Άρθρα Ιστορία

“Το μυστικό του Βάλτου” / γράφει ο Τάσος Κωστόπουλος

Το οθωμανικό πυροβολικό εν δράσει κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Δέκα χρόνια μετά, Ελληνες και Τούρκοι συνεργάστηκαν για την εκκαθάριση της λίμνης των Γενιτσών

.

«Ήλθομεν δι’ άμυναν κατά εχθρού ωργανωμένου, κατέχοντος άπαν το έδαφος και πάσας τας ψυχάς»

Λάμπρος Κορομηλάς (πρόξενος Θεσσαλονίκης) προς τον μακεδονομάχο καπετάν Ακρίτα, 7/6/1905

Διαβάζοντας τα «Μυστικά του Βάλτου», το δημοφιλέστερο ιστορικό μυθιστόρημα της νεοελληνικής γραμματείας, ο προσεκτικός αναγνώστης μένει συνήθως με την απορία για το απότομο (και σε μεγάλο βαθμό ανεξήγητο) τέλος της εθνικής εξόρμησης που περιγράφεται στις σελίδες του.

Αντικείμενο του βιβλίου της Πηνελόπης Δέλτα αποτελεί, ως γνωστόν, η αιματηρή αναμέτρηση μακεδονομάχων και κομιτατζήδων το 1906-1907 στις ελώδεις εκτάσεις της τότε λίμνης των Γενιτσών (νυν Γιαννιτσά).

Η αφήγηση ξεκινά με την άφιξη στην περιοχή του ανθυποπλοίαρχου Ιωάννη Δεμέστιχα (27/9/1906), μετέπειτα βενιζελικού αρχιπραξικοπηματία το 1935· κλείνει δε με την παγίδευση και εξόντωση του Μωραΐτη αξιωματικού Τέλλου Αγαπηνού ή καπετάν Άγρα (7/6/1907) και τη δύσθυμη αποχώρηση των συντρόφων του για την Ελλάδα το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς – «με κάποια απογοήτευση, μαζί κι ένα παράπονο, πως είχε αποτελματωθεί ο Αγώνας, πως δράση στο Βάλτο δεν είχε πια, πως οι ηρωικές σελίδες, με τις μάχες και τις νίκες, είχαν κλείσει» (σ. 556).

Οι λόγοι αυτής της «αποτελμάτωσης» δεν εξηγούνται στο βιβλίο.

Και πολύ λογικά, με δεδομένο τον απροκάλυπτα φρονηματιστικό χαρακτήρα του.

Από την άποψη της εθνικής κατήχησης, θα ήταν, γαρ, μάλλον αντιπαραγωγικό να εξηγήσεις στα ελληνόπουλα (αλλά και στους ενήλικους συμπατριώτες μας) πως ο αγώνας στον Βάλτο έληξε νικηφόρα όταν (και επειδή) οι ημέτεροι «ιππότες του σταυρού» έδρασαν ως άτακτη επικουρία των στρατευμάτων του σουλτάνου, ξεκαθαρίζοντας την περιοχή από τους επαναστατημένους ντόπιους χριστιανούς.

Γιατί αυτό ακριβώς συνέβη τον Μάιο του 1907: μια κοινή ελληνοτουρκική στρατιωτική επιχείρηση, με την οποία οι φιλοβούλγαροι αντάρτες (κομιτατζήδες) της περιοχής εκτοπίστηκαν από τα κρησφύγετά τους, απαλλάσσοντας προσωρινά τους μπέηδες του κάμπου από τον βραχνά της επαναστατικής τρομοκρατίας.

Ως λογοτέχνης, η Δέλτα δεν δεσμευόταν φυσικά από την υποχρέωση ειλικρίνειας του ιστορικού.

Την ίδια όμως πολιτική αυτολογοκρισίας και αποσιώπησης έχει ακολουθήσει στο συγκεκριμένο ζήτημα και το μεγαλύτερο μέρος της καθ’ ύλην αρμόδιας, εθνικά ορθής επιστημονικής κοινότητας.

Ο χαρακτήρας του Μακεδονικού Αγώνα ως πολύμορφης σύμπραξης οθωμανικού κράτους, μουσουλμάνων μπέηδων και Ελλήνων παραστρατιωτικών για την καταστολή του επαναστατικού κινήματος των σλαβόφωνων αγροτών της Μακεδονίας αποτελεί μέχρι τις μέρες μας ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της εγχώριας ιστοριογραφίας.

Τιμώντας με τον τρόπο της την 110η επέτειο του τερματισμού της πιο διάσημης (χάρη ακριβώς στα «Μυστικά») πτυχής του Μακεδονικού Αγώνα, η στήλη επικεντρώνεται σήμερα σ’ αυτήν ακριβώς τη συσκοτισμένη «λεπτομέρεια» της εθνικής μας ιστορίας.

