Άρθρα Επιστήμη Επιστήμη

Πως επηρεάζει η μουσική τον εγκέφαλό μας

Γιατί όποτε ακούμε μουσική ή όταν τραγουδάμε, κρατάμε τον ρυθμό χτυπώντας το πόδι μας στο πάτωμα και όταν αλλάζει ο ρυθμός της μουσικής αλλάζει και ο ρυθμός που κινούμε το πόδι ή άλλα μέρη του σώματός μας; Γεγονός που υποδεικνύει ότι τόσο το άκουσμα όσο και η εκτέλεση της μουσικής επηρεάζουν ολόκληρο το σώμα μας. Πίσω από τις μουσικές μας απολαύσεις δεν κρύβονται μόνο νότες, ρυθμοί και μελωδίες, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο, μια ιδιαίτερα περίπλοκη και εν πολλοίς υποσυνείδητη εγκεφαλική διεργασία που δύσκολα περιγράφεται λεκτικά από τους μουσικόφιλους.

Μόνο ανοίγοντας το «μουσικό κουτί» του εγκεφάλου θα μάθουμε πώς μας επηρεάζει η μουσική

Πράγματι, όπως επιβεβαιώνεται από πλήθος ερευνών, το άκουσμα της μουσικής ασκεί πάνω στο σώμα μας, και ειδικά στον εγκέφαλό μας, την ίδια διεγερτική επίδραση με τις εξωγενείς ψυχοδραστικές ουσίες, που η λήψη τους προκαλεί την έκλυση ντοπαμίνης στο κεντρικό νευρικό μας σύστημα. Η ντοπαμίνη είναι μια οργανική ουσία που δρα στον εγκέφαλο ως νευροδιαβιβαστής, δηλαδή ως ένα χημικό σήμα που παράγεται από τα νευρικά κύτταρα για να επικοινωνούν μεταξύ τους και να ρυθμίζουν κάποιες σημαντικές λειτουργίες τους.

Η έκλυση ντοπαμίνης στον εγκέφαλο μετά από κάποιες έντονες μουσικές εμπειρίες αναδιοργανώνει τις νευρωνικές διασυνδέσεις στον ακουστικό φλοιό και επηρεάζει την ψυχολογική μας διάθεση. Ισως έτσι εξηγείται η αινιγματική δύναμη της μουσικής να μας συνεπαίρνει και να μας γεννά εντονότατα συναισθήματα.

Αν, όμως, όπως υποστηρίζουν οι σύγχρονες Νευροεπιστήμες, κάθε διανοητική και συναισθηματική μας εκδήλωση εξαρτάται από την ενεργοποίηση ορισμένων δομών του εγκεφάλου μας, της πολύπλοκης βιολογικής μηχανής που με βάση τα εξωτερικά ερεθίσματα συνδιαμορφώνει κάθε συμπεριφορά μας, τότε δεν θα έπρεπε να αναζητήσουμε μέσα στον εγκέφαλό μας το αναγκαίο βιολογικό υπόστρωμα για την έκφραση της πανανθρώπινης μουσικής ικανότητας, η οποία εκδηλώνεται τόσο κατά την ακρόαση όσο και κατά την εκτέλεση ενός μουσικού έργου;

Πράγματι, καταγράφοντας την εγκεφαλική δραστηριότητα και τις ψυχολογικές αντιδράσεις των ατόμων που ακούν ένα ορισμένο μουσικό κομμάτι, οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, μολονότι ενδέχεται να έχουν διαφορετική μουσική παιδεία ή να ανήκουν σε διαφορετικές πολιτισμικές-εθνικές παραδόσεις, εκδηλώνουν συνήθως πανομοιότυπες και προβλέψιμες συναισθηματικές αντιδράσεις στο άκουσμα της συγκεκριμένης μουσικής.

Υπό αυτή την έννοια η μουσική είναι ένας μη λεκτικός, αλλά ιδιαίτερα αποτελεσματικός τρόπος μετάδοσης συναισθημάτων: αυτά που βιώνουμε όταν ακούμε ένα μουσικό έργο ταυτίζονται εντυπωσιακά με εκείνα των συνανθρώπων μας που μοιράζονται μαζί μας αυτή τη μουσική εμπειρία.

