“Νάουσα: Η Πλατεία Τρούμαν από το 1938 μέχρι τη λήξη του Εμφύλιου” γράφει ο Στέργιος Αποστόλου
Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΡΟΥΜΑΝ ΑΠΟ ΤΟ 1938
ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΛΗΞΗ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1949
Με αφορμή το αξιόλογο άρθρο του δικηγόρου και πρώην Δημάρχου Νάουσας φίλου Τάσου Καραμπατζού για την πλατεία Τρούμαν, που δημοσιεύτηκε στην «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΗΣ» (αριθ. φύλλου 3523 της 19ης Φεβρουαρίου 2022) με τίτλο «Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ – ΑΠΟ ΤΟΝ … ΤΡΟΥΜΑΝ ΣΤΟΝ ΚΑΡΑΤΑΣΟ», με βάση τις αναμνήσεις μου και κάποια ιστορικά στοιχεία, θα επιχειρήσω κι εγώ να αναφερθώ συμπληρωματικά στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν ο χώρος αυτής της πλατείας από το 1938 μέχρι την λήξη του Εμφυλίου πολέμου τον Αύγουστο του 1949, καθώς και σε μερικά γεγονότα που συνδέονται με αυτήν. Είναι γνωστό ότι η σημερινή πλατεία Καρατάσου, κατά το διάστημα του Εμφυλίου πολέμου και αρκετά χρόνια μετά από αυτόν, καλούνταν «πλατεία Τρούμαν», προς τιμήν του προέδρου των Η.Π.Α Χάρι Τρούμαν.
Επίσης, η σημερινή οδός Βενιζέλου ονομάζονταν «οδός Αμερικής», προς τιμήν της χώρας των συμμάχων μας Αμερικανών. Με τον τρόπο αυτό, οι τότε διοικούντες την Νάουσα εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους για την ποικίλη βοήθεια των Η.Π.Α προς την Ελλάδα, για την καταστολή της (κατ’ αυτούς) κομμουνιστικής ανταρσίας και την υπαγωγή της χώρας μας στο σχέδιο Μάρσαλ.
Το προαναφερθέν χρονικό διάστημα ( από το 1938 μέχρι την λήξη του Εμφυλίου πολέμου) κρίνω σκόπιμο να το διαχωρίσω σε τρεις περιόδους. Ειδικότερα:
Πρώτη περίοδος
Η πλατεία Τρούμαν από το 1938 μέχρι την κατάληψη της Νάουσας την 12η Απριλίου 1941 από τους Γερμανούς και την απελευθέρωσή της από τον Ε.Λ.Α.Σ την 10η Σεπτεμβρίου 1944
Το 1938 γράφτηκα στην πρώτη τάξη του Α΄ Δημοτικού σχολείου Νάουσας (δίπλα από τον ναό του Αγίου Μηνά), που στεγάζονταν στον κάτω όροφο του κτιρίου. Στον επάνω όροφο στεγάζονταν το Β΄ Δημοτικό σχολείο. Το δρομολόγιο το οποίο ακολουθούσα κάθε μέρα από το σπίτι μου στην οδό Βύρωνος (δίπλα από την Εστία Μουσών), μέχρι το Δημοτικό σχολείο, ήταν το ακόλουθο: Από το σπίτι μου έστριβα δεξιά στην οδό Καμπίτη, όπου το σπίτι της οικογένειας Ζλατάνη και κατέληγα στο σπίτι της οικογένειας Κανταρτζή, που βρίσκονταν στη γωνία των οδών Καμπίτη και τέως βασιλέως Κωνσταντίνου (Αλεξάνδρου Χωνού, σήμερα). Διέξοδος προς την πλατεία Τρούμαν δεν υπήρχε τότε. Από εκεί έστριβα αριστερά, όπου βρίσκονταν τα σπίτια των οικογενειών Τσιώτη και Γούρκα και δεξιά των οικογενειών Μπέρσου, Μπαρμπόρκα και Μπαλάνου.
Από την γωνία Μπαλάνου έστριβα δεξιά στο στενό που κατέληγε στο σπίτι της οικογένειας Κολτσάκη. Την εποχή εκείνη, μεταξύ των σπιτιού Κολτσάκη και του σπιτιού που βρίσκονταν στο χώρο όπου αναγέρθηκε αργότερα η οικοδομή στην οποία στεγάζεται σήμερα το φαρμακείο του Ιωάννου Μάντζου, υπήρχαν δύο σπίτια, ένα της οικογένειας Λαφάρα και ένα της οικογένειας Τούρα.