Για λόγους χώρου θα περιοριστούμε μόνο στην περιοχή του Βάλτου, υποσημειώνοντας πάντως ότι ανάλογα τεκμήρια αφθονούν για κάθε επιμέρους υποπεριοχή της ίδιας αναμέτρησης.

Στην υπηρεσία των μπέηδων

Ο Τούρκος τσιφλικάς Χαλίλ μπέης, ιδιοκτήτης του Διαβατού, ποζάρει στον φακό με τους Έλληνες μακεδονομάχους συνεργάτες τουΣΠ. ΚΑΡΑΒΑΣ, ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (Αθήνα 2014)

Κυρίαρχη αντίθεση στην περιοχή των Γενιτσών, που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές επιλογές των κατοίκων, ήταν η οξύτατη μορφή του αγροτικού ζητήματος.

Ολα ανεξαιρέτως τα χωριά του κάμπου στα βόρεια, δυτικά και ανατολικά της λίμνης ήταν σλαβόφωνα τσιφλίκια με μουσουλμάνους, Έλληνες, Εβραίους ή Λεβαντίνους ιδιοκτήτες· στα νότια ήταν ελληνόφωνα μεν, επίσης όμως τσιφλίκια.

Οπως και σε άλλα μέρη της Μακεδονίας, πολλοί χωρικοί εντάχθηκαν ως κομιτατζήδες στις γραμμές της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), ακριβώς επειδή το ριζοσπαστικό πρόγραμμά της επαγγελλόταν τη μελλοντική διανομή της γης στους καλλιεργητές, καθώς και άμεσα μέτρα για την προσωρινή ανακούφισή τους (βλ. αναλυτικά σε Kostopoulos 2016).

Το αποτέλεσμα αυτής της στράτευσης αποτυπώνεται ευκρινέστατα στις πηγές.

«Ολα τα χωριά του κάμπου της Ναούσης, πολύ φανατικά τότε, ήσαν με το μέρος των ως σιδηρούν παραπέτασμα», σημειώνει για τους κομιτατζήδες στις αναμνήσεις του ένας παλιός μακεδονομάχος (Ιωάννης Υψηλάντης, «Ο Μακεδονικός Αγών», Θεσ/νίκη 1961, σ. 9).

Εξίσου σαφής, ο Ελληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη (και αρχιτέκτονας του Αγώνα), Λάμπρος Κορομηλάς, θα υπενθυμίσει σ’ έναν υφιστάμενό του υπολοχαγό πως «ήλθομεν δι’ άμυναν κατά εχθρού ωργανωμένου, κατέχοντος άπαν το έδαφος και πάσας τας ψυχάς» (Κων/νος Μαζαράκης-Αινιάν, «Ο Μακεδονικός Αγών. Αναμνήσεις», Θεσ/νίκη 1963, σ. 95).

Οσο για την τρομοκρατία των κομιτατζήδων, που σε πολλά θυμίζει (τόσο ως πραγματική πρακτική όσο και ως μυθολογία των αντιπάλων της) τις αντίστοιχες μεταγενέστερες επιδόσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, ο Κορομηλάς είναι και εδώ εξίσου σαφής: ο περίφημος βοεβόδας Αποστόλ Πετκόφ γράφει, διαφεύγει την συντονισμένη ελληνοτουρκική καταδίωξη χάρη στο γεγονός ότι «τον αγαπά και τον τρέμει συνάμα η ύπαιθρος χώρα» (ΙΑΥΕ 1904/73, Λ. Κορομηλάς προς Υπ.Εξ., Εν Θεσ/νίκη 5/8/1904, αρ. 435 εμπ.).

Η ελληνική εξόρμηση, από την άλλη, ήταν πρακτικά αδύνατο να υιοθετήσει ένα ανάλογο απελευθερωτικό πρόταγμα.

Οχι μόνο επειδή οι άκρως συντηρητικοί αξιωματικοί και διπλωμάτες που την πλαισίωσαν διέπονταν από μια κοσμοαντίληψη προσκολλημένη στην πάση θυσία προάσπιση του υφιστάμενου κοινωνικού καθεστώτος – σε αντίθεση με τους αναρχοκομμουνιστές ή ριζοσπάστες «δασκαλάκους» της μακεδονικής ενδοχώρας, που συγκρότησαν και στελέχωναν την ΕΜΕΟ.

Αλλά και για λόγους καθαρά πρακτικούς, δεδομένου ότι κοινωνικά στηρίγματά της υπήρξαν όσοι ακριβώς απειλούνταν από τον κλονισμό του status quo: γαιοκτήμονες, έμποροι και τοκογλύφοι των αστικών κέντρων, αλλά και εύποροι αγρότες που δυσφορούσαν για την «επαναστατική φορολογία» εκ μέρους των κομιτατζήδων και την ανατροπή των κοινωνικών ιεραρχιών που επέφερε η μακεδονική επανάσταση στο εσωτερικό των κοινοτήτων.

