Γλυκερία Γκρέκου “Του πατέρα”
Το χρώμα του πατέρα, έχει ένα άσπρο πουκάμισο, τις Κυριακές και τις γιορτές.
Τις Κυριακές που άναβε τσιγάρο, ανάμεσα στο φαγητό και το κόκκινο κρασί.
”Άσπρο πουκάμισο φορώ… ” σιγοτραγούδαγε μαζί με τη φωνή του Στέλιου.
Κι ακόμα έχει πουκάμισα σε πράσινο σκούρο, γαλάζιο, καρώ, πουκάμισα που μύριζαν τον ιδρώτα του, καθώς επέστρεφε από τη δουλειά.
Και έλαμπαν τα μάτια του σαν μας έβλεπε,
και δεν έλεγε πολλά, μα το νιώθαμε,
Το βλέμμα του είχε μιαν προσδοκία,
πώς ήταν η μέρα μας;
κι ας μη ρωτούσε φωναχτά.
Εμείς πάλι είχαμε την ανάγκη να του πούμε για το σχολειό, για τα δεκάρια μας, για να χαρεί. Και χωνόμασταν στην αγκαλιά του και τιτιβίζαμε.
Κι έπειτα το χρώμα των ματιών του πατέρα σκοτείνιαζε, έπαιρνε μολύβι και χαρτί, τόσο επί τόσο ίσον, ναι, θα έβγαινε η χρονιά, χαμογελούσε στο τέλος.
Άκουγε ειδήσεις, κούναγε το κεφάλι, ενθουσιαζόταν με τον αρχηγό!
«Όλα θα αλλάξουν!», έλεγε.
Κι όταν, μικρό κορίτσι, στην πρώτη εφηβεία, έγραψα στην τοπική εφημερίδα ένα αρθράκι, περί κοινωνικής δικαιοσύνης και ένας χωροφύλακας δίμετρος του είπε:
«Μάζεψε την κόρη σου, τι είναι αυτά που γράφει», ύψωσε παράστημα λέγοντάς του να τα ξεχάσει αυτά που ήξερε και να μην ασχοληθεί ξανά μαζί μου, γιατί τα πράγματα άλλαξαν.
Κι όταν πρωτόπαιξε η διαφήμιση: ”Τη φοράω και πετάω ”, ξέρετε εσείς τα μικρά και μεγάλα κορίτσια, τότε με ρώταγε σαν μικρό παιδί.
«Βρε, παιδί μου, τι είναι αυτό που διαφημίζει;»
Κι εγώ που ντρεπόμουν να του απαντήσω – άλλα χρόνια τότε, εκεί ψηλά- σηκωνόμουν, χωρίς να διψάω έπινα νερό, κάτι ήθελα τάχα κι όλο απέφευγα την απάντηση.
Το χρώμα του πατέρα, ακόμα και τώρα, έχει την αθωότητα του μικρού αγοριού,
όσα χρόνια κι αν περάσουν εκείνος παραμένει ένα μεγάλο παιδί.
Έχει το χρώμα της ομάδας του, της παράταξης που ψηφίζει, πόσους καυγάδες κάναμε, θυμάμαι…
το πείσμα να γίνει το δικό του, να νιώθει πως τον σέβεσαι.
Να παρακολουθήσει ειδήσεις, αθλητική Κυριακή, κι εμείς να δυσανασχετούμε που χάναμε το πρόγραμμά μας.
Το χρώμα του πατέρα έχει χέρια με καφετιές κηλίδες, χέρια ρυτιδιασμένα, μα πόσο σιγουριά νιώθεις σαν σου χτυπάει τον ώμο, ακόμα και σήμερα.
Κι ας γνωρίζεις πως αυτός, κυρίως, σε χρειάζεται τώρα πια.
Η παρουσία του και μόνο έχει το χρώμα της προστασίας.
Γιατί, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, παραμένεις παιδί
κι εκείνος είναι ο πατέρας κι ας έχεις διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου.