τοις πράγμασι “ου τόπον”, δυσκολεύει τις σχετικές αναλύσεις. Το σίγουρο είναι πως η κοινή γνώμη είναι σήμερα περισσότερο υποψιασμένη, ενήμερη και ευαισθητοποιημένη σε τέτοια ζητήματα, εξ ου και η μεγαλύτερη “έκθεση” σχετικών αδικημάτων από τα ΜΜΕ τα οποία ως γνωστόν ανταποκρίνονται στα αιτήματα των καιρών, αν και συνήθως καθ’ υπερβολήν».
Επένδυση στην παιδεία
Στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και παντού στις συντροφιές το θέμα κυριαρχεί – κυρίως ανάμεσα σε γονείς που νιώθουν απειλή και τρόμο για τα παιδιά τους. Σε ένα τέτοιο κλίμα, οι άνθρωποι δημόσια όχι μόνο ζητούν ακόμα αυστηρότερες ποινές για τους δράστες ως απάντηση στο αποτρόπαιο έγκλημα, αλλά δεν διστάζουν να κάνουν λόγο ακόμα και για επαναφορά της θανατικής ποινής ή και αυτοδικία.
«Υπάρχει στην Ελλάδα αντεγκληματική πολιτική που να εστιάζει σε αυτά ακριβώς τα ειδεχθή εγκλήματα;» ρωτήσαμε την κ. Τσίγκανου. «Η ποινική αντιμετώπιση των ειδεχθών εγκλημάτων στη χώρα μας είναι επαρκής, το ίδιο και οι μηχανισμοί προστασίας των ανηλίκων σύμφωνα και με τα διεθνώς κρατούντα. Η περαιτέρω αυστηροποίηση της νομοθεσίας –και με βάση τα ιστορικά τεκμήρια– δεν αναμένεται να αποδώσει περισσότερους καρπούς. Αντιθέτως, η επένδυση στην παιδεία θα μπορούσε να αλλάξει δραστικά το τοπίο. Η λύση δεν βρίσκεται σε μια ανταποδοτική ποινική Δικαιοσύνη αλλά στην ενίσχυση της επανορθωτικής της λειτουργίας».
Ξένη Δημητρίου:
«Παραβιάζουμε σχεδόν όλες τις διεθνείς συμβάσεις
για τα Δικαιώματα του Παιδιού»
Από τις πρώτες γυναίκες εισαγγελείς στη χώρα, ήταν η μακροβιότερη εισαγγελέας Ανηλίκων στην Αθήνα και στη συνέχεια εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η Ξένη Δημητρίου αφιέρωσε μεγάλο μέρος της δράσης της στη δημιουργία μιας φιλικής προς τα παιδιά Δικαιοσύνης και δεν έχει σταματήσει να αγωνίζεται για την προστασία των παιδιών θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης, που στην Ελλάδα θυματοποιούνται συστημικά, ακόμα και μετά την υποτιθέμενη διάσωσή τους.
«Δεν είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε το παιδί σαν κοινωνία, αλλά και δεν το έχουμε εφοδιάσει με γνώσεις. Στη Γερμανία η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση ξεκινά από το νηπιαγωγείο», μας λέει η κ. Δημητρίου, αφού πριν μας έχει εξηγήσει ένα προς ένα όλα τα άρθρα όχι μόνο των συμβάσεων για την προστασία του παιδιού, αλλά και του ποινικού κώδικα που το προστατεύουν και που αυτές τις μέρες έχουν γίνει κουρελόχαρτο.
«Το παιδί “φωτογραφίζεται” στα ρεπορτάζ, τα κανάλια είναι έξω από το σπίτι του, συνεχώς αναπαράγεται το τι υπέστη, τι είπε ακριβώς στην κατάθεσή του. Αυτά τα στοιχεία έχουν βγει από τη δικογραφία, ατόφια. Ο ποινικός κώδικας (352β) προβλέπει ότι όποιος δημοσιοποιεί περιστατικά που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν την ταυτότητα του ανήλικου θύματος τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη. Δευτερογενή κακοποίηση του παιδιού επίσης συνιστά το γεγονός ότι αφήνουμε να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά την ιστορία του αβοήθητο στο σπίτι».
Εχοντας τεράστια εμπειρία με παιδιά που κακοποιήθηκαν, η κ. Δημητρίου επισημαίνει πως «αν γνώριζαν τι θα υποστούν στη συνέχεια, δεν θα είχαν αναφέρει την κακοποίησή τους. Προτρέπουμε την καταγγελία, αλλά, χωρίς στήριξη και υποστήριξη, δεν ξέρω αν βοηθούνται τα θύματα».