Οι μακεδονομάχοι πάλεψαν έτσι στην πράξη για την καθυπόταξη των εξεγερμένων κολίγων, με τα ανάλογα -φυσικά- τυχερά.

«Στο δρόμο που περνούσαμε ανάμεσα απ’ τα χωριά και τα τούρκικα τσιφλίκια», θυμάται χαρακτηριστικά ο Μανιάτης υπαξιωματικός Παναγιώτης Παπατζανετέας για κάποια επιχείρηση στον κάμπο των Γιαννιτσών, «μας βρίσκαν οι Τούρκοι, κάτι μπέηδες και μας λέγαν να μας φιλέψουν» («Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα», Θεσ/νίκη 1960, σ. 14).

Ο Χαλίλ Μπέης, ιδιοκτήτης του Διαβατού της Βέροιας, τροφοδοτεί τα ελληνικά σώματα του Βάλτου, φιλοξενεί στη βίλα του τον καπετάν Αγρα και κρύβει την ανταρτοομάδα του καπετάν Κόρακα στο χαρέμι του.

Ενας άλλος τσιφλικάς, ο Εμίν Αγάς, συνεννοείται για την κατασκευή ελληνικών ορμητηρίων στο τμήμα της λίμνης που αποτελεί ιδιοκτησία του, φιλοξενεί στο κτήμα του τον οπλαρχηγό Κλάπα και στέλνει χέλια για πεσκέσι στον καπετάν Ακρίτα.

Οσο για τη στάση των επίσημων αρχών, αποκαλυπτική είναι η αδημοσίευτη αφήγηση του υποπλοιάρχου Γεωργίου Κακουλίδη, συντονιστή του Αγώνα στο προξενείο Θεσσαλονίκης, προς την Πηνελόπη Δέλτα:

«Οι Τούρκοι κρυφά ευνοούσαν τους Ελληνες. Ο [γενικός επιθεωρητής των μακεδονικών βιλαετίων] Χιλμή πασσάς έλεγε με συγκεκαλυμμένες φράσεις στον Κορομηλά: “Τζάνεμ, κάνετε ό,τι θέλετε, μα μην κάνετε σαματά μεγάλο και μάχες, γιατί τότε θ’ αναγκαστώ να σας χτυπήσω. Εχω βλέπεις τους ξένους από πάνω μου που βλέπουν…”»

(χειρόγραφο στην κατοχή του Αλέκου Π. Ζάννα, σ. 8-9).

Ελληνοτουρκικές επιχειρήσεις

Έλληνες μακεδονομάχοι (πάνω) και Τούρκοι στρατιώτες (κάτω) στον Βάλτο των ΓενιτσώνASKERİ MÜZE, MUHAREBE KONULU RESİM SERGİSİ (Κων/λη 1994)

Αποκορύφωμα της ελληνοτουρκικής συνεργασίας κατά της ΕΜΕΟ αποτέλεσε η διεξαγωγή κοινών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στον Βάλτο από στρατό και μακεδονομάχους.

Συνεργασία που κράτησε μια ολόκληρη διετία, δίχως να επηρεαστεί από τις συχνές εναλλαγές στην ηγεσία και την επάνδρωση των εκεί ελληνικών σωμάτων.

Το πρώτο βήμα σημειώθηκε το φθινόπωρο του 1905, όταν τα καταφύγια της ΕΜΕΟ στη λίμνη δέχτηκαν συνδυασμένη επίθεση από δυο πλευρές.«Συνεννοηθείς μετά του κουμαντάρη Γκαλή-πασά», εξηγεί το 1909 σε αυτοβιογραφική αναφορά του προς την αρμόδια επιτροπή του ελληνικού υπουργείου Στρατιωτικών ο ντόπιος μακεδονομάχος [και πρώην κομιτατζής] Γκόνος Γιώτας, «περιεκύκλωσα τας Βουλγαρικάς καλύβας έξωθεν διά του στρατού. Εσωθεν δε προσβληθέντες υπό των ανδρών του [Ρουμελιώτη καπετάν] Πετρίλου, περιήλθον εις τοιαύτην αμηχανίαν οι Βούλγαροι, ώστε εγκατέλειψαν την καλύβην του Τσέκρι αφήσαντες εν αυτή και τρεις νεκρούς» (Τιμοθεάδης 1993, σ. 17).

