Λογοτεχνία Πολιτισμός

Γιώργος Σιώμος “Οι φίλοι”

Λάκισαν οι φίλοι, ένας ένας. Χωρίς αιτία, λόγο ή αφορμή. Δίχως προσχήματα κι ανώφελες εξηγήσεις. Δεν σε γνωρίζω. Δεν βγαίνω πια. Δεν πίνω πια καφέ.

Ένας μονάχα φίλος μού απέμεινε και δεν ρωτάει γιατί φεύγω ξαφνικά, πού πάω, τι κάνω. Συγχωρεί όλες τις ιδιοτροπίες μου.

Κι όταν με βλέπει στα πάτρια να επιστρέφω τρελαίνεται απ’ τη χαρά του.

Άγχεται που δεν ξέρει πώς στις δουλειές μου να βοηθήσει. Στους περιπάτους, πρώτος και καλύτερος. Τα βράδια ξενυχτάει στην πόρτα μου κι αλυχτάει όταν παράξενες σκιές τρυπώνουν απ’ τα κενά του φράχτη ή κρότος γίνεται ισχυρός ο κάθε ψίθυρος της νύχτας.

Θυσία γίνεται για μένα ο μαύρος σκύλος, ο μόνος φίλος που μου απέμεινε.

 

Ήταν δύο και βάδιζαν στην ερημιά, στον βοριά και στο νοτιά, στους παγωμένους δρόμους. Απέφευγαν τη συνάντηση κι όταν κατά τύχη αντάμωναν, άλλαζαν δρόμο. Και να που πάλι τώρα αναπάντεχα βρέθηκαν φάτσα με φάτσα. Κοιτάχτηκαν για λίγο από μακριά και πήρε ο καθένας τον δικό του δρόμο της ερημιάς, της παγωνιάς, της μοναξιάς.

Κάποτε μοίραζαν στα δυο ένα πεπόνι, ένα καλαμπόκι, μια πουτίγκα, ένα τσιγάρο. Άκουγαν τα ίδια τραγούδια, διάβαζαν τα ίδια βιβλία, έβλεπαν τις ίδιες ταινίες. Το γεύμα και οι συζητήσεις τους κρατούσαν ώρες.

Σκόρπισαν όλα στης καρδιάς τους παγωμένους δρόμους.

 

Ανάμεσα στους δυο φίλους είχε μπει κι ένας που πέθανε νωρίς. Με τον πεθαμένο γίναμε φίλοι λίγο πριν πεθάνει, με τον άλλον ήμασταν φίλοι από παιδιά. Περπατούσα στο δρόμο με τις καρυδιές και μου έστειλε ένα βίντεο στο κινητό ο πεθαμένος να ψέλνει μέσα σε εκκλησία της Θεσσαλονίκης ” Σώσον Κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου”. Φαινόταν το αναλόγιο, το ψαλτήρι, το στασίδι του Επισκόπου, αλλά όχι αυτός.

Το θεώρησα κολακευτικό και ως διάθεση να ξεχάσω την επίθεση που μου είχε κάνει την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε πριν πεθάνει. Πριν τελειώσω τη σκέψη μου, περπατούσε δίπλα μου. Γυρίζω και του λέω

” Ο ζωντανός φίλος πέθανε”. ” Τι; Πέθανε;! Μιλάς σοβαρά ; ” Ξαφνικά θυμήθηκα ότι κάποιος άλλος είχε πεθάνει και όχι ο ζωντανός φίλος και διόρθωσα.

Όταν ξύπνησα, κατάλαβα ότι δεν ήταν εντελώς ψέμα αυτό που είπα ότι ο ζωντανός πέθανε. Ήταν πράγματι ζωντανός αλλά για μένα είχε πεθάνει.

 

Οι δύο περπατούσαν κατά μόνας στην ερημιά.

Ο ένας ερχόταν από τα δυτικά κι ο άλλος πήγαινε. Ήταν μετά από βροχή, είχε βγει ο ήλιος κι όλος ο τόπος έλαμπε. Στα βουνά φαίνονταν πυκνά λευκά σύννεφα. Έμοιαζαν βουνά πληγωμένα που τα τύλιξαν με βαμβάκι, μόνο η μύτη τους ήταν έξω από τις γάζες και τα βαμβάκια.

Αυτός που ερχόταν από τα δυτικά, διέκρινε από μακριά τον άλλο να έρχεται προς το μέρος του με βήμα ταχύ. Όταν με δει θα αλλάξει δρόμο, σκέφτηκε. Πράγματι μόλις ο άλλος τον αντιλήφθηκε, στάθηκε για μια στιγμή, τι θέλει αυτός στην ερημιά μου; αναρωτήθηκε και γύρισε πίσω.

Μετά από αυτό, τα σύννεφα στα βουνά γέμισαν αίματα.

 

Γιώργος Σιώμος 23/9/2022

 

 

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