Μιλώντας για το 12χρονο κοριτσάκι, «ένα παιδί πολυτραυματισμένο κι αβοήθητο, χωρίς θεραπεία», όπως τονίζει η κ. Δημήτριου, η έμπειρη δικαστικός μιλά για την αποτυχία της χώρας να προστατεύει τα παιδιά από κάθε μορφή σεξουαλικής εκμετάλλευσης και βίας, αλλά και να πάρει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διευκολύνει τη σωματική και ψυχολογική ανάρρωση και την κοινωνική επανένταξη κάθε παιδιού-θύματος σε περιβάλλον που ευνοεί την υγεία, τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπειά του.
«Προστατεύσαμε αυτό το παιδί από όλες αυτές τις παγίδες; Είμαστε ήσυχοι με τη συνείδησή μας ότι έχουμε τηρήσει τις υποχρεώσεις μας απέναντί του; Τα άλλα παιδιά, αυτά των θυτών, τα προστατεύουμε; Εχουμε σκεφτεί πώς θα πηγαίνουν σχολείο και πώς θα λειτουργούν στην κοινωνία; Εχουμε παραβιάσει σχεδόν όλες τις διατάξεις της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού και της Σύμβασης Λανζαρότε για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και Κακοποίηση – και οι δύο Συμβάσεις αποτελούν και εσωτερικό δίκαιο».
Η κ. Δημητρίου υπογραμμίζει πως, ενώ από το 2017 προβλέπεται η ίδρυση πέντε «Σπιτιών του Παιδιού» και πριν από έναν χρόνο εγκαινιάστηκε αυτό της Αθήνας, ωστόσο δεν χειρίζεται αποκλειστικά ως όφειλε υποθέσεις θυματοποιημένων ανηλίκων – αντιθέτως, αυτά τα περιστατικά τα χειρίζεται η αστυνομία.
«Η Αστυνομία Ανηλίκων δημιουργήθηκε το 1985 με δικές μου ενέργειες και της κ. Βασιλάκη και εκτιμώ τις προσπάθειές της, αλλά ένα παιδί που περνάει από το τρομακτικό κτίριο της ΓΑΔΑ ή που πηγαίνει στον χώρο όπου έγιναν τα περιστατικά ή έρχεται σε αντιπαράθεση με τους συλληφθέντες επανατραυματίζεται. Το καλοκαίρι επισκέφθηκα το πρότυπο “Σπίτι του Παιδιού” στο Ρέικιαβικ – οι άνθρωποι εκεί δεν παίρνουν καν κατάθεση αν το παιδί χρειάζεται πρώτα θεραπεία. Στις άλλες χώρες δεν πάει το παιδί στους φορείς, αλλά οι φορείς το επισκέπτονται σε ένα προστατευτικό περιβάλλον. Στην Ελλάδα έχουμε ένα πολύ καλό νομοθετικό πλαίσιο, αλλά δεν έχουμε τις υποδομές και δεν έχουμε εκπαιδευθεί στη συνεργασία των φορέων μιας πολυκερματισμένης παιδικής προστασίας».
«Τα παιδιά θύματα σεξουαλικής βίας και εκμετάλλευσης δικαιούνται κάθε μέτρου προστασίας από τις οργανωμένες κοινωνίες. Ανάμεσα στα άλλα οι κοινωνίες τούς οφείλουν αποτελεσματική προστασία από το αδηφάγο “βλέμμα” των ΜΜΕ και της έκθεσής τους στο μικρο- και μακρο-περιβάλλον τους, καθώς κάτι τέτοιο όποτε συμβαίνει έχει βαριές και μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των θυμάτων. Σε αυτό το πνεύμα παλαιότερα σε ανάλογες υποθέσεις και στην Ελλάδα ο Συνήγορος του Παιδιού σε συνεργασία με το ΕΣΡ είχε εκδώσει άμεσα απαγορευτική εντολή για τη δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων και ηδονοβλεπτικού χαρακτήρα λεπτομερών περιγραφών εγκλημάτων σεξουαλικής φύσης κατά ανηλίκων. Ευελπιστώ να γίνει άμεσα κάτι ανάλογο και να πάψει η απαράδεκτη εικόνα των συνεργείων των ΜΜΕ που ξημεροβραδιάζονται έξω από το σπίτι της ανήλικης».