Στις αρχές του 1906, σύμφωνα με την ίδια πηγή, η σύμπραξη επεκτάθηκε: «Τη συναινέσει του Κέντρου, συνεννοηθείς εκ δευτέρου μετά του Κουμαντάρ Χαβούζ-Μπέη, παρέλαβον πέντε άνδρας και συνηνώθην μετά του στρατού διά περιπολίαν προς ανακάλυψιν κομιτατζήδων και αποθηκών πολεμοφοδίων αυτών. Αποτέλεσμα ταύτης υπήρξε η ανακάλυψις 25 όπλων και δύο αποθηκών κενών, εχόντων μόνον πέντε κάπας και δύο βόμβας. Το κυριώτερον όμως υπήρξεν η φυλάκισις επί 6μηνίαν ολόκληρον 35 φανατικών Βουλγάρων εξ όλης της περιφερείας Γενιτσών».

Το επόμενο βήμα σημειώθηκε την άνοιξη του 1906, από τον υπολοχαγό Ρήγα και τον ανθυπολοχαγό Αναγνωστάκο.«Μια μέρα συνεννοήθηκαν με Τούρκους αξιωματικούς να χτυπήσουμε μαζί μια βουλγαρική καλύβα στη θέση Μπαλίτζα», αφηγείται στη Δέλτα ο Παπατζανετέας.

«Με πλάβες πιάσαμε τα διάφορα μέρη μέσα στη λίμνη, γύρω από τη θέση Μπαλίτζα, και ο τουρκικός στρατός εισέβαλε κι αυτός με πλάβες από τα Γιαννιτσά» (όπ.π., σ. 6).

Τον Ιούνιο ο Αναγνωστάκος συνεννοήθηκε ξανά «με Τούρκους αξιωματικούς, να περικυκλώσουν με στρατό απ’ έξω» την περιοχή του Βάλτου, απ’ όπου αυτός θα επιχειρούσε να διώξει τους κομιτατζήδες (στο ίδιο, σ. 18).

Η δύσκολη συνεννόηση

Τον Δεκέμβριο του 1906 θα σχεδιαστούν κοινές επιχειρήσεις από τον καπετάν Αγρα και τον στρατιωτικό διοικητή Βέροιας Ασήμ Μπέη, που χρησιμοποιεί πυροβολικό και θωρακισμένες βάρκες για να εκτοπίσει τους κομιτατζήδες από τις θέσεις τους στον Βάλτο.

Κατά τη διάρκεια των διήμερων μαχών, αφηγείται ο Υψηλάντης (όπ.π., σ. 14), «συνεπράξαμεν μετά των Τούρκων, παρενοχλούντες το βουλγαρικόν αρχηγείον διά επιθέσεων και ψευδοεπιθέσεων», δίχως όμως ουσιαστικά αποτελέσματα.

Αναλυτικότερος όσον αφορά την προετοιμασία αυτής της επιχείρησης είναι στις δικές του αναμνήσεις ο Παπατζανετέας:

«Ελαβα γράμμα του κουμαντάρη της Βέροιας [δηλ. του φρούραρχου], του Τούρκου ταγματάρχη Ασήμπεη, που μου τόστειλε με τον Χαλίλ μπέη από την Καβάσιλα.

Στο γράμμα μού έγραφε ότι μου παρέχει όλα τα μέσα για να χτυπήσουμε μαζί τους Βουλγάρους.

Και στο τέλος του γράμματος έλεγε “για να εκδικηθούμε το φόνο του αγαπητού μας Ριζά” [τον Ριζά μπέη είχαν σκοτώσει λίγες μέρες πριν οι Βούλγαροι στο χωριό Μπρανιάτες].

Μου έγραφε ακόμα να τεθώ επί κεφαλής 50 Τούρκων στρατιωτών και να έβγω έξω να κυνηγήσω τους Βουλγάρους.

Επειδή όμως εγώ είχα παραδώσει πια την υπηρεσία στον Αγρα, είπα στον κομιστή της επιστολής Χαλίλ μπέη ότι το γράμμα αυτό θα το στείλω στον νέο αρχηγό. Και έτσι έκανα.

Σε λίγες μέρες έφτασε ο Αγρας και τον σύστησα στον Χαλίλ μπέη. Τότε πήγε και βρήκε ο Αγρας τον κουμαντάρη Ασήμπεη στο χωριό Καβάσιλα, συνεννοήθηκε μαζί του και αποφάσισαν να χτυπήσουν μαζί τους Βουλγάρους.

Αμέσως ο κουμαντάρης διέταξε και έφθασαν από τα Βοδενά πυροβόλα στο χωριό Ζερβοχώρι, συγχρόνως δε διά ξηράς με κάρα μετέφερε και μονόξυλα στη σκάλα του Ζερβοχωρίου» (όπ.π., σ. 34).

Από αναφορά του ειδικού γραφέα του προξενείου Θεσσαλονίκης, υπολοχαγού Δημητρίου Κάκκαβου, προς το «Κέντρον Αθηνών» (6/12/1906) μαθαίνουμε πως οι τουρκικές δυνάμεις ανήλθαν σε «60 βαγόνια στρατού».