Υπάρχει ένα εγκεφαλικό κέντρο για τη μουσική;

Ωστόσο, καταγράφοντας και παρακολουθώντας εργαστηριακά τα επιμέρους δομικά στοιχεία κάθε μεμονωμένης μουσικής εμπειρίας, όπως είναι το ιδιαίτερο ύψος, η χροιά, ο ρυθμός, η μελωδία και η αρμονία, οι νευροεπιστήμονες διαπίστωσαν ότι ο εγκέφαλός μας δεν επεξεργάζεται αυτά τα επιμέρους δομικά στοιχεία σε ένα ενιαίο και μοναδικό «κέντρο για τη μουσική». Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: στον εγκέφαλό μας υπάρχουν πολλά συστήματα για την επεξεργασία της μουσικής, τα οποία είναι διάσπαρτα κατανεμημένα στο φλοιό των δύο εγκεφαλικών ημισφαιρίων (κυρίως στον άνω βρεγματικό και στον κογχο-μετωπιαίο εγκεφαλικό φλοιό), στην παρεγκεφαλίδα και σε υποφλοιώδεις δομές, όπως π.χ. η αμυγδαλή.

Πράγματι, στον εγκέφαλό μας έχουν εντοπιστεί διαφορετικά υποσυστήματα που ενεργοποιούνται τόσο για την επεξεργασία των επιμέρους δομικών στοιχείων της μουσικής όσο και για την τελική, ενιαία εμπειρία ενός συγκεκριμένου μουσικού έργου. Ομως, αυτή η τελική και ενιαία αντίληψη της μουσικής προϋποθέτει και εξαρτάται από την ενεργοποίηση όλων των ημιαυτόνομων (ανατομικά) αλλά στενότατα συνδεδεμένων (λειτουργικά) εγκεφαλικών υποσυστημάτων.

Επομένως, η ενιαία εμπειρία ενός μουσικού έργου αναδύεται ως «εγκεφαλική συμφωνία» από τη σχεδόν ταυτόχρονη ενεργοποίηση όλων αυτών των «σπονδύλων» του, δηλαδή των δομικών-λειτουργικών υποσυστημάτων του εγκεφάλου μας που ενεργοποιούνται από τη μουσική.

Αν, όμως, η κάθε μουσική μας εμπειρία εξαρτάται από διαφορετικές ανατομικά και λειτουργικά εγκεφαλικές δομές και ολοκληρώνεται σε διαφορετικά επίπεδα οργάνωσης του εγκεφάλου, τότε η μουσική μας αντίληψη μπορεί να εμφανίζει τόσες δυσλειτουργίες ή και ανωμαλίες, όσα είναι και τα επίπεδα ολοκλήρωσής της. Κάτι που επιβεβαιώνεται καθημερινά από τη νευρολογική διάγνωση των πολυάριθμων μουσικών παθήσεων, δηλαδή των διαφόρων περιπτώσεων «αμουσίας».

Πράγματι, οι πρώτες σαφείς ενδείξεις σχετικά με τις δομές που εμπλέκονται στην πρόσληψη, την επεξεργασία και την εξωτερίκευση-δημιουργία της μουσικής από τον ανθρώπινο εγκέφαλο, προήλθαν από τις κλινικές νευρολογικές μελέτες των εγκεφαλικών δυσλειτουργιών κατά την εκτέλεση αυτών των τριών «πράξεων» κάθε μουσικής εμπειρίας. Δυσλειτουργίες που μπορεί να οφείλονται είτε σε επίκτητες παθολογίες είτε σε κληρονομικές νευροεκφυλιστικές παθήσεις, οι οποίες εκδηλώνονται ως «αμουσία», δηλαδή ως σοβαρές διαταραχές κατά την πρόσληψη ή την επεξεργασία της μουσικής.

Η κλινική μελέτη των ασθενών που είχαν υποστεί ένα σοβαρό εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο, που έπασχαν από επιληπτικές κρίσεις ή είχαν αναπτύξει έναν εγκεφαλικό όγκο, έδειξε ότι οι τρεις βασικές πράξεις της μουσικής αντίληψης -πρόσληψη, επεξεργασία και εξωτερίκευση της μουσικής- διαφοροποιούνται όχι μόνο λειτουργικά αλλά και ανατομικά-τοπολογικά: καθεμία συντελείται σε διαφορετικό εγκεφαλικό υποσύστημα.

Τι μας αποκαλύπτει η παθολογική αμουσία;

Ίσως η πιο ορατή συνέπεια της σπονδυλωτής οργάνωσης του εγκεφαλικού ακουστικού μας συστήματος είναι ότι υπάρχουν πολλές μορφές αμουσίας, οι οποίες ενδέχεται να εκδηλωθούν ως ειδική περίπτωση κωφότητας είτε στον τόνο είτε στον ρυθμό είτε στη χροιά, στη μελωδία κ.α. Επίσης, αυτές οι διαφορετικές μορφές αμουσίας μπορεί να είναι επίκτητες ή συγγενείς (δηλαδή κληρονομικές).