Ο Δήμος, προκειμένου να διαμορφώσει την μετέπειτα πλατεία Τρούμαν, είχε απαλλοτριώσει τα δύο αυτά σπίτια, στο μέσο των οποίων υπήρχε άνοιγμα που έβγαζε στην πλατεία. Από το άνοιγμα αυτό περνούσα κάθε μέρα, έβγαινα στην πλατεία και, ακολούθως, πήγαινα στο Δημοτικό σχολείο που φοιτούσα. Το άνοιγμα αυτό αντιστοιχούσε στα σημερινά σκαλοπάτια της πλατείας, παραπλεύρως του καφενείου Ανδρέου. Με την αποζημίωση που πήραν ιδιοκτήτες των απαλλοτριωθέντων σπιτιών, αγόρασαν οικόπεδα στην οδό Βύρωνος, όπου έκτισαν τα νέα σπίτια τους. Το σπίτι που υπήρχε στο χώρο στον οποίο βρίσκεται σήμερα το φαρμακείο του Ι. Μάντζου, ανήκε σε δύο αδελφές ηλικιωμένες και άγαμες, οι οποίες έφεραν το περίεργο προσωνύμιο «Τριτσιτσίγκινις». Η μία εξ αυτών ήταν δασκάλα.
Ο χώρος της πλατείας, πριν αρχίσουν οι εργασίες του Δήμου για την διαμόρφωσή της, ήταν χέρσος, υπήρχαν συστάδες από πυκνά βάτα (βατσινιές) και στο κέντρο του κάποιο πολύ μικρό εκκλησάκι, την καθημερινή φροντίδα του οποίου είχε αναλάβει μία από τις προμνημονευόμενες άγαμες αδελφές. Τα σπίτια που υπήρχαν στην πλατεία τότε ήταν: Στην ανατολική πλευρά της πλατείας, δίπλα από το κτίριο των Α΄ και Β΄ Δημοτικών σχολείων, υπήρχαν τα σπίτια των οικογενειών Γιόκαλα, τα οποία γειτνίαζαν με τα σπίτια των οικογενειών Ζησιμάνου, το σπίτι με τα κόκκινα τούβλα (μετέπειτα ιδιοκτησίας Κώνα) και ένα χαμηλόσπιτο της οικογένειας Ντάφνου. τα οποία βρίσκονταν στην βόρεια πλευρά της πλατείας.
Στο ισόγειο των σπιτιών των οικογενειών Ζησιμάνου στεγάζονταν το καροποιείο των αδελφών Αποστόλου (Τόλιου) ή Γιαννακοβίτη, του Πέτρου. Κάτω από ένα σπίτι των οικογενειών Γιόκαλα υπήρχε μία ευρύχωρη στοά, η οποία από την πλατεία έβγαζε στον ναό του Αγίου Μηνά. Αυτό ήταν το σπίτι του Κώστα Γιόκαλα, ο οποίος, για κάποιο διάστημα, υπήρξε αποθηκάριος του Γ.Π.Σ Ναούσης.
Στην νοτιοδυτική πλευρά της πλατείας, όπου σήμερα το φαρμακείο του Ι. Μάντσιου, ήταν το σπίτι των δύο ηλικιωμένων γυναικών που προανέφερα, στην δε νότια το σπίτι της οικογένειας Κολτσάκη. Ο υπόλοιπος περιβάλλων χώρος της πλατείας, από την νοτιανατολική πλευρά, αποτελούνταν από μπαξέδες των οικογενειών Σμέρνου, Βλάχου Τσιάρα, Μπίλη, Μπέρσου και Κολτσάκη και από την βορεια πλευρά των οικογενειών Μέσκου.
Μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940, με απόφαση και φροντίδα της τοπικής Επιτροπής Αεράμυνας, κατασκευάστηκαν ευρύχωρα καταφύγια, σε σχήμα ζικ-ζακ, σε όλη την έκταση της πλατείας, για να προστατευθούν οι περίοικοι από ενδεχόμενους βομβαρδισμούς των ιταλικών αεροπλάνων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τότε, το σύνολο σχεδόν των εργοστασίων της πόλης, κατασκεύαζε υφάσματα για τον ελληνικό στρατό. Επομένως, η Νάουσα εμφάνιζε ενδιαφέρον για την ιταλική αεροπορία. Τα καταφύγια αυτά ήταν σκεπασμένα με χοντρά καστανόξυλα, πάνω στα οποία είχε μπει ένα πυκνό στρώμα από φτέρη και ακολούθως, παχύ στρώμα από χώμα. Την 23η Απριλίου 1941 μεταξύ του Γερμανού Στρατηγού Σεπ Ντίτριχ, Διοικητού της Τεθωρακισμένης Μεραρχίας των ΕΣ-ΕΣ «Αδόλφος Χίτλερ» και του Αντιστρατήγου Γεωργίου Τσολάκογλου, Διοικητού του Γ΄ Σώματος Στρατού, υπογράφηκε πρωτόκολλο ανακωχής στο χωριό Βοτονόσι των Ιωαννίνων, το οποίο προέβλεπε την άνευ όρων παράδοση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στους Γερμανούς και στους Ιταλούς.