Το ίδιο έγγραφο παραθέτει ωστόσο και τις επιφυλάξεις του συντάκτη του για τα όρια και τις προοπτικές της όλης συνεργασίας: οι Τούρκοι, εκτιμά, «ζητούν συνεργασίαν προς εκδίωξιν των βουλγάρων και κατόπιν θα έλθη και η σειρά μας».

Παρ’ όλα αυτά, εναποθέτει όμως τελικά κι αυτός τις ελπίδες του στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση, ελλείψει εναλλακτικής λύσης:

«Θα επροτίμων την υπό του στρατού κατοχήν της λίμνης από της σημερινής καταστάσεως. Μυριάκις προτιμώτερον»

(«Αρχεία Μακεδονικού Αγώνα περιοχής Βερμίου», Νάουσα 2002, σ. 418-419).

Τέσσερις μέρες αργότερα, ο ίδιος ενημερώνει την Αθήνα για την επιτυχία του εγχειρήματος αλλά και για την γκρίνια της άλλης πλευράς:

«Οι Τούρκοι, από ημερών προπαρασκευαζόμενοι όπως επιτεθώσιν κατά των Βουλγαρικών καλυβών Ζερβοχωρίου, κατώρθωσαν άνευ αντιστάσεως την παρελθούσαν Παρασκευήν [7/12] να καταλάβωσι ταύτας. […] Ο αξιωματικός δυσαρεστήθη διότι δεν επαρουσιάσθη ο αρχηγός μας όταν τον εζήτησε, ενώ προηγουμένως είχεν συνεννοηθή αυτοπροσώπως μετά Α[γρα]» (σ. 421).

Την υπόθεση ξεκαθαρίζουν εν μέρει τα απομνημονεύματα του Νικηφόρου:

«Την εποχήν εκείνην», γράφει, «ο Τουρκικός στρατός ήρχισεν κινούμενος, άνω δε των 3 χιλιάδων στρατιωτών είχον περικυκλώσει την λίμνην. Εις Ταγματάρχης του Επιτελείου εζήτησε και επέτυχε συνεννόησιν με τον Αγραν, όπως από κοινού με τους Τούρκους επιδιώξουν την κατασύντριψιν των βουλγάρων κομιτών. [Ο Αγρας] ηννόει καλώς ότι μετά τους βουλγάρους θα ήρχετο η ιδική μας σειρά, αλλ’ επί τέλους μας συνέφερε να επιτύχωμεν οπωσδήποτε την εκτόπισιν των Βουλγάρων. […] Η συνεννόησις αρχίσασα με τον Αγραν εξηκολούθησε αργότερον με τον Κάλαν και εμέ, μεταβάντες [sic] επί τούτω εις το δυτικόν της Λίμνης μέρος. […] Ο Κάλας ήτο περισσότερον δύσπιστος και η ποθουμένη συνεργασία δεν επετεύχθη, μη κατορθωθείσης άλλωστε νεωτέρας συνεννοήσεως με τον Τούρκον αξιωματικόν» (Αρχείο ΔΙΣ, φ. 92/1β, σ. 61).

Ολο το παραπάνω απόσπασμα έχει πάντως σιωπηρά απαλειφθεί από τη δημοσιευμένη εκδοχή των απομνημονευμάτων («Ο ναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας», Εν Αθήναις 1964, σ. 49).

Εκτός από τη διεξαγωγή κοινών επιχειρήσεων, η ελληνοτουρκική συνεργασία κατά των κομιτατζήδων περιελάμβανε και άλλου είδους διευθετήσεις.Το εξηγεί ένας στρατιωτικός γιατρός που υπηρετούσε στον Βάλτο, περιγράφοντας την επιδρομή στο χωριό Κουφάλια (12/3/1907):

«Η κατά των Κουφαλίων επίθεσις εγένετο κατόπιν συνεννοήσεως του Τούρκου διοικητού [καϊμακάμη Γενιτσών] μετά του ημετέρου αρχηγού Κάλα. Συνεφώνησαν ν’ αποσυρθή εκείθεν ο Τουρκικός στρατός και να επιτεθούν οι ημέτεροι»

(Δημ. Τσάκαλος, «Αναμνήσεις του Μακεδονικού Αγώνος», περ. Μακεδονικός Αγών, 5/1929, σ. 14).

Η τελική εκκαθάριση

Β. ΓΟΥΝΑΡΗΣ, Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ (Αθήνα 2001)

Ο,τι δεν έγινε λόγω καχυποψίας και προβληματικής συνεννόησης τον χειμώνα του 1906 υλοποιήθηκε πανηγυρικά στα τέλη της επόμενης άνοιξης.

Με μια αποφασιστική επίδειξη δύναμης, ο οθωμανικός στρατός κατέλαβε τον Βάλτο εκτοπίζοντας από εκεί τους κομιτατζήδες.

Το δε ελληνικό προξενείο θα πανηγυρίσει, τονίζοντας ότι στην επιτυχία της εκκαθάρισης «τα μέγιστα συνετέλεσαν τα εν τη λίμνη ημέτερα σώματα» (ΙΑΥΕ 1906/4, Φ. Κοντογούρης προς Υπ.Εξ, Εν Θεσ/νίκη 21.7.1907, αρ. 492 εμπ.).

«Από κοινού μετά του αειμνήστου αρχηγού Παπαδοπούλου», θυμάται σχετικά ο Γκόνος, «απεστείλαμεν εγώ μεν τον εξάδελφόν μου Ντίναν Βουδρισλήν, ούτος δε τον κρητικόν καπετάν Γρηγόρην εις γνωστόν μοι εκ των προτέρων τούρκον τινά Μπίμπασην [=χιλίαρχο]. Συνεννοηθέντες δε, επετέθημεν ημείς μεν έσωθεν, ο δε στρατός μετά των αποσταλέντων ημετέρων έξωθεν. Εκ της επιθέσεως ταύτης εφονεύθησαν μεν 14 κομιτατζήδες, συνελήφθησαν δε αιχμάλωτοι τρεις, εκ των οποίων και ο προδότης αντάρτης εξ Αποστόλων. Εννοείται ότι και ούτοι εύρον την αυτήν τύχην των λοιπών» (Τιμοθεάδης, όπ.π., σ. 19).

Η αφήγηση του Γκόνου επιβεβαιώνεται από λεπτομερή έκθεση του ελληνικού προξενείου:

«Οι Οθωμανοί», διαβάζουμε, «από καιρού παρασκευαζόμενοι διά την εξόντωσιν των εν τη λίμνη βουλγαρικών συμμοριών, απεφάσισαν να εκτελέσουν εσχάτως την μελετωμένην ταύτην επιχείρησιν». Στις 28 Απριλίου 1907 «μετέφερον εις Γενιτσά και έρριψαν εντός της λίμνης αρκετόν αριθμόν λέμβων (πλαβών), εζήτησαν δε διά του φρουράρχου Γενιτσών συνεννόησιν μετά του Ελληνος αρχηγού του Ανατολικού διαμερίσματος της λίμνης [δηλαδή του Νικηφόρου]. Ο αρχηγός εδέχθη τον εκ μέρους του φρουράρχου αποσταλέντα αξιωματικόν, από κοινού δε κατήρτισαν το σχέδιον της επιχειρήσεως».

Στις 29 Απριλίου ο Νικηφόρος έστειλε «απόσπασμα του σώματος υπό τον Κρήτα Γρηγόριον Παπαδάκην εις ανίχνευσιν των βουλγαρικών θέσεων».

Οι άνδρες του ανακάλυψαν μια νέα οχυρωμένη καλύβα των κομιτατζήδων κι αποπειράθηκαν να την εκπορθήσουν, αποκρούστηκαν όμως με έναν νεκρό.

Την ίδια μέρα, ο στρατός «κατέλαβε παλαιάς τινας καλύβας Βουλγαρικάς άνευ αντιστάσεως».

Απέμενε η τελική προέλαση:

«Οι ημέτεροι εξηκολούθησαν τας κατοπτεύσεις των, κατώρθωσαν δε ν’ ανακαλύψωσι και ετέραν Βουλγαρικήν καλύβην, ονομαζομένην Αλγκίν, καθ’ ης σφοδρά έλαβεν χώραν επίθεσις τη 2 Μαΐου εκ μέρους του Τουρκικού στρατού, χάρις δε εις την ανδρείαν του ως οδηγού χρησιμοποιηθέντος καπετάν Γρηγόρη Παπαδάκη, ενθαρρύνοντος απαύστως τους δειλιάσαντας και ετοίμους προς υποχώρησιν στρατιώτας, η καλύβη αύτη κατελήφθη».

Το ανθρώπινο κόστος της επίθεσης, σύμφωνα με την έκθεση, ήταν ένας στρατιώτης και τέσσερις κομιταζήδες νεκροί, έξι στρατιώτες τραυματίες και δυο κομιταζήδες αιχμάλωτοι (ΙΑΥΕ 1907/69, Φ. Κοντογούρης προς Υπ.Εξ, Εν Θεσ/νίκη 7.5.1907, αρ. 262 εμπ.).