Ωστόσο, όπως εξηγεί ο κ. Νικολαΐδης, απαιτείται και αποτελεσματική προστασία των παιδιών από τις δικανικές διαδικασίες «ώστε τα θύματα να μη μετατραπούν σε κατηγορούμενους ή και ήδη καταδικασθέντες από το “δημόσιο βλέμμα”. Για παράδειγμα, σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης υπάρχουν και λειτουργούν ενοποιημένοι μηχανισμοί και υπηρεσίες στις οποίες εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές, κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες υγείας από κοινού εξετάζουν το παιδί-θύμα μια φορά με βάση προτυποποιημένα πρωτόκολλα δικανικής συνέντευξης, η εξέταση αυτή είναι μία και μόνη χωρίς καμία από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες να καλεί το παιδί-θύμα πριν ή μετά ξανά και ξανά, το αποτέλεσμα της εξέτασης καταγράφεται ηλεκτρονικά και είναι πειστήριο στη μετέπειτα εξέλιξη της δικανικής διαδικασίας». Οπως τονίζει ο κ. Νικολαΐδης, πάνω από 15 τέτοιες μονάδες λειτουργούν στην Τουρκία, 5 στη Βουλγαρία και μία στα Τίρανα. Στην Ελλάδα, όπου δυστυχώς ακόμα δεν λειτουργεί καμία τέτοια μονάδα, «τα παιδιά-θύματα κακοποιούνται από τις υπηρεσίες καθώς κατά μέσο όρο καλούνται να επαναλάβουν με λεπτομέρειες τα τραυματικά τους βιώματα 14 φορές».
*ψυχίατρου, διευθυντή Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, τ. προέδρου της Επιτροπής Λανζαρότε του Συμβουλίου της Ευρώπης
«Δεν διαθέτουμε μια συνεκτική στρατηγική
για την καταπολέμηση της βίας σε βάρος των παιδιών»
Θεώνη Κουφονικολακάκου βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού, πρ. πρόεδρος του ευρωπαϊκού Δικτύου Συνηγόρων του Παιδιού ▸ Εχουμε επισημάνει κρίσιμες ελλείψεις -σοβαρή υποστελέχωση, απουσία συστηματικής εκπαίδευσης επαγγελματιών και επιστημονικής εποπτείας- στη λειτουργία των κοινωνικών υπηρεσιών αλλά και των δημόσιων δομών ψυχικής υγείας
● Η τραγική ιστορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης του 12χρονου κοριτσιού αποκαλύπτει και μια σειρά από άλλες παθογένειες που αφορούν την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική κακοποίηση. Υπάρχουν μηχανισμοί παιδικής προστασίας σε επίπεδο σχολικής κοινότητας και ποιοι είναι αυτοί;
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει συστηματική και υποχρεωτική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην αναγνώριση του φαινομένου, ούτε έχει θεσμοθετηθεί η χρήση ενός ενιαίου πρωτοκόλλου αναγνώρισης και διαχείρισης της κακοποίησης/παραμέλησης για όλους τους επαγγελματίες. Οι επαγγελματίες που εργάζονται στο σχολείο διστάζουν συχνά να ενεργοποιήσουν τη διαδικασία αναφοράς περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας λόγω του φόβου εμπλοκής τους σε μακροχρόνιες και ψυχοφθόρες δικαστικές διαδικασίες. Για τον λόγο αυτό ο Συνήγορος έχει προτείνει τη θεσμοθέτηση του ακαταδίωκτου των επαγγελματιών που διατυπώνουν υπόνοια κακοποίησης, όπως εξάλλου έγινε πρόσφατα για τους υπεύθυνους παιδικής προστασίας μονάδων προσχολικής αγωγής, κατασκηνώσεων, ΚΔΑΠ, ιδρυμάτων.
Το παιδί δεν μπορεί να αναρρώσει και να διαχειριστεί το τραύμα όταν εκτίθενται στοιχεία που οδηγούν στην ταυτοποίησή του και όταν επαναλαμβάνονται διαρκώς οι λεπτομέρειες της κακοποίησής του
Επιπλέον, για την έγκαιρη αναγνώριση του φαινομένου χρειάζεται να καλλιεργηθεί μία ουσιαστική σχέση εμπιστοσύνης με τα ίδια τα παιδιά, να τους δίνεται ο χώρος και ο χρόνος να μιλούν και να εκφράζονται στο σχολείο. Τα παιδιά από μικρή ηλικία πρέπει να μαθαίνουν για τα δικαιώματά τους και να εκπαιδεύονται μέσω και της σεξουαλικής αγωγής. Κρίσιμη είναι και η εξασφάλιση της παρουσίας ψυχολόγων σε όλα τα σχολεία σταθερά, όχι δηλαδή με επισκέψεις μία φορά την εβδομάδα και με σύμβαση λίγων μηνών, ενώ θα πρέπει οι σχολικές μονάδες να πλαισιώνονται από άλλες, καλά στελεχωμένες υπηρεσίες στην κοινότητα, ιδίως στις Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων των Δήμων. Δυστυχώς, ούτε κι αυτή η συνθήκη υπάρχει.