Μια διάσημη περίπτωση συγγενούς αμουσίας είναι ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, ο οποίος μας προσφέρει μια αρκετά καλή περιγραφή αυτής της πάθησης: «Λυπάμαι που το λέω, αλλά η μουσική με αγγίζει μόνο ως αυθαίρετη διαδοχή ήχων, λίγο-πολύ ενοχλητικών», όπως εξομολογείται στο περίφημο βιβλίο του «Μίλησε μνήμη» (ελλ. εκδ. Πατάκης).

Πρόκειται για την πιο ακραία και σπάνια μορφή κωφότητας στη μουσική, που περιγράφεται συνήθως ως «ολική αμουσία». Οι υπέροχες και αρμονικές μελωδίες δεν είναι καθόλου αντιληπτές από τον ολικά άμουσο ή την άμουση, γι’ αυτά τα άτομα το άκουσμα της μουσικής μετατρέπεται σε βασανιστικό θόρυβο. Πάντως, η περίπτωση Ναμπόκοφ παρουσιάζει ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον, επειδή μας αποκαλύπτει ότι η ολική αμουσία δεν συνδέεται με την αλεξία (σοβαρή γλωσσική πάθηση) ούτε επηρεάζει τις γλωσσικές ικανότητες των άμουσων.

Αλλά και αρκετοί κορυφαίοι μουσικοσυνθέτες του 20ού αιώνα, όπως ο Μορίς Ραβέλ (Maurice Ravel), ο Τζορτζ Γκέρσουιν (George Gershwin), ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν (Benjamin Britten), εμφάνισαν κάποια στιγμή της ζωής τους μια σοβαρή εγκεφαλική πάθηση που τους προκάλεσε «επίκτητη αμουσία», η οποία τους στέρησε τη δυνατότητα να συνεχίσουν το δημιουργικό τους έργο. Και η ιατρική της εποχής τους ήταν ανίκανη να κατανοήσει αυτές τις ασθένειες, πόσω μάλλον να τις αντιμετωπίσει.

Πάντως, σήμερα η κατάσταση έχει βελτιωθεί και η σύγχρονη νευρολογία δεν θεωρεί πλέον τις παθήσεις που σχετίζονται με τη μουσική ως… μυστήρια. Για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια η επιφανής Καναδή νευροεπιστήμονας Τζάστιν Σέρτζεντ (Justine Sergent) και οι συνεργάτες της έδειξαν ότι ο Μορίς Ραβέλ κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε απολέσει κάθε ικανότητα να συνθέτει, ενώ ήταν σε θέση να ακούει, να εκτελεί γνωστές μουσικές κλίμακες και να απολαμβάνει τη μουσική.

Υπέφερε από μια νευροεκφυλιστική νόσο που είχε καταστρέψει ορισμένες περιοχές στο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο. Αυτές οι εγκεφαλικές περιοχές, στα φυσιολογικά άτομα, επιτρέπουν την άμεση σύνδεση και την επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών εγκεφαλικών υποσυστημάτων που εμπλέκονται στις επιμέρους μουσικές ικανότητες της ακοής, της εκτέλεσης και της σύνθεσης της μουσικής. Ετσι, ο Ραβέλ μπορούσε να ακούει ευκρινώς μέσα στο κεφάλι του το έργο, ενώ δεν μπορούσε πια ούτε να το μεταγράψει σε νότες ούτε τα το παίξει στο πιάνο!

Στις μέρες μας, η νευροεπιστημονική ανάλυση της περίπτωσης του Μ. Ραβέλ και πολλών άλλων ανάλογων περιπτώσεων επίκτητης αμουσίας μάς αποκαλύπτει κάτι πολύ σημαντικό σχετικά με την οργάνωση του μουσικού εγκεφάλου: Η δομή και η λειτουργία των εγκεφαλικών περιοχών που εμπλέκονται άμεσα στην αντίληψη, την εκτέλεση και τη δημιουργία της μουσικής είναι «σπονδυλωτή»: αποτελείται από πολλά και ιεραρχικά οργανωμένα υποσυστήματα, καθένα από τα οποία επιτελεί μία επιμέρους, αλλά αναγκαία και αποφασιστική μουσική λειτουργία.

 efsyn.gr

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