«Μετά ταύτα», συνοψίζει το αποτέλεσμα της επιχείρησης ο Γκόνος, «μη δυνάμενοι πλέον οι Βούλγαροι να στηριχθώσιν εντός του Βάλτου, διότι εβομβαρδίζοντο διαρκώς έξωθεν υπό του στρατού, το μεν σώμα του Αποστόλ έφυγεν αυθωρεί και αύτανδρον, μόνον δε ώρισεν ίνα μένωσιν δέκα άνδρες έως ότου αποκρύψωσι τα πολεμοφόδια. Τούθ’ όπερ αντιληφθέντες ημείς ηναγκάσαμεν διά δευτέρας επιθέσεως να αποχωρήσουν και ούτοι, καταλαβόντες απάσας τας καλύβας με άφθονον κατεστραμμένον υλικόν» (όπ.π., σ. 19).

Με ελάχιστες μικροδιαφορές, τις παραπάνω αφηγήσεις επιβεβαιώνουν και τα απομνημονεύματα δυο ντόπιων κομιτατζήδων, του Στογιάν Χατζίεφ από το Μπόζετς (σημ. Αθυρα) και του Προντάν Χριστόφ από του Γερακάρτσι (σημ. Γερακώνας).

Ο πρώτος υποστηρίζει ότι στην καλύβα Αλγκίν σκοτώθηκαν συνολικά έντεκα σύντροφοί του, περιγράφει δε αρκετά γλαφυρά τη διαφυγή των υπολοίπων κάτω από καταιγισμό πυρός:

«Σαν είδαμε πως η παραμονή μας εκεί ήταν άσκοπη, ότι τα θύματα που θα δίναμε θάταν ανώφελα, πως οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει με κάθε κόστος να πάρουν τις καλύβες και να μας εξοντώσουν ή εκδιώξουν από το Βάλτο, αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε την καλύβα το ίδιο βράδυ.

Καταστρέψαμε ό,τι είχε αξία και δυο-δυο, καβαλώντας τις βάρκες, αποτραβηχτήκαμε στο εσωτερικό του Βάλτου, όπου παραμείναμε στις βάρκες δυο μέρες.

Τη νύχτα της τρίτης ημέρας διασχίσαμε μ’ επιτυχία τον κλοιό μεταξύ Γενιτσών και Κιρκάλοβο [σημ. Παραλίμνη] και περπατήσαμε ώς το Πάικο, όπου στο χωριό Κρίβα [σημ. Γρίβα] συναντηθήκαμε με τον Αποστόλ»

(περ. Илюстрация Илинден, τχ. 1/41, 9.1932, σ. 15).

Ο δεύτερος στις αδημοσίευτες αναμνήσεις του κάνει λόγο για 12 σκοτωμένους κομιτατζήδες «από τους Ελληνες και Τούρκους» στην Αλγκίν, αναφέρει τη χρήση πολυβόλων από τον οθωμανικό στρατό και περιγράφει λεπτομερέστερα την αποχώρηση του ίδιου και των συμπολεμιστών του:

«Καταστρέψαμε όλο το ζωντανό κεφάλαιο που είχαμε, τα τρόφιμα κ.λπ. Τις τροφές τις ποτίσαμε με πετρέλαιο, για να μη μπορούν να χρησιμοποιηθούν.

Δεν θέλαμε ν’ αφήσουμε τίποτα στους Τούρκους ως τρόπαιο»

(ЦДА, ф.1932к, оп. 2, а.е.181, σ. 20).

Αναλυτική περιγραφή της επιχείρησης, με κάποια σχετικοποίηση της ελληνικής συμμετοχής, μας άφησε και ο «ειδικός γραφέας» του προξενείου Θεσσαλονίκης που συντόνιζε τότε τη δράση των μακεδονομάχων:

«Θιγείσης εξαιρετικώς της αξιοπρεπείας των ως Κράτους», σημειώνει στα απομνημονεύματά του, «οι Τούρκοι ηθέλησαν πράγματι να εκκαθαρίσωσι την λίμνην διά καταλήψεως. Τότε εζήτησαν την συνδρομήν των ημετέρων σωμάτων, αλλ’ ημείς δυσπιστήσαντες εις τας διαβεβαιώσεις των τουρκικών αρχών εδώκαμεν ένα μόνον εκ των οπλιτών του σώματος, εμπειρότατον εις τα της λίμνης, τον εν Μικρά Ασία βραδύτερον φονευθέντα ανθυπολοχαγόν Παπαδάκην Γρηγόριον, Κρήτα, άριστον εθνικόν εργάτην, και τινας χωρικούς εκ των παραλιμνίων χωρίων, γνώστας του εσωτερικού της λίμνης.