Κατόπιν τούτου, οι Γερμανοί κατέλαβαν όλη την Ελλάδα. Στη Νάουσα μπήκαν την 12η Απριλίου 1941. Τον Ιούνιο του 1942, μόλις τελείωσα την Τετάρτη τάξη του Δημοτικού, με το τότε ισχύον σύστημα, έδωσα εξετάσεις για την εισαγωγή μου στο Λάππειο Οκτατάξιο Γυμνάσιο Ναούσης. Επειδή το κτίριο του Γυμνασίου το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί, οι εξετάσεις διενεργήθηκαν στην δυτική πτέρυγα του εργοστασίου Λαναρά-Κύρτση & Σία, που γειτνίαζε με το Κεραμοποιείο των Αφών Πετρίδη.
Την 25η Ιουλίου 1943, ο Μουσολίνι ανατρέπεται και συλλαμβάνεται. Ο βασιλέας Βίκτορ Εμμανουήλ και ο Στρατάρχης Μπαντόλιο αναλαμβάνουν την εξουσία και την 8η Σεπτεμβρίου 1943 υπογράφουν ανακωχή με τους Συμμάχους. Κατόπιν τούτου, η συντριπτική πλειοψηφία των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων αρνείται να συμπολεμήσει με τους Γερμανούς, πλην των Μελανοχιτώνων της Φεράρα (τα αντίστοιχα ιταλικά ΕΣ-ΕΣ του Μουσολίνι), οι οποίοι συνέχισαν να πολεμούν στο πλευρό των Γερμανών.
Στη Νάουσα, μία γερμανική μονάδα και μία μονάδα Μελανοχιτώνων είχαν επιτάξει όλο το κτίριο των Α΄ και Β΄ Δημοτικών Σχολείων, στο οποίο είχαν μεταφέρει και μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού. Την 27η Ιουλίου 1944, τμήματα του Ε.Λ.Α.Σ, αποτελούμενα ως επί το πλείστον από Ναουσαίους αντάρτες, εισήλθαν στην πόλη από πολλές πλευρές και προσέβαλαν τις κύριες εστίες αντίστασης των Γερμανοϊταλών, που ήταν το κτίριο των ανωτέρω Δημοτικών σχολείων, το Νοσοκομείο και το Γήπεδο.
Αυτοί που στρατωνίζονταν στο κτίριο των σχολείων, είχαν φροντίσει εκ των προτέρων να κατασκευάσουν πολυβολεία και άλλα οχυρωματικά έργα στην πλατεία και να τοποθετήσουν πυκνά συρματοπλέγματα γύρω της, τα οποία εμπόδιζαν την προσέγγιση των ανταρτών. Η μάχη υπήρξε λυσσώδης. Η μεγαλύτερη αντίσταση την οποία συνάντησαν τα τμήματα του Ε.Λ.Α.Σ ήταν το μικτό γερμανοϊταλικό στρατιωτικό τμήμα των Δημοτικών Σχολείων.
Επειδή είχε παρέλθει ήδη η ώρα και υπήρχε κίνδυνος άφιξης εχθρικών ενισχύσεων από Βέροια, Έδεσσα και Σκύδρα για να βοηθήσουν τους αμυνόμενους Γερμανοϊταλούς, τα τμήματα του Ε.Λ.Α.Σ άρχισαν σιγά σιγά να αποσύρονται από την πόλη. Σημειώνω ότι ο ένας από τους 4 νεκρούς ΕΛΑΣίτες αυτής της μάχης ήταν ο Ναουσαίος Δημήτριος Αργυρίου ή Εμβαλωματής (Ζαφειράκης), ο οποίος κατέπεσε νεκρός από εχθρική σφαίρα μπροστά στο κτίριο των ως άνω Δημοτικών Σχολείων. Τους φονευθέντες στη μάχη αυτή 4 ΕΛΑΣίτες, οι Γερμανοί έσκαψαν λάκκο στη θέση ακριβώς που βρίσκεται σήμερα το Ηρώο της πόλης και τους έθαψαν ομαδικά.
Μετά τη μάχη αυτή, οι Γερμανοί, κατεδάφισαν από τα θεμέλια όλα τα σπίτια των οικογενειών Γιόκαλα που βρίσκονταν στην πλατεία, πλην αυτού που γειτνίαζε με τα σπίτια των οικογενειών Ζησιμάνου. Τούτο το έπραξαν για να υπάρχει ελεύθερη οπτική προσπέλαση από τις οχυρώσεις τους προς πάσα κατεύθυνση. Για την κατεδάφιση των σπιτιών Γιόκαλα οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν Ναουσαίους πολίτες με τη μέθοδο της αναγκαστικής εργασίας (αγγαρεία). Τελικά, οι στρατωνισμένοι στο κτίριο των Α΄ και Β΄ Δημοτικών σχολείων Γερμανοϊταλοί, εγκαταλείποντας οριστικά την Νάουσα, το πυρπόλησαν ολοσχερώς. Μόνο τα ντουβάρια του έμειναν όρθια. Από το πολεμικό υλικό που ήταν αποθηκευμένο σ’ αυτό, ακούονταν συνεχώς εκρήξεις επί αρκετές ημέρες.
Δεύτερη περίοδος
Την 10η Σεπτεμβρίου 1944 τα στρατεύματα του Ε.Λ.Α.Σ, ύστερα από αλλεπάλληλες διαχρονικές επιθέσεις, απελευθέρωσαν την Νάουσα, ενώ η γερμανοϊταλική φρουρά της αποσύρθηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί παρέμεινε, σχεδόν, επί ένα μήνα. Την 12η Σεπτεμβρίου 1944 πραγματοποιήθηκαν αιρετές δημοτικές εκλογές στη Νάουσα βάσει της υπ’ αριθ. 55 Πράξης της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α) για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Δήμαρχος εξελέγη ο Στέργιος Φετλής.
Στο βραχύβιο πεντάμηνο διάστημα της θητείας του Φετλή, μεταξύ όλων των άλλων, συνεχίστηκαν και οι εργασίες για την διαμόρφωση της μετέπειτα πλατείας Τρούμαν. Ο οδοστρωτήρας του Δήμου, ο οποίος, λόγω βλάβης, σ’ όλο το κατοχικό διάστημα, ήταν σε αργία, επισκευάστηκε πρόχειρα από τον σιδηρουργό Λάζαρο Παπαϊωάννου και δούλευε συνεχώς για την διαμόρφωση του χώρου. Χειριστής του οδοστρωτήρα ήταν κάποιος ξένος, ονόματι Ιωαννίδης, με βοηθό του τον Ναουσαίο Αλέξη Κατσάνο, που τον είχε κουνιάδο. Μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας την 12η Φεβρουαρίου 1945, ο εκλεγμένος Δήμαρχος της Νάουσας Στέργιος Φετλής παύτηκε και στη θέση του τοποθετήθηκε ο δοτός Δήμαρχος Χριστόδουλος Πετρίδης.
Τρίτη περίοδος
Η πλατεία Τρούμαν από την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας την 12η Φεβρουαρίου 1945 και την έναρξη της Λευκής Τρομοκρατίας, μέχρι το τέλος του Εμφυλίου πολέμου την 29η Αυγούστου 1949
Από την 12η Φεβρουαρίου 1945 και εντεύθεν άρχισαν να καταφθάνουν προοδευτικώς και να εγκαθίστανται στην Νάουσα όλες οι δημόσιες υπηρεσίες, τα σώματα ασφαλείας και μερικές στρατιωτικές μονάδες. Έπαρχος Νάουσας ανέλαβε κάποιος ονόματι Αναστάσιος Ιωαννίδης, ακραίων δεξιών φρονημάτων και με νοσηρή, κατά την άποψή μου, φαντασία και νοοτροπία. Η οικοδομή στην οποία στεγάστηκε η Επαρχία της Νάουσας βρίσκονταν δίπλα από το κινηματοθέατρο «ΟΜΟΝΟΙΑ», στον χώρο, όπου σήμερα είναι το πατσατζίδικο του Σπύρου Μπιλιούρη.