● Ποια είναι η εμπειρία από καλές πρακτικές σε άλλες χώρες και τι (δεν) κάνει η Ελλάδα;
Σύμφωνα με την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ –όπως προκύπτει και από τις καταληκτικές παρατηρήσεις της για τη χώρα, τον Ιούνιο του 2022– η Ελλάδα δεν διαθέτει μια συνεκτική στρατηγική για την καταπολέμηση όλων των μορφών βίας σε βάρος των παιδιών. Aπό έρευνα που πραγματοποίησε ο Συνήγορος το 2020, προέκυψαν κρίσιμες ελλείψεις στο σύστημα λειτουργίας κοινωνικών υπηρεσιών.
Ενδεικτικά, ο Δήμος Αθηναίων, στο ερώτημα για τις υποθέσεις/οικογένειες που χρήζουν παρακολούθησης σε βάθος χρόνου, είχε απαντήσει πως τα περιστατικά που χρήζουν παρακολούθησης ανέρχονται σε 70-100, πλην όμως η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία δύναται να παρακολουθήσει μέχρι 20. Στο σκέλος της διερεύνησης ο Συνήγορος έχει επισημάνει τη σοβαρή υποστελέχωση, απουσία διαδικασίας συστηματικής εκπαίδευσης των επαγγελματιών και σχεδόν πλήρη απουσία επιστημονικής εποπτείας, καθώς και έλλειψη διεπιστημονικότητας στη στελέχωση.
Δεν υπάρχει ενιαία πολιτική παιδικής προστασίας στη χώρα, ούτε καθηκοντολόγιο για τους επαγγελματίες που στελεχώνουν τις Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων, όπου υφίστανται αυτές. Περαιτέρω ανεπάρκεια, υποστελέχωση και προβλήματα παρατηρούνται και στις δημόσιες δομές ψυχικής υγείας που είναι οι καθ’ ύλην αρμόδιες για την ψυχοθεραπευτική διασύνδεση της οικογένειας και των παιδιών θυμάτων.
Επίσης, η χώρα μας δεν διαθέτει ένα ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών κακοποίησης-παραμέλησης σε βάρος των παιδιών και της εξέλιξής τους. Επομένως, δεν έχουμε πλήρη εικόνα της έκτασης και της έντασης του φαινομένου.
Χρειαζόμαστε μια συνεκτική, συμπεριληπτική και βιώσιμη –δηλαδή στηριγμένη σε ασφαλείς χρηματοδοτικούς πόρους του τακτικού προϋπολογισμού και όχι σε προγράμματα– στρατηγική προστασίας.
● Το κοριτσάκι αυτό θα πρέπει με κάποιο τρόπο να συνεχίσει τη ζωή του. Αναρωτιέμαι τι επιπτώσεις έχει στο ίδιο, αλλά και στα παιδιά της σχολικής κοινότητας όλη αυτή η υπερέκθεση της υπόθεσης στα ΜΜΕ και μάλιστα με τρόπο κανιβαλιστικό και αν και πώς επηρεάζει όλα τα παιδιά, που μάλλον έντρομα παρακολουθούν από τα σπίτια τους.
Γενικά, στο ζήτημα της προστασίας των παιδιών από τη δημοσιότητα, ο Συνήγορος έχει παρέμβει σε πολλές περιπτώσεις ζητώντας τον σεβασμό της ιδιωτικότητας του παιδιού, που αυτονόητα δεν μπορεί να αναρρώσει και να διαχειριστεί το τραύμα όταν εκτίθενται στοιχεία που οδηγούν στην ταυτοποίησή του και όταν επαναλαμβάνονται διαρκώς οι λεπτομέρειες της κακοποίησής του.
Το παιδί πρέπει να ξανασταθεί στα πόδια του, να ξαναπάει στο σχολείο και να κοινωνικοποιηθεί. Είναι αναγκαίο να του εξασφαλίσουμε τον χώρο για να το κάνει αυτό, προστατεύοντάς το από το στίγμα – είναι η υποχρέωση της χώρας με βάση τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Στη δευτερογενή θυματοποίηση του παιδιού, ωστόσο, συντελούν και οι πολλαπλές δικανικές εξετάσεις, καθώς και η τοποθέτηση σε ιδρύματα, που είναι εκ των πραγμάτων κακοποιητικά λόγω της απουσίας προσώπων συναισθηματικής αναφοράς για το παιδί. Επομένως, είναι αναγκαία και η αναβάθμιση του θεσμού της αναδοχής και η υλοποίηση του θεσμού της επαγγελματικής αναδοχής στη χώρα μας.