»Ο στρατός περιεκύκλωσε και πάλιν την λίμνην ολόκληρον, τμήμα δ’ αυτού μετά χωρικών επιβάν πλαβών φερουσών χαλύβδινον προάσπισμα εις την πρώραν προς προστασίαν των εν τη πλάβα οπλιτών, ήρξατο προβαίνον εις έρευναν προς ανακάλυψιν ενόπλων. Προ της ενάρξεως όμως της ερεύνης επί ώραν ολόκληρον διεξήχθη σφοδρότατος τυφεκιοβολισμός άνευ ορισμένου στόχου, εις βαθμόν ώστε εγέννα την εντύπωσιν της σφοδροτέρας μάχης. Τούτο επέδρασεν ηθικώς επί των κομιτατζήδων, οίτινες πτοηθέντες ηναγκάσθησαν να εγκαταλίπωσι τας καλύβας και ν’ απέλθωσι λάθρα εις τα χωρία των, παρ’ όλον τον στενόν στρατιωτικόν αποκλεισμόν. Το τμήμα το επιβάν των πλαβών κατώρθωσε τη οδηγία του Παπαδάκη να περιέλθη ολόκληρον την λίμνην και να καταλάβη τας πλείστας των καλυβών»

[Δημήτριος Κάκκαβος, «Απομνημονεύματα (Μακεδονικός Αγών)», Θεσ/νίκη 1972, σ. 108].

Η σιωπή της Ιστορίας

Ο βοεβόδας της ΕΜΕΟ Αποστόλ Πετκόφ με τα πρωτοπαλίκαρά του, όταν βγήκαν από την παρανομία μετά τη νεοτουρκική επανάστασηΓ. ΜΕΓΑΣ, Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (Θεσ/νίκη 2003)

Παρά τη σαφήνεια των πηγών, η συγκεκριμένη πτυχή του Μακεδονικού Αγώνα έχει αποσιωπηθεί από την εθνικά ορθή ελληνική ιστοριογραφία.

Στην πολυσέλιδη ενασχόλησή του με τις επιχειρήσεις στον Βάλτο, το εκλαϊκευμένο εγχειρίδιο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών δεν αναφέρει λ.χ. το παραμικρό περί ελληνοτουρκικής συνεργασίας (Παύλος Τσάμης, «Μακεδονικός Αγών», Θεσ/νίκη 1975, σ. 292-296, 342-356 & 393-399).

Μάλλον αναμενόμενο, αφού ο συγγραφέας υπήρξε όχι μόνο απόστρατος ταξίαρχος αλλά και επικεφαλής επί χούντας του Κέντρου Απόδημων Μακεδόνων, οργανισμού που ήταν επιφορτισμένος με την εθνική προπαγάνδα και την επιτήρηση της διασποράς.

Η επίσημη πάλι ιστορία του ΓΕΣ, που γράφτηκε επί χούντας και κυκλοφόρησε το 1979, παρόλο που επίσης αφιερώνει αρκετές σελίδες στον Βάλτο (σ. 182-184, 230-234 & 257-260) μνημονεύει μόνο τη σχετική πρόταση του στρατιωτικού διοικητή της Βέροιας, ισχυριζόμενη πως αυτή απορρίφθηκε ρητά από τον οπλαρχηγό Σάρρο (σ. 234).

Οσο για την αναθεωρημένη -υποτίθεται- έκδοση του 1998, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η αυτούσια μετάφραση της προηγούμενης στη δημοτική.

Ακόμη προβληματικότερη είναι η εξιστόρηση του αγώνα στον Βάλτο από τον Ι.Κ. Μαζαράκη στην ημιεπίσημη «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους» (τ. ΙΔ’, Αθήναι 1977, σ. 251-252), αφήγημα που κυκλοφόρησε και σε αυτοτελή έκδοση («Ο Μακεδονικός Αγώνας», Αθήνα 1981, σ. 93-97).

Εδώ δεν αποσιωπάται μόνο η ελληνοτουρκική συνεργασία, αλλά ακόμη και η παρουσία οθωμανικού στρατού!

Μοναδική εξαίρεση στην εθνικά ορθή βιβλιοπαραγωγή αποτέλεσε το βιβλίο του Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου «Μακεδονικός Αγώνας» (Θεσ/νίκη 1987).

Με πηγές τον Παπατζανετέα και τις εκθέσεις του προξενείου, ο συγγραφέας μνημονεύει ορισμένα από τα προαναφερθέντα περιστατικά ελληνοτουρκικής συνεργασίας (σ. 172, 175 & 192-193) – δίχως όμως αυτή η παραδοχή να επηρεάζει στο παραμικρό το ερμηνευτικό σχήμα του περί «διμέτωπου», καθαρά «απελευθερωτικού αγώνα» (σ. 37).

Θα χρειαστεί έτσι να περιμένουμε την εθνικιστική υστερία του 1992 και τη συνακόλουθη ανακλαστική είσοδο στο προσκήνιο μιας νέας γενιάς ιστορικών που δεν αυτολογοκρίνονται, για να αρχίσει να τοποθετείται η ελληνοτουρκική αυτή σύμπραξη στις πραγματικές της διαστάσεις.

  efsyn.gr

banner-article

Ροη ειδήσεων