Αυτόν τον Έπαρχο τον θυμάμαι πολύ καλά. Πριν ακόμα διευθετηθεί οριστικά ο χώρος της πλατείας Τρούμαν, έσπευσε και κατασκεύασε στο κέντρο της ένα μεγάλο μαρμάρινο μνημείο, στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένας αναγεννώμενος φοίνικας και στη ανατολική πλευρά του μια μεγάλη ανάγλυφη μαρμάρινη πλάκα, στην οποία απεικονίζονταν η σκηνή της δολοφονίας του Άβελ από τον αδελφό του Κάϊν
Η εικόνα αυτού του μνημείου μίσους έχει παραμείνει αναλλοίωτη στη μνήμη μου. Προφανώς, με το μνημείο αυτό, ο Έπαρχος της Νάουσας ήθελε να καταδείξει ότι η Ελλάδα, που εκπροσωπούνταν από τον φοίνικα που βρίσκονταν στην κορυφή του μνημείου, θα αναγεννηθεί, μόνον αν, ένα από τα δύο κομμάτια του ελληνικού λαού, που οδηγήθηκε από τους Αγγλοαμερικάνους σε αιματηρό αδελφοσκοτωμό, εκλείψει. Και για να εκλείψει, κατά την νοσηρή φαντασία του Επάρχου, έπρεπε, ο Κάϊν, ο οποίος εκπροσωπούσε το νόμιμο κράτος, δηλαδή, τους Εθνικόφρονες Έλληνες, να σκοτώσει τον Άβελ, ο οποίος εκπροσωπούσε τα εθνικά μιάσματα, τους ΕΑΜοβούλγαρους και τους κομμουνιστοσυμμορίτες! Αυτός ήταν ο συμβολισμός του μνημείου! Αυτό το επαίσχυντο μνημείο θα παραμείνει για αρκετό διάστημα στη θέση του και μετά τον Εμφύλιο πόλεμο.
Μετά την επίθεση του Δ.Σ.Ε κατά της Νάουσας την 11η Ιανουαρίου 1949, τις λυσσώδεις μάχες που διεξήχθησαν μέσα στην πόλη και την παράδοση του μεγαλύτερου τμήματός της στην καταστροφική μανία της φωτιάς, χρειάστηκε να αντιμετωπιστούν τα ποικίλα προβλήματά της άμεσα, ακόμα και με προσωρινό τρόπο. Έτσι, σε όλη την περιφέρεια της πλατείας Τρούμαν κατασκευάστηκαν ξύλινες παράγκες, οι οποίες διανεμήθηκαν στους επαγγελματίες που κάηκαν τα μαγαζιά τους.
Επίσης, ξύλινες παράγκες κατασκευάστηκαν δεξιά και αριστερά και σε όλο το μήκος από την οδό Θεοφίλου μέχρι την βόρεια είσοδο της σημερινής Λαϊκής αγοράς, καθώς επίσης και εκατέρωθεν της οδού Δημαρχίας, οι οποίες και αυτές διανεμήθηκαν σε πυροπαθείς επαγγελματίες. Στον χώρο της πλατείας που βρίσκονταν το κτίριο των αδελφών Κελεμουρίδη με το κινηματογράφο «ΑΓΓΕΛΙΚΑ», που αναγέρθηκε μετά τον Εμφύλιο πόλεμο και, ακολούθως, μετά την κατεδάφισή του, ακολούθησε η ανέγερση στον ίδιο χώρο της οικοδομής των αδελφών Κεσίδη, κατά τον Εμφύλιο πόλεμο υπήρχε μόνο ένα μεγάλο μεταλλικό τολ, στο οποίο ήταν στεγασμένα τα ψαράδικα της πόλης.
Σε μια από τις παράγκες της πλατείας Τρούμαν, που αντιστοιχεί σήμερα στον χώρο του σημερινού εστιατορίου «ΣΠΟΝΔΗ», στεγάζονταν τα γραφεία της τοπικής εφημερίδας «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΗΣ». Το 1953 ο φίλος μας ιδρυτής και διευθυντής αυτής της εφημερίδας Πέτρος Δεινόπουλος, προσφέρθηκε να συστεγάζονται στην παράγκα του και τα γραφεία του νεοσύστατου τότε Συλλόγου που είχαμε δημιουργήσει εμείς οι απόφοιτοι του Γυμνασίου με τίτλο: «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΝΑΟΥΣΗΣ «ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΙΧΗΛ, Ο ΛΟΓΙΟΣ», μέλος του οποίου ήταν κι αυτός. Μετά από κάποιες δεκαετίες, ο Σύλλογός μας άλλαξε τίτλο και έγινε «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ «ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ, Ο ΛΟΓΙΟΣ». Θεώρησα χρέος μου να γράψω όλα τα ανωτέρω, για να μην περιπέσουν στη λήθη με την καταλυτική διαδρομή του πανδαμάτορα χρόνου.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΣΠΥΡ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
ΝΑΟΥΣΑ